ερωτικές ιστορίες

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Οι ιστορίες ΔΕΝ είναι δικές μας...είναι απλά μια προσπάθεια να μαζέψουμε όσο γίνετε πιό πολλές ελληνικές ιστορίες μαζεμένες..Περιμένω ανυπόμονα τα σχόλιά σας... Καλή και... καυτή ανάγνωση..

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Έλενα και Πόπη

 Την Έλενα και την Πόπη τις γνώρισα στην Κέρκυρα ένα απόγευμα στην παραλία. Αν θυμάμαι στο Σιδάρι, Πέμπτη νομίζω. Κορίτσια καύλες από τις Σέρρες. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα ήταν ότι έμοιαζαν πολύ. Αυτοκόλλητες μέχρι παρεξηγήσεως.

Αν και οι γυναίκες μεταξύ τους είναι διαχυτικές κάτι μου κόλλαγε περίεργα. Είχα αράξει δίπλα τους μετά από ένα βράδυ κραιπάλης και έντονης κούρασης. Ήταν το καλοκαίρι που εργαζόμουνα μπάρμαν για κανένα έκτακτο μετρητό, αν και περισσότερο το έκανα για καμιά ξεπέτα.

Γρήγορα πιάσαμε την κουβέντα με τα καυλάκια που ήταν αρκετές μέρες στο νησί. Με τα πολλά βρεθήκαμε να πίνουμε μπύρες σε ένα μπαράκι δίπλα στην παραλία. Οι Σερραίες είχαν κανονίσει για το βράδυ να πάνε κέντρο για μπαρότσαρκα και έτσι χωρίς να το πολύ-καταλάβω βρέθηκα μαζί τους σε ένα mx5 με τσίτα τα γκάζια. Η Έλενα είναι ξανθιά με σπαστό μαλλί θεϊκά στρογγυλό χουφτάτο βυζί με μάτια που κολάζουν και τον παπά. Η Πόπη πιο συνεσταλμένη, μαζεμένη, θα έλεγα λιγομίλητη. Ένιωθα να με σκανάρει συνεχώς να με κοιτάει και πρόστυχα αλλά και περίεργα. Οι περιγραφές όμως περιττεύουν... Θυμάμαι φτάσαμε στη πόλη σούρουπο αφού μέναμε Σιδάρι και κατά τις 10 αράξαμε για φαγητό αφού βολτάραμε λιγάκι. Παραδοσιακό ιταλικό εστιατόριο με απλά χρώματα κατάλληλο σε συνοδεία με άφθονο κρασί να μας ανεβάσει τη λίμπιντο.

Θυμάμαι ότι αποφάσισα να ρισκάρω και άρχισα να την πέφτω με έξυπνο τρόπο στην Έλενα, καθότι πιο σπιρτόζα. Αρχικά την ακουμπούσα ελαφρά κάτω από το τραπέζι, ενώ δειλά-δειλά της έδειχνα το ενδιαφέρον μου. Η Πόπη ανέμελα μας παρατηρούσε καθότι η Έλενα ανταποκρινόταν έντονα στα ζωώδη ένστικτα μου, ή απλά νόμιζα ότι ανέμελα παρατηρούσε. Σε μια στιγμή από ένα μικρό καθρέπτη στο βάθος του μαγαζιού είδα το χέρι της Πόπης να ανεβαίνει και να παραμερίζει το σορτσάκι της Έλενας με επιδέξιο τρόπο. Σάστισα… ξεροκατάπια. Έχω πηδήξει πολλές γκόμενες αλλά πρώτη φορά έβλεπα δυο γυναίκες να φτιάχνονται απλά και μόνο σε δημόσιο χώρο. Οι ρώγες της Έλενας άρχισαν να φαίνονται κάτω από το μπλουζάκι της. Είχα ιδρώσει… έβλεπα αμυδρά μεν το χέρι της Πόπης να χαϊδεύει το μουνάκι της Έλενας και ήθελα να βγάλω έξω το καυλί μου να τον παίξω.

-    «Τι έγινε ρε Πάνο, τι έπαθες; Με ρώτησε η Έλενα. Αν και λαλίστατος μουγγάθηκες!»

-    «Εεεε… Να μωρέ. Τίποτα, απλά κάτι η θάλασσα, το κρασί, εσείς… Χαλάρωσα.»

-    «Ρε συ άσε τις μαλακίες. Σε ξενερώσαμε. E;»

-    «Όχι ρε κορίτσια. Πως σας ήρθε; Μια χαρά περνάμε!»

Και ξαφνικά η Πόπη πετάει την ατάκα που με έστειλε έβδομο ουρανό:

-    «Ξέρω εγώ τι έχει Έλενα. Ο τύπος θέλει να μας γαμήσει εδώ και τώρα. Αν γίνεται και πάνω στο τραπέζι.»

«Ή τώρα ή ποτέ!», σκέφτηκα και..

-    «Ρε καύλες τόση ώρα τρίβεστε και εγώ θα μείνω μαλάκας; Σας έχω πάρει πρέφα και δεν σας κρύβω ότι έχω ξεροχύσει..»

Παράλληλα παίρνω το χέρι της Έλενας και με τρόπο το βάζω πάνω στο καυλί μου που εντωμεταξύ κοντεύει να σηκώσει το τραπέζι στον αέρα.

-    «Μμμμμμ…. μανάρι είσαι προικισμένος! Ελπίζω να αντέξεις δυο επαρχιωτοπούλες. Γιατί Πάνο εμείς ότι κάνουμε το κάνουμε μαζί.»

-    «Σώπααααα. Δεν το είχα καταλάβει.»

Η αμηχανία έφυγε και τώρα τα γέλια μας είχαν αρχίσει να γίνονται αλαλαγμοί και ίσως ενοχλητικά για το μαγαζί. Γρήγορα πληρώσαμε και βρεθήκαμε να περπατάμε τα πέτρινα σοκάκια στη πλατεία ληστών.

-    «Είμαι σίγουρη ότι δεν έχεις ξανακάνει παρτούζα Πάνο». Είπε η Έλενα.

-    «Έχω κάνει αλλά όχι στο ξεκάρφωτο. Με σας γνωρίζομαι λίγες ώρες και αν υποθέτω καλά σε καμιά ώρα θα χύνετε πάνω μου.»

-    «Μμμμμμ… ανυπόμονος φιλενάδα!». Αναφώνησε το Ποπάκι.

Αλλά έτσι έγινε φίλοι μου. Αφού βολτάραμε κανένα μισάωρο καβαλήσαμε το mx5 και φύγαμε για Σιδάρι.

Φτάσαμε κατά τις 12. Τι φτάσαμε δηλαδή, εγώ στο αμάξι είχα λιώσει στο γλύψιμο τις βυζάρες της Έλενας. Η κάργια ούτε καν με ακουμπούσε. Εγώ έμενα σε ένα στούντιο ενός κολλητού που απόψε δούλευε τη βάρδια μου στο κλαμπ. Καλό δωμάτιο με ένα αρκετά δυνατό… κρεβάτι. Όταν μπήκαμε μέσα τα ξεκώλια άρχισαν να χαϊδεύει το ένα το άλλο χωρίς περιστροφές.

-    «E, σε καυλώσαμε όλο το βράδυ, μην σε κάνουμε να περιμένεις άλλο…»

Εγώ ήδη είχα αρχίσει να ξεκουμπώνω το σορτσάκι της Έλενας, ενώ με το άλλο μου χέρι χάιδευα τα βυζιά της Πόπης.

-    «Μμμμμμμ… αααααχχχ! Έτσι… απόψε θα μας γαμήσεις και τις δυο καυλιάρη!»

Με μια γρήγορη κίνηση τις έσπρωξα στο κρεβάτι και κάθισα από πάνω να τις κοιτάω να γδύνει η μια την άλλη. Περπατημένες λεσβίες ή απλά καύλες χωρίς ταμπού; Τι με ένοιαζε; Είχα πάρει φωτιά. Το καυλί μου είχε σκαρφαλώσει στον αφαλό.

Παρατηρητική η Πόπη. Με τραβάει προς το μέρος της…

-    «Έλα ρε μαλάκα! Μόνο θα κοιτάς; Δώσε μου το, το θέλω!»

Η Έλενα άρχισε να γλύφει το άτριχο μουνάκι της Πόπης την ώρα που εγώ πετάω το παντελόνι και αφήνω τον πούτσο μου στη γλώσσα της.

-    «Μμμμμ…» μούγκριζα αφηνιασμένος.

Το θέαμα θεϊκό! Δυο φοβερά μουνάκια όλα δικά μου!

-    «Τι πούτσα είναι αυτή αγόρι μου! Την θέλω όλη μέσα μου. Έλα, γάμησε μου το στόμα!». Φώναζε η Πόπη καθώς με δύναμη της το κάρφωνα στο λαρύγγι.

-    «Αααααχχχ! Καίγομαι φιλενάδα!!! Το μουνάκι μου στάζει. Έλα γλύψε με…»

Με μια γρήγορη κίνηση γυρνάω την Έλενα στα τέσσερα μην αφήνοντάς την να ξεδιψάσει από το μουνί της Πόπης.

-    «Τώρα θα δεις πούτσο μωράκι!»

Και αφού φοράω τα καλά μου durex της τον καρφώνω με δύναμη στο μουνί. Την ξεπάτωσα!

-    «Α, ρε καριόλη! Το καυλί σου με έσκισε. Μμμμμ… έλα γάμησε με δυνατά. Χώστον όλον, σκίσε με την πουτάνα!»

-    «Πόπη, δώσε μου το μουνάκι σου καρδιά μου..»

Η Πόπη άνοιξε τις μπουτάρες της και έχωσε την κατακόκκινη γατούλα της στη γλώσσα της Έλενας. Τη γαμούσα πολύ ώρα. Δυνατά της τράβαγα τις ρώγες ενώ η Πόπη με μια τσιρίδα έχυνε πρώτη.

-    «Χύνω καύλα μου! Έλα, πιες τα όλα. Χύνω. Θέλω γαμήσι. Όλη νύχτα έλα μωρό μου… χύνωωωωωω!!»

Δεν άφησα ευκαιρία. Παραμερίζω την Έλενα και πέφτω πάνω στη Πόπη. Βουτάω τη γλώσσα μου στο νέκταρ της και αρχίζω ναι γλύφω το μουνόχυμα της. Η Έλενα να τσιρίζει.

-    «Έλα… Εδώ… πάρε με ξανά. Θέλω να χύσω!»

Ρούφαγα με λύσσα την Πόπη μέχρι που άρχισε να έχει σπασμούς. Δεν έχω ξαναδεί γυναίκα να έχει τόσο έντονους σπασμούς. «Αλλά στα αρχίδια μου!», σκέφτηκα. Ξαναστήνω την Έλενα στα τέσσερα και πλέον επιχειρώ την μεγάλη κίνηση. Αρχίζω να τρίβω την κωλάρα της, να παίζω με την πίσω τρυπούλα, όταν το δεξί χέρι της Πόπης αρπάζει το καυλί μου με δύναμη και φωνάζει:

-    «Σκίστην ρε, τι περιμένεις; Άνοιξε της την κωλάθρα. Έτσι! Σαν πουτάνα! Μάτωσε την!» 

Με μια δυνατή κίνηση ανοίγω τα κωλομάγουλα και της το χώνω από πίσω με δύναμη.

-    «Ααααχ καριόλη! Πονάω… με τσούζει. Ααααααα!!! Πόπη τι μου κάνετε;;»

-    «Σκάσε πορνίδιο! Αυτό ήθελες μια ζωή!»

-    «Μμμμμμ…. Αααααα!!! Έτσι, ναι! Πήδα με κι ας πονάω!»

Τα αρχίδια μου είχαν πρηστεί… δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο.

-    «Καύλες σας ξεπατώνω. Πάρτε το καυλί μου, έτσι, γουστάρω!!!», φώναζα ενώ αντιλήφθηκα ότι θα έχυνα.

Αφήνω την κωλάρα της, πετάω την καπότα και την γυρνάω ανάποδα. Αρπάζω τις βυζάρες της και ενώ ετοιμαζόμουνα να την ψωλοχύσω, βλέπω την Πόπη με τουρλωμένο κωλαράκι να με κοιτάει δακρυσμένη σχεδόν από την καύλα. E, κατάλαβα. Σφίγγω τα δόντια και αφού ξαναφοράω καπότα (μην κολλήσουμε τίποτα ε;), της τον χώνω με δύναμη. Δεν άντεξα πολύ. Μετά από δυο λεπτά τραβιέμαι, την γυρνάω κι αυτή και αφήνω το καυλί μου να ίπταται πάνω από τα χαζοχαρούμενα στοματάκια τους. Η Πόπη το αρπάζει και αρχίζει να το μαλακίζει πάνω στην Έλενα.

Σε λίγα δευτερόλεπτα άρχισα να χύνω ασταμάτητα…

-    «Ααααχ! Χύνω καύλες μου! Χύνω ρε πούστη μου!!!», φώναζα σαν τρελός.

Πίδακες από σπέρμα κατέληγαν σε όλο το πρόσωπο της Έλενας που τσίριζε:

-    «Χύσε με Πανούλη, χύσε με! Τα θέλω όλα καυτά να με καίνε, χύσε με!!! Και άλλο, δώστα. Μμμμμ… έλα…. Δώσε!»

Η Πόπη άρπαζε με τη γλώσσα της ότι έφευγε από το στόχο και τα έγλυφε με μανία. Τι καύλα ήταν αυτή! Δεν το έχω ξανανιώσει στη ζωή μου. Να βλέπω μπροστά στο καυλί μου δυο τρυφερά μουνάκια στα 25 να σπαρταράνε με το ψωλόχυμα μου. Έπεσα εξαντλημένος αλλά χαρούμενος στο κρεβάτι ανάμεσα στα μουνάκια τους που έσταζαν καύλα. Η βραδιά μόλις είχε αρχίσει…

Η μετακόμιση και ο εργάτης

 Ίδρωνε… πιο πολύ… ώρα με την ώρα ίδρωνε πιο πολύ. Έπαιρνε τις γεμάτες κούτες και τις φόρτωνε στην πλάτη του και μετά κατέβαινε τα σκαλιά με κόπο.

Και όταν αυτός κατέβαινε για να τις φορτώσει στο φορτηγό ανέβαινε ο άλλος.

Και οι δύο νέοι και γεροδεμένοι. Τα σκαλιά ήταν πολλά και η ζέστη αφόρητη. Από το πολυτελές διαμέρισμα μετακόμιζε εκείνος ο ηλικιωμένος τύπος με την κοιλιά και τις παχιές τσέπες. Η νεαρή γυναίκα του, που πρέπει να την έριχνε καμιά εικοσαριά χρόνια, ξεσκόνιζε τα άδεια ράφια της κουζίνας. Ήταν ντυμένη στην τρίχα, με χτενισμένα μαλλιά και βαμμένα νύχια. Δεν μιλούσε πολύ, έριχνε μόνο κάτι κλεφτές ματιές στους δύο νεαρούς χαμάληδες.

Ήταν και οι δυο ψηλοί με γεροδεμένα σώματα. Και ήταν καταϊδρωμένοι. Είχε ανάψει. Είχε αρχίσει να γίνεται νευρική. Ο παππούς που είχε πάρει για σύζυγο δεν την άφηνε να πολυμιλάει και να πολυβγαίνει. Ήταν ζηλιάρης και ανίκανος. Είχε περάσει καιρός που την καβαλούσε. Που και που, όταν πια δεν άντεχε άλλο, άφηνε την αηδία της στην άκρη, του τον σήκωνε και καθόταν πάνω του. Για πέντε λεπτά ένιωθε και πάλι γυναίκα όμως μετά, αφότου ο γέρος ξερόχυνε, βλαστημούσε την ώρα που της μπήκε η ιδέα να τον ερεθίσει.
Και τώρα ήταν αυτοί οι δυο νεαροί σωματαράδες μέσα στο σπίτι της και ήθελε να την ξεσκίσουν και οι δύο μαζί. Κόντευε να πατήσει τα σαράντα και από τότε που θυμάται τον εαυτό της ήταν με τον μαλάκα. Εκείνη την ώρα, ακριβώς την ώρα που φανταζόταν τον ξανθό να της τρυπάει την μήτρα με το σκληρό σαν κόκαλο πέος του, την πλησίασε και της μίλησε...

-    ‘’Συγγνώμη... μήπως σας βρίσκεται καμιά πετσέτα ή κάτι τέτοιο να σκουπιστώ για να μην κρυώσω;’’

Και της χαμογέλασε... με δυσκολία κρατήθηκε να μην κολλήσει πάνω του, με δυσκολία κούνησε τα πόδια της και με μεγαλύτερη δυσκολία συγκράτησε την φωνή της κρύβοντας την καύλα.

-    ‘’Ναι βέβαια... μια στιγμή παρακαλώ.’’

Πήγε στην τουαλέτα και άνοιξε το ντουλάπι, έβγαλε μια ροζ μπουρνουζέ πετσέτα που της είχε φέρει ο γέρος από ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Ιταλία. Κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη και έριξε νερό στα μούτρα της. Σκουπίστηκε απαλά με την ροζ πετσέτα ξεχνώντας ότι την είχε βγάλει για τον νεαρό χαμάλη. Έστρωσε το κολλητό μαύρο πουκάμισό της, κοιτάχτηκε για μια φορά ακόμα και βγήκε έξω.

-    ‘’Ορίστε... η πετσέτα σας.’’

-    ‘’Να ‘στε καλά!’’

Της χαμογέλασε ξανά. Και αυτό το χαμόγελο της έκοβε την ανάσα. Η πραγματικότητα έσβησε ξανά από τα μάτια της και είδε τώρα τον νεαρό να την γυρνάει, να την στήνει στα τέσσερα, να χουφτώνει τα βυζιά της και να χώνει το μακρύ του πούτσο στον κώλο της...

Ο γέρος πιο πέρα έδινε οδηγίες:

-    ‘’Ελάτε εδώ μάγκες! Αρπάχτε κι αυτήν την συρταριέρα και κατεβάστε την κάτω.’’

Οι δυο νεαροί ακολουθούσαν τις οδηγίες του. Τα μπράτσα τους φούσκωναν. Οι κοιλιακοί σχηματίζονταν κάτω απ’ το δέρμα.

-    ‘’Άντε μάγκες, ακόμα δυο ντουλάπες, το πλυντήριο, το μικρό ψυγείο και τελειώσαμε!’’

Ο ένας χαμάλης τώρα είχε σηκώσει το μπουκάλι του κι έπινε νερό ενώ κάποιες γουλιές είχαν γλιτώσει από το στόμα του και κυλούσαν στο στήθος του. Η γυναίκα το είχε παρατηρήσει κι αυτό και τα μάτια της θόλωναν περισσότερο. Ο άλλος με την ροζ πετσέτα ριγμένη στον ώμο ξεμοντάριζε την ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας.

-    ‘’Αφεντικό! Εδώ μέσα έχεις βιδωμένο ένα χρηματοκιβώτιο! Να το αφήσω έτσι ή θες να το βγάλουμε κι αυτό;’’

-    ‘’Άφησέ το μέσα αν δεν ενοχλεί! Θα το χρειαστώ και στο άλλο σπίτι.’’

Το τελευταίο δρομολόγιο με την ντουλάπα στην πλάτη τραυμάτισε τον έναν χαμάλη στο χέρι. Η ντουλάπα ήταν γεμάτη καρφιά και εκείνος έβριζε μέσα από τα δόντια. Το πλυντήριο ήταν σκέτο μαρτύριο. Από τον τρίτο όροφο έπρεπε να κατεβεί κι αυτό με τα χέρια μια και το ασανσέρ είχε χαλάσει την προηγούμενη μέρα ενώ αντιθέτως το μικρό ψυγείο ήταν παιχνιδάκι. Ο ηλικιωμένος έλεγξε μια τελευταία φορά το άδειο σπίτι. Κούνησε το κεφάλι με ικανοποίηση.

-    ‘’Ελάτε να σας πληρώσω μάγκες! Κάνατε καλή δουλειά.’’

Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε ένα μασούρι κατοστάρικα. Έδωσε από ένα πράσινο χαρτονόμισμα στον καθένα.

-    ‘’Ευχαριστώ παιδιά. Αν ξαναχρειαστώ βοήθεια εσάς θα πάρω τηλέφωνο, την κάρτα σας την έχω.’’

-    ‘’Ευχαριστούμε πολύ κι εμείς! Κυρία μου η πετσέτα σας. Σας ευχαριστώ πολύ.’’

-    ‘’Κι εγώ ευχαριστώ που μας βοηθήσατε τόσο πολύ.’’

-    ‘’Να ‘στε καλά! Γεια σας!’’

Ο ηλικιωμένος ξεπροβόδισε τους χαμάληδες, τους χαιρέτισε μια τελευταία φορά και έκλεισε την πόρτα.

-    ‘’Γυναίκα! Πείνασα και λέω να πεταχτώ να φάω στον Τάκη να τον αποχαιρετίσω κιόλας που φεύγουμε. Θες να σου φέρω κι εσένα κανένα μπιφτέκι, καμιά σαλάτα;’’

- ‘’Όχι, όχι ευχαριστώ. Δεν πεινάω.’’

Ο γέρος έκανε έναν μορφασμό και βγήκε από το διαμέρισμα σφυρίζοντας. Εκείνη πήγε ως το παράθυρο ενώ εντωμεταξύ είχε βγάλει ήδη το πουκάμισό της και είχε ξεκουμπώσει το φερμουάρ της φούστας. Είδε τον άντρα της να περνάει στο απέναντι πεζοδρόμιο και έριξε το σουτιέν στο πάτωμα, κατέβασε την κιλότα της και πήρε την ροζ πετσέτα στα χέρια της. Την έφερε στην μύτη και άρχισε να την μυρίζει με κλειστά μάτια ενώ τα δάχτυλά της είχαν ήδη χωθεί μέσα στον κόλπο της…

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ο λογιστής μας και η βοηθός του

 Όταν η εταιρία μετακόμισε στο καινούριο κτίριο ήμουν όλο νεύρα. Κάθε μέρα έμπαίνα στο γραφείο μου μουτρωμένος. Τι χάλια ήταν αυτά, λες και ...