Υπόθεση: Ένα ζευγάρι πρωτάρηδων πηγαίνει σε ένα πάρτι για swingers. Ο κόσμος πολύς και τα συναισθήματα ανάμικτα. Ζήλια, πόθος, πάθος, καύλες… κανείς δεν ξέρει που θα καταλήξει…
Η ιστορία:
Ηλιοκαμένη, δέρμα αψεγάδιαστο, μέση δαχτυλίδι. Τα στήθη… Αχ, εκείνα τα στήθη! Στητά, προκλητικά, βελούδινα. Με έντονα ροζ θηλές και ρώγες χυδαία προκλητικές. Το πυρακτωμένο βλέμμα μου ταξίδεψε προς τα κάτω. Ανάμεσα στα καλλίγραμμα πόδια, εντόπισα ένα ξυρισμένο μουνάκι. Θυμόμουν την όμορφη σιλουέτα της Αλίκης, από την πρώτη και τελευταία φορά που την είχα δει γυμνή, εκείνο το καλοκαίρι στην παραλία, κάτω από το φεγγαρόφωτο.
Ήταν και τότε αφάνταστα σεξουαλική! Μα εκείνη η κοπέλα των δεκαοκτώ καλοκαιριών, είχε ωριμάσει υπέροχα. Χωρίς να έχει την ψεύτικη και συχνά ψυχρή τελειότητα του φωτομοντέλου, η Αλίκη απέπνεε έναν απαράμιλλο αισθησιασμό. Είχε εξελιχθεί σε μια γυναίκα - εισιτήριο για την κόλαση! Συνέχισα να την κοιτάζω σαν υπνωτισμένος, ώσπου με συνέφερε η φωνή της.
- «Θα περάσεις μέσα ή θα συνεχίσεις να κοιτάς σαν χάνος; Μήπως να χτυπήσουμε και το κουδούνι του γείτονα να πάρει κι αυτός λίγο μάτι;»
Μπήκα στο ηλιόλουστο διαμέρισμα βουβός. Αυτή η κοπέλα είχε έναν μοναδικό τρόπο να με αιφνιδιάζει. Το παντελόνι μου έμοιαζε ξαφνικά με φυλακή. Με κάλεσε με ένα νεύμα να την ακολουθήσω στην κρεβατοκάμαρα. Ακόμη δεν είχα καταφέρει να αρθρώσω λέξη. Μπροστά στο κρεβάτι, την πλησίασα από πίσω και προσπάθησα να την αγκαλιάσω. Τα χέρια μου έτρεμαν καθώς, οι παλάμες μου ηλεκτρίστηκαν στην επαφή με το δροσερό δέρμα στο ύψος της μέσης. Το αριστερό μου χέρι γλίστρησε προς τα πάνω με τον αντίχειρα να καίγεται στο άγγιγμα της καμπύλης του στήθους, ενώ τα χείλη μου εναπόθεταν το πρώτο φιλί στη ρίζα του λαιμού, σχεδόν με τη διστακτική ευλάβεια, που φιλάμε εικόνες στα εξωκκλήσια.
- «Με τρελαίνεις…», ψιθύρισα νιώθοντας αμέσως ηλίθιος.
Πόσο βαρετά κλισέ μπορεί να ακούγεται ένας άντρας ώρες - ώρες; Απότομα απομακρύνθηκε από κοντά μου, λικνίστηκε για λίγες στιγμές στις αχτίδες του ήλιου που χάιδευαν το γυμνό κορμί και μου έκανε να νόημα να μείνω ακίνητος.
- «Δεν θα με ξαναγγίξεις, παρά μόνο αν είσαι τυχερός απόψε και στο επιτρέψουν τα παιχνίδια και οι κλήροι που ετοιμάζει ο φίλος ο Αλέκος!»
Έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Το αίμα μου κόχλαζε κι αυτή έπαιζε μαζί μου το χειρότερο παιχνίδι.
- «Θες να με παλαβώσεις;»
Η φωνή μου ακούστηκε ξένη, τρεμάμενη, αβέβαιη. Μέσα σε δευτερόλεπτα είχα γίνει ένας άλλος Λεωνίδας. Υποχείριο στην γοητεία αυτής της σειρήνας. Τα χέρια της πίεσαν τα στήθη της, τα δάχτυλά της τσίμπησαν ελαφρά τις ρώγες της, καθώς ξάπλωνε στο κρεβάτι. Άνοιξε τα πόδια και κατέβασε το αριστερό χέρι. Χάιδεψε τα ροζ μουνόχειλα. Βύθισε ένα δάχτυλο στη σχισμή. Αργά… Το ίδιο αργά το τράβηξε και το έφερε στα χείλη της, έγλειψε το μουσκεμένο δάχτυλο, με τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου. Ωωω.. Με το άλλο χέρι, έβγαλε έναν δονητή από το συρτάρι του κομοδίνου. Όταν μίλησε ακούστηκε σίγουρη για τον εαυτό της. Σίγουρη σαν λεοπάρδαλη, που έχει παγιδεύσει την αντιλόπη στα σαγόνια της.
- «Το μόνο που θέλω από σένα, είναι να με βοηθήσεις να διαλέξω τα ρούχα που θα φορέσω, Λεωνίδα μου. Μπορώ να γίνω μεγάλη πουτάνα αν χρειαστεί, αλλά σήμερα δεν είμαι δική σου πουτάνα. Είμαι μια πουτάνα του πάρτι που θα με πας. Στην ντουλάπα δεξιά, θα βρεις φορέματα και φούστες. Στο δεύτερο συρτάρι πίσω σου, έχει μπλουζάκια. Στο πρώτο από πάνω, έχει εσώρουχα. Διάλεξε…»
Θηλυκό τέρας. Με παρατηρούσε όσο ανακάτευα τα ρούχα και τα εσώρουχά της και μαλακιζόταν. Της γύρισα την πλάτη για να μη την βλέπω. Την άκουγα όμως. Να βαριανασαίνει, να λαχανιάζει, ο ήχος του δονητή σούβλιζε τα αφτιά μου. Ένιωσα πάλι εκείνον τον πόνο στ’ αρχίδια μου.
Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στην επιλογή. Πουτάνα ένιωθε; Πουτάνα θα την έντυνα. Έβγαλα από την ντουλάπα μια μίνι φούστα, κόκκινη. Εκείνη απολάμβανε τον δονητή «Μμμμμμμμ… Αααααχ…». Διάλεξα ένα κατάλληλο μπλουζάκι που εντόπισα, αμάνικο, μαύρο, μεταξένιο στην αφή, χωρίς βαθύ ντεκολτέ, αλλά ημιδιαφανές. Τράβηξα από το άλλο συρτάρι ένα άσπρο στρινγκ. Το σουτιέν το άφησα. Πήρα όμως ένα ευάερο κόκκινο δικτυωτό καλσόν. Τα πέταξα πάνω στο κρεβάτι, ακριβώς τη στιγμή που η Αλίκη αφηνόταν στον οργασμό, με μια φωνή που με τρέλανε. Όχι «χύνω», όχι «τελειώνω».
- «Εεεεερχοοοοομαι! Αααα! Αααα! Ααααααααα!»
Η φωνή έσβησε. Άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Λες και ήμασταν θεατές σε διαφορετικό έργο.
- «Θα με περιμένεις στο σαλόνι; Ντύνομαι κι έρχομαι…»
Βγήκα. Σωριάστηκα στον καναπέ και έπαιρνα βαθιές ανάσες για να συνέλθω. Μέσα μου έβραζα. Σκύλα! Καριόλα! Ανάφτρα του κερατά! Λατρεία μου. Θεά μου. Με κυρίεψαν για λίγο οι τύψεις. Σκέφτηκα τη γυναίκα μου. Βρήκα το ουίσκι και κατέβασα τρεις - τέσσερις γουλιές κατευθείαν απ’ το μπουκάλι. «Ε, όχι Αλίκη μου. Όχι, κυρία μου. Δεν θα με κάνεις εσύ ότι θέλεις. Θα μείνω ψύχραιμος από δω και πέρα. Δεν θα σου επιτρέψω να με αιφνιδιάσεις ξανά…». Τα έλεγα από μέσα μου, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν με έπειθαν οι συλλογισμοί μου. Βγήκε από την κρεβατοκάμαρα σαν θεατρίνα που ξεπροβάλει στη σκηνή. Έκανε μια στροφή για να τη θαυμάσω.
- «Πώς με βρίσκεις;»
Ήταν υπέροχη, προκλητική, εκθαμβωτική, απαστράπτουσα. Και το πιο χυδαίο κουρέλι, επάνω της θα αποκτούσε αυτοκρατορική αίγλη!
- «Για πουτάνα μια χαρά είσαι!», της πέταξα ελπίζοντας να την πληγώσω.
Πιο πολύ πληγώθηκα εγώ, βλέποντας το βλέμμα της να σκοτεινιάζει για δευτερόλεπτα, πριν ξαναβρεί αμέσως την αυτοκυριαρχία της. Η λεοπάρδαλη ήταν έτοιμη να δαγκώσει ξανά.
- «Θύμωσες Λεωνίδα μου;», ρώτησε ναζιάρικα. «Θα σου περάσει γιαβρί μου. Και που ξέρεις; Μπορεί να είσαι τυχερός και να κληρωθείς να κλειστείς στην ντουλάπα μαζί μου αργότερα. Χα, χα! Και ως τότε θα αναρωτιέσαι αν θα σ’ αφήσω να κάνεις τίποτα εκεί μέσα. Πάμε;»
Μακάρι να μπορούσα να σας πω ότι είχα φανεί ετοιμόλογος, ότι της απάντησα κάτι έξυπνο, όπως οι ζεν πρεμιέ στα έργα του Χόλιγουντ! Μπα… Δεν κατέβαζε τίποτα η γκλάβα μου.
- «Πάμε…», είπα μόνο!
Ένας Θεός ξέρει πως φτάσαμε στο καινούργιο σπίτι του Αλέκου στη Χαλκιδική, χωρίς να τη σκοτώσω. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, ενώ οδηγούσα, με πείραζε, με τσιγκλούσε, γελούσε με τον εκνευρισμό μου, έπαιζε με τον πόθο μου. Μερικές φορές με χάιδευε τρυφερά, με τα ακροδάχτυλα, στο σβέρκο. Μου σηκώνονταν οι τρίχες μιλάμε! Και όχι μόνο. Μια φορά μου χούφτωσε τον ορθωμένο πούτσο πάνω από το παντελόνι, την ώρα που προσπερνούσαμε μια νταλίκα!
- «Θες να σκοτωθούμε;», ούρλιαξα!
Δεν έδωσε σημασία.
- «Τι θα κάνεις μ’ αυτό το παλούκι σήμερα κακό αγόρι;»
- «Θα στο καρφώσω στον κώλο με την πρώτη ευκαιρία!», της είπα.
- «Μη βάζεις στοίχημα, μη βάζεις στοίχημα…», απάντησε γελώντας, σχεδόν τραγουδιστά.
Ο Αλέκος μας υποδέχτηκε στον κήπο. Το σπίτι ήταν πανέμορφο, πάνω σε έναν λοφίσκο, με θέα το πέλαγος. Κάποιοι είχαν ήδη φτάσει πριν από εμάς. Γνώριζα τον Γιώργο και τη Δέσποινα, παλιούς συμμαθητές, που τα είχαν από το λύκειο και τελικά παντρεύτηκαν. Για το Γιώργο θα σας πω μόνο, ότι είναι μελαχρινός και στο στρατό ήταν ΟΥΚάς (Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών). Η Δέσποινα καθηγήτρια γαλλικών σε φροντιστήριο, είναι ψηλή, λυγερή, με άσπρο δέρμα και συμπαθητικές φακίδες στο πρόσωπο. Φυσική κοκκινομάλλα. Μόλις με είδαν έσπευσαν να με προϋπαντήσουν και να γνωρίσουν την Αλίκη.
- «Κι εσείς εδώ παιδιά;», τους είπα ανταλλάσσοντας σταυρωτά φιλιά.
- «Είπαμε να το τολμήσουμε…», είπε γελαστά και λίγο αμήχανα η Δέσποινα. «Ο Αλέκος μας έπεισε μετά από πολύ προσπάθεια. Εμένα δηλαδή, γιατί ο Γιώργος άλλο που δεν ήθελε! Ψιλοτρέμω. Δεν έχω ξαναβρεθεί ποτέ σε τέτοια φάση…»
Ούτε ο Γιώργος, αλλά αυτός είχε μπει κιόλας στο "πνεύμα". Ήδη ζαχάρωνε την Αλίκη. Έγιναν οι συστάσεις και τα παιδιά φέρθηκαν πολύ διακριτικά, όσον αφορά το γεγονός ότι δεν με συνόδευε η γυναίκα μου. Ο Αλέκος μας γνώρισε στους υπόλοιπους που είχαν έρθει ως εκείνη την ώρα. Ο Πέτρος, ήταν ένας μάλλον κοινών χαρακτηριστικών μελαχρινός τύπος 27 ετών, συνοδός μιας παλιάς φίλης του Αλέκου, της καστανόξανθης 40άρας Γεωργίας. Καλή η τεκνατζού. Με τα πιασίματά της βέβαια, αλλά ιδιαίτερα συμπαθής. Η Νίκη και ο Δημήτρης, φαίνονταν πιο "ξεψαρωμένοι" από τους υπόλοιπους.
Εκείνη ήταν μελαχρινή, 28 ή 29 ετών την έκοβα, με πληθωρικό στήθος. Φορούσε ένα προκλητικό λεπτό, μαύρο μάξι φόρεμα, με σκίσιμο μέχρι ψηλά στο γοφό. Εκείνος, ψηλός και ξανθός, στο ύψος και στα χρώματά μου, φαινόταν αθλητικός τύπος. Σίγουρα πιο γεροδεμένος από μένα. Όπως μάθαμε αργότερα, ήταν πεπειραμένοι swingers και είχαν συμμετάσχει σε αρκετά όργια παλιότερα, σε ανταλλαγές συντρόφων, σε τρίγωνα, τετράγωνα, κ.λ.π. Φυσικά ήταν εκεί και η αδερφή του Αλέκου, η Ρίτα! Το άγαλμα. Το πλάσμα των πλασμάτων. Κι όμως, ακόμη κι εκείνη τη στιγμή που θαύμαζα τη Ρίτα, το μυαλό μου σκάρωνε σενάρια με πρωταγωνίστρια την Αλίκη!
Πιάσαμε ψιλή κουβέντα, περί ανέμων και υδάτων στον κήπο. Ανακατωθήκαμε για να γνωριστούμε, ενώ σιγά - σιγά κατέφθαναν και οι υπόλοιποι. Ο Αλέκος είχε κάνει καλές επιλογές προσκεκλημένος. Εγώ και ένας ακόμη, ήμασταν οι μόνοι με λίγα κιλάκια παραπάνω (χωρίς να είμαστε χοντροί, κάθε άλλο!), ενώ όλες οι γυναίκες ήταν θεές, η κάθε μία με τον τρόπο της, είτε με την εμφάνιση, είτε με τη συμπεριφορά τους. Σε τέτοιες φάσεις άλλωστε, δεν ψάχνεις για τέλειες γυναίκες και τέλειους άντρες. Ψάχνεις για μυαλά με φαντασία και ερωτισμό.
Πάντως, υπήρχε γενικά μια αμηχανία στην ατμόσφαιρα, αν έκρινε κανείς από τα μπουκάλια διαφόρων αλκοολούχων ποτών, που άδειαζαν με γεωμετρική πρόοδο. Υπήρχαν αρκετοί πρωτάρηδες παρομοίων καταστάσεων. Από μια άποψη κι εγώ πρωτάρης ήμουν. Είχα λάβει στο παρελθόν μέρος σε παρτούζες, αλλά ποτέ σε ένα τέτοιο εγκεφαλικό ερωτικό μαρτύριο, όπως αυτό είχε ετοιμάσει για μας ο Αλέκος. Αυτό σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή και ακόμη δεν είχα δει τίποτα… Κάθε τόσο, το βλέμμα μου έψαχνε την Αλίκη, που έδειχνε πολύ άνετη. Νομίζω όμως, πως τα χαριεντίσματα της με τον έναν και τον άλλο, γίνονταν πιο τολμηρά όταν καταλάβαινε ότι την κοιτούσα.
Κάποια στιγμή, που ο Αλέκος είχε βάλει μπλουζ να παίζει και χορεύαμε όλοι (όχι με τους/τις συνοδούς μας), είδα την Αλίκη να τρίβεται σχεδόν επάνω στον καβαλιέρο της. Ήταν ο Τάκης, που είχε έρθει μετά από εμάς με τη γυναίκα του. Παλιός φίλος και γνωστός της Αλίκης. Φαινόταν ντροπαλός και ίδρωνε από αμηχανία, καθώς υπό το βλέμμα της γυναίκας του της Αλεξάνδρας, η Αλίκη είχε χυθεί κυριολεκτικά επάνω του, τρίβοντας τα στήθη της στο στέρνο του στο ρυθμό του τραγουδιού.
Μόλις με είδε ότι την κοιτούσα, μου χαμογέλασε προκλητικά, πήρε το χέρι του Τάκη και το έβαλε στο κωλομέρι της. Η φούστα της ανασηκώθηκε, αφήνοντας το λευκό στρινγκ να φανεί, για όσους πρόσεχαν. Ο Τάκης είχε πάθει πλάκα. Τη χούφτωσε δυνατά. Αν σας έλεγα ότι δεν ένιωσα τσιμπήματα ζήλιας, θα έλεγα ψέματα. Ξαφνικά η μουσική σταμάτησε και ακούστηκε η φωνή του Αλέκου.
- «Δεν περνάμε μέσα σιγά -σιγά; Οι κλήροι είναι έτοιμοι και είναι ώρα να παίξουμε παιδάκια. Για περάστε, για περάστε!»
Το σαλόνι, ήταν τεράστιο, αλλά ο Αλέκος είχε φροντίσει να τοποθετήσει έτσι τα έπιπλα, ώστε να έρθουμε πιο κοντά. Δύο αντικριστοί μεγάλοι καναπέδες, ένα ανάκλιντρο και τρεις πολυθρόνες, σχημάτιζαν ένα τετράγωνο, με χώρο περίπου δέκα τετραγωνικών μέτρων ανάμεσα, που ήταν στρωμένος με μια ελαφριά μοκέτα και λίγα μαξιλάρια. Το κοντινό play room, ένα ξεχωριστό δωμάτιο, είχε διαμορφωθεί σε κρεβατοκάμαρα για τις ανάγκες τις βραδιάς. Ιδανικό σκηνικό.
Συνολικά ήμασταν 14 άτομα. Επτά ζευγάρια. Δύο από ζευγάρια, ήταν παντρεμένα, ο Γιώργος με τη Δέσποινα κι ο Τάκης με την Αλεξάνδρα. Καθίσαμε, κάθε άντρας με τη συνοδό του δίπλα. Εγώ ήμουν στον έναν καναπέ, με την Αλίκη δεξιά μου και τη Δέσποινα αριστερά μου, με τον Γιώργο ακριβώς δίπλα της. Η Αλίκη, παραδόξως, μου χαμογέλασε γλυκά και στριμώχτηκε στην αγκαλιά μου. Ο Αλέκος ήταν έτοιμος να τραβήξει τον πρώτο κλήρο. Βουβή αμηχανία…
- «Λοιπόν, να ξεκινήσουμε από κυρία, ή από κύριο;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Αλέκος.
Χάχανα ακούστηκαν. Νευρικά γελάκια.
- «Από γυναίκα, από γυναίκα!», φώναξε ένας.
- «Άντρα! Άντρα! Άντρα!», ακούστηκαν γυναικείες φωνές, μαζί και της Αλίκης.
- «Ας είμαστε ιππότες φίλοι μου…», τους διέκοψε όλους ο Αλέκος. «Ας ξεκινήσουμε με αντρικό στριπτίζ προς τέρψιν των κοριτσιών μας».
Πήγε με ένα βάζο στην αδερφή του.
- «Ρίτα, βάλε το χέρι σου μέσα και τράβα ένα χαρτάκι…»
Η Ρίτα χαμογέλασε και τράβηξε ένα χαρτί. Το άνοιξε και μας κοίταξε όλους έναν - έναν πριν μιλήσει με παιχνιδιάρικο ύφος.
- «Η μουσική θα παίξει…»
Παύση.
- «Τρία τραγούδια…»
Παύση.
- «Για τον…»
Παύση. Όλοι και κυρίως όλες, κρέμονταν από τα χείλη της…
- «Γιώργοοο!»
Γέλια, φωνές, χειροκροτήματα. Ο Γιώργος, δίπλα στη Δέσποινα κοκαλωμένος και κατακόκκινος.
- «Εεεε. Ρε παιδιά. Δεν γίνεται να ξεκινήσει κοπέλα;»
- «Σήκω βρε και μη ντρέπεσαι!», φώναξε η τεκνατζού η 40άρα.
- «Δείξε μας την κορμάρα σου αγορίνα μου!», φώναξε κάποια.
- «Σήκω γιατί θα μας λιντσάρουν!», τον προέτρεψε κατακόκκινη, δήθεν τολμηρή, με προσποιητή όμως άνεση, η γυναίκα του η Δέσποινα. «Άλλωστε εσύ ήσουν αυτός που καιγόταν να έρθουμε. Εμπρός! Στο καθήκον!»
Ο Γιώργος σηκώθηκε, ενώ η μουσική είχε ξεκινήσει. Δεν θυμάμαι τι έπαιζε. Ο Γιώργος, προχώρησε στο κέντρο και -αν και ερασιτέχνης- άρχισε να χορεύει αξιοπρεπώς κοιτώντας τον απέναντι τοίχο με κατακόκκινο πρόσωπο. Πολύ πλάκα! Οι κοπέλες τον συνόδευαν και τον ενθάρρυναν με παλαμάκια και επιφωνήματα. Ο Γιώργος ξεκούμπωσε το πουκάμισό του, το έβγαλε με σχετικά γρήγορες κινήσεις και το πέταξε στη γυναίκα του, που τον παρακολουθούσε χαμογελώντας.
Γύρισα να κοιτάξω τη Δέσποινα. Το βλέμμα της έπαιζε κάθε τόσο στις υπόλοιπες γυναίκες της παρέας. Τις περιεργαζόταν, όπως αυτές είχαν καρφώσει αχόρταγα τα μάτια τους στον άντρα της περιμένοντας να τον δουν όπως τον γέννησε η μάνα του. Εντωμεταξύ, ο Γιώργος είχε πετάξει τα παπούτσια του (δεν φορούσε κάλτσες) και έβγαζε το παντελόνι. Λίγο έλλειψε να χάσει την ισορροπία του, αλλά τελικά γελώντας κι αυτός νευρικά, κατάφερε να σταθεί όρθιος. Το φούσκωμα στο σλιπάκι του, μαρτυρούσε ότι είχε καυλώσει από τα βλέμματα των γυναικών που τον παρακολουθούσαν να κάνει στριπτίζ σαν κοινό gο-gο boy μπροστά στα μάτια της ίδιας του της γυναίκας.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και το κατέβασε, αφήνοντας ελεύθερο ένα.. θηριάκι, ακόμη πιο αξιοπρεπές από τον χορό του. Πρέπει να ήταν γύρω στους 14-15 πόντους κοντά στον μέσο όρο των αντρών και προς τα πάνω. Αυτό που εντυπωσίασε πιο πολύ τις κοπέλες όμως, είναι ότι είχε ξυρισμένα τα αρχίδια. Ο Γιώργος φάνηκε να παίρνει θάρρος από τα επιφωνήματά τους, καθώς έκανε τον γύρο του τετραγώνου χορεύοντας, μπροστά από κάθε κοπέλα ξεχωριστά.
- «Κρατάτε με γιατί θα του γλείψω τ’ αρχίδια!», φώναζε η 40άρα διασκεδάζοντας με το σφίξιμο της Δέσποινας.
Ο Αλέκος προσπαθούσε να ακουστεί πάνω από τα γέλια της παρέας:
- «Αυτό δεν το επιτρέπουν οι κανονισμοί Γεωργία! Χα, χα, χα!»
Η Δέσποινα προσπάθησε να κρύψει την αμηχανία της, συμμετέχοντας στα γέλια και δίνοντας ένα δυνατό χαστούκι στον κώλο του άντρα της, καθώς περνούσε από μπροστά της.
- «Χα, χα, χα! Δέσποινα, κάνεις ζαβολιές, αλλά θα το παραβλέψω για μια φορά μόνο γιατί είναι άντρας σου…», την πείραξε ο Αλέκος.
Το μάτι μου πήρε την Ρίτα να τρίβει το μουνί της πάνω από την παντελόνα που φορούσε, αφοσιωμένη με ξελιγωμένο βλέμμα στον πούτσο και στα αρχίδια του Γιώργου. Την ίδια ώρα, η Αλίκη είχε βάλει σκοπό να μας τρελάνει όλους και ακόμη περισσότερο τον Γιώργο. Την ώρα που ο.. στριπτιζέζ περνούσε από μπροστά της, έγειρε πίσω και άνοιξε τα πόδια, αφήνοντας σε κοινή θέα το στρινγκάκι που είχε στριμωχτεί ανάμεσα στα ήδη μουσκεμένα μουνόχειλα της. Για τα λίγα δευτερόλεπτα που κράτησε αυτή η κίνηση, όλοι την κοιτούσαν σαν μαγεμένοι, ακόμη και οι γυναίκες.
Δεν είδα την αντίδραση της Δέσποινας. Ο δε Γιώργος κόντεψε να χύσει, αφού καθώς η Αλίκη άνοιγε τα πόδια, τον κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια, ζυγίζοντας τον πόθο που προκαλούσε. Πέρασε τη γλώσσα ηδονικά πάνω από τα χείλη της και έκλεισε τα πόδια. Ο Γιώργος είχε μείνει ακίνητος μπροστά της, σφίγγοντας την ψωλή του με το δεξί του χέρι και χρειάστηκαν εκ νέου φωνές από τις υπόλοιπες κοπέλες, για να ολοκληρώσει τον κύκλο, καθώς τελείωνε, το δεύτερο τραγούδι. Η Αλίκη όμως δεν είχε τελειώσει! Τα καυλιάρικα πυρά της, στράφηκαν σ’ εμένα, που καύλωσα αφάνταστα, νιώθοντας στο αφτί μου την Αλίκη να μου ψιθυρίζει:
- «Συμφωνώ με τη Γεωργία απέναντι. Θέλω κι εγώ να του γλείψω τ’ αρχίδια. Μου αρέσει που είναι ξυρισμένα. Θέλω να ρουφήξω τον πούτσο του στο στόμα μου και να τον καταπιώ. Θέλω να πέσω στα τέσσερα και να μου ξεσκίσει ο Γιώργος τον κώλο με τα αρχίδια του να χτυπάνε στα κωλομέρια μου! Και θέλω εσύ να βλέπεις…»
Ζαλίστηκα… Από την ανάσα της μέσα στο αφτί μου, από την ψιθυριστή φωνή της, από το άρωμα της. Πόσο μάλλον από αυτά που μου έλεγε… Το τραγούδι είχε τελειώσει και ο Γιώργος πήγε να πάρει τα ρούχα του, αλλά τον πρόλαβε ο Αλέκος.
- «Α! Α! Α! Ξέχασες τι είπαμε; Γυμνός μέχρι το πρωί!»
Με την πούτσα να δείχνει τον ουρανό πάντα, ο Γιώργος πήγε και κάθισε δίπλα στη γυναίκα του, που τον χάιδεψε απαλά στο εσωτερικό του μηρού και τον φίλησε, για να δείξει την άνεσή της. Τι το ‘θελε; Ο Γιώργος δεν άντεξε άλλο. Έβγαλε μια κραυγή και τα χύσια του εκτινάχθηκαν χωρίς να προλάβει να προειδοποιήσει! Είδα μια ριπή, να φτάνει σχεδόν απέναντι και να προσγειώνεται μπροστά στα πόδια της Ρίτας! Η δεύτερη πετάχτηκε ψηλά και προσγειώθηκε στα μαλλιά της Δέσποινας και όπως έγερνε αποκαμωμένος ο Γιώργος, δύο ακόμη έντονοι σπασμοί, προκάλεσαν ισάριθμους λεκέδες στο μπλουζάκι της γυναίκας του. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί αν δεν ήταν η Δέσποινα ανάμεσα, θα είχαν έρθει επάνω μου. Σε όλη τη διάρκεια των.. βολών του Γιώργου, άντρες και γυναίκες τον επευφημούσαν.
- «Μπράβο! Άξιος! Εύγε!»
Γέλια, χειροκροτήματα. Άκουσα τον Γιώργο να λέει στη Δέσποινα:
- «Αγάπη μου, ρεζίλι έγινα!»
Προς τιμήν της, η Δέσποινα δεν διαμαρτυρήθηκε για τους λεκέδες στην μπλούζα. Αντίθετα, τον καθησύχασε.
- «Όχι άντρακλα μου εσύ! Ήσουν υπέροχος!»
Ο Αλέκος πήρε την πρωτοβουλία των κινήσεων για μια ακόμη φορά.
- «Δέσποινα και Γιώργο μην κοκκινίζετε. Πολλοί θα βρεθούν στην ίδια και χειρότερη κατάσταση μέχρι να τελειώσει αυτό το πάρτι. Χα, χα, χα! Ώρα όμως για το.. γυναικείο πρόγραμμα. Γιώργο, έχεις κουράγιο να τραβήξεις κλήρο;»
Ο Γιώργος ανασηκώθηκε και νιώθοντας άσχημα που ήταν ο μόνος γυμνός ανάμεσα σε 13 ντυμένους, προσπαθώντας να κρύψει όπως - όπως κάπως τα επίμαχα σημεία, κάθισε σταυροπόδι και έσκυψε απλώνοντας το χέρι στο δεύτερο βάζο που κρατούσε τώρα ο Αλέκος. Τράβηξε χαρτί, το άνοιξε και με αστραφτερό βλέμμα, δίχως χρονοτριβή, φώναξε:
- «Ρίτα!»
Σχεδόν πετάχτηκα όρθιος για να χειροκροτήσω μαζί με τους υπόλοιπους. Το θέαμα που ονειρευόμουν από την εφηβεία μου, θα το απολάμβανα σε ηλικία 32 ετών. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Τότε ένιωσα τη ζήλια της Αλίκης από την αντίδρασή μου, σαν γροθιά στα πλευρά μου. Για την ακρίβεια μου είχε ρίξει αγκωνιά. Εντάξει δεν με σκότωσε κιόλας, αλλά την έφαγα απρόσμενα και μου κόπηκε η ανάσα για λίγο. Την κοίταξα και της έστειλα ένα πεταχτό φιλάκι, ενώ εκείνη σούφρωσε τα χείλια παίρνοντας σνομπ υφάκι, πολύ ταιριαστό στο μπέιμπι μουτράκι της. Θεέ μου πόσο την ήθελα!
Έστω κι έτσι όμως, η προσοχή μου στράφηκε πολύ γρήγορα, εκ νέου στη Ρίτα. Η αδερφή του οικοδεσπότη μας σηκώθηκε. χαμογέλασε, έκανε μια θεατρινίστικη υπόκλιση προκαλώντας νέα γέλια, πειράγματα, φιλοφρονήσεις και χειροκροτήματα και προχώρησε προς το κέντρο του σαλονιού, με πολύ περισσότερο θάρρος απ’ ότι ο Γιώργος νωρίτερα. Ούτε αυτή όμως κοιτούσε κανέναν στα μάτια προς το παρόν. Τίναξε πίσω με μια κινηματογραφική κίνηση τα ξανθά μακριά μαλλιά της και έκανε νόημα στον αδερφό της να ξεκινήσει τη μουσική…