Μια μάνα και μια κόρη στηρίζουν η μία την άλλη...
Όταν ο πατέρας μου διαγνώστηκε με καρκίνο και περνούσε μεγάλα διαστήματα στο νοσοκομείο, η μητέρα μου διανυκτέρευε πολύ συχνά μαζί του. Έπειτα από λίγες εβδομάδες, είδα ότι είχαν αρχίσει να εξαντλούνται οι αντοχές της και την παρακάλεσα να πάρουμε αποκλειστική κι εκείνη να έρχεται να κοιμάται σπίτι.
Ήμασταν πάντα πολύ δεμένες, την ένιωθα σαν την καλύτερη μου φίλη, της ζητούσα συμβουλές, της έλεγα όλα μου τα μυστικά, τις αγωνίες μου, τα προβλήματα που αντιμετώπιζα με τ' αγόρια. Ένα βράδυ, αφού είχε γυρίσει απ' το νοσοκομείο, καθόμασταν μαζί στην κουζίνα και της μαγείρευα μια κολοκυθόσουπα. Με πλησιάζει, με παίρνει αγκαλιά από πίσω, μου σκάει ένα φιλί στο σβέρκο και μου λέει στ' αυτί:
- Δεν είμαι καλά, Κατερινάκι μου!
Γυρίζω εγώ, την παίρνω σφιχτή αγκαλιά και της λέω:
- Πώς να 'σαι, μανούλα μου; Αλλά να μη φοβάσαι, πάντα θα 'χεις εμένα, πάντα θα 'μαι εδώ για ό,τι χρειαστείς.
Κάτσαμε έτσι για ώρα αγκαλιά, κλαίγαμε σιωπηλά και δίναμε απαλά φιλιά η μια στα μάγουλα της άλλης. Μετά από λίγο, φάγαμε και γύρισα στο δωμάτιό μου να διαβάσω. Η μαμά έκατσε λιγάκι να δει τηλεόραση. Πέρασαν μια-δυο ώρες και κατέβηκα να δω τι κάνει κι αν θα έπεφτε για ύπνο. Τη βρήκα ήδη κοιμισμένη μπροστά στην τηλεόραση. Πλησίασα και άρχισα να τη χαϊδεύω απαλά στα μαλλιά για να την ξυπνήσω χωρίς να την ανησυχήσω. Άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε χαμογελώντας.
- Έλα, μαμά, της είπα, είναι ώρα για ύπνο, έλα πάνω.
Τεντώθηκε και με ξανακοίταξε.
- Αγαπάκι μου, κάνε μια χάρη στη μαμά, μου είπε. Δε μπορώ να κοιμάμαι μόνη μου, μου λείπει ο μπαμπάς σου.
- Εννοείται, μανούλα μου, ό,τι θες... της είπα. Αγκαλίτσα θα κοιμηθούμε.
Ετοιμαστήκαμε για ύπνο, βάλαμε τα νυχτικά μας και πέσαμε, αλλά η μαμά δε νύσταζε κι αρχίσαμε να συζητάμε ψιθυριστά, σα να θέλαμε να νανουρίσουμε η μια την άλλη.
- Πώς είσαι, αγαπάκι μου; Έχεις καθόλου μυαλό για τη σχολή;
Εγώ ετοιμαζόμουν για την τελευταία εξεταστική και θα έφευγα, αμέσως μετά το πτυχίο για Βρυξέλλες. Τώρα με την κατάσταση του μπαμπά, τα πράγματα περιπλέκονταν.
- Μαμά μου, εγώ θέλω να 'μαι εδώ για σένα, εσένα σκέφτομαι, τα υπόλοιπα μπορούν να περιμένουν.
- Εσύ, αγάπη μου, πρέπει να κοιτάξεις τη ζωή σου, το μέλλον σου, δε μπορείς να μείνεις εδώ κολλημένη, είναι όλα μπροστά σου.
- Τι να τα κάνω μανούλα μου, μαζί σου θέλω να 'μαι, αυτό έχω ανάγκη.
Την είδα που βούρκωσε και πλησίασα να την αγκαλιάσω. Πάω να τη φιλήσω, την πετυχαίνω στον λαιμό. Την ένιωσα σα να τσιμπήθηκε. Κοιταζόμαστε για μια στιγμή, έτσι όπως ήμαστε σφιγμένες η μια στην άλλη, έρχεται και με φιλάει στα χείλια. Πρώτα στα πεταχτά κι έπειτα όλο και υγραινόταν το φιλί κι ένιωσα και τη γλώσσα της να ψάχνει τη δική μου. Αφέθηκα, ένιωθα τόσο ζεστά. Είχε βάλει τα χέρια μέσ' απ' το νυχτικό μου και με χάιδευε στην πλάτη, στην κοιλιά, στα βυζάκια μου. Την ακολούθησα, έκανα ό,τι έκανε. Συνεχίζαμε να φασωνόμαστε, είχαμε καυλώσει κι οι δυο για τα καλά.
Ανασηκώνεται και βγάζει το νυχτικό της. Ήταν στα εξήντα της πια, αλλά τα μικρά, στητά βυζιά της και ο κώλος της ήταν σαν σαραντάρας. Εγώ, στα είκοσι πέντε μου, είχα μεγαλύτερο στήθος, αλλά το σώμα μου ήταν πολύ κοριτσίστικο. Την είχα δει πολλές φορές γυμνή, στη θάλασσα και πάντα καμάρωνα το σώμα της. Τώρα, όμως, τα πράγματα ήταν αλλιώς. Πλησίασα τα χείλια μου στις ρώγες της κι άρχισα να τις πιπιλάω, μια τη μία, μια την άλλη. Βογκούσε. Βγάζω κι εγώ το νυχτικό μου και της προτείνω τα βυζιά μου. Μ' αρπάζει κι αρχίζει να με θηλάζει με μανία, ενώ με χάιδευε στην πλάτη, στον κώλο, στα μπούτια μου, παντού.
Μετά από λίγο δεν αντέχαμε άλλο, είχαμε φτάσει στα όρια μας. Βγάζουμε κι οι δυο τα κιλοτάκια μας και βρισκόμαστε σε στάση 69, εγώ να γλείφω λαίμαργα το μουνάκι απ' όπου είχα βγει και η μάνα μου να τρίβει την κλειτορίδα μου και να πλαταγίζει τη γλώσσα της στα μουνόχειλα μου. Χύσαμε πολύ γρήγορα, αλλά μείναμε στην ίδια στάση και συνεχίσαμε για ώρα, σα να μη χορταίναμε με τίποτα. Έπειτα, σα να είχαμε κι οι δυο καλμάρει με όλο αυτό που έγινε, σα να είχε γίνει μια έκρηξη που χρειαζόμασταν και οι δύο, ξαναβρεθήκαμε αγκαλιά κάτω από τα σκεπάσματα, δώσαμε πολλά φιλάκια, ήσυχα τώρα και χαδιάρικα, και αποκοιμηθήκαμε σφιχτά η μια πάνω στην άλλη. Δεν ξέραμε τι θα έφερνε η επόμενη μέρα, νιώθαμε, όμως, ότι αυτό που είχε συμβεί δεν είχε τίποτα το λάθος. Ήταν πολύ όμορφο για να 'ναι λάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου