Το λεωφορείο παίρνει την τελευταία στροφή πριν κατευθυνθεί στο εσωτερικό χώρο πάρκινγκ των λεωφορείων του ΚΤΕΛ. Είναι απόγευμα και ο ήλιος βρίσκεται στην κλίση που αρχίζει να παίρνει λίγο πριν ξεκινήσει την πορεία της δύσης. Αγχωμένη βγάζω το σπαστό καθρεφτάκι μαζί με το μαύρο μολύβι ματιών και το κραγιόν σε τριανταφυλλένιο χρώμα από την τσάντα μου και βάφω με απαλές κι όσο το δυνατόν προσεκτικότερες κινήσεις τα μάτια και τα χείλη μου. Δεν ήθελα να τα βάλω φεύγοντας από την Εστία γιατί ήθελα να είναι φρεσκοβαλμένα για τη μεγάλη συνάντηση. Τοποθετώ τα αντικείμενα στην τσάντα και ακούω την καρδιά μου στα αυτιά μου να σφυροκοπάει καθώς το λεωφορείο εισέρχεται από την στοά στο πάρκινγκ.Το στήθος μου εσωτερικά είναι τόσο σφιγμένο και τα άκρα μου έχουν γίνει ζελές. Η αγωνία και η προσμονή δημιουργούν εκρήξεις στο μυαλό μου που αδυνατεί να διαχειριστεί τα επικείμενα γεγονότα. Κοιτάζω τα δάχτυλά μου που σχεδόν τρέμουν. Είναι που ήθελες να γίνεις και γιατρός προσπαθώ να διασκεδάσω τον εαυτό μου σε μια ύστατη προσπάθεια να φανώ χαλαρή και γενναία. Το λεωφορείο σταματά τελικά στην εσοχή που υποδεικνύει η μετώπια πλαστική επιγραφή: ΞΑΝΘΗ. Οι συνεπιβάτες μου αρχίζουν να σηκώνονται από τις θέσεις τους και κατευθύνονται προς τις δύο εξόδους του λεωφορείου. Κάθομαι στη θέση 32 που σημαίνει πως η κοντινότερη μου έξοδος είναι από την πίσω πλευρά.
Στιγμιαία, το μυαλό μου παρασύρει στη φαντασία του το σώμα μου να πηδήξει σαν σούπερ ήρωας από το μεγάλο τζάμι της γαλαρίας κι ένα στιγμιαίο χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη μου. Ναι, τώρα είναι αργά… να το σκεφτόσουν πιο νωρίς! Βρίσκομαι μπροστά από τα σκαλοπάτια της πόρτας και το βλέμμα μου ακολουθεί πιστά τη διαταγή που συμφώνησα με τον εαυτό μου κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Το ξέρεις πως στέκεται λογικά κάπου μπροστά από τα καθίσματα της κεντρικής νησίδας, μπροστά στο λεωφορείο σου αλλά δεν θα κοιτάξεις. Ούτε στιγμή. Έτσι, αν θες να τον συναντήσεις όσο το δυνατόν λιγότερο ιδρωμένη και κόκκινη. Κατεβαίνω τα σκαλιά κρατώντας με το ένα χέρι το μικρό σακβουαγιάζ μου και με το άλλο σφιχτά την κουπαστή.
Το χέρι μου αρχίζει να ιδρώνει. Γαμώτο… Πατάω το τσιμέντο της υπερυψωμένης νησίδας και κάνω ένα βήμα μπροστά. Το βλέμμα μου κοιτάζει το διπλανό παρκαρισμένο λεωφορείο που στέκεται μπροστά μου και ο λαιμός μου αρνείται να γυρίσει αριστερά. Σίγουρα είναι εκεί και θα σε κοιτάει περίεργα έτσι πως στέκεσαι σαν χαζό. Οι επιβάτες από πίσω μου συνεχίζουν να κατεβαίνουν. Αποφασίζω πως η πρώτη εντύπωση που θέλω να δώσω δεν είναι αυτή του νοητικά καθυστερημένου και κατεβάζοντας λίγο το βλέμμα το σέρνω αργά προς την αριστερή μου πλευρά. Η πλευρά του διπλανού λεωφορείου περνάει μπροστά από τα μάτια μου, ακολουθούν δύο άτομα που μιλάνε μεταξύ τους, ένας τρίτος που απομακρύνεται με τη βαλίτσα του και ύστερα σταματάω. Στέκεται εκεί με το όμορφο παρουσιαστικό του να μου χαμογελάει απαλά, γλυκά, χαρούμενα. Ασυναίσθητα, του ανταποδίδω το χαμόγελο και το σώμα μου αρχίζει να κατευθύνεται προς το μέρος του.
«Καλώς ήρθες!» μου λέει χωρίς να σταματήσει να μου χαμογελάει. «Καλώς σε βρήκα!» του απαντάω χαρούμενα. Εντάξει, η διαχείριση των συναισθημάτων μου είναι πιο ελέγξιμη απ’ ό,τι περίμενα. «Πώς ήταν το ταξίδι σου;», «Μια χαρά!». «Έχεις βαλίτσα;», «Όχι, μόνο αυτό» απαντάω δείχνοντας το σακβουαγιάζ μου. «Δως το σ’ εμένα.» «Όχι, δεν είναι βαρύ, εντάξει είμαι.» Μου χαμογελάει και αρχίζουμε να περπατάμε προς την έξοδο του ΚΤΕΛ, στο πάρκινγκ των αυτοκινήτων. Στη διαδρομή μιλάμε για το ζεστό καιρό που μας αιφνιδίασε τις τελευταίες μέρες, για το πρωινό του μάθημα στην σχολή και για μερικά πολιτικά γεγονότα που συντρέχουν. Σταματάμε μπροστά από το αμάξι του. Τον κοιτάω γλυκά στα μάτια θέλοντας να τον ευχαριστήσω για την ευγενική του πρόταση να έρθει να με πάρει.
Με κοιτάει κι εκείνος γλυκά μόνο που το χαμόγελό του έχει υποχωρήσει και στη θέση του έχει μείνει ένα μειδίαμα, μια υποψία χαμόγελου μαζί με κάτι άλλο… Κάτι που καθώς το μυαλό μου το επεξεργάζεται νιώθω πολλές μικρές καρδιές να χτυπάνε σε διάφορα σημεία του σώματός μου. Κατεβάζω το βλέμμα μου και ασυνείδητα το μυαλό μου δημιουργεί μια γλυκιά δίνη στις σκέψεις μου προσπαθώντας να αποφύγει την ερμηνεία του ύφους του. Μου ανοίγει το πορτμπαγκάζ και μ’ αφήνει να βάλω το σακίδιό μου μέσα. Στέκεται πίσω μου με το χέρι στην πόρτα του πορτμπαγκάζ. Αφήνω τον σάκο και γυρνάω για να απομακρυνθώ. Χωρίς να προλάβω να συνειδητοποιήσω τι γίνεται, τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και τα χείλη του βρίσκονται ήδη πάνω στα δικά μου.
Το δεξί του χέρι βρίσκεται στον αυχένα μου και το αριστερό του στη μέση της πλάτης μου. Με σφίγγει με δύναμη πάνω του καθώς το φιλί του στάζει λαχτάρα και πόθο. Χρειάζομαι μια στιγμή για να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει αλλά αμέσως μετά ανταποδίδω το φιλί του με την ίδια θέρμη. Νιώθω να αναστενάζω με αυξανόμενη ένταση στο στόμα του. Η γλώσσα του έχει ήδη συναντήσει τη δική μου και η ερεθιστική γεύση του αρχίζει να πλημμυρίζει το στόμα μου. Τα χέρια μου ανεβαίνουν σιγά σιγά στο στέρνο του για να καταλήξουν στα μάγουλα και γύρω από το λαιμό του. Ολόγυρά μας υπάρχουν πολλά αμάξια και κόσμος που περιφέρεται γύρω από αυτά. Πολλοί μας κοιτάνε. Άλλοι χαμογελάνε, άλλοι κουνούν το κεφάλι τους απαξιωτικά και άλλοι σχολιάζουν με το διπλανό τους. Το όλο σκηνικό κρατάει περίπου δύο λεπτά και αν κανείς θα ήθελε να προσδώσει μια ατάκα που να ταιριάζει θα ήταν: «Έλεος, βρείτε ένα δωμάτιο! Υπάρχουν και παιδιά εδώ γύρω…».
Όταν, τελικά, αποφασίζει να απομακρύνει αργά τα χείλη του από τα δικά μου, τα βλέμματα μας που αλληλοκοιτάζονται είναι τελείως διαφορετικά από προηγουμένως. Στη θέση της γλυκιάς ευγένειας και του πρώτου ενθουσιασμού βρίσκονται τώρα μια σιωπηλή, ερεθιστική οικειότητα και ένα αίσθημα μερικής λύτρωσης. Το στήθος μας κινείται γρήγορα πάνω κάτω με το δικό μου να κάνει εντονότερες κινήσεις. Μου πιάνει το χέρι και με οδηγεί στην πόρτα του συνοδηγού. Τον ακολουθώ σχεδόν υπνωτισμένη. Μου ανοίγει την πόρτα και μπαίνω στο αμάξι. Περνώντας μπροστά από το καπό κατευθύνεται προς την πόρτα του οδηγού. Βάζω τα δάχτυλά μου πάνω στα χείλη μου ψάχνοντας για αποδείξεις πως αυτό που μόλις τώρα νομίζω ότι έζησα όντως συνέβη. Και είναι εκεί… Μια ζεστή υγρασία στα χείλη μου.
Χαμογελάω ικανοποιημένη. Αφουγκράζομαι την ανάσα μου που ακόμη δεν έχει ηρεμήσει και προσπαθώ να διαβάσω αργοπορημένα τα μηνύματα των νευρικών μου απολήξεων καθώς φτάνουν έντονα από όλο μου το σώμα και ιδιαίτερα… Θεέ μου, είμαι μούσκεμα…! Ανοίγει την πόρτα και κάθεται δίπλα μου. Η ένταση που νιώθω επιδεινώνεται και ψάχνω να περάσω τη ζώνη μου σε μια προσπάθεια να κρύψω την σωματική μου συγκίνηση. Φοράει κι αυτός τη ζώνη του. Μένει για λίγα δευτερόλεπτα με τα χέρια στο τιμόνι κι αναρωτιέμαι γιατί δεν βάζει μπρος. Προσπαθώ να τον κοιτάξω με την άκρη των ματιών μου. Κοιτάζει μπροστά του μισοχαμογελαστός- μισοσοβαρός όταν αντιλαμβάνομαι ότι θέλει κάτι να μου πει. «Δεν μπορώ να οδηγήσω με το στήθος σου να ανεβοκατεβαίνει έτσι δίπλα μου.
Σε παρακαλώ, προσπάθησε να ηρεμήσεις…». Πω πω! ντροπή! Έχω κατακοκκινίσει ολόκληρη και προσπαθώ να ελέγξω την ανάσα μου καθώς στο πρόσωπό μου σχηματίζεται ένα μεγάλο χαμόγελο. Τελικά, όμως, ακόμη ένα μέρος της συστολής μου με εγκαταλείπει και τώρα γυρνώ πιο ήρεμη χαμογελώντας να αντικρίσω το χαριτωμένο του πρόσωπο καθώς το μυαλό μου επιβεβαιώνει ότι εδώ ανήκω αυτή την στιγμή. Γι αυτό ήρθες εδώ. Για να συναντήσεις τον άνθρωπο που σε κάνει να αισθάνεσαι έκρηξη και ενθουσιασμό και χαλαρή μαζί. Η ένταση του κορμιού μου τώρα είναι πιο ώριμη, ελέγξιμη, σταθερά δυνατή, αλλά ελέγξιμη. Το μυαλό μου έχει αποφασίσει, οι εκρήξεις των σκέψεων, των συναισθημάτων, των φαντασιώσεων/προοπτικών δεν σταματούν αλλά τώρα είναι καλοδεχούμενες, προετοιμαστικές. Δεν σκάνε ασυντόνιστα και πανικοβλημένα εδώ κι εκεί αλλά μεθοδευμένα, με σκοπό.
Καθώς, μπαίνουμε στον αυτοκινητόδρομο γυρίζω να κοιτάξω τον οδηγό του αυτοκινήτου που το καθοδηγεί ήρεμα και αποφασιστικά. Το βλέμμα του είναι σταθερό, αλλά με τόσες κρυφές υποσχέσεις. Ένα μειδίαμα ευχαρίστησης και προσμονής εξακολουθεί να στολίζει το γλυκό του πρόσωπο και οι χτύποι της καρδιάς του είναι ελαφρώς αυξημένοι κι εντεταμένοι αλλά ελέγξιμοι, όπως τους δικούς μου. Νιώθω ικανοποίηση καθώς η διαίσθησή μου με επιβεβαιώνει ότι βρισκόμαστε στην ίδια σελίδα και μετράω αντίστροφα μέχρι την στιγμή που θα σβήσει η μηχανή του αυτοκινήτου.
Ο δρόμος δεν έχει κίνηση και φτάνουμε αρκετά γρήγορα. Παρκάρει στη θέση μπροστά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Δεν βιάζεται να σβήσει τη μηχανή και γενικά όλες οι κινήσεις του είναι αρκετά αργές. Μόλις ξεκουμπώνει τη ζώνη και σβήνει τη μηχανή μένει για ένα δευτερόλεπτο με το χέρι στο κλειδί της μηχανής πριν αποφασιστικά το απομακρύνει και γυρίσει προς το μέρος μου. Το πρόσωπό μου βρίσκεται, τώρα μες στις χούφτες του και τα χείλη του ξεδιψούν και πάλι πάνω στα δικά μου. «Επιτέλους, ρε μωρό μου! Ήρθες!» μου λέει και τα μάτια του εκπέμπουν πόθο και πόνο. Τα χείλη μας ξαναενώνονται δυνατά και το αριστερό του χέρι αρχίζει να κατεβαίνει προς το λαιμό μου. Τον χαϊδεύει και συνεχίζει περνώντας πάνω από την κλείδα μου για να καταλήξει με τα ακροδάχτυλά του μέσα από το λεπτό αιματί μπλουζάκι μου.
Βάζω το χέρι μου πάνω στο δικό του και του χαμογελάω με λαχτάρα για την συνέχεια. «Θες να ανεβούμε στο σπίτι σου;» τον ρωτάω. Μου γνέφει καταφατικά χαμογελώντας με υπονοούμενο και με φιλάει στα χείλη γλυκά πριν απομακρυνθεί για να βγει από το αμάξι. Βγαίνω κι εγώ και κλείνω την πόρτα. Συναντιόμαστε στο πορτμπαγκάζ από το οποίο παίρνει το σακβουαγιάζ μου και το περνάει στον ώμο του. Με πιάνει από τη μέση και με κολλάει κτητικά πάνω του φιλώντας μου το λαιμό. Μια φευγαλέα σκέψη περνάει από το μυαλό μου που, όμως, αποδεικνύεται άξια προσοχής. «Μωρό μου, έχεις πάνω προφυλακτικά;». Με κοιτάει έκπληκτος. «Τς..! Γαμώτο! Θα πεταχτώ μέχρι το περίπτερο να πάρω, ΟΚ;». Του γνέφω καταφατικά. «Θες να μου δώσεις τα κλειδιά του σπιτιού σου;» δοκιμάζω την τύχη μου παιχνιδιάρικα. Με κοιτάει χαμογελώντας εξεταστικά και στο τέλος τα βάζει στο χέρι μου.
«Πρώτος όροφος, η πρώτη πόρτα που βλέπεις ανεβαίνοντας από την σκάλα δεξιά». Μου ανοίγει την εξώπορτα της πολυκατοικίας και μου τα ξαναδίνει ξεχωρίζοντας το κλειδί της πόρτας του. Μπαίνω στην πολυκατοικία και ανεβαίνω τα σκαλιά. Βλέπω δεξιά μου την πόρτα και με την πίεση να ανεβαίνει και πάλι στο κεφάλι μου ξεκλειδώνω και μπαίνω.
Αφήνω την πόρτα λίγο ανοιχτή πίσω μου. Το διαμέρισμα φαίνεται ευχάριστο και φωτίζεται αρκετά αισθησιακά από τα χρώματα της υπέροχης δύσης που αντανακλούν στον καθαρό ουρανό. Ευχαριστώ την τύχη μου για τη βοήθεια που προσφέρει στο σκηνικό και κατευθύνομαι στην τουαλέτα. Στέκομαι πάνω από τον νιπτήρα και κοιτάζω το ανήσυχο είδωλό μου στον καθρέφτη παίρνοντας βαθιές αναπνοές. Αυτό είναι.
Όπου να ‘ναι το μωρό μου θα ‘ρθει και μαζί του θα φέρει αστραπές και ουράνιο τόξο και σαρωτικούς, άκρως ερωτικούς τυφώνες. Όλη αυτή η αναμονή, όλες εκείνες οι υγρές και καυτές μεταμεσονύκτιες συζητήσεις, όλοι οι πόθοι για πραγματοποίηση των όσων έχουμε πει, φανταστεί, ευχηθεί να κάνουμε ο ένας στον άλλο βρίσκονται τώρα εδώ. Εδώ και τώρα… Νιώθω τα πόδια μου να λυγίζουν στο βάρος της σκέψης μου και η καρδιά μου ξαναχτυπάει σαν ωρολογιακή βόμβα ανάμεσα στα πόδια μου, δυνατά, βασανιστικά και σταθερά. Στρώνω τα μαλλιά μου και ανεβάζω την μπλούζα μου για να εφαρμόσω δυο ψεκασμούς από το άρωμά μου.
Μία ανάμεσα στο στήθος μου και μία χαμηλά κάτω από τον αφαλό. Ελέγχω ότι τα μαυρο- φουξ εσώρουχα που ιδιαίτερα διάλεξα για την περίσταση είναι σωστά τοποθετημένα. Με δύο μαντηλάκια για την ευαίσθητη περιοχή περνώ πάνω από τα σημεία με πολύ λεπτομέρεια μέχρι να σιγουρευτώ ότι όλα είναι όπως πρέπει να είναι. Κάποια στιγμή με τρομάζει ένα χτύπημα στην πόρτα. «Μωρό μου, είσαι μέσα;» «Ναι, βγαίνω σε ένα λεπτό.» Ξαναντύνομαι και βγαίνω από την τουαλέτα όσο πιο ατάραχη μπορώ. Με περιμένει με δυο ποτήρια ημίγλυκο κόκκινο κρασί στην σαλοκουζίνα του. Κοιτάζει έξω από την μπαλκονόπορτα, χαμένος στην σκέψη του με τα φρύδια του ελαφρώς σουφρωμένα.
Δεν καταλαβαίνει την παρουσία μου παρά μόνο όταν πλησιάζω αρκετά. Από το άρωμα μάλλον… Με κοιτάζει με το βλέμμα που κοιτούσε έξω. Σαν να αντιστέκεται στη θέλησή του να με πλησιάσει. Τον κοιτάζω βαθιά στα μάτια αναστατωμένη προσπαθώντας να καταλάβω τι έχει μεσολαβήσει σε αυτά τα λίγα λεπτά που ήταν μόνος του και έχει αλλάξει η διάθεσή του. «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό. Δεν έπρεπε να μου το κάνεις αυτό…» η φωνή του είναι αποδοκιμαστική, με μαλώνει. Τον κοιτάζω απορημένη, σχεδόν θλιμμένη. «Θα μπορούσα να είχα κουραστεί και να σταματούσα να επικοινωνώ μαζί σου. Πίστεψέ με, είχα πολλές ευκαιρίες να το κάνω…». Τον κοιτάζω συγκινημένη, έτοιμη να δακρύσω.
Δεν μου αρέσει που τον βλέπω στεναχωρημένο. Θέλω να του ζητήσω συγγνώμη αλλά ξέρω ότι δεν είναι αυτό που θέλει να ακούσει. Τον αφήνω να ολοκληρώσει, να τα βγάλει από μέσα του. Δεν μιλάει , μόνο με κοιτάει με αυτό το ύφος. Προσπαθώ να καταλάβω τι σκέφτεται, τι περιμένει- αν περιμένει- από μένα να κάνω. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα με πλησιάζει γρήγορα και πιάνοντάς μου τα μαλλιά τα τραβάει προς τα κάτω κι φέρνει τα χείλη του στα δικά μου. Το φιλί του είναι υγρό, καυτό, και έχει χώσει όλη τη γλώσσα του στο στόμα μου. Αισθάνομαι ότι θα πνιγώ ενώ τα καυτά μου ρευστά άρχισαν πάλι να κυλούν κατά μήκους του τραχήλου προς τον κόλπο μου.
Σίγουρα το εσώρουχό μου είχε γίνει μούσκεμα. Πλέον, αισθάνομαι την υγρασία ψηλά στους μηρούς μου. Με κολλάει στο τραπέζι της σαλοκουζίνας χωρίς να σταματήσει στιγμή να με φιλάει και πιέζει την λεκάνη του πάνω μου. Νιώθω την σκληρή στύση του και η έξαψη της στιγμής αλλά και η αποχή τόσων χρόνων από αυτή την αίσθηση δεν μου αφήνουν άλλα περιθώρια από το να βγάλω έναν πολύ ηχηρό αναστεναγμό δίπλα απ’ το αυτί του. Το στόμα μου, που έχει τώρα ελευθερωθεί από το δικό του, είναι ορθάνοιχτο από την κάψα κοιτάζοντας προς τα πάνω, τα μάτια μου είναι σφαλιστά κλειστά και ο λαιμός μου έχει γύρει παρακλητικά προς τα πίσω.
Εκείνος, ακόμη πιο σκληρός από πριν πιέζει, τώρα, με μεγαλύτερη δύναμη τη λεκάνη του στη δική μου. Ένα μικρό δάκρυ κυλάει στο μάγουλό μου από τον καταιγισμό των συν-αισθημάτων που με πλημμυρίζουν και μου είναι αδύνατο να τα παρακολουθήσω όλα. Είμαι μαζί του μετά από τόσο καιρό, τον θέλω όσο δεν ήθελα κανέναν και τίποτα ποτέ μου, είναι έτοιμος να χαρίσει τον ουρανό με τ’ αστέρια στην πνευματικοσωματική μου ύπαρξη και συν τοις άλλοις νιώθω το παράπονό του να συγκλονίζει συθέμελα τη θηλυκή μου φύση ξέροντας ότι σε λίγο ο άνδρας που θα με κάνει δική του, είναι ακόμη εκεί παρά τις αντηρρήσεις και την ενόχλησή του στα γυμνάσια που του επέβαλα τόσους μήνες.
Με φιλάει και ρουφάει με λαιμαργία το λαιμό μου αφήνοντας ροζ σημάδια στο πέρασμά του. Ανεβαίνοντας προς το μάγουλό μου αντιλαμβάνεται την αλμύρα από το δάκρυ μου και κατεβάζει τρυφερά αλλά αποφασιστικά το κεφάλι μου με τα χέρια του για να δει τα μάτια μου. Τον κοιτάζω βουρκωμένη όσο πιο ειλικρινά μπορώ εκπέμποντάς του τον πόθο μου για εκείνον αλλά και την θλίψη μου για το ό,τι του επέβαλα τόσο καιρό. Με φιλάει στιγμιαία και μετά κοιτάζει τα μάτια μου τα οποία δακρύζουν κανονικά τώρα. Το επαναλαμβάνει τρεις- τέσσερις φορές. Ύστερα, ακουμπάει το μέτωπό του στο δικό μου συνεχίζοντας να ακουμπάει απαλά τα χείλη του στα δικά μου. «Σςςςς… σςςςς… τώρα είσαι, εδώ. Τώρα είσαι εδώ, μωρό μου, ναι; Τώρα είσαι εδώ…» μου ψιθυρίζει μ’ εκείνη τη θεϊκή, βαθιά, γλυκιά φωνή του που έχει ως αποτέλεσμα στην ψυχολογία μου να επικεντρωθεί και πάλι στην υγρασία στους μηρούς μου, αφού έχει γλείψει με τις φωνητικές του χορδές τις πληγές των τύψεών μου.
Τυλίγω τα χέρια μου σφιχτά στο λαιμό του κι εκείνος παίρνοντάς με αγκαλιά με τα χέρια του γαντζωμένα εξωτερικά γύρω από τους μηρούς μου με πηγαίνει στο κρεβάτι του. Οι αισθήσεις που με πλημμυρίζουν είναι ανείπωτες και δύσκολα κατανοητές. Περιφέρομαι σε έναν κόσμο αισθήσεων πάνω από τις δικές μου μικρές, γήινες δυνατότητες, εκεί που η φθαρτή ύπαρξή μου συναντά το αιώνιο, το ατελείωτο, το ακατανόητο… Θέλω κάποιος να ράψει το δέρμα μου πάνω στο δικό του… Γίνεται παρακαλώ…; ΙΚΕΤΕΎΩ… Με αφήνει πάνω στο κρεβάτι του καθώς εκείνος σκυμμένος από πάνω μου ξεκουμπώνει την λεπτή καμηλό ζώνη μου και τραβώντας την ολόκληρη την πετάει στο πάτωμα. Συνεχίζει τραβώντας τη μαύρη, ψηλόμεση, σε άλφα γραμμή φούστα μου που στέκεται λίγο πιο ψηλά από τα γόνατά μου πετώντας την κι αυτή πάνω από τη ζώνη. Εγώ τον κοιτάζω με ένα βαθύ ικετευτικό βλέμμα παρακολουθώντας την ιεροτελεστία που επιτελείται πάνω στο σώμα μου. Σειρά έχει το μαύρο, λεπτό καλσόν μου και τέλος η μπορντό-φουξ μπλούζα μου.
Στέκεται γονατισμένος από πάνω μου παρατηρώντας το ημίγυμνο ξαπλωμένο κορμί μου προσπαθώντας να αποθηκεύσει κάθε λεπτομέρεια στη μνήμη του. Η φαντασία του οργιάζει και αυτό γίνεται ολοφάνερο στα σπινθηροβόλα τώρα μάτια του που με κοιτάζουν με λαιμαργία. Κάποια στιγμή παίρνει το δεξί μου πόδι κι αρχίζει να τρίβει το εσωτερικό της κνήμης μου στο μάγουλό του, περνώντας το σταδιακά από τα χείλια του και τελικά από τα δόντια του. Δείχνει ευχαριστημένος από το μαλακό, θηλυκό μου δέρμα και προχωράει στο πίσω μέρος του γονάτου μου γλύφοντας, φιλώντας και δαγκώνοντας. Καθώς αυτός ταξιδεύει πάνω στο δέρμα μου, το εσωτερικό μου εργοστάσιο έχει μπει σε πλήρη λειτουργία στέλνοντας μεγάλες ποσότητες οιστρογόνων και φερομονών σε όλο μου το σώμα με τελική κατάληξη τα γεννητικά μου όργανα.
Η αίσθηση αρχίζει να γίνεται βασανιστική. Τώρα, βρίσκεται στο εσωτερικό των μηρών μου και κοντεύω να πάθω καρδιακό επεισόδιο. Με φιλάει, με γλείφει, με φυσάει, με δαγκώνει, με μυρίζει με βαθιές παρατεταμένες εισπνοές. Νιώθω τα χέρια του να με σφίγγουν πιο πολύ μέχρι και να με πιέζει δυνατά σαν να έχει χάσει τον έλεγχο. Κι εκεί που νομίζω ότι θα εκραγώ σταματάει απότομα και με σηκώνει στα γόνατά μου. «Μπορεί να είσαι ευαίσθητη, αλλά ακόμη σου αξίζει μια τιμωρία…» ακούγεται απειλητικός. Παίρνει ξανά τα χείλια μου στα δικά του με πάθος. Τώρα είναι η ευκαιρία μου να τον χαρώ κι εγώ σκέφτομαι. Καθώς με φιλάει αρχίζω να βάζω τα χέρια μου στα πλαϊνά του, κάτω από την μπλούζα του και να τον χαϊδεύω προς τα πάνω παρασέρνοντάς την. Ωωωωωω….
Είναι ζεστός με ωραίο νεανικό δέρμα. Καθώς ανεβάζω αργά τις ανοιχτές παλάμες μου προς τα πάνω νιώθω τους δερματικούς του πόρους να πετάγονται καθώς ένα αισθησιακό ρίγος φαίνεται να τον συγκλονίζει. Με φιλάει πιο παθιασμένα, δείχνοντάς μου πως απολαμβάνει το άγγιγμά μου. Του βγάζω την μπλούζα και στεκόμαστε ο ένας μπροστά στον άλλο, γονατισμένοι στο κρεβάτι, ημίγυμνοι, εκτεθειμένοι… Με κοιτάει τρυφερά και παθιασμένα στα μάτια και είναι αρκετή μια στιγμή για να συνειδητοποιήσει πως κι εγώ τον κοιτάω ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Τα χέρια μας βρίσκονται του ενός στον άλλο απολαμβάνοντας την εξαίσια δερματική επαφή. Κάνουμε μεγάλη προσπάθεια να μην προχωρήσουμε κατευθείαν στο σεξ, αν και είναι το μόνο που σκεφτόμαστε και οι δύο.
Προσπαθούμε να απολαύσουμε το προκαταρκτικό ξάναμμα μέχρι να φτάσουμε στο ναδήρ μας. Και η στιγμή είναι τόσο κοντά. Του βγάζω τη ζώνη κοιτώντας τον λάγνα. Οι γλύκιες τελείωσαν και τώρα πρέπει να αφήσουμε άγρια τη φύση να βρυχηθεί. Του ξεκουμπώνω το παντελόνι και του το κατεβάζω απότομα. Σηκώνεται από το κρεβάτι κοιτώντας τέρμα παθιασμένος, αφηνιασμένος θα έλεγα, για να βγάλει το παντελόνι από τα πόδια του. Βγάζει παπούτσια και κάλτσες. Με παίρνει χωρίς κανέναν οίκτο και με στήνει στα τέσσερα. Με βάζει να κρατάω την κουπαστή του κρεβατιού του. Χουφτώνει τον κώλο μου και σφίγγει τα χέρια του στα κωλομάγουλά μου. Μου κατεβάζει χωρίς καμιά τρυφερότητα το μουσκεμένο μου εσώρουχο και με κοιτάει από πίσω τέρμα καυλωμένος. Σκύβει στο αυτί μου και μου ψιθυρίζει: «Να θυμάσαι ότι εσύ είσαι η μόνη υπαίτια για την τιμωρία σου…».
Ξαναγυρίζει στη θέση του έτσι που να έχει πλήρη πρόσβαση στον κώλο μου με όποιο τρόπο κι αν θελήσει. Περνάει το χέρι του και πάλι χουφτώνοντας με παντού. Σε μια στιγμή τον ακούω κάτι να φτύνει και πριν το καταλάβω το δεξί του χέρι προσγειώνεται με δύναμη στο δεξί μάγουλο του κώλου μου. Κάνει το ίδιο και στο αριστερό. Βγάζω μια κραυγή πόνου. Το δέρμα μου καίει και έχει σίγουρα κοκκινίσει. Επαναλαμβάνει τη διαδικασία άλλες δυο φορές και στο τέλος τον ακούω να ξαναφτύνει. Περιμένω να με χτυπήσει στη δεξιά μεριά. Αυτή τη φορά, όμως, το χτύπημα έχει στόχο τα γεννητικά μου όργανα. Βγάζω μια κραυγή πόνου και ανέλπιστης ευχαρίστησης. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο! Με ξαναχτυπάει άλλη μία, αυτή τη φορά πιο μαλακά και το χέρι του μένει εκεί τρίβοντας εξωτερικά την κλειτορίδα και τον κόλπο μου.
Η υγρασία μου τον ενθουσιάζει. « Πόσο υγρή είσαι, μωρό μου..;!;!;! Απίστευτο!» καυλώνει άγρια και συνεχίζει να τρίβει πιο έντονα. Ξαφνικά, χώνει δυο δάχτυλα απότομα στον κόλπο μου. Ο πόνος είναι ερεθιστικός! Πόσο καιρό είχε να δεχθεί τέτοιο …πλήγμα αυτή η περιοχή…! Πόσο οδυνηρά λυτρωτικό είναι! Τα δάχτυλά του μπαινοβγαίνουν μέσα μου καμιά δεκαριά φορές και όταν μια σταγόνα από τα κολπικά μου υγρά πέφτει στα σεντόνια δεν αντέχει άλλο και κατεβάζει το εσώρουχό του. Τυφλωμένος από πάθος φοράει βιαστικά το προφυλακτικό και με τραβάει κοντά του.
Μπαίνει μέσα μου με ορμή αναστενάζοντας. Ο χρόνος σταματά. Κι εκείνος σταματά. Θέλει να νιώσουμε ο ένας τον άλλον για μερικές στιγμές. Το μυαλό μου κυριεύεται από ένα μοναδικό αίσθημα πληρότητας και απόλυτης ικανοποίησης καθώς το καρφωμένο του πέος ακουμπάει κάθε χιλιοστό του τραχήλου και του κόλπου μου. Δεν τον χορταίνω να τον νιώθω εκεί. Να με γεμίζει. Να με πληρώνει. Και ύστερα απρόσκλητος ο ψυχοσυναισθηματικός μου κόσμος εισβάλει πάλι βγάζοντας στην επιφάνεια απωθημένα τόσων χρόνων. Πώς μπορούσα να είχα φιμώσει τόσο ηχηρά κι έντονα αισθήματα μέσα μου τόσο καιρό. Το μυαλό μου ξεσπάει σαν διαδεχόμενα ωστικά κύματα που φτάνουν στους δακρυγόνους αδένες μου και γεμίζουν τα μάτια μου και πάλι δάκρυα. Δεν τολμώ να βγάλω κιχ. Δεν θέλω να τον αποσυντονίσω, ούτε είναι ώρα για εξηγήσεις. Τώρα, είπαμε, είναι ώρα για την άγρια φύση. Εκείνος, έχει αρχίσει να υποχωρεί από μέσα μου μαλάσσοντας, ξεμουδιάζοντας και ξυπνώντας κάθε ξεχασμένη νευρική μου απόληξη στην περιοχή. Ξαναμπαίνει μέσα μου κραταιός, ξαναβγαίνοντας και ξαναμπαίνοντας πολλές φορές.
Η ένταση είναι μεγάλη, η ψυχολογική φόρτιση το ίδιο. Νιώθω το ηφαίστειο μέσα μου να βράζει και να ανεβαίνει. Δεν μπορώ να πιστέψω πως θα μπορούσα να έρθω σε οργασμό μόνο με την κίνησή του αν και νιώθω την ηδονή μέσα μου να χτυπάει υψηλά νούμερα… κόκκινο! Η αδυναμία του μυαλού μου, όμως, η έλλειψη πίστης στις δυνατότητες του σώματός μου δεν με αφήνουν να λυτρωθώ και περιτριγυρίζουν τον οργασμό μου χωρίς να τον πυροδοτούν. Κι εκείνη, ακριβώς, την στιγμή ο λυτρωτής μου βάζει το δάχτυλό του στην κλειτορίδα μου μαλάσσοντας την ρυθμικά κι έντονα συμπληρώνοντας το βήμα που έλειπε από τον πυροδοτικό μηχανισμό μου. Και τότε ξεκινάει η αλυσιδωτή μου αντίδραση…
Ακατάπαυστα κι έντονα κύματα ηδονής πλημμυρίζουν για αρκετή ώρα το σώμα μου κάνοντας το μυαλό μου να παραληρεί… Οι λυτρωτικές μου κραυγές γεμίζουν το δωμάτιο και πολύ φοβάμαι όχι μόνο… Εκείνος συνεχίζει να με σφυροκοπάει πιο γρήγορα τώρα και με μεγαλύτερες κινήσεις. Καθώς τα ωστικά κύματα του οργασμού αρχίζουν να εξασθενούν ξεγυμνώνουν και αναδύουν ένα γεμάτο αίσθημα ευγνωμοσύνης προς εκείνον. Το σώμα μου έχει ιδρώσει, τα μάγουλά μου έχουν κοκκινίσει όπως και τα χείλη μου. Το στήθος μου μέσα στο σουτιέν, που ακόμη δεν μου έβγαλε, απολαμβάνει κι αυτό τις ευεργετικές αισθήσεις του έντονου οργασμού μου και οι θηλές μου είναι πλέον ευδιάκριτες ακόμη και κάτω από το διόλου ευκαταφρόνητο υφασμάτινο πάχος του σουτιέν.
Καθώς, συνέρχομαι νιώθω πως δεν αρκούμαι πλέον σ’ αυτό τον παθητικό ρόλο που έχω τόση ώρα και πρέπει να αναλάβω δράση. Με μια απότομη κίνηση που τον αιφνιδιάζει τραβιέμαι από κάτω του και γυρίζω να τον κοιτάξω. Το πέος του λάμπει από το αμυδρό εξωτερικό φως των λαμπτήρων του δρόμου και το θαυμάζω για μια στιγμή έτσι πως στέκεται ορθωμένο, λιπασμένο από τον κόλπο μου μέσα στη διάφανη λαστιχένια συσκευασία. Με μια κίνηση, του αφαιρώ το προφυλακτικό και τον παίρνω στο στόμα μου. Χωρίς να σταματήσω να ασχολούμαι μαζί του τον βάζω να ξαπλώσει και να χαλαρώσει εγκαταλείποντας τον εαυτό του αποκλειστικά στη δική μου φροντίδα. Τα μάτια του μια κλείνουν, μια κοιτούν ψηλά και μια κοιτούν εμένα καθώς με χαίρεται να τον φροντίζω. Προσπαθώ να τον πάρω όσο περισσότερο γίνεται μέσα μου χαϊδεύοντάς τον συνεχώς με τη γλώσσα μου και προκαλώντας τεχνητά την έκκριση μεγάλης ποσότητας σάλιου.
Δεν θέλω να τον τελειώσω ακόμη… Θέλω να του χαρίσω ένα ακόμη δώρο πριν φτάσει στην κορύφωσή του. Με βλέπει που σταματάω και με κοιτάζει στα μάτια να δει πού το πάω. Με το ένα μου χέρι χαϊδεύω τρυφερά το πέος του, με το άλλο το πρόσωπό του και τον κοιτάω ειλικρινά και βαθειά στα μάτια. «Καρδιά μου, με εμπιστεύεσαι;» τον ρωτάω. Μου ανταποδίδει το βλέμμα και φυλάει το χέρι μου που χαϊδεύει το μάγουλό του. Μου γνέφει ναι. «Μην φοβηθείς, μην αγχωθείς… δεν θα γίνει τίποτα, ΟΚ;». Με κοιτάζει προβληματισμένος αλλά και πάλι μου γνέφει ναι. Έτσι πως κάθομαι πάνω στα γόνατα και στους αστραγάλους μου ανασηκώνομαι στα γόνατα και περνάω το ένα μου πόδι από την άλλη μεριά της μέσης του. Με κοιτάζει με αγωνία σαν συνειδητοποιεί τι θέλω να κάνω. Περνάω σε μια κίνηση χαδιού τα δάχτυλα μου πάνω από τα χείλη του. «Εμπιστεύσου με…» του ψιθυρίζω αισθησιακά καθώς με μια πολύ αργή, βασανιστική κίνηση κάθομαι πάνω στο γυμνό του πέος.
Τα χείλη του ανοίγουν διάπλατα και μια άναρθρη, σύντομη κραυγή ελευθερώνεται από μέσα του. Συνεχίζω να κατεβαίνω αργά και βασανιστικά μέχρι να βεβαιωθώ ότι κάθομαι πάνω στη βάση του πέους του και ότι όλο το υπόλοιπο είναι μέσα. Τον νιώθω πολύ βαθιά μέσα μου και νέες ροές ξεκινούν να λούζουν το καμαρωτό του όργανο χωρίς κανείς μας να μπορεί να το δει, όμως, μπορώντας και οι δυο να το νιώσουμε έντονα. Με κοιτάει ικετευτικά, παρακλητικά, με πάθος… σαν να τον μύησα σε κάποια εθιστική σκοτεινή ουσία από την οποία θα δυσκολευτεί να απεξαρτητοποιηθεί. Έτσι, πως τον έχω μέσα μου παραδομένο στη ζεστασιά και τους χυμούς του κορμιού μου ανεβάζω τα χέρια και τα γλιστράω στο πίσω μέρος του σουτιέν μου. Το ανοίγω και οι τιράντες μου πέφτουν στο πλάι. Με κοιτάει κι έχει λιώσει τελείως. Δεν του έχω αφήσει καμιά ελπίδα να ξεφύγει. Σηκώνομαι και πάλι αργά από το πέος του το οποίο έχει σκεπαστεί με μια λαχταριστή ροζ εμφάνιση στην κορυφή και το αφήνω να πέσει στο κάτω μέρος της κοιλιάς του.
Έχω σκοπό να τον βασανίσω λίγο ακόμη… Κάθομαι πάνω στο ξαπλωμένο μόριό του με το υγρό, ζεστό μουνάκι μου σε εξίσου αργή παλινδρομική κίνηση… μπρος, πίσω, μπρος, πίσω… «Μαράκι μου, σε ικετεύω δεν αντέχω άλλο… τέλειωσέ με…!» «Λίγο ακόμη, θα αντέξεις, μωρό μου…» και στην παράκλησή του αφήνω το σουτιέν μου να πέσει δίπλα του και στήνω ίσια την πλάτη μου για να απολαύσει όσο πιο στητό και μεγαλειώδες το στήθος μου. Απλώνει τα χέρια του να με πιάσει. Κλείνει το ζεστό κυρτό μου δέρμα στις δροσερές παλάμες του ,πράγμα που ορθώνει τις θηλές μου και αρχίζει να τις τσιμπάει μαλακά. «Μωρό μου, είσαι έτοιμος…; Άλλη μια φορά…» «Τι , άλλη μια φορά…; Ποιο πράγμα;» με ρωτάει σαστισμένος και καθώς με βλέπει να ξαναορθώνω το πέος του κάτω από τον κόλπο μου με κοιτάει με αγωνία… «Μωρό μου δεν θα αντέξω… Θα έχουμε πρόβλημα… Καλύτερα μην το κάνεις…» «Θα αντέξεις μωρό μου…» η αγωνία του παραδίδεται στην ηδονή του και οι μύες του προσώπου του ξανανοίγουν το σαγόνι του για να μπορεί να προσλάβει αργά και σταθερά ικανή ποσότητα αέρα.
Αποφασίζω να τον απαλλάξω από το μαρτύριο του κι αφού κινηθώ λίγες φορές κυκλικά πάνω του βγαίνω και βλέπω το πρόσωπό του να έχει πάρει ύφος, θαρρείς, κάποιου ήρωα που άντεξε το μαρτύριό του ως το τέλος. Πέφτω χωρίς να τον ακουμπάω, με τα γόνατα προς τα μπροστά για να του δώσω ένα βαθύ αισθησιακό φιλί. Τα χέρια του βρίσκονται κάτω από το στήθος μου. Επιστρέφω στην αρχική μου θέση και κάθομαι πάλι αναδιπλωμένη αυτή τη φορά ανάμεσα στα πόδια του. Παίρνω για πέντε δευτερόλεπτα το ευαίσθητο πέος του στο στόμα μου αργά, τρυφερά, αισθησιακά. Ύστερα, το αφήνω να πέσει πάνω στο στήθος μου για να το κλείσω στην συνέχεια όσο πιο πληρωτικά μπορώ ανάμεσα στα δυο μου βουναλάκια.
Αφήνεται για την τελική ευθύνη και σε πολύ λίγη ώρα ο λαιμός μου και το στήθος μου στολίζεται με το άσπρο, παχύρρευστο, πλούσιο υγρό του που κυλάει ερεθιστικά πάνω στο ξαναμμένο δέρμα μου. Σηκώνει λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια για να απολαύσει το θέαμα και ύστερα πάλι ρίχνει το κεφάλι εξαντλημένος στο μαξιλάρι κλείνοντας τα μάτια του. Τραβώ μερικά από τα χαρτομάντιλα κομοδίνου που είναι παραδίπλα, σκουπίζομαι και σκουπίζω κι εκείνον. Γλιστράω πλάι του και με μια κίνηση με βάζει στο εσωτερικό της αγκαλιάς του χωρίς να ανοίξει τα μάτια του. Τραβάω το πάπλωμα και βολεύομαι μες στην αγκαλιά του χαλαρώνοντας επιτέλους τον κάθε μυ και άρθρωση πλέοντας προς τη γλυκιά, ευδαιμονική χώρα του ύπνου.
«Μωρό μου, δεν μπορώ να το πιστέψω ότι είσαι εδώ στην αγκαλιά μου…» μουρμουρίζει στον ύπνο του.
«Σαν όνειρο μου φαίνεται…»
Τον φιλάω γλυκά στα χείλη του χωρίς να ανοίξω κι εγώ τα μάτια μου.
«Κι, όμως είναι αλήθεια…» χαμογελάω πάνω στην ανάσα του με κλειστά μάτια.
Νιώθει το χαμόγελό μου και χαμογελάει κι αυτός.
Με φιλάει στο μέτωπο και αποκοιμιέται.