Το ταξί την άφησε σε μια σκοτεινή πλευρά της πόλης. Σε μια διεύθυνση που δεν είχε ξαναπάει ποτέ. Η κοπέλα χώθηκε στο στενό σοκάκι και συνέχισε να βαδίζει προς το βάθος.
Πάνω στην άσφαλτο τα τακούνια της έκαναν ένα ξερό θόρυβο που έμοιαζε με λόξυγκα πουλιού. Προσπέρασε μερικά σπίτια με κόκκινο φωτάκι στο κατώφλι τους και έφτασε στο χαμόσπιτο με τον κίτρινο γλόμπο, το γυμνό. Κάποιος είχε σπάσει το κανονικό, φαίνεται, και ο υπεύθυνος άλλαξε όπως όπως τη λάμπα.
Αυτός της είχε εξηγήσει: «Στο τελευταίο σπίτι του δρόμου, αυτό με το κίτρινο φως, εκεί θα σε περιμένω. Και να θυμάσαι αυτό που είπαμε».
Άνοιξε την καγκελόπορτα και χώθηκε στην αυλή. Τριγύρω κάτι ντενεκέδες από λάδι και φέτα ήταν γεμάτοι γεράνια και φτέρες. Τα πεζούλια ασβεστωμένα, φεγγοβολούσαν στο μισοσκόταδο. Χτύπησε με το δάχτυλο το τζαμάκι και το μούτρο της τσατσάς εμφανίστηκε μισακό πίσω από το καγκελάκι.
Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Η τσατσά ήταν μιλημένη.
Την έμπασε μέσα και έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω της.
Τον βρήκε στο βορινό δωμάτιο, ξάπλα στο κρεβάτι. Φορούσε ένα μάλλινο παντελόνι από κάτω κι από πάνω ήταν γυμνός. Δίπλα του, στο κομοδίνο, ήταν σερβιρισμένος ένας δίσκος με ουίσκι και δυο ποτήρια. Της έγνεψε να πλησιάσει και της γέμισε ένα ποτήρι με πάγο και αλκοόλ. Της το έδωσε και μετά ήπιε από το δικό του μια γενναία γουλιά. Τόσην ώρα δεν είχαν ανταλλάξει ούτε λέξη.
Άρχισε να γδύνεται ενώ εκείνος την κοιτούσε σαν να προσπαθούσε να απομνημονεύσει και την παραμικρή κίνησή της. Πέταξε τις νάυλον κάλτσες και τα εσώρουχά της στο πάτωμα, το κόκκινο φουστάνι στην καρέκλα. Ένα κολιέ με χάντρες που φορούσε στο λαιμό το άφησε να πέσει δίπλα του, στο σεντόνι.
Ξάπλωσε δίπλα του και έμεινε ακίνητη. Εκείνος έσκυψε πάνω της κι άρχισε να την φιλάει άγρια, πότε στο λαιμό πότε στους ώμους και πότε στο στόμα. Με τα χέρια του της έφραζε το λαιμό σα να ήθελε να την πνίξει. Της άνοιξε τα πόδια με βία, κάνοντας το δέρμα της να τσιρίξει κάτω από την απότομη επαφή με τα γόνατά του. Το μαξιλάρι τής βρώμαγε χρήση και απλυσιά. Τα μαλλιά του έπεφταν στο πρόσωπό της και την γαργαλούσαν. Ο λαιμός της ανάμεσα στις παλάμες του έκαιγε από το σφίξιμο και την αγωνία.
Έβγαλε τη γλώσσα και του έγλυψε την καφετιά ελιά στο δεξί μάγουλο. Μετά φίλησε το ίδιο σημείο και μουρμούρισε κάτι στο αυτί του. Εκείνος σταμάτησε ό, τι έκανε και την κοίταξε όλο απορία. Ανασηκώθηκε για μια στιγμή από πάνω της και μετά σήκωσε το χέρι και της άστραψε ένα δυνατό χαστούκι. Το ίχνος της παλάμης του ζωγραφίστηκε στο μάγουλό της. Το δαχτυλίδι του της έσκισε το κάτω χείλος, αφήνοντας ένα λεπτεπίλεπτο κόκκινο σαλάκι να κυλήσει ως το σαγόνι της.
«Ή φέρσου σαν σωστή πουτάνα ή τσακίσου και φύγε από δω», σφύριξε μέσα στο αυτί της καθώς ξανάπιανε δουλειά πάνω της. «Συμφωνήσαμε να γίνει εδώ μέσα, προσαρμόσου και παίξε το ρόλο σου αλλιώς έξω με περιμένουν άλλες δέκα να τις γαμήσω».
Η συμφωνία ήταν αυτή και της το είχε ξηγηθεί από την αρχή. Πηδούσε μόνο πουτάνες. Εδώ και αρκετό καιρό μόνο αυτές τον έφτιαχναν. Αν τον ήθελε τόσο πολύ, θα έπρεπε να γίνει και να δείχνει η πουτάνα του. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε. Με το μπουρδέλο τα είχε κανονίσει προ πολλού. Ήξεραν για την πιτσιρίκα που είχε ερωτευτεί τον καλύτερό τους πελάτη, χατίρι δεν θα του χάλαγαν ποτέ.
Τον κοίταξε που ήταν σκυμμένος πάνω της και αγκομαχούσε. Τον ήθελε όσο ποτέ. Ήταν ερωτευμένη μαζί του. Αυτός κατάλαβε το βλέμμα της και την έφτυσε στα μούτρα. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και τον αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά.
Αυτός συνέχισε να αγκομαχάει πάνω της με κλειστά μάτια. Δυνατά, σα να ήθελε να το σπάσει το κορμί της.
«Αγάπη μου», ψιθύρισε στο αυτί του όταν τον ένιωσε να κοντεύει μέσα της.
Στο άκουσμα της λέξης εκείνος κόπηκε. Την άρπαξε ξανά απ’ το λαιμό και με το άλλο χέρι την άρχισε στα χαστούκια. Την έδερνε αλύπητα, ουρλιάζοντας με κάτι που θύμιζε απελπισία ή και μίσος. Μπορεί και τίποτε από τα δυο. Εκείνη πάλευε να γλιτώσει, μια τον έγδερνε με τα νύχια της και μια τον έσπρωχνε με τις μπουνιές της.
Όταν είδε το πρόσωπό της που μπλάβιασε κάτω από τη λαβή του χαλάρωσε τα δάχτυλα κι έπεσε ξέπνοος δίπλα της. Ένιωσε το κορμί της να τρέμει στο πλάι του. Στις άκρες των χειλιών του έπηζε λίγο σάλιο. Στα χέρια του είχε αίματα από την ανοιγμένη μύτη και τις γρατζουνιές της. Στο μέτωπό του γυάλιζε ιδρώτας. Έπεσε δίπλα της κι έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες του.
«Γιατί μου το’ κανες αυτό;», μουρμούρισε έτοιμος να ξεσπάσει σε ένα δυνατό κλάμα. «Τι στο διάολο ζητάς από μένα πια; Τι θέλεις; Αφού στο είπα, αν δε γίνεις η πουτάνα μου, το ξέρεις πως δε μπορώ να σε πηδήξω… Γιατί, γιατί με σφάζεις;…».
Αυτός της είχε εξηγήσει: «Στο τελευταίο σπίτι του δρόμου, αυτό με το κίτρινο φως, εκεί θα σε περιμένω. Και να θυμάσαι αυτό που είπαμε».
Άνοιξε την καγκελόπορτα και χώθηκε στην αυλή. Τριγύρω κάτι ντενεκέδες από λάδι και φέτα ήταν γεμάτοι γεράνια και φτέρες. Τα πεζούλια ασβεστωμένα, φεγγοβολούσαν στο μισοσκόταδο. Χτύπησε με το δάχτυλο το τζαμάκι και το μούτρο της τσατσάς εμφανίστηκε μισακό πίσω από το καγκελάκι.
Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Η τσατσά ήταν μιλημένη.
Την έμπασε μέσα και έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω της.
Τον βρήκε στο βορινό δωμάτιο, ξάπλα στο κρεβάτι. Φορούσε ένα μάλλινο παντελόνι από κάτω κι από πάνω ήταν γυμνός. Δίπλα του, στο κομοδίνο, ήταν σερβιρισμένος ένας δίσκος με ουίσκι και δυο ποτήρια. Της έγνεψε να πλησιάσει και της γέμισε ένα ποτήρι με πάγο και αλκοόλ. Της το έδωσε και μετά ήπιε από το δικό του μια γενναία γουλιά. Τόσην ώρα δεν είχαν ανταλλάξει ούτε λέξη.
Άρχισε να γδύνεται ενώ εκείνος την κοιτούσε σαν να προσπαθούσε να απομνημονεύσει και την παραμικρή κίνησή της. Πέταξε τις νάυλον κάλτσες και τα εσώρουχά της στο πάτωμα, το κόκκινο φουστάνι στην καρέκλα. Ένα κολιέ με χάντρες που φορούσε στο λαιμό το άφησε να πέσει δίπλα του, στο σεντόνι.
Ξάπλωσε δίπλα του και έμεινε ακίνητη. Εκείνος έσκυψε πάνω της κι άρχισε να την φιλάει άγρια, πότε στο λαιμό πότε στους ώμους και πότε στο στόμα. Με τα χέρια του της έφραζε το λαιμό σα να ήθελε να την πνίξει. Της άνοιξε τα πόδια με βία, κάνοντας το δέρμα της να τσιρίξει κάτω από την απότομη επαφή με τα γόνατά του. Το μαξιλάρι τής βρώμαγε χρήση και απλυσιά. Τα μαλλιά του έπεφταν στο πρόσωπό της και την γαργαλούσαν. Ο λαιμός της ανάμεσα στις παλάμες του έκαιγε από το σφίξιμο και την αγωνία.
Έβγαλε τη γλώσσα και του έγλυψε την καφετιά ελιά στο δεξί μάγουλο. Μετά φίλησε το ίδιο σημείο και μουρμούρισε κάτι στο αυτί του. Εκείνος σταμάτησε ό, τι έκανε και την κοίταξε όλο απορία. Ανασηκώθηκε για μια στιγμή από πάνω της και μετά σήκωσε το χέρι και της άστραψε ένα δυνατό χαστούκι. Το ίχνος της παλάμης του ζωγραφίστηκε στο μάγουλό της. Το δαχτυλίδι του της έσκισε το κάτω χείλος, αφήνοντας ένα λεπτεπίλεπτο κόκκινο σαλάκι να κυλήσει ως το σαγόνι της.
«Ή φέρσου σαν σωστή πουτάνα ή τσακίσου και φύγε από δω», σφύριξε μέσα στο αυτί της καθώς ξανάπιανε δουλειά πάνω της. «Συμφωνήσαμε να γίνει εδώ μέσα, προσαρμόσου και παίξε το ρόλο σου αλλιώς έξω με περιμένουν άλλες δέκα να τις γαμήσω».
Η συμφωνία ήταν αυτή και της το είχε ξηγηθεί από την αρχή. Πηδούσε μόνο πουτάνες. Εδώ και αρκετό καιρό μόνο αυτές τον έφτιαχναν. Αν τον ήθελε τόσο πολύ, θα έπρεπε να γίνει και να δείχνει η πουτάνα του. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε. Με το μπουρδέλο τα είχε κανονίσει προ πολλού. Ήξεραν για την πιτσιρίκα που είχε ερωτευτεί τον καλύτερό τους πελάτη, χατίρι δεν θα του χάλαγαν ποτέ.
Τον κοίταξε που ήταν σκυμμένος πάνω της και αγκομαχούσε. Τον ήθελε όσο ποτέ. Ήταν ερωτευμένη μαζί του. Αυτός κατάλαβε το βλέμμα της και την έφτυσε στα μούτρα. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και τον αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά.
Αυτός συνέχισε να αγκομαχάει πάνω της με κλειστά μάτια. Δυνατά, σα να ήθελε να το σπάσει το κορμί της.
«Αγάπη μου», ψιθύρισε στο αυτί του όταν τον ένιωσε να κοντεύει μέσα της.
Στο άκουσμα της λέξης εκείνος κόπηκε. Την άρπαξε ξανά απ’ το λαιμό και με το άλλο χέρι την άρχισε στα χαστούκια. Την έδερνε αλύπητα, ουρλιάζοντας με κάτι που θύμιζε απελπισία ή και μίσος. Μπορεί και τίποτε από τα δυο. Εκείνη πάλευε να γλιτώσει, μια τον έγδερνε με τα νύχια της και μια τον έσπρωχνε με τις μπουνιές της.
Όταν είδε το πρόσωπό της που μπλάβιασε κάτω από τη λαβή του χαλάρωσε τα δάχτυλα κι έπεσε ξέπνοος δίπλα της. Ένιωσε το κορμί της να τρέμει στο πλάι του. Στις άκρες των χειλιών του έπηζε λίγο σάλιο. Στα χέρια του είχε αίματα από την ανοιγμένη μύτη και τις γρατζουνιές της. Στο μέτωπό του γυάλιζε ιδρώτας. Έπεσε δίπλα της κι έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες του.
«Γιατί μου το’ κανες αυτό;», μουρμούρισε έτοιμος να ξεσπάσει σε ένα δυνατό κλάμα. «Τι στο διάολο ζητάς από μένα πια; Τι θέλεις; Αφού στο είπα, αν δε γίνεις η πουτάνα μου, το ξέρεις πως δε μπορώ να σε πηδήξω… Γιατί, γιατί με σφάζεις;…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου