ερωτικές ιστορίες

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Οι ιστορίες ΔΕΝ είναι δικές μας...είναι απλά μια προσπάθεια να μαζέψουμε όσο γίνετε πιό πολλές ελληνικές ιστορίες μαζεμένες..Περιμένω ανυπόμονα τα σχόλιά σας... Καλή και... καυτή ανάγνωση..

Παρασκευή 5 Μαΐου 2017

Εν ώρα εργασίας

Με καλημέρισε με ένα χάδι στη γυμνή μου μέση και με ένα υγρό φιλί στο πίσω μέρος του αφτιού κι έφυγε νωρίς το πρωί για τη δουλειά. Δουλεύει ως λογιστής σε πολυεθνική τράπεζα και γυρίζει αργά το απόγευμα. Μένουμε σε ξεχωριστά διαμερίσματα αλλά σχεδόν κάθε βράδυ καταλήγουμε να κοιμόμαστε μαζί. Εκείνη τη μέρα εγώ είχα ρεπό οπότε κοιμήθηκα περισσότερο. Όταν ξύπνησα το μουνί μου καύλωσε αμέσως. Ήμουν ήδη γυμνή και άρχισα να χαϊδεύω το κορμί μου. Πρώτα την κοιλιά μου, μετά τα πλαϊνά της μέσης μου. Ανέβηκα στα βυζιά μου, στις ρώγες μου. Έγλειψα τα δάχτυλα μου και κατέβηκαν στο μουνάκι μου. Το χάιδευα. Τον ήθελα. Πηγαίνω στη δική του μεριά όπου κοιμόταν και γυρίζω μπρούμυτα. Ξεκινάω έναν ερωτικό χορό με το στρώμα. Λικνίζομαι πάνω του και φαντάζομαι πως είναι από μια μεριά και με βλέπει.

Παίρνω το μαξιλάρι του, μυρίζω το άρωμά του και καυλώνω περισσότερο. Το βάζω ανάμεσα στα μπούτια μου. Τρίβω το μουνί μου πάνω του αργά και μετά όλο και πιο έντονα. Σκεφτόμουν πως το μαξιλάρι ήταν το πρόσωπό του και πως είχα κολλήσει το μουνί μου στο στόμα του. Τριβόμουν πιο γρήγορα. Κι άλλο. Ακόμα περισσότερο. Ένιωθα τη γλώσσα του μέσα μου. Βογκούσα δυνατά. Φώναζα απ' την καύλα μου. Ένιωθα τους σπασμούς μου. Έχυσα με κραυγές. Σηκώθηκα, έκανα ένα ντουζάκι, έφαγα πρωινό και πήγα σπίτι μου. Φόρεσα μια άνετη σατέν ρομπίτσα και από μέσα μόνο το εσώρουχο μου. Για καμιά ώρα δούλευα πάνω σε κάποια έγγραφα σχετικά με τη δουλειά μου. Κοίταξα την ώρα και κόντευε δύο το μεσημέρι. Το μυαλό μου πήγε σε εκείνον. Θυμήθηκα τη χθεσινή μας νύχτα και κάθε νύχτα και στιγμή που γαμιόμαστε. Άγρια και με λύσσα. Αρρωστημένα.

Το μουνί μου και όλο μου το κορμί για άλλη μια φορά καύλωσε. Θα του έστελνα πάλι μήνυμα όπως κάνουμε συχνά ενώ δουλεύουμε. Μας αρέσει να καυλώνουμε ο ένας τον άλλο μέσω τηλεφώνου. Το χέρι μου πήγε κατευθείαν στο μουνί μου. Έχωσα δυο δάχτυλα μέσα. Τρελάθηκα. με έπιασε τρελή καύλα. Ήθελα να τρελάνω κι αυτόν και θα το έκανα. Μου αρέσουν οι απρόβλεπτες καταστάσεις, οι εκπλήξεις, αυτά που δεν περιμένεις πως θα σου συμβούν. Κυρίως όμως, μου αρέσει να τα κάνω στους άλλους! Θα έκανα κάτι που δεν είχα ξανακάνει. Ήξερα ότι θα τον τρέλαινε. Του στέλνω σε μήνυμα:

''σε σκέφτομαι και τρίβω το μουνί μου''.

Μου απαντάει αμέσως:

''Ευτυχώς που τελείωσαν όλα τα ραντεβού μου, είμαι καυλωμένος όλη μέρα εξαιτίας σου. Χύσε για μένα''.

Χαμογέλασα αλλά δεν του απάντησα. Σηκώθηκα, γδύθηκα, φόρεσα τα πιο σέξι εσώρουχά μου, μαύρα, στρινγκ και διαφανές σουτιέν που έβλεπες ξεκάθαρα τις ρώγες, μαζί με τις ζαρτιέρες μου. Φόρεσα και μαύρες διάφανες καλτσοδέτες που κούμπωναν φυσικά με τις ζαρτιέρες. Φόρεσα τα μαύρα μου στιλέτο, χτένισα τα πλούσια, μαύρα και μακριά μαλλιά μου, έβαψα τα πράσινα μάτια μου, ένα σέξι ελαφρύ μακιγιάζ που τόνιζε το χρώμα τους και έβαλα ένα κατακόκκινο κραγιόν. Τέλος έβαλα το αγαπημένο μου άρωμα σε διάφορα σημεία του κορμιού μου. Φόρεσα τη μακριά, μέχρι το γόνατο, μπεζ καπαρντίνα, την κούμπωσα στη μέση και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ένιωσα απόλυτη ικανοποίηση μ' αυτό που έβλεπα. Ένιωθα ερωτική και ποθητή. Κυρίως όμως καυλωμένη. Το μουνί μου έσταζε. Άρπαξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και την τσάντα μου και βγήκα έξω. Μόλις βγήκα από την πολυκατοικία, περαστικά, ανδρικά βλέμματα έπεσαν πάνω μου. άλλοι κοιτούσαν σαν αποσβολωμένοι και άλλοι, αρκετοί απ' αυτούς συνοδευόμενοι από γυναικεία παρέα δε δίστασαν να μου χαμογελούν.

Τρελαίνομαι να καυλώνω τους άλλους και να μην ενδίδω. Θέλω να τους τρελαίνω. Να νομίζουν πως έχουν ελπίδες να με γαμήσουν κι όταν νομίζουν πως έχουν φτάσει στην πηγή να μην πίνουν νερό. Το τελευταίο μάλιστα σκόπευα να το κάνω από στιγμή σε στιγμή. Βρέθηκα έξω από το κτήριο που εργάζεται αυτός. Όλο χάρη και ερωτισμό, με όλη τη σιγουριά που κατέχει μια ερωτική γυναίκα μπήκα στην τράπεζα. Δε με γνώριζε κανείς τους εκεί μέσα, οπότε παρουσιάστηκα ως μια πελάτισσα που είχε ραντεβού με το λογιστή. Ανέβηκα τις σκάλες που οδηγούσαν στα γραφεία. Η πόρτα του δικού του γραφείου ήταν ανοιχτή. Όσα άτομα βρίσκονταν στα γύρω εξωτερικά γραφεία με χάζευαν. Εκείνος είχε γυρισμένη την πλάτη και ασχολούνταν με κάτι έγγραφα. Δε με είχε δει. Δύο άνδρες κουστουμαρισμένοι προσφέρθηκαν να με εξυπηρετήσουν. Κάποιες γυναίκες με κοιτούσαν με μισό μάτι. Το ευχαριστιόμουν. Χτύπησα την ανοιχτή πόρτα του γραφείου του.

- Να περάσω;

Γυρίζει, με κοιτάζει και μένει ακίνητος σαν άγαλμα.

- Ελπίζω να μην ενοχλώ.

Κάποιοι που ήταν έξω απ' το γραφείο κοιτούσαν προς το μέρος μας.

- Αν θυμάμαι καλά είχαμε ένα ραντεβού.

Χαμογελούσα πονηρά. Εκείνος ακίνητος ακόμα και καρφωμένος πάνω μου. Μόνο το βλέμμα του μετακινήθηκε και περιεργαζόταν αυτό που έβλεπε. Είχε καταλάβει το λόγο για τον οποίο είχα έρθει. Ένιωθα το μουνί μου πρησμένο. Χωρίς να περιμένω κάποια αντίδρασή του, προχωράω και κάθομαι στην καρέκλα απέναντι απ' το γραφείο του. Την πόρτα την άφησα ανοιχτή. Τον κοιτούσα με το πονηρό και αινιγματικό μου ύφος.

- Θες να σου προσφέρω κάτι;
- Ένα ποτήρι νερό, ευχαριστώ.

Πηγαίνει και λέει σε μια κοπέλα να φέρει το νερό. Έρχεται και κάθεται στη θέση του ακριβώς απέναντι μου. Τα μάτια του είχαν γυαλίσει από πόθο. Τον ήθελα κολασμένα. Ήθελα να με σκίσει εκεί πάνω, στο γραφείο του. Πιο πολύ όμως ήθελα να τον τρελάνω στην καύλα. Τα χέρια του είχαν γίνει δυο γροθιές. Κρατιόταν να μην μου ορμήσει. Επιδεικτικά άλλαξα στάση και έκατσα σταυροπόδι. Το βλέμμα του κολλημένο στα πόδια μου.

- Λοιπόν, είχαμε μιλήσει και στο τηλέφωνο σχετικά με το θέμα μου. Πρέπει να προετοιμάσω τα έγγραφα όσο πιο σύντομα γίνεται γιατί λήγει η προθεσμία (όντως ήθελα τη βοήθειά του, αλλά είχαμε πει πως θα με βοηθούσε εκτός γραφείου).

Έγειρε προς τα πίσω και με μισόκλειστα τα μάτια με περιεργαζόταν. Το διασκέδαζε. Μπήκε μέσα η κοπέλα, άφησε το νερό, όμως δεν έφυγε. Έπρεπε να ασχοληθεί μα κάτι φακέλους. Ακόμα καλύτερα σκέφτηκα εγώ. Ο Γ όμως δεν το χάρηκε καθόλου. Πού να ήξερε. Αρχίσαμε να μιλάμε σχετικά με τις δουλειές για τις οποίες είχα πάει υποτίθεται εκεί, η κοπέλα πού και πού μου έριχνε κλεφτές ματιές προφανώς εντυπωσιασμένη με την εμφάνιση μου. Τελικά όμως απορροφήθηκε με τη δουλειά της. Τώρα ή ποτέ σκέφτηκα. Η πόρτα είχε μείνει ελάχιστα ανοιχτή οπότε δε μπορούσε να δει κανείς τι γίνεται μέσα στο γραφείο και η κοπέλα δεν έδινε καμία σημασία προς τη μεριά μας. Έβλεπα το Γ να μη μπορεί να συγκεντρωθεί σ' αυτά που λέγαμε, αλλά εγώ παρίστανα την πλήρως αφοσιωμένη πελάτισσα. Ώσπου ξαφνικά έγειρα προς τα πίσω και άνοιξα τα πόδια μου. Κοίταξα προς τη μεριά της κοπέλας να δω αν κοιτούσε αλλά τίποτα. Αυτός είδε τις ζαρτιέρες μου. Με το ύφος του με ρωτούσε τι κάνω. Δάγκωσα τα χείλη μου. Τα χέρια μου μετακινήθηκαν στα πόδια μου. Απ' τα γόνατα τα έσερνα προς τα πάνω αργά. Η καπαρντίνα μου είχε ανοίξει λόγω της σχισμής της μέχρι το πάνω μέρος του μουνιού μου. Τα χέρια μου χάιδευαν τα μπούτια μου. Έσταζα. Τον κοιτούσα όλο καύλα και το γεγονός ότι ήταν και άλλος μέσα στο γραφείο και δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα με καύλωνε ακόμα περισσότερο.

Έβαλα τα χέρια μου μέσα από την κάλτσα. Συνέχισα να χαϊδεύομαι. Εκείνος τα είχε χάσει. Συνέχιζε την κουβέντα σχετικά με το θέμα μου και κατάπινε με δυσκολία. Χαμογελούσα και τα είχε πάρει γιατί δε μπορούσε να κάνει τίποτα, επειδή είχα εγώ το πάνω χέρι. Σταμάτησα να κάνω ό,τι κάνω και έκατσα πάλι όπως πριν. Η κοπέλα σηκώθηκε και ήρθε στη ντουλάπα που ήταν πίσω απ' την καρέκλα του. Μας είχε γυρισμένη την πλάτη. Άνοιξα τα πόδια μου πάλι. Τα χέρια μου πήγαν κατευθείαν στο μουνί μου. Το χάιδεψαν πάνω απ' το εσώρουχο κι έγειρα πίσω το κεφάλι μου. Δαγκωνόμουν. Τον κοίταξα. Εκείνη ακόμα εκεί. Παραμέρισα το εσώρουχο. Του έδειξα το μουνί μου. Γυάλιζε απ' τα υγρά της καύλας μου. Είχε τρελαθεί! Κοιτούσε τρελαμένος. Έχωσα ένα δάχτυλο. Και δεύτερο. Γαμιόμουν με τα δάχτυλά μου. Η καύλα μου στα ύψη. Με το Γ απέναντι μου να μη μπορεί να κάνει τίποτα! Ακριβώς από πίσω του στεκόταν με γυρισμένη την πλάτη η συνεργάτιδα του και απέναντι του αυτή που γαμούσε με τα δάχτυλα της το μουνί της για την πάρτη του.

Σταμάτησα ό,τι έκανα, ίσιωσα το κορμί μου και ανασηκώθηκα προς το μέρος του να του δείξω δήθεν κάτι στα χαρτιά και με το χέρι που γαμούσα το μουνί μου τον άγγιξα. Τινάχτηκε απότομα. Γύρισε και η άλλη, μας έριξε ένα ευγενικό χαμόγελο, πήρε κάποιους φακέλους παραμάσχαλα και βγήκε απ' το γραφείο. Δε θα ξαναερχόταν σύντομα καθώς είχε άλλες δουλειές. Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της άρχισα να γλείφω ένα-ένα τα δάχτυλα μου. Σηκώθηκα όλο χάρη, πήγα στην πόρτα και την κλείδωσα. Γύρισα προς το μέρος του και βίαια ξεκούμπωσα την καπαρντίνα μου και την πέταξα στην καρέκλα που καθόμουν. Πήγα στη θέση του, έσπρωξα το κάθισμά του πιο πίσω, το φούσκωμα του παντελονιού του ήταν ξεκάθαρο. με κοιτούσε όλο καύλα, τα χε χάσει τελείως. έκατσα ανάμεσα στα σκέλια του. Το μουνί μου πάνω ακριβώς στην ψωλή του. Τον άρπαξα απ' τα μαλλιά δυνατά και άρχισα να του τρίβομαι αργά και έντονα.

- Πουτάνα…

ψέλλισε μέσα απ' τα δόντια του.

- Είμαι. Είμαι η μεγαλύτερη πουτάνα!

Έγειρα το κεφάλι μου πίσω και άφησα το βογκητό μου να ακουστεί. Δε με ένοιαζε αν ακουγόμουν.


- Σκάσε θα μας ακούσουν ψώλα!

Με έπιασα με τα δυο του χέρια απ' το λαιμό και με έσφιγγε. Τον κάρφωσα με το βλέμμα μου. Άρπαξε το κεφάλι μου και κόλλησε το στόμα του στο αφτί μου.

- Αυτό που κάνεις σήμερα θα μου το πληρώσεις ξέκωλο πουτανί…

βόγκηξε στο αφτί μου. Εγώ συνέχιζα και του τριβόμουν. Με το χέρι μου ξεκούμπωσα το παντελόνι και του τον έβγαλα έξω. Ήταν ζεστός και πέτρα. Τον ήθελα στο στόμα μου. Δε θα τον έπαιρνα όμως. Του την έπαιξα για λίγο με το χέρι μου και μετά ανασηκώθηκα λίγο. Μου έσκισε το στρινγκ με μια κίνηση, δεν τον άφησα όμως να μου τον χώσει. Πήρα την ψωλή του και την περνούσα απ' τη σχισμή του μουνιού μου. Ήθελα να τον τρελάνω! Βογκούσαμε και οι δύο πλέον. Προσπαθούσε να δαγκώσει και να ρουφήξει τις ρώγες και το στήθος μου αλλά δεν τον άφηνα. Σηκώθηκα απότομα απομακρύνθηκα ελάχιστα και άρχισα να του χορεύω αισθησιακά. Του χαμογελούσα όλο νόημα κι εκείνος έπαιζε την ψωλή του. Έβαλα το ένα μου πόδι ανάμεσα στα σκέλια του και κουνιόμουν σ' αυτή τη στάση. Του γύρισα την πλάτη, κόλλησα τον κώλο μου πάνω στην πούτσα του και του τριβόμουν. Γύρισα απότομα τον άρπαξα απ' το κεφάλι. Κόλλησα το μέτωπό μου στο δικό του.

- Ελπίζω να τα πούμε το βράδυ…

και του δάγκωσα το λοβό του αφτιού του. Εκείνος χαμένος με κοιτούσε να φοράω την καπαρντίνα μου και να την κουμπώνω. Έστρωσα τα μαλλιά μου, μάζεψα το στρινγκ που ήταν στο πάτωμα και ξεκλειδώνω την πόρτα. Βγαίνω έξω χωρίς να τον κοιτάξω καν. Ξέρω όμως πως είναι τσατισμένος και καυλωμένος όσο ποτέ άλλοτε. Πράγμα που έμαθα και αργότερα. Έφυγα απ' το κτήριο με τα περισσότερα βλέμματα στραμμένα πάνω μου. Όταν έφτασα σπίτι μου είχα ήδη μήνυμα από αυτόν:

''Δεν έχεις ιδέα τι σε περιμένει''.

Έβγαλα τα εσώρουχα και ξάπλωσα στο κρεβάτι γυμνή με τρία μου δάχτυλα μέσα στο μουνί μου.


Η κατηφόρα της γυναίκας μου προς την πουτανιά (1ο
Με τη γυναίκα μου Φλώρα, είχαμε μια φυσιολογική ερωτική ζωή. Θα την έλεγα, «φυσιολογική plus». Δεν ξέρω πώς κατατάσσονται οι 40άρες από την άποψη της επιθυμίας για σεξ στο πλαίσιο μιας σχέσης ή γάμου που συμπληρώνει πάνω από δέκα χρόνια, πάντως η Φλώρα ήταν μάλλον δραστήρια. Θα ζητούσε η ίδια σεξ μια φορά την βδομάδα, το πολύ δέκα μέρες από την τελευταία φορά, αν ποτέ το έφερναν οι συνθήκες να φτάσουμε ως εκεί. Στην πράξη, σπανίως περνούσαν τόσες μέρες. Και αυτό γιατί ανταποκρινόταν σχεδόν σε κάθε δική μου πρωτοβουλία, που ήταν πάντα συχνότερη. Το «δεν μπορώ τώρα» δεν το είχα γνωρίσει. Το πιο πολύ που ήξερα ήταν «δεν μπορώ τώρα, αλλά το βράδυ». Έτσι, ναι μεν εννιά φορές στις δέκα το σεξ ερχόταν μετά από δική μου πρωτοβουλία, αλλά σχεδόν καμία από αυτές τις εννιά φορές δεν υπήρχε άρνηση.

Τι της άρεσε; Όλα. Είτε την πηδούσα από μπρος, είτε από πίσω, τέλειωνε εύκολα, στη δεύτερη περίπτωση με τη βοήθεια του χεριού της. Αλλά ήταν επίσης πρόθυμη να μην τελειώσει, ευχαριστώντας απλώς εμένα με το στόμα της ή τα όμορφα στήθη της, τα οποία είχα χύσει κατ’ επανάληψη τα δώδεκα χρόνια που ήμασταν μαζί. Στο στόμα... δεν ξέρω πόσες φορές. Αναρίθμητες. Ποτέ δεν είχα καταλάβει τι την έκανε τόσο δεκτική στο να με πάρει στο στόμα της όποτε το ζητούσα, συνήθως στο σαλόνι τα βράδια, όταν χαλάρωνα με ένα ουίσκι στο χέρι.

Ένα χαρακτηριστικό της ήταν ότι καύλωνε απίστευτα όταν της έλεγα ιστορίες πάνω στο σεξ. Άλλο τόσο καύλωνα κι εγώ. Ήταν ιστορίες στις οποίες εγώ δεν πρωταγωνιστούσα ποτέ. Αποκλειστικά, αφορούσαν τη δική της (φανταστική) πουτανιά. Λέω φανταστική, γιατί πουτάνα βέβαια δεν ήταν. Από όσο ήξερα δεν είχε πάει με κανένα άνδρα όσο ήμασταν μαζί (μου το ορκιζόταν και την πίστευα) και με ελάχιστους, δυο ή τρεις, στις σχετικά σύντομες σχέσεις που είχε πριν τα φτιάξουμε, κυρίως στο πανεπιστήμιο.

Την καύλωνε όμως να της μιλώ για εκείνους που ήθελαν να την πάρουν, πρώτα από όλα στη δουλειά της. Τότε έπαιρνε μπρος. Άρχιζε να μου λέει για τα βλέμματα όλων των συναδέλφων της που καρφώνονταν στο ντεκολτέ της, ιδιαίτερα όταν -δήθεν ανέμελα- έσκυβε για να το διευρύνει κάπως περισσότερο.

- Και τι άλλο έκανες τότε;…

ερχόταν η συνηθισμένη μου ερώτηση, ενώ ήμουν μέσα της έτοιμος να τελειώσω.

- Μπορεί και να τους ακούμπησα «κατά λάθος» με το στήθος, ενώ περνούσα από πλάι τους…

απαντούσε με κλειστά από την καύλα μάτια. Ξέραμε βέβαια και οι δύο ότι όλα αυτά ήταν φαντασίωση, εκτός βέβαια από τα αυτονόητα. Ότι κοιτούσαν το ντεκολτέ της, ας πούμε, ήταν αλήθεια.

Άλλοτε πάλι με καύλωνε με το να μου λέει ότι το προηγούμενο ή κάποιο άλλο βράδυ πριν κοιμηθεί, είχε φανταστεί να το κάνει με ένα συνάδελφό της και είχε τελειώσει μόνη της, ήσυχα, ενώ εγώ δίπλα κοιμόμουν. Η φράση που χρησιμοποιούσε ήταν «πήγε το χέρι στο μουνάκι μου» την ώρα που φανταζόταν ότι το έκανε με κάποιον άγνωστο, ή άλλοτε, με κάποιους.Οι φαντασιώσεις μας περιελάμβαναν συχνά ένα τρίτο, συγκεκριμένο άνθρωπο: Την αδελφή της. Μικρότερη κατά τρία χρόνια η Μαρία, στα 37 της, ήταν ένα αληθινό πουτανάκι. Είναι εξακριβωμένο ότι είχε πάρει άλλους άνδρες μετά το γάμο της, και το απίθανο ήταν ότι αυτό γινόταν όχι απλώς με τη σύμφωνη γνώμη, αλλά κάποιες φορές με την παρουσία του άνδρα της. Ο Σταύρος ήταν από μικρός στα κόλπα, είχε πηδήσει πολλές γυναίκες πριν παντρευτεί και με χαρά έβαζε τρίτον ή τρίτη στο κρεβάτι τους. Το πρώτο, η Φλώρα ήξερε από την αδελφή της ότι είχε συμβεί μια τουλάχιστον φορά πριν δυο ή τρία χρόνια, με έναν επιχειρηματία από το εξωτερικό, με τον οποίο ο Σταύρος έκανε δουλειές. Το δεύτερο, συνέβαινε ακόμα και τώρα όχι σπάνια, με μια μικρή από την επαρχία που έμενε στον ίδιο όροφο. Άβγαλτη, φτωχή, άνεργη, καυλιάρα (προφανώς), την είχαν πλευρίσει Σταύρος και Μαρία και με τα πολλά την είχαν κάνει εργαλείο τους, να την πηδούν μια φορά το μήνα μαζί οι δυο τους, με το αζημίωτο. Όχι χρήματα, ποτέ κάτι τέτοιο, από ό,τι έλεγε η Μαρία στην αδελφή της. Αλλά καλά δώρα, όπως ένα ταξίδι τα προηγούμενα Χριστούγεννα στο εξωτερικό, που είχε κάνει η μικρή με το γκόμενο της. Περιττό να πω, εκείνος δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι το ταξίδι ήταν ένεκα της γενναιοδωρίας των γειτόνων.

Όλες αυτές οι ιστορίες έκαναν τη Φλώρα να πλημμυρίζει από έξαψη κάποια βράδια και να χύνει με μανία στην αγκαλιά μου, ειδικά καθώς ζήλευε (αν και δεν το ομολογούσε ανοιχτά) την αδελφή της. Το καταλάβαινα βέβαια, αφού η καύλα και το σεξ που ακολουθούσαν κάθε καινούργια «παρασπονδία» της Μαρίας ήταν αυξημένα. Βέβαια μετά τον οργασμό επαναλάμβανε με ευλάβεια ότι «όλα αυτά είναι για την καύλα μόνο, φαντασιώσεις».

Ήθελα πολύ λοιπόν, για να φαντασιώνομαι ότι πηδούσα κι εγώ τη Μαρία; Από τότε που τα είχαμε φτιάξει με τη Φλώρα, ακόμα και από τον πρώτο μήνα, έβλεπα με άλλο μάτι τη μικρή της αδελφή. Καταρχάς έμοιαζε με τη δική μου στο σώμα. Λεπτές και οι δύο, πέντε με έξι εκατοστά πιο κοντή η Μαρία (η Φλώρα, για γυναίκα της γενιάς της, ήταν μάλλον ψηλή). Μελαχρινή η Φλώρα, με τα μαλλιά της σχεδόν ποτέ βαμμένα, πού και πού καμία ανταύγεια, όπως το έλεγε. Πάντα με βαμμένα μαλλιά η Μαρία, προς το ξανθό, όχι έντονο πάντως. Κωλαράκι ίσως λίγο πιο τουρλωτό η Μαρία, αλλά όχι ότι θα την έλεγες γεμάτη στο σημείο εκείνο. Βυζιά, αντίστροφα, λίγο πιο μεγάλα η Φλώρα. Τα βυζιά της εξάλλου ήταν μονίμως το αντικείμενο της καύλας μου. Ωραία, στρογγυλά, με απογείωνε να τα κοιτώ μέσα από το σουτιέν ή να της βγάζω, να τα φέρνω μπροστά μου και της τα γλείφω περιμετρικά, από τη βάση, πριν φτάσω στις ρώγες. Καύλωνε εξίσου και εκείνη με όλα αυτά, με ένταση.

Κάποιες φορές μάλιστα της αρκούσε αυτό για να χύσει, μαζί με λίγη βοήθεια από το χέρι της. Της Μαρίας τα βυζιά ήταν κάπως πιο μικρά, τα είχα δει μια δυο φορές γυμνά στην παραλία, κάποια στιγμή που άλλαζε. Αλλά ήταν αλλιώτικα, πιο στρογγυλά, πιο καυλιάρικα, ίσως γιατί μονίμως τα φανταζόμουν. Συνήθως όταν φορούσε μαγιό έκανα αγώνα να μην καρφώνομαι πάνω τους και κάποιες φορές το είχε σίγουρα προσέξει. Εκατοντάδες άλλες φορές τα είχα φανταστεί στα χέρια μου ή στο στόμα μου. Θα γινόταν ποτέ αυτό πραγματικότητα; Συχνά σκεφτόμουν τη σκηνή όταν πηδούσα τη Φλώρα, ποτέ δεν το είχα παραδεχτεί. Φοβόμουν για τη σχέση των δύο αδελφών μεταξύ τους, αν το έκανα.

Για να τελειώσω την περιγραφή, ποια αδελφή ήταν πιο όμορφη; Σίγουρα η γυναίκα μου, για τα δικά μου γούστα. Πιο λεπτή μύτη, πιο ωραία μάγουλα και πηγούνι. Αλλά η Μαρία είχε κάτι άλλο. Είχε μια πουτανιάρικη, καυλιάρικη ομορφιά, ένα βλέμμα που έλεγε «πάρε με», όταν μιλούσε σε γνωστούς και αγνώστους. Για αυτό εξάλλου, αποτελούσε μονίμως το αντικείμενο του πόθου μου.

Ο Σταύρος ήταν διαφορετική περίπτωση. Δεν ήταν συγγενής εξ αίματος, συμμετείχε λοιπόν άνετα στην ομάδα των φαντασιώσεων. «Πηδούσε» πολλές φορές τη Φλώρα, ιδιαιτέρως όταν εκείνη «έπαιρνε τη θέση της Μαρίας» (όλα αυτά στο μυαλό μας) στο κρεβάτι με τη μικρή γειτόνισσα. Τότε έχυνε με ορμή η Φλώρα. Και ποιος δεν θα έχυνε, εδώ που τα λέμε, με τέτοιο σκηνικό; Τώρα θα αναρωτηθείτε, ήθελε στα αλήθεια η Φλώρα να πηδηχτεί με το Σταύρο; Αυτό ήταν και η δική μου απορία. Έκλεινα προς το «ναι», γνωρίζοντας από το χαρακτήρα της Φλώρας, αν ήταν να κάνει τελικώς την πουτανιά, θα την έκανε σε κλειστό, οικογενειακό κύκλο. Τα άλλα που έλεγε, ότι ήθελε ένα βράδυ να μεθύσει, να ξεπεράσει όλες τις αναστολές της και να την πάρουν ξαπλωτή στο κρεβάτι ένα τρένο άντρες, αυτά δεν τα πίστευα. Ήταν μόνο για την καύλα.Για όλους αυτούς τους λόγους (που πολύ περιληπτικά διηγήθηκα παραπάνω, η ιστορία έχει κι άλλες πτυχές). Ένιωσα ένα μικρό τσίμπημα όταν η Φλώρα με τη Μαρία, σε έναν από τους σχεδόν καθημερινούς απογευματινούς τους καφέδες μαζί (που εναλλάσσονταν πότε στο δικό μας σπίτι, πότε στο δικό τους, σε μια πολυκατοικία λιγότερο από 50 μέτρα από αυτή που μέναμε εμείς) μου είπαν ότι το Σάββατο το βράδυ, ημέρα που είχα δηλώσει ότι θα πήγαινα να δω το καινούργιο Σταρ Γουόρς, θα έβγαιναν οι δυο τους μαζί με το Σταύρο και έναν επισκέπτη επιχειρηματία από το εξωτερικό για φαγητό. Ότι η Φλώρα, δε θα με συνόδευε στο σινεμά ήταν δεδομένο, λόγω απέχθειας στα διαστημικά.

- Δεν πιστεύω να είναι εκείνος εκεί που τον είχαν βάλει στο κρεβάτι τους πρόπερσι…

ρώτησα το προηγούμενο βράδυ.

- Καμία σχέση, μου απάντησε αμέσως. Αυτός είναι Ιταλός. Δε θυμάμαι τι ήταν εκείνος, πάντως όχι Ιταλός. Κάτι από Βόρεια Ευρώπη.

Βλέπετε η μικρομεσαία επιχείρηση του Σταύρου (στην οποία δούλευε και η γυναίκα του), είχε σχέσεις με όλη την Ευρώπη.

Αργά το απόγευμα του Σαββάτου έφυγα για το σινεμά, ενώ η Φλώρα τέλειωνε την προετοιμασία της. Μου είπε σε ποιο εστιατόριο θα πήγαιναν τον Ιταλό (ήδη είχε καθυστερήσει και η Μαρία της είχε τηλεφωνήσει ότι την περίμεναν από κάτω με το αυτοκίνητο) και κατόπιν «ίσως σε ένα μπαρ για ποτό, αν ο φιλοξενούμενος δεν είναι κουρασμένος».

- Πολύ προσοχή στην εμφάνιση βλέπω σήμερα…

σχολίασα, μισό αδιάφορα, μισό πονηρά, καθώς την κοίταξα τελευταία φορά μπροστά στον καθρέφτη της.

- Ζηλεύεις; (παιχνιδιάρικα). Δεν θες να είναι η γυναίκα σου η λιγότερο όμορφη στο εστιατόριο, έτσι δεν είναι;

Κούνησα το κεφάλι και ξεκίνησα με τα πόδια για το σινεμά. Όσο ήμουν στην ουρά για το εισιτήριο σκεφτόμουν μόνο την ταινία που περίμενα τόσους μήνες να δω, αλλά όταν αυτή ξεκίνησε το μυαλό μου δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη μεγάλη οθόνη. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν εννιά και δέκα, ήδη θα είχαν καθίσει και παραγγείλει. Στο διάλειμμα το μυαλό μου ήταν στο εστιατόριο, εκεί που φανταζόμουν ότι η Φλώρα καθόταν ανάμεσα στον Σταύρο (που για να είμαι ειλικρινής, δεν μου είχε δημιουργήσει ποτέ την παραμικρή υποψία για φλερτ στην κουνιάδα του) και τον ιταλό επιχειρηματία.

Όταν ξεκίνησε το δεύτερο μέρος, η δυσκολία μου να παρακολουθήσω έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Πλέον κατέβαλλα προσπάθεια. Όταν η ταινία τελείωσε ξεκίνησα για το σπίτι, πάλι με τα πόδια, αφού η απόσταση δεν ήταν ούτε 15 λεπτά, ωστόσο η σκέψη ότι θα γυρίσω μόνος και η Φλώρα θα διασκεδάζει με τον Ιταλό και θα φτάσει σπίτι αργά με τσίτωνε.

Τότε, με μια κίνηση αυθόρμητη, σταμάτησα ένα ταξί και ζήτησα να με πάει σε ένα σημείο δυο δρόμους από το εστιατόριο. Καθώς περνούσαμε από μπροστά κοίταξα μέσα και τους εντόπισα αμέσως να κάθονται στη τζαμαρία, μάλλον ζητώντας εκείνη τη στιγμή λογαριασμό. Μόλις που τους είχα προλάβει. Βγήκα από το ταξί πενήντα μέτρα μακριά και σχεδόν κρύφτηκα σε μια εσοχή, αφού το ρεζιλίκι μου αν με έβλεπαν θα ήταν τεράστιο. Ευτυχώς δε χρειάστηκε να τρέξω μες τα στενά. Ο Σταύρος είχε παρκάρει από την άλλη πλευρά του δρόμου και κινήθηκαν προς τα εκεί.

Αλλά ήδη, αυτό που έβλεπα με έκανε να σκιρτήσω. Ο Σταύρος κρατούσε αγκαζέ τη Μαρία και η Φλώρα επίσης αγκαζέ τον Ιταλό και προχωρούσαν με γέλια στο πεζοδρόμιο. Βέβαια το αγκαζέ δεν ήταν ερωτικό, αλλά βρε παιδί μου, πώς μπόρεσε μέσα σε δυο ώρες να αποκτήσει τόση άνεση μαζί του;

Άφησα την απόσταση να γίνει 100 μέτρα και ακολούθησα, απολύτως σίγουρος ότι μες το βράδυ ακόμα και να κοιτούσαν δεν θα με διέκριναν. Μετά από 2-3 λεπτά έστριψαν αριστερά, εκεί που προφανώς προς τα πίσω θα είχαν παρκάρει. Χρειαζόταν λίγη προσοχή, γιατί ο δρόμος που είχαν παρκάρει ήταν μονόδρομος και έξοδος, συνεπώς μπορεί ξαφνικά να έβγαιναν ενώ πλησίαζα στη γωνία. Ωστόσο οι επιφυλάξεις μου κάμφθηκαν από την αγωνία μου να δω τι έκαναν, και συνέχισα να προχωρώ. Στη γωνία στάθηκα και κοίταξα πολύ διακριτικά, όπως όταν παίζαμε κρυφτό μικροί (αν με παρατηρούσε κανείς θα γελούσε, αλλά ευτυχώς ο δρόμος ήταν εμπορικός, με μηδενική κίνηση και καθόλου σπίτια) και να… μπαίνουν στο αυτοκίνητο του Σταύρου, μια φαρδιά ασημί μερσεντές, στα σαράντα μέτρα, σε ένα σημείο που δεν είχε ιδιαίτερα φώτα. Η Φλώρα με τον Ιταλό πίσω, η Μαρία με τον Σταύρο μπροστά.

Απομακρύνθηκα αμέσως είκοσι μέτρα από τη γωνιά, σίγουρος ότι εκείνος θα έβαζε μπροστά και θα περνούσαν χωρίς καθυστέρηση από μπροστά μου. Περίμενα δυο τρία λεπτά, τίποτα. Ησυχία στο δρόμο, κανένα φως αυτοκινήτου. Να συζητούσαν σε ποιο μπαρ θα πάνε; Πολύ προσεκτικά, μη με πιάσουν στα πράσα, γύρισα πίσω στη γωνία και κοίταξα προς τη Μερσεντές. Τα φώτα σβηστά, μόνο το κεφάλι του Σταύρου και της Μαρίας να φαίνεται, να κοιτούν προς τα πίσω. Σίγουρα μιλούσαν για το τι θα κάνουν.

Πέρασαν δυο τρία λεπτά ακόμα και ξαφνικά η Μαρία άνοιξε την πόρτα της και βγήκε έξω. Έκανε τον κύκλο, άνοιξε την πίσω πόρτα από εκεί που είχε μπει ο Ιταλός (ο οποίος καθόταν πίσω από τον οδηγό) και μπήκε μέσα. Τι στην ευχή; Γιατί είχαν βάλει τον Ιταλό στη μέση με την γυναίκα μου;

Ο Σταύρος συνέχιζε να κοιτάει πίσω, αυτό μπορούσα να το διακρίνω καθαρά, τίποτα άλλο όμως.

Ένιωσα ένα φτερούγισμα στην κοιλιά μου, ένα σφίξιμο στην καρδιά μου, παντού. Τι έκαναν τόση ώρα με κλειστά τα φώτα και τον κινητήρα στο πίσω κάθισμα; Ένας μόνο τρόπος υπήρχε να μάθω, να κάνω το γύρο του τετραγώνου και να φτάσω στη Μερσεντές από πίσω, σε ένα άλλο κάθετο δρόμο που θα έβγαζε κοντύτερα στο αυτοκίνητο από ό,τι ήμουν τώρα. Από την άλλη δίσταζα, δεν ήθελα να τους χάσω από τα μάτια μου. Και υπήρχε μια ακόμα δυσκολία. Ένιωσα μια έξαψη και το καυλί μου να ανασηκώνεται ελαφρώς. Η ιδέα ότι τα δύο πουτανάκια έκαναν κάτι στην πίσω θέση της Μερσεντές με έκανε να θέλω να παρακολουθήσω όχι στα κρυφά, αλλά από κοντά. Για ένα δευτερόλεπτο με φαντάστηκα να φανερώνω τον εαυτό μου, να βαδίζω στο αμάξι και να κάθομαι μπροστά.

Φυσικά δεν έκανα τίποτα τέτοιο, έμεινα ακίνητος στη γωνία μου.

Μετά από ένα δύο λεπτά αγωνίας, είδα την πίσω πόρτα από την πλευρά που είχε μπει η Φλώρα να ανοίγει και τη γυναίκα μου να βγαίνει έξω και να έρχεται μπροστά στη θέση του συνοδηγού, εκεί από όπου λίγο πριν είχε βγει η Μαρία.

Τι στην ευχή γινόταν μέσα έξω στο αμάξι; Το μυαλό μου πήγε στα χειρότερα. Και ακόμα πιο πολύ, που η εμφάνιση της Φλώρας μου φάνηκε «κάπως». Σαν να είχε αναστατωθεί η μπλούζα της, σαν τα μαλλιά της να ήταν λίγο άτακτα.

Αφού κάθισε δίπλα στο Σταύρο και αυτός δεν έβαζε μπροστά, βεβαιώθηκα πλέον ότι κάτι παράξενο συνέβαινε. Μισό λεπτό, ένα λεπτό και οι δυο τους να κοιτούν πίσω και να λένε κάτι μεταξύ τους και στους άλλους δύο. Βέβαια όλα αυτά μπορεί να είχαν μια απολύτως λογική εξήγηση, αλλά τέτοια ώρα, τέτοιο σκηνικό, τέτοια λόγια.

Αυτό ήταν, αποφάσισα να κάνω τον κύκλο. Μόλις απομακρύνθηκα λίγα μέτρα από τη γωνία μου, άκουσα τη Μερσεντές να βάζει μπρος και είδα το φως της στο δρόμο. Κρύφτηκα σε μια εσοχή. Το αμάξι φάνηκε, έστριψε από την άλλη και εξαφανίστηκε.

Λίγα δευτερόλεπτα μετά κατάλαβα και τον πιθανό λόγο: Μια παρέα από δύο ζευγάρια βγήκε στον κεντρικό ερχόμενη από το ίδιο πεζοδρόμιο που ήταν σταθμευμένη η Μερσεντές. Μάλλον είχαν ενοχλήσει τους επιβάτες της.

Έμεινα εκεί παγωμένος. Τι θα έκανα τώρα; Δεν είχα ιδέα σε ποιο μπαρ θα πήγαιναν. Βεβαίως ένας τρόπος υπήρχε να μάθω, να πάρω τηλέφωνο τη Φλώρα. Δισταχτικά σχημάτισα το νούμερο στο κινητό.

Μου απάντησε αμέσως, γελώντας.

- Έλα Γιάννη, μόλις φύγαμε από το εστιατόριο. Καλή η ταινία;

Τουλάχιστον μου έλεγε αλήθεια. Βέβαια είχαν περάσει και ένα τέταρτο μέσα στην παρκαρισμένη Μερσεντές, αλλά μικρή λεπτομέρεια.

- Καλή ήταν. Τι θα κάνετε τώρα; Θα πάτε πουθενά;

- Αποφασίσαμε να γυρίσουμε, ο καλεσμένος του Σταύρου είναι κουρασμένος. Θα τον κάνουμε μια μικρή βόλτα με το αυτοκίνητο στο κέντρο και σε μισή ώρα θα είμαι σπίτι.

- Οκ, τα λέμε εκεί.

Δεν έδωσα συνέχεια, πήρα αμέσως ένα ταξί και γύρισα σπίτι. Έκανα ένα μπάνιο να χαλαρώσω με τη σκέψη στη Μερσεντές. Τι σήμαινε η «μικρή βόλτα στο κέντρο»; Το μυαλό μου πήγε αμέσως σε ένα ακόμα παρκάρισμα σε μια πιο σκοτεινή γωνιά, με το πίσω κάθισμα να έχει πάρει φωτιά. Ευτυχώς, σκέφτηκα, η Φλώρα κάθεται αυτή τη στιγμή μπροστά. Βέβαια υπήρχε και ο Σταύρος. Ήταν και εκείνος μπροστά, μαζί της. Ποιος ξέρει πώς θα έρχονταν τα πράγματα.

Με το μπουρνούζι ακόμα έβαλα ένα ποτό. Παρασκευή και Σάββατο βράδυ έπινα ένα, δύο -ποτέ παραπάνω, αφού δεν είχα πρωινό ξύπνημα. Κοίταξα ξανά το ρολόι, τρία τέταρτα ακριβώς από το τηλεφώνημά μου. Χρειάστηκαν άλλα 20 λεπτά για να ακούσω το κλειδί.

Η Φλώρα μπήκε μέσα εύθυμη και θορυβώδης. Ήταν ελαφρά μεθυσμένη, αν και στο τηλέφωνο η φωνή της μου είχε φανεί κανονική. Πέταξε τα παπούτσια και ήρθε κατευθείαν στον καναπέ.

- Star Wars, είπε γελώντας.

- Και εσύ έξοδο με τον Ιταλό! Πώς πήγε;

Σοβάρεψε ελαφρώς, όσο το επέτρεπε το μικρό της μεθύσι.

- Καλά. Καλός τύπος. Νομίζω ότι ο Σταύρος έμεινε ικανοποιημένος.

- Η Μαρία, έμεινε ικανοποιημένη;…

ρώτησα βάζοντας ένα ελαφρύτατο τόνο πονηριάς στη φωνή μου.

- Πολύ.

- Τον περιποιήθηκε;

Αυτό ήταν κάπως επιθετικό, πιο συγκεκριμένο. Περίμενα την αντίδρασή της και με έξαψη είδα ότι έσκυψε και με φίλησε στο λαιμό.

- Ναι, τον περιποιήθηκε πολύ, ψιθύρισε στο αυτί μου.

Δε δίστασα καθόλου. Εξάλλου με τέτοιες κουβέντες ξεκινούσαν συνήθως τα προκαταρκτικά του σεξ.

- Τι του έκανε; Του πήρε καμία πίπα;

- Μπορεί να του πήρε, συνέχισε με καυλωμένη φωνή η Φλώρα.

Έβαλα τα χέρια μου κάτω από τη μπλούζα της και έπιασα τα βυζιά της μέσα από τα εσώρουχα. Ευτυχώς φορούσε ακόμα το σουτιέν.

- Μέσα στο αμάξι;

- Ναι, μέσα στο αμάξι.

Πέταξε τη μπλούζα από πάνω της και έμεινε με το φανελάκι. Με άλλη μια κίνηση πέταξε και το φανελάκι στο πάτωμα και έμεινε με το σουτιέν, τα στήθη της απέναντι από το πρόσωπό μου. Αυτή η εικόνα δεν θα έπαυε να με καυλώνει ακόμα και σε τριάντα χρόνια (ελπίζω).

- Στο πίσω κάθισμα;

- Ναι, στο πίσω κάθισμα.

- Πότε; Μετά που σε πήρα τηλέφωνο;

- Ναι, πήγαμε με το αυτοκίνητο στο δασάκι.

Αληθοφανές. Στο δασάκι πήγαιναν πολλά αυτοκίνητα για τον ίδιο σκοπό. Δεν έλεγε βέβαια όλη την αλήθεια. Δεν έλεγε για αυτά που είχαν προηγηθεί του τηλεφωνήματος.

- Καλά και δεν καθόταν μπροστά η Μαρία, με τον άντρα της;…

προσπάθησα να ψαρέψω κάτι για όσα είχα δει από μακριά.

- Όχι, είχε κάτσει πίσω για να «περιποιηθεί» τον Νταβίντε.

Ωραίο όνομα. Αλλά τίποτα για την αλλαγή θέσης μεταξύ τους και ό,τι είχε προηγηθεί αυτής.

- Κι εσύ τι έκανες;

- Εγώ... καθόμουν μπροστά και τους έβλεπα.

- Και ο Σταύρος;

- Κοίταζε και αυτός.

- Και δεν καύλωσε;

- Καύλωσε πολύ.

- Βλέποντας την πουτάνα τη γυναίκα του να τσιμπουκώνει τον άλλο, έτσι;

- Ναι, ήταν πολύ καυλωτικά…

είπε με τα μάτια κλειστά, σαν να έβλεπε τη σκηνή ξανά μπροστά της. Με μια κίνηση πέταξε και τη φούστα της μακριά και έβγαλε την κιλότα της. Άρπαξε το καυλί μου και το έβαλε μέσα της καθώς καθόταν πάλι πάνω μου. Ήταν τόσο υγρή που γλίστρησε εύκολα μέσα. Τώρα πια φορούσε μόνο το σουτιέν, όπως κάποιες φορές προτιμούσα. Άρχισε να κουνιέται πάνω μου με ρυθμό. Ήταν η στιγμή που θα μάθαινα κι άλλα.

- Και τι έκανε πάνω στην καύλα του με εσένα δίπλα του; Δεν άπλωσε τα χέρια του;

- Μπορεί και να τα άπλωσε, αχχ καύλα μου, γάμα με.

- Και σου έπιασε τα βυζιά;

- Μπορεί και να μου τα έπιασε, γάμα με, γάμα με.

- Ενώ η Μαρία πίπωνε τον Ιταλό;

- Ναι, ενώ ακούγαμε τα βογγητά της, αχ, τι καύλα ήταν αυτή.

- Και εσύ καύλωσες που σου έπιανε τα βυζιά ο Σταύρος;

- Ναι, καύλωσα πολύ.

Φώναζε τώρα.

- Έπρεπε να του πάρεις και εσύ μια πίπα.

- Του πήρα, φώναξε με πάθος. Του πήρα πρώτη φορά. Έκανα καλά καυλιάρη μου;

Δεν κρατήθηκα. Στην ιδέα της Φλώρας να πιπώνει τον Σταύρο (είτε συνέβη, είτε όχι) έχυσα ανεξέλεγκτα μέσα της. Ευτυχώς, έπαιρνε προφυλάξεις.

- Ναι, έκανες καλά.

Ήταν πράγματα που λέγαμε πάντα. Μήπως όμως αυτή τη φορά...

- Και τι άλλο έκανε; Δε σε γάμησε;

- Όχι ήταν πολύ στενά για να με γαμήσει.

Στο σημείο αυτό από το μυαλό μου πέρασε ότι μου περιέγραφε κάτι αληθινό. Αλλιώς γιατί να μην πει ότι γαμήθηκαν κιόλας; Έπρεπε να το πάω γύρω-γύρω.

- Οι πίσω γαμήθηκαν;

Κόντευε να τελειώσει, το έβλεπα.

- Όχι, τον πίπωσε μέχρι τέλους και του ρούφηξε τα χύσια όλα μέσα. Καύλα μου, χύνω…

και με αυτό τέλειωσε θεαματικά, με σπασμούς, πιο έντονα από ό,τι συνήθως. Ύστερα έπεσε αποκαμωμένη πάνω μου.

Δε θέλησα να την πιέσω περισσότερο, αλλά νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά που είχε πάει με κάποιον, έστω για πίπα από τότε που ήμασταν μαζί. Ήταν σίγουρα η πρώτη φορά που δεν είχε πει μετά «όλα αυτά για την καύλα, φαντασιώσεις» και αυτό κάτι σήμαινε. Την άφησα να κάνει ντους και το βράδυ την αγκάλιασα χωρίς να επαναφέρω το θέμα. Εκείνη κοιμήθηκε αμέσως, εγώ πριν κοιμηθώ σκεφτόμουν τη σκηνή στο δασάκι και καύλωνα ξανά μόνος μου. Ομολογώ ότι ένιωθα ένα σφίξιμο στην κοιλιά με την ιδέα, από την άλλη η καύλα ήταν μεγάλη και με καθησύχαζε το γεγονός ότι η απιστία (την οποία ας πούμε υπολόγιζα 60-40% ότι είχε πράγματι γίνει) είχε μείνει «μέσα» στην οικογένεια.

Αλλά η μεγαλύτερη «παρηγοριά» ήταν η Μαρία. Αν ο Σταύρος και η Μαρία είχαν βάλει στη μέση τη Φλώρα, αν την είχαν κάνει μέρος του παιχνιδιού τους, δε θα αργούσα να γαμούσα κι εγώ τη Μαρία, το έβλεπα να έρχεται. Έτσι, ενώ ο ύπνος με έπαιρνε και το μυαλό μου γυρνούσε στη διήγηση της Φλώρας από τα όσα έγιναν στο αυτοκίνητο, δε σκεφτόμουν την ίδια αλλά το πουτανάκι την αδελφή της στο πίσω κάθισμα. Αυτή που μετά από τόσα χρόνια επιθυμίας και κρυφών φαντασιώσεων πιστεύω ότι είχα έρθει ένα βήμα πιο κοντά στο να γαμήσω.

Συνεχίζεται…

Η κατηφόρα της γυναίκας μου προς την πουτανιά (2ο
Προηγούμενο μέρος: Η κατηφόρα της γυναίκας μου προς την πουτανιά (1ο μέρος)

Κεφάλαιο 2

Οι δυο βδομάδες που ακολούθησαν το περιστατικό με τη Μερσεντές ήταν γεμάτες έντονο, σχεδόν καθημερινό σεξ. Η Φλώρα δεν περιοριζόταν στο συνηθισμένο της «γαμήσι μετά από δική μου πρωτοβουλία εννιά φορές στις δέκα» (βλ. πρώτο μέρος). Ερχόταν τακτικά πάνω μου, είτε στο κρεβάτι, είτε στον καναπέ, με όρεξη που είχα να δω από τους πρώτους μας μήνες μαζί, πριν ακόμα από το γάμο μας. Έβγαζε την μπλούζα και το παντελόνι (ή τις πυτζάμες, αργά το βράδυ), συνήθως κρατούσε το σουτιέν, έκανε την κιλότα στην άκρη από τη βιασύνη της, και με έπαιρνε στο μουνί στο άψε σβήσε. Ποια προκαταρκτικά; Η Φλώρα ήταν σχεδόν κάθε βράδυ έτοιμη για πήδημα, μούσκεμα στα υγρά.

Εγώ ήξερα πού οφειλόταν αυτό, αλλά δίσταζα να ανοίξω κουβέντα. Δεν ήθελα να χαλάσω την ατμόσφαιρα, φέρνοντας στο προσκήνιο το τι συνέβη μέσα στο αυτοκίνητο με το Σταύρο και τον Ιταλό. Εκείνη με τη σειρά της, δεν το ανέφερε ούτε καν στις φαντασιώσεις που εξακολουθούσαμε να ανταλλάσσουμε την ώρα του σεξ. Και ότι το απέφευγε, ότι απέφευγε οποιαδήποτε αναφορά στην αδελφή και το γαμπρό της, κάτι σήμαινε.

Έτσι στις φαντασιώσεις, τη θέση της αδελφής της και των γαμησιών με τη μικρή γειτόνισσα, είχαν πάρει οι δικοί της συνάδελφοί στη δουλειά. Η Φλώρα δούλευε σε μια δημόσια υπηρεσία με αρκετό κόσμο, εγώ σε μια άλλη με λιγότερο. Υποτίθεται ότι της έκαναν διαρκώς καμάκι, αυτό μου έλεγε περιστασιακά για να με καυλώνει, τώρα όμως - καθώς τα όσα έγιναν στην Μερσεντές ήταν off limit - επικεντρωνόταν σε αυτούς. Κυρίως, σε δυο φίλους μεταξύ τους, που τους ανέφερε και παλιά συχνά, με ονόματα μάλιστα σχεδόν παρόμοια, ας τους ονομάσω λοιπόν εδώ «Πέτρο και Παύλο». Ήταν οι ίδιοι που «έσκυβε για να φανούν τα βυζιά της από το ντεκολτέ» παλιότερα, τώρα όμως, πάνω στο σεξ «τους ακολουθούσε στο αυτοκίνητο μετά τη δουλειά και τους έπαιρνε πίπες σε διάφορες ερημικές τοποθεσίες». Όλα αυτά βέβαια πριν τελειώσει μαζί μου και παραδεχτεί ότι ήταν μόνο στη φαντασία της.

Μέχρι χτες την πίστευα χωρίς ερώτημα, τώρα μια μικρή, βασανιστική αμφιβολία είχε τρυπώσει μέσα μου. Μήπως στη Μερσεντές είχε κάνει το πρώτο βήμα και θα ακολουθούσαν τα επόμενα; Από την άλλη, στο μυαλό μου στριφογύριζε ασταμάτητα η Μαίρη. Μήπως είχε έρθει, μετά από δέκα χρόνια, η στιγμή που θα μπορούσα να τη βάλω στο χέρι, χωρίς να διαταράξω τις σχέσεις της με την αδελφή της;

Οι δύο αδελφές πάντως εξακολουθούσαν να συναντιούνται κανονικά, μια στο σπίτι μας, μια απέναντι, στου Σταύρου. Διέκρινα κάτι διαφορετικό ή ήταν η ιδέα μου; Κάποιες στιγμές μιλούσαν χαμηλόφωνα, γελούσαν, σταματούσαν όταν εμφανιζόμουν. Ή μήπως τα έβλεπα αυτά, επειδή πρώτη φορά έδινα σημασία;

Ένα από αυτά τα απογεύματα η Μαρία μας ανακοίνωσε την ημερομηνία για το χριστουγεννιάτικο πάρτι τους, αυτό που έκαναν κάθε χρόνο Παρασκευή, ανάμεσα στα Χριστούγεννα και την πρωτοχρονιά. Ήταν κάτι που το περιμέναμε. Μια βραδιά διασκέδασης με καλά ποτά και ωραία μουσική, ένα βράδυ που όλη η πολυκατοικία τους δεν κοιμόταν καλά, αλλά ποτέ δεν έκανε το παραμικρό παράπονο σε τόσο καλούς γείτονες, όπως η Μαρία και ο Σταύρος. Άσε που οι συνομήλικοι από τα διαμερίσματα πάνω και κάτω, ήταν πάντα καλεσμένοι.

Αυτή τη φορά όμως με εξέπληξε ότι η Μαρία επέμενε να καλέσουμε περισσότερο κόσμο, από τη δουλειά μου ή τη δουλειά της Φλώρας.

- Μα δεν έχω κανένα που να κολλάει να έρθει, είπα.

- Κρίμα. Ο Σταύρος λέει ότι έχει βαρεθεί την ίδια σύνθεση. Κάποια νέα πρόσωπα θα μας κάνουν καλό. Εσύ Φλώρα;

- Ίσως καλούσα τον Πέτρο και τον Παύλο με τις γυναίκες τους.

Τις κοίταξα με το φρύδι σηκωμένο. Συνεννοημένες;

- Καλέ ποιοι είναι αυτοί;… έκανε η Μαρία. Αν έχουν φάση, οπωσδήποτε.

Κάτι μου έλεγε ότι προσποιούταν ότι δεν είχε ακούσει ξανά για αυτούς. Το ίδιο βράδυ η Φλώρα ήρθε και κάθισε πάνω μου στον καναπέ.

- Θες να με γαμήσεις ή να σου πάρω πίπα;… με ρώτησε κυνικά.

- Δεν θέλω πίπα, γιατί θέλω να μου μιλάς. Να μου πεις αν θα καλέσεις πράγματι αυτούς τους δύο που κοιτάνε τα βυζιά σου.

- Θα τους καλέσω για να σε καυλώσω.

- Θα χορέψεις μαζί τους;

Το πάρτι δεν ήταν χορευτικό βέβαια, αλλά κατά τα μεσάνυχτα με λίγη αργή μουσική κάποιοι χόρευαν, έστω λίγο.

- Θα χορέψω για να ακουμπώ πάνω τους τα βυζιά μου…

και λέγοντας έτσι έβγαλε το πάνω από την πυτζάμα. Η θέα του στήθους της στο μαύρο σουτιέν με καύλωσε ακαριαία.

- Έλα, θέλω να σου τα χύσω, της είπα.

- Έλα μωρό μου, πάρε τα.

Έβγαλε και το σουτιέν και τα απελευθέρωσε μπροστά μου. Το ωραίο, όχι κατάλευκο χρώμα της επιδερμίδας της, οι ρώγες της, σφιγμένες και σηκωμένες, με έκαναν πάντα να λιώνω στη θέα. Κατέβηκε από τα πόδια μου και άρχισε να τρίβει το καυλί μου ανάμεσα στα στήθη της. Ενδιάμεσα έσκυβε και του έκανε κανένα μικρό ρούφηγμα, πριν σηκώσει το κεφάλι και συνεχίσει το τρίψιμο των βυζιών, με μικρούς αναστεναγμούς.

- Τι λες, να τα ακουμπήσω πάνω τους όταν χορεύω;

- Γαμιόλα, πουτάνα, θες να καυλώνεις τους πάντες. Δεν σου έφτανε ο Σταύρος στο αμάξι;

Πρώτη φορά έφερνα το θέμα στην επικαιρότητα, μετά από τόσες μέρες.

- Τον Σταύρο δεν τον καύλωσα εγώ, αλλά η αδελφή μου που πίπωνε τον Ιταλό.

- Και καύλωσες και εσύ όταν τους κοιτούσες;

- Ναι, καύλωσα απίστευτα. Ένιωθα να τρέμω στην καύλα. Πρώτη φορά έβλεπα ζωντανή πίπα.

- Και τι έκανε ο Σταύρος;

- Έβαλε τα χέρια του στα πόδια μου και άρχισε να τα χαϊδεύει.

Ωραία, ήταν σε διάθεση να μου πει μερικά πράγματα.

- Και εσύ τι έκανες τότε;

- Έκανα ότι δεν κατάλαβα και συνέχισα να κοιτάζω πίσω.

- Και μετά;

- Μετά έπιασε τα βυζιά μου πάνω από την μπλούζα.

- Και εσύ πάλι δεν είπες τίποτα;

Άλλη μια μικρή διακοπή για ένα ρούφηγμα.

- Ναι, έκανα σα να μην συνέβαινε τίποτα, σα να μη μου έβαζε χέρι, απάντησε τελικά.

- Και μετά;

- Μετά έβαλε τα χέρια του κάτω από τη μπλούζα και έπιασε τη μέση μου και ύστερα τα βυζιά μου, που ήταν όπως τα βλέπεις, μέσα στο ίδιο σουτιέν.

- Κι εσύ;

- Εγώ ακόμα κοιτούσα τους πίσω και έκανα σα να μη συμβαίνει τίποτα. Και αυτό τον καύλωνε περισσότερο.

- Κι εμένα το ίδιο, τώρα. Και μετά έσκυψες και τον πήρες στο στόμα;

- Όχι αμέσως, πρώτα μου έβγαλε την μπλούζα και έμεινα με το σουτιέν.

Παράξενο, αλλά με αυτό ένιωσα περισσότερη ζήλια και από την πίπα ακόμα. Η θέα του υπέροχου στήθους της με τα μαύρα σουτιέν, αυτή ανήκε σε μένα μόνο ως τότε, τουλάχιστον τα τελευταία δώδεκα χρόνια.

- Και δε φοβόσασταν μην σας δει κανείς;

- Ήταν σκοτεινά εκεί που ήμασταν.

- Και τι έγινε τότε;

- Έσκυψε και άρχισε να μου φυλάει το στήθος.

- Πώς; Πες μου.

- Πάνω από το σουτιέν. Δεν τον άφησα να βγάλει το σουτιέν μου.

Μια μικρή ανακούφιση.

- Και μετά;

- Μετά είχα καυλώσει τόσο. Οπότε ξέρεις...

- Τι, πουτάνα; Τότε του πήρες πίπα;

- Ναι, τότε έσκυψα και τον πήρα στο στόμα.

- Μα το είχε βγάλει έξω;

- Το έβγαλε σαν τρελός. Ήθελε να τον πάρω.

- Και πίσω τι γινόταν;

- Πίσω η Μαρία έπαιρνε τον Ιταλό.

- Δυο πουτάνες παίρνατε πίπα. Γεννημένες για τσιμπούκια.

- Ναι, μου αρέσουν τα τσιμπούκια, θέλω να πάρω κι από άλλους.

- Θες να ξαναπάρεις τον Σταύρο;

- Ναι, θέλω να τον πάρω.

- Μήπως τον έχεις πάρει ήδη ξανά κανένα απόγευμα;

- Ναι, τον πήρα ένα απόγευμα σπίτι του, τον πίπωσα και τέλειωσε πάλι στο στόμα μου.

- Μήπως σε γάμησε;

- Ήθελε να με γαμήσει αλλά δεν τον άφησα.

- Αλλά του πήρες πίπα; Πες μου την αλήθεια.

- Ναι, του πήρα ξανά και του είπα ότι θα του παίρνω όποτε θέλει. Και άμα με αφήσεις εσύ θα τον γαμήσω κιόλας, θέλω πολύ να τον γαμήσω, θέλω να μου σκίσει το μουνάκι.

Αυτό ήταν. Ως εκεί μπορούσα να κρατηθώ ακούγοντας τέτοια. Τέλειωσα πανηγυρικά στα βυζιά της, με το σπέρμα να τινάζεται ως το λαιμό και το σαγόνι της. Εκείνη συνέχισε να τρίβει το καυλί μου πάνω στα βυζιά της και δοκίμασε να το καθαρίσει με τη γλώσσα της, αν και ο ερεθισμός μου ήταν τόσος που δεν άντεξα να την αφήσω.

Το επόμενο πρωί με ξύπνησε με άλλη μια πίπα, χωρίς κουβέντες αυτή τη φορά, χωμένη με το κεφάλι κάτω από το πάπλωμα. Από μια άποψη, η νύχτα στη Μερσεντές είχε αλλάξει τη ζωή μου προς το καλύτερο. Μόνο, ευχόμουν, να μην υπήρχαν και αρνητικές συνέπειες.

Κεφάλαιο 3

Η μέρα της χριστουγεννιάτικης γιορτής ήρθε. Από το προηγούμενο βράδυ ήδη η Φλώρα ήταν σε έξαψη και το έδειχνε. Το πρωί της Παρασκευής (είχαμε άδεια και οι δύο, λόγω των γιορτών) κάναμε σεξ και μου είπε ξανά ότι το βράδυ θα χόρευε με όλους και θα ακουμπούσε τα βυζιά της πάνω στους παρτενέρ «μόνο και μόνο για να σε καυλώσω».

- Θα έρθουν οι δύο συνάδελφοί σου;

- Θα έρθουν μου είπαν.

- Με τις γυναίκες τους;

- Χωρίς. Δεν μπορούσαν αυτές.

Σιγά μην προσπάθησαν.

Το απόγευμα έκανε μπάνιο και κατόπιν ήρθε μπροστά μου να ντυθεί. Φόρεσε το ίδιο ακριβώς σουτιέν της Μερσεντές, φροντίζοντας να το προσέξω. Η σκηνή τη προετοιμασίας της, μέσα στο φως από το σούρουπο ήταν τόσο καυλωτική, που αν δεν είχαμε κάνει σεξ το πρωί, θα είχα απαιτήσει μια πίπα εκεί, επί τόπου. Από πάνω ένα μαύρο, επίσης τρυπητό στο μπούστο φανελάκι και τελικά φούστα και ένα στενό πουκάμισο. Δε φορούσε συχνά πουκάμισα, αλλά σήμερα ήταν μια καλή περίσταση. Σκέφτηκα μόνος ότι αν άφηνε τρία αντί για δύο κουμπιά ανοιχτά φαινόταν σίγουρα πολλά πράγματα. Πάντως, εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον, είχε αφήσει δύο. Σε λίγο έφυγε για του Σταύρου, να βοηθήσει, όπως έκανε πάντα.

Εγώ έφτασα κατά τις εννιά. Το σπίτι τους αντίθετα από το δικό μας διέθετε μεγάλο σαλόνι. Στους τριθέσιους καναπέδες είχαν προσθέσει πολυθρόνες και ένα τραπέζι με μεζέδες και ποτά που έπιανε όλο τον τοίχο. Και φυσικά έπαιζε μουσική.

Κάπου πήρε το μάτι μου τη μικρούλα γειτόνισσα. Αναρωτιόμουν αν θα κατόρθωνα να τη βάλω στο χέρι κι αυτή. Γιατί όχι; Προηγούταν όμως η Μαρία. Η Μαρία ήταν η πόρτα που θα μου άνοιγε και άλλα σπίτια, με την καύλα της. Η οποία μάλιστα πρέπει να έπινε από το απόγευμα, γιατί ήταν ήδη αρκετά μεθυσμένη. Ο Σταύρος γελούσε χαρούμενος. Του άρεσε να βλέπει τη γυναίκα του έτσι. Ρώτησα τη Φλώρα αν θα έρθει ο Ιταλός, και μου απάντησε ότι έλειπε από την Ελλάδα. Είχε ήδη ρωτήσει, το πουτανάκι.

Γύρω στις δέκα και μισή μπήκε αργή χορευτική μουσική και η Μαρία σηκώθηκε πρώτη και μου ζήτησε να χορέψουμε. Ήταν πάνω μου κολλημένη και έσερνε τα λόγια της, εμφανώς μεθυσμένη πλέον.

- Νομίζω ότι πρέπει να πάω να ξαπλώσω, κατόρθωσε να μου πει.

Ωστόσο δεν φαινόταν να έχει χάσει το κέφι της. Με τσιμπούσε στη μέση, ενώ χορεύαμε, και μου έλεγε (τρώγοντας τις μισές λέξεις) ότι σήμερα η Φλώρα ήταν κούκλα. Πράγματι η γυναίκα μου έλαμπε, λεπτή, ψηλή, με ωραίο σώμα και ντύσιμο, ήταν από τις πιο ωραίες παρουσίες. Όταν τέλειωσε ο χορός η Μαρία ξάπλωσε σε μια πολυθρόνα και πήρε ξανά το ποτήρι στα χέρια.

Περίπου εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι και μπήκαν μαζί οι δύο συνάδελφοί της. Την πρόσεξα: Άφησε την παρέα που μιλούσε και έτρεξε με χαρά να τους υποδεχτεί. Τη φίλησαν στο μάγουλο και οι δύο. Από κοντά ο Σταύρος, η γυναίκα μου έκανε τις συστάσεις και τους τράβηξε σε μια γωνιά. Φυσικά δεν υπήρχε τίποτα πονηρό - μιλούσαν και γελούσαν δυνατά - ωστόσο το μυαλό μου πήγε αμέσως στα πρωινά της λόγια. Με την ευκαιρία να πω ότι πρώτη φορά έβλεπα το πραγματικό πρόσωπο των δύο ανδρών. Ως τότε τους φανταζόμουν μόνο, σχεδόν απρόσωπους, όταν η γυναίκα μου έσκυβε (περισσότερο ή λιγότερο αληθινά) να βαθύνει το ντεκολτέ της και να τους κάνει να καυλώσουν. Εκείνη την ώρα με πλεύρισε ο Σταύρος. Ήταν και αυτός μισό-μεθυσμένος και φώναζε.

- Δημήτρη, μια χάρη.

- Ό,τι θες.

- Να πας τη Μαρία σπίτι σας να τη βάλεις να κοιμηθεί. Μέθυσε η καημένη αλλά εδώ δεν πρόκειται να κοιμηθεί, με τόση φασαρία. Άσε που έχουμε τα παλτά των καλεσμένων στο κρεβάτι μας.

- Κανένα πρόβλημα.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα κοιμόταν η Μαρία σπίτι μας.

- Και αν τύχει και θέλει να σε περιποιηθεί... μην το αρνηθείς, μου είπε και μου έκλεισε το μάτι.

- Πώς;…

τον κοίταξα έκπληκτος. Ακόμα και για το Σταύρο αυτό πήγαινε πολύ να το πει. Αδιάφορος για την έκπληξή μου, μου έδειξε τη Μαρία στην πολυθρόνα.

- Έλα, πάρε την όσο ακόμα μπορεί να περπατήσει. Το είπα και στη Φλώρα μην σε ψάχνει. Όταν την κοιμήσεις, εννοείται σε περιμένουμε πίσω.

Η Μαρία προσπαθούσε ακόμα να πιει από το ποτό της ενώ ήδη ήταν πάνω από απλώς μεθυσμένη. Δεν ήταν του ποτού, όπως και η γυναίκα μου, σε αυτό έμοιαζαν. Όμως τη μια φορά που έπινε, του έδινε να καταλάβει. Έγειρα από πάνω της.

- Μαράκι, είπες του Σταύρου να σε πάω για ύπνο;

Μου χαμογέλασε μέσα στο χάσιμο της μέθης.

- Αχ… θα σου χαλάσω το πάρτι;

- Δεν πειράζει, χαρά μου.

Στο μυαλό μου είχα την «περιποίηση» του Σταύρου. Την πήρα αγκαζέ και την έβαλα στο ασανσέρ.

- Αχ καλέ μου, έλεγε συνέχεια με γέλια, μη σου χαλάσω το πάρτι. Εσύ κοίτα να γυρίσεις πίσω όταν με βάλεις στο κρεβάτι…

και αμέσως μετά με ακόμα πιο δυνατά γέλια:

- Αχ τι αστείο αυτό που είπα, «να με βάλεις στο κρεβάτι». Θα με βάλεις στο κρεβάτι, Δημήτρη;

Προφανώς ήταν εκτός εαυτού. Και μέσα μου, δε μπορούσα να μην αναρωτηθώ αν είχε έρθει η στιγμή που θα έκανα την τύχη μου… το ερωτικό όνειρο δεκαετίας. Μόλις που συγκρατούσα τα χέρια μου να μην τρέμουν στην ιδέα. Από την άλλη, πέρα από την καύλα, φαινόταν δίκαιο και ισορροπημένο. Αν η Φλώρα είχε πάρει το Σταύρο, θα έκανε καλό και στους δύο γάμους να πάρει και η Μαρία εμένα. Στο δρόμο, στα εκατό μέτρα που χώριζαν τα δύο σπίτια, με τον κρύο αέρα στο πρόσωπο φάνηκε να συνέρχεται.

- Γαμώτο, ήπια από νωρίς. Δεν έπρεπε να πιω τόσο.

- Δεν πειράζει. Δεν θα χάσεις και τίποτα.

- Ε όχι, ωραία θα περνούσαμε. Εσύ μην το χάσεις.

- Θα γυρίσω μόλις κοιμηθείς.

- Ε ναι, μην αφήσεις την αδελφή μου με αυτούς τους δυο.

Τσιμπήθηκα.

- Τους δυο συναδέλφους της;

- Ξέρεις ποιους. Μου έχει πει ότι σου λέει για αυτούς.

Αιφνιδιάστηκα. Δεν ήξερα ότι οι δυο τους μιλούσαν για τις φαντασιώσεις μας.

- Είναι πολύ καυλιάρα η αδελφή σου, είπα για να ρίξω λίγο πιπέρι.

- Πιο καυλιάρα από εμένα;

Σφίχτηκε πάνω μου.

- Ίσως το ίδιο με εσένα…

απάντησα, πρώτη φορά τόσο ανοιχτός απέναντί της. Αλλά δεν ανοιγόμουν τώρα, μεσάνυχτα, με τη Μαρία μεθυσμένη και σφιγμένη πάνω μου, πότε; Φτάσαμε στο σπίτι και πήραμε το άλλο ασανσέρ για τον τρίτο.

- Κανόνισε να πάει αργά, είπε, να μην ζαλιστώ. Κάτσε να σε κρατάω…

και έπεσε στην αγκαλιά μου. Το στόμα της ακούμπησε στο λαιμό μου και ένιωσα την ανάσα της. Κατά λάθος αυτά δε γίνονται. Στο μικρό σαλόνι στου σπιτιού μου έκανε οχτάρια.

- Σε ποιο κρεβάτι θα με βάλεις;

Ήξερε καλά ότι είχαμε ένα μόνο έξτρα δωμάτιο με κρεβάτι. Μπήκα στο δικό μας δωμάτιο να ψάξω για σεντόνια και κουβέρτες και με ακολούθησε.

- Θα μου βρεις ένα νυχτικάκι της Φλώρας;

- Αμέ.

Διάλεξα ένα ολόσωμο, όσο ανοιχτό γινόταν νυχτικό της γυναίκας μου από το συρτάρι που τα έβαζε. Εκείνη με είχε ακολουθήσει και αντί για το «φιλοξενούμενων», έπεσε με φόρα ανάσκελα στο διπλό συζυγικό κρεβάτι.

- Αχ, εδώ είναι το κρεβάτι της ακολασίας.

Άρπαξα δυο σεντόνια και ένα πάπλωμα.

- Ποιας ακολασίας; Το συζυγικό σεξ ονομάζεις έτσι;

Γελούσε δυνατά, πάντα ξάπλα στο κρεβάτι μας.

- Μου τα λέει όλα η καυλιάρα η αδελφή μου. Είστε ακόλαστοι.

Εκείνη τη στιγμή είδε το νυχτικό και ενθουσιάστηκε.

- Α! Αυτό θα μου φορέσεις;

- Γιατί, δεν μπορείς να το φορέσεις μόνη σου;

- Μπορώ, αλλά ζαλίζομαι κιόλας…

και αμέσως έπιασε να τραβά να βγάλει την μπλούζα της. Δε φορούσε φανελάκι και από μέσα βγήκαν αμέσως τα ιερά της στήθη, μέσα σε ένα τρυπητό, μαύρο καυλιάρικο σουτιέν, καρμπόν με της γυναίκας μου. Ήταν συνεννοημένες; Τις είχε πει η Φλώρα πώς καύλωνα; Η μπλούζα είχε κολλήσει κάπου ανάμεσα στο λαιμό και τα μανίκια της και πάλευε να τη βγάλει. Η πουτάνα ήταν εκτός εαυτού και εγώ μετά βίας κρατιόμουν. Ένιωσα το καυλί μου να στέλνει μηνύματα. Δεν έδινε δεκάρα που ήμουν μπροστά. Ή μάλλον το αντίθετο, έκανε κανονική επίδειξη.

- Πάντως να γυρίσεις μετά, να μη μένει η Φλώρα μόνη.

«Μετά από τι;», σκέφτηκα. Η Μαρία ήθελε καυλί ή απλώς να έχει να λέει ότι με καύλωσε;

- Γιατί να μη μείνει μόνη; Μην της την πέσουν οι δύο που είπες;

Κατόρθωσε να βγάλει την μπλούζα και έμεινε με το σουτιέν. Με κοίταγε.

- Αφού ξέρεις ότι την γουστάρουν.

- Επειδή τους προκαλεί; ρώτησα.

- Επειδή είναι καυλιάρα.

- Αλλά δεν μου είπες αν είναι πιο καυλιάρα από εσένα. Γιατί έμαθα εκείνο το βράδυ με τον Ιταλό κάνατε ανταγωνισμό.

- Ξέρω ότι στα είπε όλα.

Δεν κρατούσαν κανένα μυστικό; Έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι με το παντελόνι και το σουτιέν, τα μάτια κλειστά και τα χέρια ανοιχτά. Χαμογελούσε. Όσο μεθυσμένη και να ήταν δεν μπορεί να μην καταλάβαινε ότι αυτή η θέα θα καύλωνε και άγιο.

- Μου είπε ότι παίρνατε και οι δύο πίπες μες το αμάξι…

συνέχισα καθώς κάθισα δίπλα της.

- Και αυτό σε καύλωσε;

- Με καύλωσε πολύ. Με καυλώνει να ξέρω ότι είστε και οι δύο πουτάνες.

- Η γυναίκα σου είναι πολύ πουτάνα. Θέλει να γαμάει τον άντρα μου συνέχεια.

Ωπ! Τι εννοούσε; Τον είχε γαμήσει;

- Και τα καταφέρνει;

- Την αφήνω, κάνω καλά;

Ήμουν μετά το όριο των δισταγμών.

- Εξαρτάται από το αν θα γαμάω και εγώ εσένα.

Με κοίταξε κεραυνοβόλα.

- Θέλεις να με γαμήσεις; Έλα, βγάλε μου το σουτιέν.

Αυτό ήταν. Με μια κίνηση που πιστεύω θα θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή, χαμήλωσε δεξιά αριστερά τις τιράντες βγάζοντας τα υπέροχα, μικρά και στρογγυλά της στήθη μπροστά μου. Έσκυψα από πάνω της με τα γόνατα και έπιασα τα βυζιά της. Με τα μάτια κλειστά άρχισε να βογκάει, κάτι που η αδελφή της δεν έκανε σχεδόν ποτέ (η Φλώρα δε βογκούσε στο σεξ). Πήρα το ένα βυζί στο στόμα και άρχισα να το φιλώ. Τα βογκητά της μεγάλωσαν και με τα χέρια της έπιασε το κεφάλι μου και το πίεζε πάνω στο βυζί της.

- Καυλιάρη, πάρε με…

είπε ενώ άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι της. Με κινήσεις των ποδιών της, αφού εξακολουθούσα να είμαι από πάνω, το πέταξε στο πάτωμα και έμεινε με το βρακί. Έπειτα πέταξε μακριά και το σουτιέν, ενώ εγώ έβγαζα το παντελόνι μου.

- Κρυώνω…

είπε και όρμησε κάτω από το πάπλωμα. Εκεί μόνο έβγαλε και την κιλότα. Για μια στιγμή δίστασα, αλλά ήμουν 100% ότι η Μαρία δεν επρόκειτο να έρθει. Συν ότι κάτι μου έλεγε ότι όλο αυτό ήταν σε γνώση της. Μπήκα από κάτω γυμνός και την έπιασα στα χέρια μου. Το υπέροχο λεπτό της δέρμα, τη μέση της, τα μαλλιά της. Με φιλούσε με πάθος και όταν σταματούσε ψιθύριζε ερωτόλογα «άντρα μου», «καυλιάρη μου», «σε θέλω χρόνια τώρα». Αυτό το τελευταίο ήταν το καλύτερο.

- Και εγώ σε ήθελα χρόνια, της είπα αλήθεια. Έκανα καλά;

- Έλα, μπες μέσα…

άλλαξε κουβέντα και με μια κίνηση οδήγησε μόνη το μουνάκι της στο καυλί μου, πριν μου δώσει χρόνο και να σκεφτώ ακόμα το προφυλακτικό. Κατάλαβε την έκφρασή μου.

- Χύσε ελεύθερα, δεν είναι επικίνδυνη μέρα.

Άρχισε να βογκάει δυνατά, κοιτώντας με βαθιά στα μάτια, με μια έκφραση καύλας και ευτυχίας μαζί. Και τα βογγητά της γίνονταν δυνατότερα και πιο παρατεταμένα με κάθε κίνηση. «Αχ καύλα μου», έλεγε ενδιάμεσα και: «Δημήτρη, Δημήτρη, σε ήθελα τόσο». Μέσα στην καύλα μου ένιωθα ανάταση να ακούω ότι με ήθελε. Δεν ήταν ένα απλό γαμήσι, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή. Το μόνο που ενώ ήθελα δεν έκανα, ήταν να σκύψω και να της φιλήσω τα στήθη, καθώς δεν ήξερα αν θα την ευχαριστούσε κάτι τέτοιο. Αλλά δε χρειάστηκε. Πολύ γρήγορα, με ακόμα μεγαλύτερες κραυγές έχυσε, ενώ τρανταζόταν χωρίς ρυθμό, με βία. Εγώ ούτε που ήμουν κοντά. Όχι ότι «αργώ να χύσω και χύνουν οι γυναίκες πρώτες και όλα τα συναφή». Τίποτα τέτοιο. Απλώς το μεθύσι και η ένταση με έκαναν να νιώθω μακριά από το τέλος. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα, εκείνη σιγά-σιγά ηρέμησε.

- Τέλειωσες εσύ;… είπε.

- Όχι ακόμα.

Χαμογέλασε.

- Ωραία. Έλα, θέλω κι άλλο.

Μα... μα τι ήταν αυτή η γυναίκα;

- Έλα, σε θέλω κι άλλο. Έλα...

Πήγε να γυρίσει από πάνω μου χωρίς να βγει το καυλί μου έξω, αλλά δεν τα κατάφερε, βγήκε. Με έβαλε από κάτω και με μια κίνηση έβαλε πάλι το καυλί μου, γλιστερό, μούσκεμα στα υγρά της, μέσα της. Άρχισε ξανά να κουνιέται και να βογκάει. Μα δεν είχε χύσει πριν τριάντα δευτερόλεπτα; Ένιωσα αυτή τη φορά το καυλί μου πιο ερεθισμένο, πιο κοντά να χύσω από ό,τι πριν. Ειδικά που μου άρεσε περισσότερο να κάθεται η σύντροφός μου πάνω μου, να νιώθω καλύτερα έτσι το κεφάλι από το καυλί μου στα τοιχώματά της. Έπειτα έγειρε και έφερε τα βυζιά της κοντά στο πρόσωπό μου.

- Έλα, πάρε τα, είναι δικά σου.

Μόλις πήρα το ένα στο στόμα ένιωσα το δικό μου οργασμό να έρχεται. Συγκριτικά με το δικό της ήμουν ήρεμος, σιωπηλός. Άφησε να περάσουν λίγα δευτερόλεπτα και έπειτα έγειρε στο πλάι και με αγκάλιασε.

- Μωρό μου... να ήξερες πόσο καιρό ήθελα να το κάνουμε αυτό.

- Και εγώ.

Με κοίταξε διερευνητικά – πονηρά.

- Αλήθεια λέω!

Μου γελούσε.

- Σε πιστεύω.

Μετά από λίγο μου ζήτησε μια χαρτοπετσέτα να μην τρέξει το σπέρμα στα σεντόνια και πήγε να κάνει ντους. Εγώ έστρωσα το κρεβάτι που προόριζα για εκείνη και την περίμενα. Αγκαλιαστήκαμε λίγο, με φίλησε, μου είπε ότι δεν άντεχε, θα κοιμόταν.

- Θα γυρίσεις;

- Θα πάω να πάρω τη Μαρία.

Είχε πάει μια και μισή.

- Ελπίζω να τη βρεις, απάντησε…

και έκλεισε τα μάτια της. Έμεινα για λίγο στην πολυθρόνα να συνέλθω, βάζοντας ένα σφηνάκι ουίσκι, χωρίς πάγο. Μόλις είχα απατήσει τη Φλώρα με την αδελφή της και ήθελα τουλάχιστον για λίγο να το σκεφτώ, πριν την αντικρίσω απέναντι. Την ίδια στιγμή, μετά την εκσπερμάτωσή μου, είχε επιστρέψει στο μυαλό μου η σκέψη που τόση ώρα είχα αφήσει στην άκρη, «τι κάνει αυτή τη στιγμή η Φλώρα με τους δύο». Έκλεισα για λίγο τα μάτια, ήπια δυο γουλιές και αποφάσισα να ξεκινήσω, ειδάλλως θα με έπαιρνε εκεί στην πολυθρόνα ο ύπνος.



Η κατηφόρα της γυναίκας μου προς την πουτανιά (3ο
Προηγούμενο μέρος: Η κατηφόρα της γυναίκας μου προς την πουτανιά (2ο μέρος)

Κεφάλαιο 4

Φτάνοντας πίσω στο σπίτι του Σταύρου και της Μαρίας, η εικόνα ήταν διαφορετική από εκείνη όταν είχα φύγει, κοντά δυο ώρες πριν. Η μουσική είχε χαμηλώσει πολύ, οι περισσότεροι είχαν αναχωρήσει. Λιγότερα από πέντε, έξι άτομα συζητούσαν στους καναπέδες, ο Σταύρος ανάμεσα σε αυτά. Πουθενά η γυναίκα μου, πουθενά οι «δύο». Προς στιγμήν ξέχασα τι είχα κάνει εγώ με τη Μαρία πριν λίγο και ένιωσα ένα τσίμπημα ζήλιας. Είναι δυνατό να είχε φύγει η Φλώρα με τους συναδέλφους της;

Πλησίασα το Σταύρο που καθόταν ανάμεσα σε ένα γνωστό μου ζευγάρι. Ο άντρας ήταν υπάλληλός του, γύρω στα 55. Η γυναίκα του λίγο μικρότερη, αξιόλογη για την ηλικία της από κάθε άποψη. Κάθε χρόνο ίδια μέρα που την έβλεπα, έκανα σκέψεις για αυτήν. Μου έριχνε μεν κάπου δέκα χρόνια, αλλά είχε ωραίο σώμα, μέτριο ύψος και φαινομενικά στητά βυζιά. Βοηθούσε σίγουρα το σουτιέν, ανοιχτόχρωμο σήμερα και ορατό μέσα από την άσπρη μπλούζα της. Αλλά το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν το πουτανέ, γαμησιάρικο ύφος. Όποτε την έβλεπα (σπάνια όπως είπα) την κατέτασσα στη φαντασία μου στις γυναίκες που τα δίνουν όλα, σκέψη που με καύλωνε ιδιαιτέρως.

Εκείνη τη στιγμή όμως με απασχολούσαν άλλα.

Περίμενα ότι ο Σταύρος θα με ρωτήσει «πώς και άργησα τόσο» με τη γυναίκα του, οπότε ήμουν έτοιμος να ρωτήσω για τη δική μου, αλλάζοντας θέμα. Ωστόσο εκείνος μόλις με είδε από πάνω του, είπε απλώς «κάπου εδώ είναι η Μαρία» και συνέχισε τη συνομιλία του.

Πού κάπου εδώ; Η κουζίνα ήταν άδεια, το τραπέζι της γεμάτο χρησιμοποιημένα ποτήρια. Τα δύο άλλα δωμάτια με τις πόρτες και τα φώτα τους ανοιχτά, επίσης άδεια. Στο μπαλκόνι; Με τέτοιο κρύο; Έριξα μια ματιά, ένας άλλος υπάλληλος του Σταύρου κάπνιζε ένα χοντρό πούρο κουκουλωμένος στο παλτό (ο Σταύρος δεν άντεχε τον καπνό πούρου), ούτε εδώ η Μαρία. Έμενε η κρεβατοκάμαρα, το τελευταίο δωμάτιο του σπιτιού στο βάθος.

Πλησίασα, η πόρτα ήταν γερμένη αλλά όχι κλειστή, το φως σβηστό. Το μόνο δωμάτιο δηλαδή στο σκοτάδι.

Το αίμα μου πάγωσε όταν άκουσα από μέσα ομιλίες, φωνή ανδρική και γυναικεία. Πλησίασα έτσι που η σκιά μου να μη φανεί στο άνοιγμα και προσπάθησα να διακρίνω τι έλεγαν. Ήταν εύκολο. Ένας άνδρας (που υπέθεσα αμέσως ότι ήταν είτε ο Πέτρος, είτε ο Παύλος) μιλούσε με τη γυναίκα μου.

- Άσε με. Λίγο μόνο, πάνω από το πουκάμισο. Έτσι. Τι ωραία βυζιά που έχεις!

- Πιο ωραία από της γυναίκας σου;

Η φωνή της Φλώρας ακούστηκε έξτρα μεθυσμένη, του άλλου νηφάλια.

- Άσε της γυναίκας μου, τα δικά σου με καυλώνουν. Άσε με να τα φιλήσω.

- Είπες πάνω από το πουκάμισο! (η γυναίκα μου).

Μετά η φωνή του άλλου:

- Έλα, δώσ’ του τα. Δεν βλέπεις πόσο τα θέλει;

Ησυχία, μετά ένας ήχος φιλιού που σκάει απότομα.

- Σιγά! Θα μας ακούσουν (φωνή της γυναίκας μου).

- Ποιος θα μας ακούσει; Είναι όλοι πίτα. Έλα, άσε τον να τα φιλήσει (φωνή του δεύτερου άνδρα).

Ακολούθησαν τριάντα, σαράντα δευτερόλεπτα απόλυτης ησυχίας που έκαναν την καρδιά μου να χτυπά τρελά. Έπειτα:

- Έλα, λίγο μόνο παρ’ το. Μια σταλιά (φωνή του πρώτου).

- Όχι εδώ μέσα.

- Δεν θα μπει κανείς (φωνή του δεύτερου). Έλα, δεν μπορούμε να τον αφήσουμε έτσι.

Δηλαδή πώς;

- Δε γίνεται, απάντησε η γυναίκα μου. Τη Δευτέρα.

Τη Δευτέρα;

- Λίγο σου λέω, πέντε δευτερόλεπτα. Ένα φιλάκι μόνο (φωνή του πρώτου).

- Έλα, δεν μπορεί να περιμένει ως τη Δευτέρα (φωνή του δεύτερου).

- Αν μπει κανείς...

Ξανά η φωνή του πρώτου άνδρα:

- Εγώ δηλαδή δε δικαιούμαι; Θα μείνω έτσι;

Και μαζί του δεύτερου:

- Τι τσουλάκι θα είσαι αν τον αφήσεις στη μέση;

Τι ήταν αυτό που είχε ήδη προσφέρει «το τσουλάκι» στον άλλο; Ακολούθησε ησυχία, χειρότερη και από τους διαλόγους. Κυριολεκτικά - όχι τρόπος του λέγειν - είχα παγώσει. Κρύωνα, άρχισα να τρέμω. Κοίταξα πίσω, κανείς δεν ερχόταν στο διάδρομο. Ευτυχώς, γιατί η εικόνα που θα σχημάτιζαν για μένα - να κάνω ακουστικό μπανιστήρι στην ίδια τη γυναίκα μου - θα ήταν απελπιστική. Τότε:

- Αχ, ωραία, έτσι.

Ήταν ο πρώτος, αυτός που «δεν έπρεπε να μείνει έτσι». Δεν χρειαζόταν πολλά για να καταλάβω. Η γυναίκα μου κάτι του έκανε, ελπίζω απλώς να το έκανε με το χέρι.

- Αχ, τέλειωσε με, συνέχισε αυτός.

- Αν γυρίσει ο άνδρας μου...

- Έλα, πάρε το! Έλα... θα βγει ο Πέτρος να κοιτάει (κατάλαβα συνεπώς ότι ο Πέτρος ήταν ο «δεύτερος»).

- Δεν πάω πουθενά, απάντησε αυτός. Μου αρέσει να της τα κρατάω έτσι. Δεν πρόκειται να έρθει κανείς.

Το μυαλό μου σχημάτισε αμέσως την εικόνα. Ο Πέτρος από πίσω της με τα χέρια στα βυζιά της, ενώ εκείνη ασχολούταν με τον Παύλο, μπροστά της. Ετοιμάστηκα να απομακρυνθώ αν άκουγα βήματα, αλλά δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Λίγη ησυχία ακόμα και μετά:

- Αχ, έλα. Πάρε το, γλείψε το. Λίγο, στην άκρη μόνο.

Η λέξη έπεσε στο κεφάλι μου σαν κεραυνός. Ήταν ξεκάθαρο ότι της ζητούσε να τον πάρει στο στόμα! Τι θα έκανε κάποιος άλλος στη θέση μου; Οι εννιά στους δέκα θα ορμούσαν μέσα να κάνουν φασαρία. Αλλά τι δικαίωμα είχα όταν λίγο πριν πηδούσα την αδελφή της; Κι όμως, αυτό που κυρίως με κρατούσε δεν ήταν λόγοι «δικαιοσύνης» αλλά ένας υπολογισμός: Ήμουν σίγουρος ότι η Μαρία θα έλεγε στη Φλώρα τι είχαμε κάνει, καλό λοιπόν θα ήταν να έχω διατηρήσει μια γραμμή άμυνας.

Την ίδια στιγμή οι εικόνες από τη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα έκαναν το αίμα στο καυλί μου να κυκλοφορεί. Ήμουν καλά; Μέσα η γυναίκα μου ίσως έπαιρνε πίπα σε δύο ξένους ανθρώπους. Το λιγότερο, τους είχε αφήσει να πιάσουν τα βυζιά της και καθόταν πλάι τους, ενώ αυτοί της ζητούσαν να κάνει «κάτι παραπάνω» για να τελειώσουν. Παρόλο που είχα ήδη χύσει μια φορά το πρωί και μια δεύτερη σχεδόν μια ώρα πριν, κατέβασα το χέρι μου και έπιασα το καυλί μου πάνω από το παντελόνι. Έχει γούστο να σηκωνόταν. Τότε ακούστηκε ο Παύλος να τελειώνει. Πού έχυσε; Σε χαρτομάντιλο; Πάνω στο κρεβάτι; Στα παλτά των τελευταίων καλεσμένων; Στο στόμα της;

Έκανα μεταβολή. Γύρισα στο σαλόνι, έβαλα ένα ποτήρι ουίσκι με χέρι που έτρεμε και προσπάθησα να ηρεμήσω. Οι εικόνες και οι διάλογοι της γυναίκας μου στο σκοτάδι, μέσα στα χέρια δυο αντρών με το καυλί τους έξω, με χτυπούσαν με ορμή, σαν χαλάζι. Η καρδιά μου χτυπούσε ακανόνιστα, δεν άκουγα τη μουσική, κοιτούσα μπροστά χωρίς στην πραγματικότητα να βλέπω τίποτα.

Τότε, ενώ είχα την πλάτη προς το διάδρομο, οι δύο συνάδελφοι της γυναίκας μου πέρασαν από δίπλα μου, βάζοντας τα σακάκια τους που προφανώς είχαν πάρει από την κρεβατοκάμαρα. Πήγαν κατευθείαν στο Σταύρο και τον χαιρέτισαν, χωρίς να κοιτάξουν προς το μέρος μου.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα δυο χέρια με έπιασαν από πίσω στη μέση και το πρόσωπο της Φλώρας κόλλησε στον ώμο μου.

- Γύρισες; Σε έψαχνα παντού.

Γέλασε δυνατά. Η ανάσα της μύριζε αλκοόλ (τίποτα άλλο...). Δύο από τους τελευταίους γείτονες του Σταύρου στον απέναντι καναπέ μας κοίταξαν και σηκώθηκαν και αυτοί να τον χαιρετήσουν.

- Ήθελα να χορέψουμε.

Με αιφνιδίασε. Το «χορέψουμε» το είπε συλλαβιστά, σαν να ήταν δυο λέξεις. Είχε πιει πολύ περισσότερο από όσο συνήθιζε. Για μια στιγμή σκέφτηκα να της πω για την κρεβατοκάμαρα αλλά συγκρατήθηκα.

- Και να με γαμήσεις. Είμαι πολύ καυλωμένη.

Έσερνε τις λέξεις. Εγώ πάλι, δεν ξέρω αν είχα γίνει δυαδική προσωπικότητα, αλλά από τη μια ένιωσα να με πλημμυρίζει οργή, από την άλλη μια υπόγεια, σκοτεινή καύλα, καθώς επίτηδες εκείνη πίεζε τα βυζιά της πάνω στην πλάτη μου. Αυτά που λίγο πριν έπιαναν οι δύο.

- Γιατί καύλωσες έτσι; τη ρώτησα. Χόρεψες με τους δύο δικούς σου;

Η καύλα στη φωνή της ήταν το κάτι άλλο, καθώς μου απαντούσε.

- Ναι, και με τους δύο. Έτριβα τις ρώγες μου πάνω τους.

- Πουτάνα, είπα μαλακά.

- Ναι είμαι πουτάνα. Πουτανάκι. Για σένα όμως.

Που λίγο πολύ, σκέφτηκα, ήταν αλήθεια. Η φωνή της στην κρεβατοκάμαρα λίγο πριν, όταν μιλούσε στους δύο, δεν «έβγαζε» την ίδια καύλα.

- Έπρεπε να τους πάρεις και από μια πίπα, αποτόλμησα για να δω την αντίδρασή της.

- Μπορεί και να τους πήρα…

απάντησε μπερδεύοντας και επαναλαμβάνοντας τα λόγια της. Και αμέσως:

- Έλα, πάμε μέσα να πάρω εσένα μία.

Την κοίταξα παραξενεμένος.

- Πού παιδί μου;

- Στην κρεβατοκάμαρα, έλα, δε θα μας δει κανείς, έκανε τραβώντας με από το χέρι.

Ήταν εκτός εαυτού. Δεν έδειχνε κανένα δισταγμό.

Κοίταξα προς το Σταύρο. Αυτή τη φορά λόγω των περιστάσεων πρόσεξα περισσότερο την καυλιάρα 50άρα με το άπλετα ορατό σουτιέν κάτω από την μπλούζα της. Του μιλούσε γερμένη ελαφρώς προς το μέρος του πίνοντας κάτι διαφανές (τζιν ή βότκα), ενώ ο άντρας της στην άκρη του καναπέ άκουγε με χαμόγελο.

Εκείνη τη στιγμή έφευγε και η γνωστή γειτόνισσα με το γκόμενο της. Ο τελευταίος σε πελάγη άγνοιας, ως συνήθως. Δεν είχαν παλτά φυσικά, αφού είχαν έρθει από το απέναντι διαμέρισμα. Ήταν οι τελευταίοι.

Γύρισα ξανά προς τη γυναίκα μου, που εξακολουθούσε να με τραβάει. Η κίνησή της ήταν τελείως δηλωτική των προθέσεών της και μου έκανε εντύπωση πόσο λίγο την ένοιαζε αν το καταλάβαιναν οι παρόντες. Όπως περίμενα, τα ανοιχτά κουμπιά στο πουκάμισο ήταν τρία, με τις εσωτερικές καμπύλες από το στήθος της τέλεια φανερές. Αλλά το κυριότερο, το πουκάμισο ήταν τσαλακωμένο, αναστατωμένο και ακατάστατο στο σημείο που έμπαινε μέσα στη φούστα.

Την ακολούθησα στην κρεβατοκάμαρα. Προχωρούσε βαστώντας το τοίχο, πολύ πιο μεθυσμένη από ό,τι η αδελφή της νωρίτερα. Μπήκα πίσω της και με την πλάτη μου ακούμπησα πάνω στην πόρτα, να είμαι βέβαιος ότι δεν θα μπει κάποιος. Εκείνη ξεκούμπωσε βιαστικά το παντελόνι μου και σκύβοντας άρπαξε το καυλί μου στο στόμα. Έκανε σαν τρελή. Είχα καιρό να τη δω έτσι, ίσως χρόνια. Με τα χέρια άρχισα να τη χαϊδεύω στα μαλλιά ενώ εκείνη έγλειφε με μανία, επενεργώντας στη μέτρια για την ώρα στύση μου. Η γλώσσα της σε συνδυασμό με τη σκέψη ότι τα ίδια χείλη μπορεί να είχαν προ ολίγου πάρει άλλους δύο (το πιθανότερο) και το ίδιο στόμα ίσως είχε καταπιεί το σπέρμα τους, με απογείωναν.

Χαμήλωσα το σώμα μου και κάθισα στο πάτωμα, με την πλάτη πάντα στην πόρτα για σιγουριά. Ακολούθησε σαν μαγνητισμένη, συνεχίζοντας το γλείψιμο. Πρώτα στο κεφάλι από το καυλί, μετά σε όλο το μήκος ως τη ρίζα του, μετά στα αρχίδια και πίσω πάλι όλο μέσα στο στόμα της.

Άφησα τα μαλλιά της και έπιασα τα βυζιά μέσα από το άνοιγμα του πουκάμισου. Αυτά τα ίδια που χωρίς την παραμικρή αμφιβολία έπιαναν λίγα λεπτά πριν τέσσερα ξένα χέρια. Η ιδέα με καύλωνε τόσο που παρά ότι είχα χύσει μέσα στη Μαίρη - πόσο; μια ώρα πριν; - αισθάνθηκα ότι δε θα βαστούσα ώρα.

- Πουτάνα, πώς κάνεις έτσι; Θα πάρεις και αύριο πίπα, δεν είναι η τελευταία σου.

Έγλειφε το καυλί μου γύρω-γύρω εκείνη τη στιγμή.

- Αύριο και κάθε μέρα, απάντησε.

Ήθελα να ρωτήσω αν θα παίρνει και στους άλλους δύο, αλλά το απέφυγα. Αν μου απαντούσε αυτά που φανταζόμουν θα τέλειωνα αμέσως από την καύλα. Και δεν ήθελα να τελειώσω έτσι γρήγορα.

Της άνοιξα άλλο ένα κουμπί στο πουκάμισο και έπειτα άλλο ένα. Τώρα ήταν όλο ανοιχτό, πιασμένο στη μέση της μόνο, χαμηλά στη φούστα.

Τα βυζιά της στο μισοσκόταδο μέσα από το σουτιέν (έμπαινε μόνο το φως της πόλης από το παράθυρο) με καύλωναν όπως πάντα, καθώς ακολουθούσαν τις κινήσεις του σώματός της. Έβαλα την παλάμη μου από μέσα και άρχισα να της χαϊδεύω το ένα. Ξαφνικά μου ήρθε μια πολύ καυλωτική ιδέα.

- Έλα, δείξε μου πώς χόρεψες μαζί τους.

Καμιά απάντηση, συνέχισε να με γλείφει.

- Έλα, σήκω, είπα ξανά.

Έκανα να σηκωθώ ο ίδιος αλλά είχε πάρει όλο το καυλί μου μέσα στο στόμα της και δεν το άφηνε. Τα κατάφερα με το ζόρι, ενώ εκείνη με ακολούθησε με το στόμα της και ένα δυσαρεστημένο «μ…».

- Έλα, χόρεψε μαζί μου. Δείξε μου πώς χόρεψες με αυτούς.

Την τράβηξα να έρθει τελείως όρθια, το πρόσωπό της στο δικό μου.

- Μη, θέλω το καυλί.

- Έλα, δείξε μου πώς χόρεψες και θα το πάρεις ξανά.

- Μα...

- Έλα, επέμεινα.

Με αγκάλιασε με τα χέρια της στο λαιμό μου.

- Να, έτσι χόρεψα.

- Μπλουζ;

- Ναι.

- Κάνε ακριβώς πώς χόρεψες. Πώς τους ακουμπούσες.

Άρχισε να πιέζει το στήθος της πάνω μου και να χορεύει αργά έναν υποθετικό ρυθμό.

- Μόνο έτσι;

- Καυλώνεις; ρώτησε.

- Ναι, αλλά θέλω να κάνεις ακριβώς πώς χορέψατε.

- Να έτσι, κουνιόμουν δεξιά αριστερά να τρίβονται οι ρόγες μου πάνω τους.

Και πράγματι, άρχισε να κουνιέται και να τρίβει ελαφρά τις ρώγες της στο στήθος μου. Εννοείται, δεν ήξερα κανένα μπλουζ να χορεύεται έτσι. Όσο για την κίνησή της, ήταν τόσο πουτανιάρικη που λίγες θα τολμούσαν να την κάνουν μπροστά σε άλλους. Αν αλήθεια την είχε κάνει έτσι, θα την είχε πάρει μάτι όλο το σπίτι και θα ήξεραν τώρα οι πάντες τι πουτανάκι είναι.

- Δε σας βλέπανε;

- Μας βλέπανε. Είχε γίνει ησυχία.

Γέλασε πνιχτά με αυτό.

- Και μιλούσατε; Τι τους έλεγες;

- Εγώ τίποτα.

- Αυτοί τι έλεγαν;

- Ότι έχω ωραία βυζιά, ότι θέλουν να μου τα πιάσουν και να τα χύσουν, ότι θέλουν να γίνω το τσουλάκι τους και να με χρησιμοποιούν όποτε είναι καυλωμένοι.

- Δεν τους αρκεί η γυναίκα τους;

- Όχι, η γυναίκα του Πέτρου είναι λέει αριστοκράτισσα, συγκρατημένη (αποδίδω τα λόγια της σωστά, αν και εκείνη την ώρα μπέρδευε τις μισές συλλαβές από το μεθύσι). Εμένα με θέλει για να με χύνει σαν πουτάνα. Μου είπε πώς.

- Πώς; Πες μου.

- Να δουλεύει καθιστός στο γραφείο του και εγώ να του γλείφω τον πούτσο.

- Και θα το κάνεις;

- Θα το κάνω για να δει τι χάνει που δεν έχει μια πουτάνα γυναίκα.

- Μια βασίλισσα της πίπας, πρόσθεσα (συχνά την αποκαλούσα έτσι, όταν με έπαιρνε στο στόμα της, στον καναπέ).

- Ναι.

- Και η γυναίκα του άλλου; (δεν ήθελα να πω το όνομά του).

- Η γυναίκα του Παύλου είναι τσουλάκι που γαμιέται όπου βρει. Τους παίρνει και τους δύο. Θέλουν να με κάνουν ίδια, να έχουν λέει δύο.

Μου έκανε εντύπωση πόσα ήξερε για τις γυναίκες τους.

- Και θα γίνεις εσύ το τσουλάκι τους;

- Ναι, το καραπούτανο τους (και έτσι την αποκαλούσα, στα γαμήσια μας φυσικά).

- Θα ανοίγεις το πόδια να μπαίνουν στο μουνί σου όποτε θέλουν;

- Ναι, και θα έρχομαι να στα λέω για να δεις τι πουτάνα γυναίκα έχεις.

- Έλα, μη σταματάς να τα τρίβεις πάνω μου (οι ρώγες της με καύλωναν τρελά). Τι άλλο σου είπαν; Να τους πάρεις πίπα στο αυτοκίνητό τους;

Ήταν μια φαντασίωση που ήδη χρησιμοποιούσαμε.

- Ναι, να με χύσουν στα βυζιά στο πίσω κάθισμα.

- Και θα το κάνεις;

- Θα το κάνω και θα γυρίσω σε εσένα χυμένη.

- Σαν καλή πουτάνα.

- Χωρίς να τα σκουπίσω. Θα τα αφήσω να τα δεις...

- Τι άλλο; επέμεινα.

- Να έρθουμε εδώ μετά το χορό και να τους την παίξω.

- Και εσύ δέχτηκες;

- Ναι, δέχτηκα.

Πήγα να πω «το ξέρω».

- Για αυτό δεν ήσασταν πουθενά όταν γύρισα;

- Ναι, ήμουν εδώ μαζί τους.

- Και τι έκανες;

- Τους έπαιζα το καυλί.

- Και πού έχυσαν μωρή τσούλα;

- ...

- Λέγε, πού έχυσαν;

Τα βυζιά της ήξερα ότι ήταν καθαρά.

- Πού; επέμεινα τρίτη φορά.

- Πάνω τους.

- Πουτάνα, ψεύτρα, τους πήρες στο στόμα.

- Ναι, τους πήρα στο στόμα... για να μη με δεις χυμένη σήμερα.

Δεν ήθελα περισσότερα. Ένιωσα το σπέρμα να ορμάει να βρει διέξοδο.

- Σκύψε, χύνω…

πρόλαβα να της πω και εκείνη αμέσως έπεσε πάνω στο καυλί μου με το στόμα ρουφώντας το σπέρμα μου. Αυτό ήταν. Όλη η κούραση της βραδιάς (μαζί με το γαμήσι της Μαρίας) με πλημμύρισε και έκανε τα γόνατά μου να λυγίσουν. Κάθισα στο πάτωμα μήπως πάρω δυνάμεις. Η γυναίκα μου κατάπιε ως την τελευταία σταγόνα και ξάπλωσε στη μοκέτα αποκαμωμένη, σε στάση εμβρύου. Το καυλί μου έπεσε σε χρόνο ντε-τε.

- Ζαλίζομαι, ανάγγειλε. Θα με πας σπίτι;

Άφησα να περάσουν δυο λεπτά χωρίς να απαντήσω και έπειτα τη βοήθησα να σηκωθεί. Υποβαστάζοντας τη, της κούμπωσα το πουκάμισο με δυσκολία. Με το λίγο φως που ερχόταν από το διάδρομο βρήκα το σακάκι της στο κρεβάτι και το έριξα πάνω της, χωρίς να της φορέσω καν τα μανίκια.

Μέσα ήταν μόνο ο Σταύρος και το ζευγάρι. Σήκωσαν το κεφάλι να μας χαιρετήσουν και το βλέμμα τους πήγε κατευθείαν στο πουκάμισο. Κοίταξα να δω τι συνέβαινε. Το είχα κουμπώσει στραβά και εξακολουθούσε βέβαια να είναι ανάστατο. Το μόνο που του έλειπε – ευτυχώς - ήταν κανείς λεκές από χύσια. Η 50άρα με κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο, οι δύο άντρες ήταν πιο διακριτικοί. Η Φλώρα ακουμπούσε πάνω μου με τα μάτια μισόκλειστα.

- Κύριε Δημήτρη, είπε η 50άρα, δε γνωριστήκαμε ούτε φέτος. Να γνωριστούμε λίγο καλύτερα.

- Βέβαια, είπε ο Σταύρος, θα το κανονίσω. Δημήτρη, σου έχω συστήσει ξανά τον Τέλη και την Πόπη.

- Καληνύχτα, είπε η Φλώρα, εκτός τόπου και χρόνου, σέρνοντας τη λέξη.

Η Πόπη κοίταξε την τελειωμένη Φλώρα με νόημα, εστιάζοντας ξανά στο πουκάμισο.

- Χορεύεις ωραία, γλυκιά μου.

Δε δίστασα (σε ανταπόδοση) να καρφώσω και εγώ τα μάτια στο άσπρο σουτιέν, μέσα από την μπλούζα.

- Κανονίστε να γνωριστούμε, είπα.

Ο χαιρετισμός ολοκληρώθηκε όπως-όπως. Ο Σταύρος είπε ότι θα έμενε ακόμα λίγο με τους δύο και θα περνούσε αύριο το πρωί να πάρει τη Μαρία.

Σχεδόν κουβάλησα τη Φλώρα στο σπίτι. Από το βάθος ακούστηκε το ελαφρύ ροχαλητό της Μαρίας. Χωρίς να πλύνει ούτε τα δόντια της, πέταξε τα ρούχα και μπήκε με το σουτιέν και την κιλότα κάτω από το κρεβάτι. Για ένα δευτερόλεπτο σκέφτηκα ότι θα μύριζε το άρωμα της αδελφής της στα στρωσίδια, αλλά όχι. Ένα λεπτό μετά κοιμόταν βαριά.

Εμένα ήταν αδύνατο να με πάρει ο ύπνος. Έβαλα ένα ακόμα ουίσκι (μόλις το τρίτο της βραδιάς με όλα τα σούρτα φέρτα) και γύρισα στο σαλόνι, στον καναπέ.

Έπαιξαν ξανά στο μυαλό μου τα περιστατικά της νύχτας, πού ήμουν σίγουρος ότι θα άλλαζαν τη ζωή μας. Στην ανάμνηση της Μαρίας να μου λέει «τόσα χρόνια» χαμογέλασα, στην εικόνα (τη φαντάστηκα) της Φλώρας να χορεύει τρίβοντας τα βυζιά της στους δύο ένιωσα ξανά ένα τσίμπημα ζήλιας και μετά παραδόξως το μυαλό μου πήγε στο Σταύρο και την πενηντάρα. Τι να συζητούσαν με τόση προσήλωση στον καναπέ;

Έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα για δυο ώρες εκεί, πριν πάω κατά τις πέντε τα ξημερώματα στο κρεβάτι μου.

Κεφάλαιο 5

Αν και είχα κοιμηθεί ελάχιστα, ξύπνησα την ώρα που ξυπνάω πάντα, περίπου στις εφτά. Δίπλα μου η Φλώρα κοιμόταν γυρισμένη προς εμένα, με το στόμα μισάνοιχτο, η ανάσα της να βγαίνει με ένα σφύριγμα και το στήθος της σχεδόν μπροστά μου, μέσα στο σουτιέν. Δε θυμόμουν ποτέ να είχε κοιμηθεί έτσι, με τα εσώρουχα, χωρίς πιτζάμες, αλλά η χτεσινή νύχτα δεν ήταν σαν τις άλλες. Και βέβαια μύριζε έντονα αλκοόλ.

Θυμήθηκα ότι μέσα, στο άλλο δωμάτιο, κοιμόταν η Μαρία. Στο μυαλό μου γύρισαν, τι άλλο, τα χτεσινά. Δεδομένο ένα, είχα πάρει την αδελφή της και μάλιστα από ό,τι φαινόταν το πράγμα θα είχε και συνέχεια. Δεδομένο δύο, η γυναίκα μου είχε «παίξει» με τους δύο συναδέλφους της, σε έκταση που μπορούσα να υποπτευτώ μεν, αλλά δεν ήμουν σίγουρος ως που είχε φτάσει. Για να το πω απλά, δεν ήμουν σίγουρος αν είχε φτάσει μέχρι το τσιμπούκι. Άλλο τι έλεγε για να με καυλώσει. Δεδομένο τρία, και πιο σημαντικό από όλα, δεν την ένοιαζε να το κάνει αυτό δίπλα σε είκοσι ανθρώπους, με την πόρτα μισάνοιχτη, ενώ λίγο πριν έκανε επίδειξη τρίβοντας τις ρώγες στους παρτενέρ της. Ήταν αυτή η Φλώρα που ήξερα;

Αμέσως η εικόνα των δύο να χαϊδεύουν τα βυζιά της στο σκοτάδι με ερέθισε. Πήγαινα «καλά»; Χμ, μπορεί και όχι. Καθώς κοίταζα τα δύο σφιχτά, γεμάτα βυζιά της μέσα στο σουτιέν, τα τιραντάκια χαλαρά πάνω στους ωραίους σκούρους ώμους της, τη φαντάστηκα ξανά στο δωμάτιο και προσπάθησα να ανακαλέσω τις λέξεις που είχαν χρησιμοποιήσει, κάτι που με καύλωσε ακόμα περισσότερο: «δώσε τα», «άσε τον να τα γλείψει», «παρ’ το λίγο, στην άκρη μόνο». Δεν κρατήθηκα. Έσκυψα, έβγαλα τη ρώγα από το ένα στήθος έξω από το σουτιέν και άρχισα να τη γλείφω. Η Φλώρα κουνήθηκε ελαφρά.

- Όχι… νυστάζω…

Σπάνιο της Φλώρας να αρνηθεί, πρέπει να ήταν ράκος. Αδιάφορος, συνέχισα να τη γλείφω.

- Θέλω να κοιμηθώ, μη με βασανίζεις...

μουρμούρισε. Συνέχισα ακάθεκτος. Χαμηλώνοντας μάλιστα το τιραντάκι, έβγαλα έξω όλο το βυζί και το έγλειψα παντού.

- Πουτάνα, θα σε γαμήσω για να μάθεις να τρίβεις τα βυζιά σου στους άλλους, είπα, ελπίζοντας να την κάνω να συμμετάσχει.

Τότε εκείνη έκανε κάτι που ακόμα και για τα στάνταρντ της προθυμίας της να ανταποκριθεί στις «πρωτοβουλίες» μου, πήγαινε πολύ. Με μια κίνηση γύρισε από την άλλη πλευρά του κρεβατιού, προς τον τοίχο, κατέβασε την κιλότα και τούρλωσε προς εμένα το κώλο και το μουνί της.

- Αν θες να γαμήσεις, γάμα, αλλά μη μου μιλάς, άσε με να κοιμηθώ.

Και έμεινε ακίνητη, συνεχίζοντας (;) τον ύπνο της.

Το καυλί μου δεν ήθελε πολλά. Το έφερα από κάτω, με το αριστερό χέρι άνοιξα τα μουνόχειλα και με το δεξί το έβαλα στο μουνί της. Συνάντησα μια αρχική δυσκολία, δοκίμασα δύο φορές, μπήκα τελικά μέσα της. Έπειτα την έπιασα και με τα δύο χέρια από πίσω, ανασήκωσα και άλλο τον κώλο της, κόλλησα τελείως πάνω της και άρχισα να τη γαμάω.

- Πουτάνα, είπα. Γαμιόλα. Άπιστο μουνί, αχόρταγο... (όλα αυτά σχεδόν στο αυτί της, χαμηλόφωνα. Δεν ήθελα να ακουστεί τίποτα στο μέσα δωμάτιο).

Συνέχισα να της γαμάω το μουνί χωρίς εκείνη να αντιδρά καθόλου. Άλλη μια καύλα από αυτές που με τρέλαιναν. Και άλλοτε έκανε ότι κοιμόταν ενώ πηδιόμασταν για να με ερεθίσει, ότι δηλαδή ήταν δήθεν έρμαιο στα χέρια μου, αυτή τη φορά όμως έμοιαζε με αληθινό. Δεν αποκλείεται και να βρισκόταν αλήθεια ανάμεσα στον «ξύπνιο» και τον ύπνο.

Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου: Η σκέψη ότι «εκδικούμουν» τα χτεσινοβραδινά σε συνδυασμό με την ασυνήθιστη στάση της, τη λεκάνη της ελαφρά ανασηκωμένη προς εμένα, με έκανε να καυλώσω τόσο που πριν περάσουν δυο λεπτά έχυσα μέσα της. Σίγουρα όχι μεγάλη ποσότητα, δεν είχαν περάσει ούτε πέντε ώρες από την πίπα στην κρεβατοκάμαρα του Σταύρου και της Μαρίας.

Έβγαλα το καυλί μου και σκούπισα τα τελειώματα σε ένα χαρτομάντιλο, ενώ εκείνης απλώς της ανέβασα το βρακί και τη σκέπασα. Ας χυνόταν το σπέρμα μου στην κιλότα της, ας γίνονταν χάλια τα σεντόνια, λίγο με ένοιαζε. Όταν θα τα καθάριζε θα θυμόταν την καύλα μου.

Σηκώθηκα να ανοίξω την καφετιέρα και έριξα μια ματιά στη Μαρία. Κοιμόταν του καλού καιρού, σκεπασμένη ολόκληρη - και το κεφάλι - στο πάπλωμα.

Ενώ έπινα τον καφέ μου σκεφτόμουν σε τι ιστορία είχα μπει. Δύο αδελφές, η μια πιο πουτάνα από την άλλη. Η αλήθεια είναι ότι ως πρόσφατα θεωρούσα ότι η Μαρία -συγκριτικά με τη δική μου- ήταν πουτάνα εκτός συναγωνισμού, αλλά άρχιζα να έχω τις αμφιβολίες μου. Τέλος πάντων, πουτάνες και δυο, παρμένες και οι δύο από μένα το προηγούμενο βράδυ, να κοιμούνται τώρα αποκαμωμένες στα κρεβάτια του σπιτιού μου.

Η ζωή προμηνυόταν ωραία; Τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή, ήμουν βέβαιος.



Η κατηφόρα της γυναίκας μου προς την πουτανιά (4ο
Προηγούμενο μέρος: Η κατηφόρα της γυναίκας μου προς την πουτανιά (3ο μέρος)

Κεφάλαιο 6

Η Κυριακή πέρασε γρήγορα. Η Μαρία και η Φλώρα ξύπνησαν σχεδόν ταυτόχρονα, γύρω στις δώδεκα και ο Σταύρος χτυπούσε το κουδούνι λίγο μετά. Φαινόταν κομμένος. Τον αντίκρισα με κάποια αμηχανία μην ξέροντας πώς θα αντιδρούσε αργότερα στα νέα της Μαρίας. Για την ακρίβεια, δεν ήξερα καν αν η Μαρία θα του έλεγε τι συνέβη μεταξύ μας.

Η Φλώρα μπήκε να κάνει μπάνιο, εγώ έφτιαχνα ήδη μακαρονάδα για τους δυο μας, ο Σταύρος και η Μαρία θα πήγαιναν σπίτι τους. Καθώς η Μαρία ντυνόταν ο Σταύρος με πήρε παράμερα.

- Πού να σου λέω τι έγινε χτες το βράδυ. Της τρελής.

- Δηλαδή;

- Η κυρία Πόπη είναι φωτιά... καύλα! Έμειναν σπίτι. Το κάναμε όλο το βράδυ. Τη γάμησα τρεις φορές ως το πρωί, αν μπορείς να το φανταστείς.

Το καυλί μου σκίρτησε. Η κυρία Πόπη, όπως έχω εξηγήσει, με καύλωνε. Γενικότερα η περιρρέουσα ατμόσφαιρα των τελευταίων ημερών βοηθούσε.

- Μα… ο άντρας της;

- Σου είπα «το κάναμε». Την είχαμε στη μέση. Αν το ήξερα από πριν. Τσαντίζομαι και μόνο για τις ευκαιρίες που έχω χάσει. Μου είπαν απίθανες ιστορίες. Κάθε τόσο οργανώνουν ένα είδος παρτούζας όπου την πηδάνε στη σειρά μέχρι και φίλοι της κόρης τους. Θα στα πω αναλυτικά. Μας κάλεσαν να πάμε μια φορά κι εμείς, μαζί.

- Και εμένα;

Παραξενεύτηκα.

- Θα σου εξηγήσω. Αλλά τσιμουδιά στις γυναίκες μας για την ώρα (έκανε νόημα προς τη Μαρία που ντυνόταν στο βάθος).

- Σιγά μην το πω!

- Αν και...

Φαινόταν ότι ήθελε να πει κάτι ακόμα, αλλά δίσταζε. Τελικά:

- Ξέρεις τι τους καύλωσε περισσότερο χτες; Μου το έλεγαν όλο το βράδυ.

- Πες μου.

- Μόνο, μην σε πειράξει...

Το μυαλό μου πήγε αμέσως στη Φλώρα. Και πράγματι:

- Η Φλώρα. Τους καύλωσε όπως χόρευε, ξέρεις... πριν γυρίσεις. Και το μισάνοιχτο πουκάμισό της, όταν φεύγατε. Τι κάνατε ρε στην κρεβατοκάμαρα;
- Τι να κάναμε; Δεν φαντάζεσαι; Ήταν κάπως... ερεθισμένη.

Με χτύπησε ελαφρά με ένα γέλιο στον ώμο.

- Τι ερεθισμένη; Και η Φλώρα φωτιά ήταν χτες. Καλά, θα τα πούμε. Μακάρι να την καταφέρουμε να έρθει μαζί μας σε μια παρτούζα.

Ο πληθυντικός δεν με ενθουσίασε. Κανόνιζε τώρα και ο Σταύρος για τη Φλώρα; Είπαμε, η καύλα-καύλα, μια φορά πίπα στο αυτοκίνητο εντάξει (ας πούμε εντάξει...), αλλά η σύζυγος, σύζυγος. Μόλις βγήκαν στο διάδρομο και ο Σταύρος άνοιγε την πόρτα του ασανσέρ, η Μαρία γύρισε δήθεν να πάρει κάτι που είχε ξεχάσει.

- Ωραία ήταν χτες, μου είπε χαμηλόφωνα.

- Ναι... Αλλά πες μου, πρέπει να ξέρω. Θα τα πεις στον Σταύρο;

Γέλασε.

- Όλα! Και παραπάνω από ό,τι κάναμε. Δεν ξέρεις πώς καυλώνει.

Δεν ήξερα, αλλά μπορούσα να φανταστώ κρίνοντας από εμένα. Μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

- Και σίγουρα θα τα μάθει όλα και η αδελφή μου, πρόλαβε να πει πριν κλείσει την πόρτα πίσω της.

Ωχ... Μπερδέματα. Κι εγώ δεν είχα ιδέα πώς έπρεπε να χειριστώ την κατάσταση. Πάντως δεν άνοιξα κουβέντα στη Φλώρα, ιδιαιτέρως αφού κι εκείνη δεν φαινόταν να έχει όρεξη για πολλά-πολλά. Μετά το φαγητό ξάπλωσε να διαβάσει ένα βιβλίο και σύντομα βυθίστηκε ξανά στον ύπνο. Το ίδιο έκανα κι εγώ στην τηλεόραση, στον καναπέ. Το απόγευμα και το βράδυ πέρασαν χωρίς καμία αναφορά στα χτεσινά και επίσης χωρίς την παραμικρή νύξη ή διάθεση για σεξ.

Η Δευτέρα στη δουλειά ήταν χωρίς κανένα ενδιαφέρον, μέχρι που ξαφνικά, γύρω στις δώδεκα έλαβα ένα sms από την Φλώρα: «Θα αργήσω έχει προκύψει κάτι στη δουλειά μην με περιμένεις για φαγητό». Με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Ως εκείνη τη στιγμή είχα κατατάξει το «δεν μπορεί να περιμένει ως τη Δευτέρα» στα λόγια της στιγμής (βλ. κεφάλαιο 3). Ξαφνικά όμως αποκτούσαν άλλο νόημα.

Μέχρι τις δύο και είκοσι που σχόλασα καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Δεν άκουγα καν τι με ρωτούσαν, ήμουν αλλού. Έφυγα νωρίτερα από το συνηθισμένο (είχα την άνεση) και κατέβηκα στο αυτοκίνητο. Έβαλα μπρος και έμεινα για λίγο ακίνητος, μη μπορώντας να αποφασίσω τι να κάνω. Μια φωνή με παρότρυνε «πήγαινε να δεις τι θα κάνει η γυναίκα σου μόλις σχολάσει», η άλλη έλεγε «άσε τα ρεζιλίκια».

Όταν τελικά ξεκίνησα, το τιμόνι λες γύριζε μόνο του. Έφτασα κοντά στη δουλειά της γυναίκας μου δέκα λεπτά πριν τις τρεις. Εκείνη σχολούσε ακριβώς τρεις, νωρίτερα ήταν αδύνατο από τη φύση της εργασίας της. Πάρκαρα μακριά και έμεινα μέσα, μη μπορώντας να αποφασίσω ακόμα και εκείνη τη στιγμή. Ήξερα ότι η γυναίκα μου θα έβγαινε με το διθέσιο smart της χωρίς να περάσει από δίπλα μου, λόγω της φοράς του δρόμου (μονόδρομος αντίθετος από εκεί που στεκόμουν). Όλο που ήθελα, ή τουλάχιστον έτσι έλεγα στον εαυτό μου, ήταν να διαπιστώσω αν θα σχολούσε στις τρεις ακριβώς (οπότε τα περί έκτακτης δουλειάς ήταν ψέματα και ποιος ξέρει πού θα πήγαινε) ή θα έμενε πράγματι περισσότερο όπως μου είχε γράψει στο μήνυμα. Να την ακολουθήσω ούτε λόγος, θα με έβλεπε αμέσως. Αυτά γίνονται μόνο στις ταινίες.

Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά όταν τρία λεπτά μετά τις τρεις την είδα να βγαίνει από την πύλη με το smart και ένα συνεπιβάτη. Ποιον, δεν μπορούσα να διακρίνω, ήμουν περίπου 70 μέτρα μακριά. Είδα το smart να πηγαίνει ευθεία και ήμουν σίγουρος ότι θα χάνονταν στο βάθος, προς την κεντρική λεωφόρο. Τελείως αναπάντεχα, στα εκατό μέτρα, έστριψε δεξιά. Ορίστε; Πού πήγαιναν; Τι υπήρχε από εκεί; Στην περιοχή που ήταν η δουλειά της Φλώρας υπήρχαν μόνο μικροί κάθετοι δρόμοι με εξοχικές μονοκατοικίες και αδιέξοδα. Είχα μπει κάποια φορά μέσα, όταν είχα έρθει σε μια γιορταστική εκδήλωση και λόγω του κόσμου έψαχνα να παρκάρω.

Ξαφνικά σκέφτηκα ότι ο συνεπιβάτης της θα ήταν ο Πέτρος ή ο Παύλος ο οποίος θα έμενε κάπου κοντά. Βγήκα από το αυτοκίνητο και προχώρησα με τα πόδια προς εκεί που υπολόγιζα ότι βρίσκονταν, ακολουθώντας όμως όχι το κάθετο δρόμο (δρομίσκο θα τον έλεγες) που είχαν πάρει, αλλά τον αμέσως προηγούμενο. Βάδισα περίπου πενήντα μέτρα κρατώντας μια σχετική προφύλαξη μην βγουν ξαφνικά μπροστά μου, έστριψα αριστερά, άλλα πενήντα μέτρα, μετά πάλι δεξιά. Δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα εκεί, κάποιες μονοκατοικίες, οι μισές φαίνονταν κλειστές, εξοχικές, δυο εργαστήρια - συνεργεία, μια μεταφορική εταιρία. Ούτε ένας διαβάτης, ούτε ένα παιδί να παίζει στο δρόμο (ήταν και χειμώνας).

Τότε, τελείως αναπάντεχα, το μάτι μου πήρε το σμαρτ. Ήταν παρκαρισμένο στον εσωτερικό χώρο ενός περιφραγμένου οικοπέδου, κάτω από ένα σκέπαστρο. Έμοιαζε αποθήκη, κάτι τέτοιο, χωρίς πάντως κανέναν άνθρωπο. Μάλλον εγκαταλειμμένη. Πλησίασα προς την περίφραξη ακριβώς από την απέναντι πλευρά του οικοπέδου και κοίταξα το smrt, που ήταν με το πορτ μπαγκαζ προς εμένα. Αδύνατο να με δουν, η περίφραξη ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος χτισμένη, με μικρά ανοίγματα, και με κάλυπτε τελείως.

Για τρία λεπτά δεν έβλεπα τίποτα, αν και απέφευγα να φανταστώ τι μπορεί να γινόταν μέσα στο αυτοκίνητο. Τότε κάτι με αιφνιδίασε, σχεδόν με τρόμαξε: Ένα άλλο αυτοκίνητο (ένα peugeot) μπήκε από την είσοδο του οικοπέδου και στάθμευσε δίπλα στο smart, χωρίς να σβήσει τη μηχανή. Από το smart άνοιξαν αμέσως και οι δύο πόρτες και η Φλώρα βγήκε έξω με το συνεπιβάτη της, που ήταν πράγματι ένας από τους δύο συναδέλφους της. Ακόμα δεν είχα μάθει σε ποιο πρόσωπο αντιστοιχούσε ο καθένας τους, αν δηλ. αυτός ήταν ο Πέτρος ή ο Παύλος. Προφανώς ο οδηγός του άλλου οχήματος ήταν ο δεύτερος.

Η Φλώρα προχώρησε, έσκυψε και μίλησε στον οδηγό του Πεζό που είχε χαμηλώσει το παράθυρο (ναι, ήταν ο δεύτερος). Γέλασαν, είπαν κάτι ακόμα, ενώ ο άλλος από το smart ήρθε δίπλα της και την έπιασε από τη μέση. Εκείνη δεν αντέδρασε καθόλου στο άγγιγμά του, ούτε απομάκρυνε το χέρι του. Λίγες ομιλίες ακόμα, ξανά γέλια και έπειτα η Φλώρα άνοιξε την πίσω πόρτα του πεζό και κάθισε πίσω από τον οδηγό. Ο άλλος έκανε το γύρο. Ήμουν σίγουρος ότι θα καθόταν μπροστά και κάπου θα πήγαιναν, τα σχέδιά τους όμως ήταν άλλα.

Τα πόδια μου κόπηκαν όταν είδα να ανοίγει την άλλη πισινή πόρτα, πίσω από το συνοδηγό και να μπαίνει μέσα. Ο οδηγός έκλεισε το παράθυρο και πίσω φάνηκαν κάποιες κινήσεις. Το πεζό έμενε ακίνητο, πάντα με τη μηχανή αναμμένη.

Με μια αίσθηση ιλίγγου, προσπάθησα να διακρίνω λίγο καλύτερα τι γινόταν πίσω, αλλά από εκεί που ήμουν ήταν αδύνατο. Ίσως αν πήγαινα σε ένα άλλο σημείο, είκοσι μέτρα πιο πέρα. Όταν έφτασα εκεί (με πόδια που έτρεμαν), κοίταξα ξανά. Ναι, τώρα έβλεπα καλύτερα. Η Φλώρα και ο άλλος καθόντουσαν αντικριστά και μιλούσαν, τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε στην αρχή. Σύντομα κατάλαβα ότι τα πρόσωπά τους έρχονταν σε επαφή, δηλ. σίγουρα φιλιόντουσαν (πιο καθαρά ήταν αδύνατο να δω, ήδη το τζάμι μάζευε υδρατμούς) ενώ λίγο μετά εκείνη έβαλε τα χέρια της στα μαλλιά του.

Ο ίλιγγος αυξήθηκε απότομα, σε βαθμό σχεδόν να μην με κρατάνε τα πόδια μου, όταν είδα κινήσεις που φανέρωναν ότι η Φλώρα έβγαζε το μπουφάν της. Την ίδια στιγμή που έτρεμα από τις εικόνες απιστίας που ξετυλίγονταν μπροστά μου, με έκπληξη αντιλήφθηκα το καυλί μου να σηκώνεται.

Προσπάθησα να λογικευτώ. Δεν είναι δυνατό να καυλώνεις που κάποιος γλεντάει με τη γυναίκα σου στο πίσω κάθισμα ενός ξένου αυτοκινήτου, είπα στον εαυτό μου. Αν όμως η καύλα είχε λογική, ο κόσμος μας δεν θα ήταν αυτός που είναι. Με το χέρι μου έπιασα το καυλί μου πάνω από το παντελόνι και το έτριψα ελαφρά, ωστόσο αρνήθηκα να κάνω κάτι άλλο. Μου φαινόταν πολύ υποτιμητικό εκείνη τη στιγμή και στη θέση που βρισκόμουν.

Τα επόμενα πέντε λεπτά παρακολούθησα την απιστία της Φλώρας σα να έβλεπα κινηματογράφο, σαν να ήταν άγνωστή μου η πρωταγωνίστρια. Ο Πέτρος ή Παύλος έγειρε το κεφάλι του πίσω και η γυναίκα μου είχε εξαφανιστεί στο κάθισμα. Δεν ήθελε πολύ για να καταλάβω τι του έκανε εκείνη τη στιγμή με το στόμα. Ήταν πράγματι αυτή η Φλώρα που γνώριζα; Ήταν δυνατό η γυναίκα μου να παίρνει πίπα σε δεύτερο άντρα μέσα σε αμάξι (μετά το Σταύρο), μέσα σε δυο βδομάδες; Πώς είχε μετασχηματιστεί από μια καυλιάρα μεν, αλλά πιστή σύζυγος, στο πουτανάκι που έγλειφε κάθε πούτσο που εμφανιζόταν πλάι της;

Τις σκέψεις μου διέκοψαν οι κινήσεις του κεφαλιού του άντρα, που έδειχναν ότι τέλειωσε. Πέρασε μισό λεπτό ακόμα και εμφανίστηκε ξανά το κεφάλι της γυναίκας μου. Κάτι του έλεγε. Συνέχισαν έτσι να μιλάνε για λίγο μέχρι που εκείνος άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω, φτιάχνοντας τα ρούχα του. Πέρασε και κάθισε μπροστά, στη θέση του συνοδηγού.

Τότε δέχτηκα το επόμενο χτύπημα. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Στο παντελόνι του σχηματιζόταν σηκωμένο το καυλί του, προφανώς από αυτά που είχε παρακολουθήσει, αλλά δεν έδειχνε να τον νοιάζει. Άνοιξε την πόρτα και κάθισε δίπλα στη γυναίκα μου.

Ακολούθησαν άλλα πέντε λεπτά με μια από τα ίδια. Αυτή τη φορά μάλιστα η γυναίκα μου έβγαλε και την μπλούζα της (στο αρκετά θολό πλέον τζάμι είδα καθαρά τα χέρια της να σηκώνονται καθώς έβγαζε τα μανίκια). Το κεφάλι του άντρα ήταν ακίνητο στο κάθισμα ενώ δεχόταν την περιποίηση της γυναίκας μου, η οποία και πάλι εξαφανίστηκε χαμηλά. Κάποια στιγμή φαίνεται ότι τέλειωσε και αυτός, δεν έβλεπα πια καθαρά, πέρασαν άλλα τρία – τέσσερα λεπτά και η γυναίκα μου βγήκε από το αυτοκίνητο φορώντας πλέον τη μπλούζα της, με το μπουφάν στα χέρια. Γύρισε στο smart, έβαλε μπρος και έφυγε βιαστικά, ενώ το peugeot παρέμενε ακόμα ακίνητο, με τους δύο προφανώς να συζητούν την εμπειρία που είχαν.

Είχα δει αρκετά! Έφυγα βιαστικά προς το αυτοκίνητό μου. Ήθελα να φτάσω πριν τη γυναίκα μου σπίτι, να δω το βλέμμα της όταν θα με αντίκριζε. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό και είδα τη φωτογραφία της Μαρίας που με καλούσε.

- Ναι;

Προσπάθησα να μη δείξω κάτι στη φωνή μου.

- Δημήτρη; Τι κάνεις; Θες να έρθεις μια βόλτα από το σπίτι;

- Είσαι μόνη;

- Ναι, ο Σταύρος θα αργήσει. Θέλω να μιλήσουμε.

Ήμουν έτοιμος να απαντήσω «έχω σοβαρό λόγο να γυρίσω σπίτι», αλλά αντί για αυτό άκουσα τη φωνή μου να λέει «οκ, έρχομαι».

Κεφάλαιο 7

Μου άνοιξε την πόρτα ευδιάθετη, με το «απογευματινό» νυχτικό της (ξέρω, αντίφαση).

- Έλα, έχω φτιάξει καφέ.

Η μυρωδιά του φίλτρου ερχόταν από την κουζίνα πλούσια. Η Μαρία ήξερε πόσο μου άρεσε ο δυνατός, αρωματικός καφές φίλτρου. Μια φορά το μήνα που πήγαινα σπίτι τους έβαζε τα δυνατά της να μου τον φτιάξει καλό. Με έβαλε δίπλα της στον καναπέ και μου έδωσε στα χέρια την κούπα. Ένιωσα τη ζεστασιά του. Λίγο πριν στο αμάξι έτρεμα, μάλλον όχι μόνο από το κρύο.

- Σε ήθελα να μιλήσουμε.

- Μ… απάντησα.

Έχοντας κάτσει με το πλάι, πλησίασε τα χέρια της στα πόδια μου.

- Δεν ξέρεις πόσο μου άρεσε προχτές.

- Δεν ήταν επειδή ήσουν μεθυσμένη;

Γέλασε δυνατά.

- Σου είπα. Ονειρευόμουν πολύ καιρό να το κάνουμε. Δεν ήταν μόνο σεξ... Ήταν συναίσθημα.

Εξακολουθούσα να κοιτώ μπροστά, τον καφέ μου.

- Δε σου άρεσε εσένα; ρώτησε. Δεν ήθελες;

- Ήθελα πολύ. Ήθελα χρόνια, ίσως πριν από εσένα, απάντησα αργά. Σκέφτομαι όμως τον Σταύρο.

Αυτή τη φορά γέλασε ακόμα πιο δυνατά.

- Ο Σταύρος τα ξέρει όλα, χαζέ. Τις μισές φορές που κάνουμε σεξ του μιλώ για σένα.

- Και τις άλλες μισές;

Γέλασε πάλι.

- Για άλλους που με έχουν πάρει.

- Είναι πολλοί;

- Αρκετοί... αλλά για την καύλα μόνο.

- Αρκετοί; Νόμιζα ότι τα λέτε όλα με την αδελφή σου.

- Αν της τα έλεγα όλα, δε θα κρατιόταν. Θα πηδιόταν διαρκώς δεξιά και αριστερά.

Δεδομένων των συνθηκών προτιμούσα να αλλάξω θέμα.

- Δηλαδή ο Σταύρος ξέρει για προχτές;

- Ξέρει ότι ήθελα να το κάνουμε και ότι κάποια στιγμή θα γινόταν. Δεν ήθελα να του το πω ακόμα, αν δεν συμφωνούσες και εσύ.

Ανασήκωσα τους ώμους.

- Τι να σου πω. Αν δεν έχει πρόβλημα εκείνος...

- Τι πρόβλημα να έχει; Θα σου πω ένα «μυστικό». Ο Σταύρος θέλει να του κάνω τα πάντα, και να κάνουμε παιχνίδι με όσους το θέλουν και δεν το διαλαλούν. Δεν τον πειράζει τίποτα εδώ και χρόνια, αρκεί να το ξέρει.

- Μ… έκανα πάλι κοιτώντας μπροστά.

- Νομίζω ξέρω τι έχεις, συνέχισε. Δεν πιστεύω ότι σκέφτεσαι τον Σταύρο. Την αδελφή μου σκέφτεσαι.

- Με απασχολεί είναι αλήθεια, είπα αόριστα.

Για άλλο λόγο από αυτόν που φανταζόταν, βέβαια.

- Το πουτανάκι θα έκανε το ίδιο στη θέση σου. Ξέρεις πόσο την αγαπώ, αλλά δεν την είδα να έχει ενοχές όταν έπαιρνε τον άντρα μου στο αμάξι μας.

- Και εσύ τον Ιταλό στο πίσω κάθισμα, της είπα (ψεύτο) δηκτικά.

- Χα! Αυτό ήταν μόνο για την καύλα σου λέω. Δεν υπήρχε κανένα συναίσθημα. Αυτά τα κάνω γιατί αρέσουν του Σταύρου. Και το πουτανάκι σου για αυτό καύλωσε τον Ιταλό.

- Χμ… η Φλώρα τον καύλωσε ή εσύ;

- Χα! Η Φλώρα το ξεκίνησε. Όταν άρχισε να τη χαϊδεύει στο πίσω κάθισμα δε διαμαρτυρήθηκε.

- Γιατί τη χάιδευε;

- Γιατί τη γούσταρε, ανόητε!

Το «ανόητε» το είπε γελώντας.

- Και εκείνη ανταποκρινόταν;

- Δεν ξέρεις τι καύλα που ήταν! Αυτή καθόταν πίσω, μαζί του, και μας μίλαγε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ρωτούσε τι θα κάνουμε και αν θα γυρίσουμε σπίτι ή θα πιούμε άλλο ένα ποτό, ενώ εκείνος της χάιδευε στην αρχή τα γόνατα, μετά τη μέση, μετά το κάτω μέρος από το στήθος της.

Ήξερα σε ποιο σημείο είχαν γίνει όλα αυτά, αλλά δεν τολμούσα να το πω για να μη φανερωθώ. Στο κάθετο δρόμο, έξω από το εστιατόριο.

- ...μετά τη φιλούσε στο λαιμό, μετά στην άκρη από τα χείλη.

Το καυλί μου άρχισε να σηκώνεται, καθώς οι εικόνες του τι πραγματικά είχε συμβεί εκείνο το 15λεπτο στη Μερσεντές έπαιρναν πρώτη φορά σάρκα και οστά στο μυαλό μου. Η Μαρία με αγκάλιασε από το λαιμό, ακουμπώντας τα χείλη της πάνω του. Έπειτα συνέχισε με φωνή καύλας.

- ...και αυτή εξακολουθούσε να μας μιλά δήθεν αδιαφορώντας για όσα της έκανε ο Ιταλός. «Νομίζετε ότι στον Νταβίντε θα αρέσει μια βόλτα γύρω από το κέντρο»;…

έκανε η Μαρία παριστάνοντας την αδελφή της. Σαν να του έλεγε «κάνε ό,τι θες με τα χέρια σου, ένα πουτανάκι είμαι». Από όσα είχα ακούσει και δει τις τελευταίες δυο μέρες, την πίστευα απολύτως. Ανακάλεσα και τη σκηνή λίγο πριν: Ο ένας από τους δύο συναδέλφους την είχε πιάσει από τη μέση και εκείνη εξακολουθούσε να μιλά στον άλλο σα να μη συνέβαινε τίποτα. Η Μαρία έβαλε το χέρι της πάνω στο καυλί μου, που σχηματιζόταν ευδιάκριτα στο παντελόνι μου.

- Μ... Βλέπω καυλώνεις. Σε καυλώνει να μαθαίνεις πόσο πουτανάκι είναι η αδελφή μου;

- Ναι… παραδέχτηκα.

Με φιλούσε στο λαιμό κάτω από το αυτί, στέλνοντας ρίγη παντού στο σώμα μου.

- Και τι έκανε μετά;…

ρώτησα σχεδόν με ντροπή που ενώ ήμουν μαζί της, έδινα συνέχεια στην περιγραφή της γυναίκας μου.

- Μετά εκείνος έβαλε τα χέρια κάτω από την μπλούζα της και έπιασε τα πουτανιάρικα βυζιά της.

- Κι εκείνη;

Δεν χόρταινα, ήθελα να ακούσω περισσότερα. Την ίδια στιγμή καύλωνα τρελά καθώς η Μαρία ακουμπούσε μια τη γλώσσα της στο αυτί μου, μια ψιθύριζε καυλωτικά μέσα του.

- Εκείνη έλεγε «αν έχετε κουραστεί ας γυρίσουμε σπίτι» την ώρα που αυτός της σήκωνε τη μπλούζα και φιλούσε τα βυζιά της. Δεν κοιτούσε καν προς το μέρος του. Ακόμα και όταν αυτός έβαλε το κεφάλι του όλο μέσα στην μπλούζα της, η αδελφή μου μας μιλούσε σαν να μην έτρεχε τίποτα.

- Και μετά;

- Μετά είχε πετύχει το σκοπό της...

- Να καυλώσει τον Ιταλό;

- Χα! Ανόητε (πάλι παιχνιδιάρικα). Δεν ήθελε να καυλώσει τον Ιταλό, ήθελε να καυλώσει τον άντρα μου. Να του δείξει ότι είναι έτοιμη για εκείνον.

Μέσα μου κάτι έκανε κλικ.

- Και τότε;

Με το χέρι της έπιασε το φερμουάρ μου, χωρίς να πάρει το στόμα της από το λαιμό μου. Τη διευκόλυνα ανοίγοντας τη ζώνη και το κουμπί του παντελονιού.

- Τότε της είπα να έρθει μπροστά, γιατί ήξερα ότι δεν ήθελε να πάρει πίπα του Ιταλού, αλλά του Σταύρου.

Έβαλε το χέρι της στο παντελόνι, μέσα από το σλιπ και έβγαλε έξω το σηκωμένο καυλί μου. Άρχισε να το παίζει. Τι καύλα ήταν αυτή; Πόσο μπορούσα να αντέξω στο παίξιμό της, στα λόγια της μες το αυτί μου, στο στόμα της στο λαιμό μου και κυρίως στις εικόνες της Φλώρας να είναι κυριολεκτικά έρμαιο στα χέρια ενός ανθρώπου που μόλις είχε γνωρίσει; Της Φλώρας να παίρνει με κάθε ευκαιρία πίπες στα αυτοκίνητα;

- Και έπειτα;

- Έπειτα φύγαμε και πήγαμε στο δασάκι.. Εκεί τους τσιμπουκώσαμε και οι δύο μας.

Ναι, αυτά τα ήξερα. Και ταίριαζαν τόσο οι περιγραφές που ήταν σίγουρο ότι μου έλεγε αλήθεια. Με το χέρι της εξακολουθούσε να παίζει αργά (ευτυχώς) το καυλί μου.

- Όπως λέω να τσιμπουκώσω εσένα τώρα.

- Ναι... Δεν θα κρατηθώ πολύ.

- Γιατί καυλιάρη; Σε καυλώνει να ακούς ότι η γυναίκα σου παίρνει πίπες;

- Ναι…

- Ότι έκανε σαν πουτάνα μες το αμάξι μου;

- Ναι...

- Ότι γαμιέται με αυτούς τους δύο;

- Ναι... Γαμιέται με αυτούς;

- Πάντως πίπες τους παίρνει. Μπορεί και να τη γαμάνε.

- Τους πήρε πίπα προχτές το βράδυ στη γιορτή;… είπα.

- Πού;

Με κοίταξε με ειλικρινή έκπληξη.

- Εδώ παρά μέσα. Στην κρεβατοκάμαρά σου, αχ… θα χύσω.

Έσκυψε αμέσως και το πήρε στο στόμα τη στιγμή που το σπέρμα ξεχυνόταν. Πόσες φορές στη ζωή μου είχα χύσει με τέτοια καύλα; Κάποιες σίγουρα, όχι πολύ συχνά πάντως. Ένιωσα να ζαλίζομαι. Η Μαρία συνέχισε να το κρατά στο στόμα της, χωρίς ευτυχώς να το γλείφει γιατί θα με τρέλαινε ο ερεθισμός. Το άφησε μόνο όταν στέγνωσε τελείως, ενώ εγώ είχα γύρει το κεφάλι πίσω και προσπαθούσα να ανακτήσω την αναπνοή μου. Ξαφνικά άλλαξε ύφος, αφήνοντας κατά μέρος τους ψιθύρους στο αυτί μου.

- Έλα, σειρά μου τώρα. Πάρε με. Θέλω να νιώσω την πούτσα σου μέσα μου, θέλω να με γαμάς ως το βράδυ, να ξεσκίσεις το μουνάκι μου.

Ωχ! Δέκα χρόνια πριν ίσως μπορούσα να το κάνω αυτό, τώρα όμως;

- Έλα, γάμα τη κουνιάδα σου, ξέσκισέ της το μουνί.

Η φωνή ήταν καυλωμένη και αυτό μου άρεσε αν και η καύλα μου είχε φυσικά υποχωρήσει. Σαν τρελή, σαν να μην κρατιόταν με τίποτα, σηκώθηκε και μου κατέβασε τελείως το παντελόνι. Το καυλί μου ήταν ακόμα σηκωμένο βέβαια. Αμέσως με βιαστικές κινήσεις πέταξε μακριά το νυχτικό και έμεινε με την κιλότα. Δεν φορούσε σουτιέν και τα υπέροχα, στρογγυλά, στητά (ίσως λίγο πιο στητά από της Φλώρας) και μικρά, έως μεσαία στο μέγεθος στήθη της ήρθαν μπροστά μου. Αυτά που για δέκα χρόνια φανταζόμουν τόσο συχνά. Με μια κίνηση της κιλότας στο πλάι, χωρίς να τη βγάλει, κάθισε πάνω μου και έφερε το μουνί της στο καυλί μου. Μπήκε χωρίς δυσκολία, σαν να ήταν έτοιμη από ώρα και άρχισε να κουνιέται.

- Γάμα με καύλα μου... σκίσε με. Θα σε βάλω να με γαμάς κάθε μέρα, θα γίνω η ψωλού σου, η γαμιόλα κουνιάδα σου. Κάθε πότε θες να με παίρνεις, λέγε μου!

- Κάθε μέρα…

είπα διστακτικά, ελπίζοντας ότι η απάντηση θα την ικανοποιούσε. Την ίδια στιγμή φοβόμουν ότι θα μου έπεφτε και θα την άφηνα στη μέση, κάτι που δεν θα ήταν πολύ ευχάριστο.

- Κάθε ώρα, όποτε θες! Θα έρχεσαι εδώ και θα λες «ήρθα να σε σκίσω, να σε γαμήσω, να σου τρυπήσω το μουνί πουτάνα μου»!

Τι την είχε πιάσει; Πριν λίγο αποκαλούσε την αδελφή της πουτανάκι.

- Κάθε ώρα θα με γαμάς; Κάθε ώρα; επέμεινε.

Φώναζε σχεδόν:

- Θα σου λέω ιστορίες για την αδελφή μου να καυλώνεις και εσύ θα με γαμάς;

- Ναι, της είπα προσπαθώντας να δώσω ένα τόνο καύλας στη φωνή μου.

- Θα είμαι πιο πουτάνα από την αδελφή μου; αχ...

και με αυτή την τελευταία φράση έχυσε με ένα απίστευτο πολλαπλό σπασμό, εξακολουθώντας να φωνάζει δυνατά. Θα την άκουσε όλη η πολυκατοικία, δεν είχα αμφιβολία. Αν όχι όλοι οι όροφοι, ο από πάνω και από κάτω σίγουρα. Όσο για μένα, ένιωθα πια το καυλί μου σχεδόν τελείως πεσμένο. Ευτυχώς, δεν την είχα αφήσει στη μέση, αν και αυτό οφειλόταν στο πόσο καυλωμένη ήταν, παρά στις δικές μου ικανότητες. Έμεινε πάνω στον ώμο μου, να ανασαίνει βαριά.

- Μην νομίζεις ότι χύνω πάντα έτσι εύκολα, είπε στο αυτί μου μετά από λίγο. Είναι που έχω μεγάλη καύλα για σένα αυτές τις μέρες. Αχ, τι ωραία που ήταν.

Απάντησα με ένα απλό «ναι».

- Μόνο ναι;

Γέλασε και μου έδωσε ένα ψεύτικο χαστούκι στο μάγουλο. Χαμογέλασα κι εγώ.

- Έλα τώρα... Ήταν πολύ καλά, είπα.

Χαλαρή πλέον, έμεινε καθισμένη πάνω μου, κρατώντας με αγκαλιά. Το βλέμμα μου πήγε στην πόρτα και επανήλθα στα λογικά μου. Θεέ μου, παρά τα όσα μου είχε πει για το Σταύρο δεν ξέρω τι θα έκανα αν άκουγα να γυρίζει εκείνη τη στιγμή το κλειδί και να ανοίγει η πόρτα.

- Μήπως να ντυθούμε;

- Γιατί καλέ; Δεν θέλεις το καυλί σου μέσα μου;

- Πώς, αλλά...

της είπα το λόγο.

- Σου είπα, ο Σταύρος θα αργήσει. Ξέρω τι σου λέω.

Άρχισε να με φιλάει στο λαιμό. Ελπίζω ότι δεν ήθελε και άλλο γαμήσι, γιατί εγώ αδυνατούσα. Αλλά...

- Θες να χύσεις ξανά; Θες να χύσεις το καινούργιο σου πουτανάκι;

Δεν ήξερα τι να της απαντήσω.

- Θες να γίνει πραγματικότητα αυτό που σου έλεγα; Θες να είμαι η πουτάνα σου; Να με γαμάς όποτε θέλεις; Να με παίρνεις τηλέφωνο και να έρχομαι;

- Ναι... θέλω.

- Τι θέλεις; Πες μου.

Μου μιλούσε ξανά όπως πριν, ψιθυριστά στο αυτί.

- Θέλω να σε γαμάω.

- Να με γαμάς απλά ή να με γαμάς όποτε θέλεις;

- Να σε γαμάω όποτε θέλω.

- Να με γαμάς με ένα τηλεφώνημα;

- Ναι, με ένα τηλεφώνημα. Πού όμως;

Ο ρεαλισμός με πείραξε!

- Όπου θες. Θα μου λες «έλα με το αμάξι να πάμε κάπου να μου πάρεις μια πίπα» και θα έρχομαι…

και λέγοντας αυτά άρχισε ξανά να κουνιέται πάνω στο μαλακό καυλί και τα πόδια μου.

- Όπως έκανες με τον Ιταλό;

- Ναι, όπως έκανα τότε που η Φλώρα έπαιρνε το Σταύρο στο μπροστινό κάθισμα.

Τα λόγια της είχαν αποτέλεσμα. Θυμήθηκα την πουτανιά της γυναίκας μου, που προφανώς επενεργούσε πάνω μου όπως το μαγικό ραβδάκι. Ένιωσα να καυλώνω, αν είναι δυνατόν. Έπιασα τα βυζιά της, το καθένα χωρούσε στην παλάμη μου, και άρχισα να τα πιέζω στο σώμα της, ενώ εκείνη κουνιόταν με ωραίο, καυλωτικό ρυθμό.

- Και αν είσαι με τον Σταύρο; ρώτησα.

- Θα του λέω «περίμενε μισή ώρα, πάω να με γαμήσει ο Δημήτρης γιατί είμαι η πουτάνα του».

- Η εικόνα (φανταστική βέβαια, γιατί ποτέ δεν θα της έλεγα στο τηλέφωνο «έλα να σε γαμήσω» αν ήξερα ότι είναι μπροστά ο άνδρας της), έδωσε μια ώθηση στην καύλα μου που ξυπνούσε ξανά. Το καυλί μου είχε σηκωθεί αρκετά για να το βάλω ξανά μέσα, ενώ εκείνη εξακολουθούσε να κουνιέται πάνω του.

- Θα το κάνεις αλήθεια αυτό;… ρώτησα.

- Στο ορκίζομαι, θα το κάνω όποτε με πάρεις. Και ξέρεις τι άλλο θα του πω;

- Τι;

- Θα του πω «περίμενέ με εδώ να γυρίσω χυμένη, να με δεις με τα χύσια του Δημήτρη πάνω μου».

- Αχ… με καύλωσες πάλι, της είπα.

- ... όπως χυμένη γύρισε σε σένα η Φλώρα εκείνο το βράδυ, με τα χύσια του Σταύρου στο στόμα της.

Η πουτάνα, είχε καταλάβει το «κουμπί» μου.

- ... η πουτάνα η γυναίκα σου. Η πιπατζού... που τσιμπουκώνει στη δουλειά της.

- Το ξέρεις αυτό;

- Μου το έχει πει... Θέλει να πάρει τσιμπούκι όλη τη δουλειά της. Αλλά εγώ είμαι πιο πουτάνα από αυτήν.

- Τους έχει ήδη πάρει;… επέμεινα να μάθω.

- Χα! Είσαι στο μουνί μου αλλά καυλώνεις με την πουτανάρα, ε; Θες να τους έχει πάρει;

- Δεν ξέρω...

- Θες...

- Ναι... θέλω! Θέλω να τους πάρει όλους.

- Η ψωλού. Θες να κατρακυλήσει στην πουτανιά... αυτό θες!

- Ναι!

- Θέλεις να είναι σκυμμένη στο γραφείο όλη μέρα. Κάτω από τα τραπέζια...

και λέγοντας αυτά εξακολουθούσε να κουνιέται πάνω μου. Είχα χύσει πριν τρία λεπτά, πριν δυο στιγμές ήμουν σίγουρος ότι δεν θα μου σηκωνόταν ξανά ούτε ως αύριο, και ξαφνικά βρισκόμουν μισό βήμα πριν το δεύτερο οργασμό.

- ...και να γυρίζει σε σένα με το σουτιέν της χυμένο.

- Ναι!

- Θέλεις να στη στείλω μια μέρα με χυμένο το σουτιέν της, να το φοράει;

- Ναι!

Δεν ξέρω αν χωρούσε περισσότερη καύλα στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή.

- Θέλεις να στη στείλω μια μέρα με χυμένα τα μαλλιά και το πρόσωπο;

- Αχ… ναι, ναι...

- Θα το κάνω. Θα βάλω το Σταύρο να τη χύσει και δεν θα την αφήσω να τα σκουπίσει. Η πουτάνα, ό,τι και να της πω θα το κάνει, αρκεί να είναι πρόστυχο.

- Αχ ναι... χύνω!

Δεν ένιωσα απλή ζαλάδα, ένιωσα να χάνω τη θέση του δωματίου καθώς το σπέρμα μου πετάχτηκε μέσα της.
- Αχ...

Ευτυχώς σταμάτησε να κουνιέται. Ποιος ξέρει τι θα γινόταν αν ήθελε και άλλο! Έγειρα τελείως αδύναμος πάνω της και αυτή πάνω μου, αγκαλιά. Άφησα το καυλί μου να πέσει αργά-αργά και σε λίγο εκείνη έβαλε την κιλότα πίσω στη θέση της και σηκώθηκε να σκουπιστεί. Κάθισα άλλη μια ώρα στον καναπέ της, αγκαλιά, σχεδόν με νανούρισε. Θα είχε πάει έξι το απόγευμα όταν σηκώθηκα να γυρίσω σπίτι.

- Θυμήσου, μου είπε στην πόρτα με πονηρό ύφος. Τηλεφώνημα και γαμήσι. Δεν ήταν λόγια της καύλας αυτά.

Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν σκεφτόμουν εκείνη, καθώς με χτύπησε ο κρύος αέρας στο δρόμο, στα λίγα μέτρα που χώριζαν τις πολυκατοικίες που μέναμε. Σκεφτόμουν τη γυναίκα μου που θα συναντούσα σε λίγο. Γιατί ανεξαρτήτως τι είχα μόλις κάνει εγώ, εκείνη με είχε απατήσει με δύο άντρες στο αμάξι τους.

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ο λογιστής μας και η βοηθός του

 Όταν η εταιρία μετακόμισε στο καινούριο κτίριο ήμουν όλο νεύρα. Κάθε μέρα έμπαίνα στο γραφείο μου μουτρωμένος. Τι χάλια ήταν αυτά, λες και ...