Η σχέση μας με την Λιάνα είχε αρχίσει να χάνει την έντασή της εδώ και δύο χρόνια. Είμαστε 7 χρόνια μαζί, παντρευτήκαμε κάναμε ένα παιδί και γίναμε συγγενείς. Το σεξ ελάχιστο ως ανύπαρκτο. Τα γαμήσια των πρώτων χρόνων μακρινή ανάμνηση. Καμιά διάθεση για παιχνίδια ούτε από εμένα ούτε από εκείνη. Εκείνης της είχε φύγει η διάθεση από την εγκυμοσύνη κι εμένα μετά από δύο-τρεις αποκρούσεις της που με ξενέρωσαν εντελώς.
Παρ όλα αυτά εξακολουθούσαν να με καυλώνουν τα χειλάκια της, τα μικρά, σκληρά της βυζάκια, ο καβλιάρικος κώλος της. Μόνο στις φαντασιώσεις μου όμως που μέρα με την ημέρα γινόντουσαν όλο και πιο άγριες σε αντίστροφη αναλογία με την πραγματικότητα.
Κάποια στιγμή σκέφτηκα μήπως θα μπορούσα με κάποιον τρόπο να τις πραγματοποιήσω μαζί της. Άρχισα να της το φέρνω μαλακά. Μήπως να παίζαμε και με άλλους; Δεν θα ήθελες να γαμηθείς με κάποιον άλλον; Τέτοια. Δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Εγώ όμως επέμενα όσο μπορούσα πιο διακριτικά να προσπαθώ να της βάλω ιδέες. Δεν μπορεί κάποια στιγμή ίσως θελήσει να δοκιμάσει κάτι από όλα όσα της προτείνω. Οι μήνες όμως περνούσαν χωρίς να συμβαίνει τίποτα. Μέχρι που ένα βράδυ που είχαμε βγει μπαρότσαρκα επανέφερα το θέμα.
Τσαντίστηκε πολύ.
«Θέλεις να γαμηθώ με άλλον, λοιπόν;» μου είπε επιθετικά. «Θα το κάνω! Μόνο που εσύ δεν θα το χαρείς καθόλου! Και φυσικά θα γίνει όποτε το θέλω εγώ» μου είπε και έκοψε την συζήτηση. Η απειλή της είχε μείνει στον αέρα για αρκετό καιρό. Ξεχάστηκε.
Ένα Σάββατο μου είπε ότι θα έβγαινε μόνη της το απόγευμα και ότι θα βρισκόμασταν αργά το βράδυ για να πάμε κάπου μαζί. Έτσι κι έγινε. Εκείνη έφυγε κατά τις 5. Είχαμε συμφωνήσει να βρεθούμε σε ένα μπαρ στις 10. Κατά τις 9 και μισή την πήρα τηλέφωνο να της πω ότι φεύγω από το σπίτι αλλά το κινητό της ήταν κλειστό. Η αλήθεια είναι ότι δεν μου μπήκε καμιά υποψία.
Γύρω στις 10 και μισή είχα φτάσει ήδη στο μπαρ- με παίρνει να μου πει ότι θα αργήσει λίγο ακόμη. Η ώρα είχε φτάσει 11μιση και δεν είχε έλθει. Ψιλοτσαντισμένος την παίρνω τηλέφωνο να δω τι έγινε. «Εδώ είμαστε», μου λέει «μόλις παρκάραμε κι ερχόμαστε». Ποιοι πάρκαραν και ποιοι ερχόντουσαν; Αυτός ο πληθυντικός με παραξένεψε πραγματικά. Πριν όμως προλάβω να το καλοσκεφτώ την βλέπω να μπαίνει στο μαγαζί με δύο τυπάδες, αγριογκόμενους, μηχανόβιους με δερμάτινα κι εκείνη ανάμεσά τους. Με πλησιάζει και μου σκάει ένα φιλί στο μάγουλο. Το στόμα της μύριζε έντονα αλκοόλ και φαινόταν πολύ κεφάτη και πολύ ζαλισμένη.
«Να σου συστήσω τα παιδιά. Ο Νικόλας και ο Άγγελος. Φιλαράκια».
Χαιρετηθήκαμε με τους άλλους. «Φιλαράκια; Από πού;» αναρωτήθηκα αλλά δεν είπα τίποτα. Παραγγείλαμε ποτά. Η Λιάνα μιλούσε με όλους μας αλλά πιο πολύ με τους τύπους και ήταν ιδιαίτερα διαχυτική μαζί τους.
Κάποια στιγμή γυρίζει και μου λέει «περνάμε πολύ καλά γελάσαμε πολύ όλο το απόγευμα και παίξαμε πολύ!».
Δηλαδή;
«Τι δηλαδή; Παίξαμε! Είναι φοβεροί τύποι!». Οι φοβεροί τύποι μπαλαμούτιαζαν διακριτικά την μικρή μου.
Όσο όμως έμπαινε κόσμος και το μαγαζί γέμιζε και στριμωχνόμασταν τόσο πιο διαχυτικοί γινόντουσαν. Κάποια στιγμή βλέπω τα χέρια και των δύο να χουφτώνουν τον κώλο της για τα καλά. Κάτι να της ψιθυρίζουν στο αυτί. Κάτι να βάζουν το χέρι τους μέσα από την μπλούζα στην πλάτη της. Παίζαν για τα καλά.
Εγώ φυσικά δεν μπορούσα να πω τίποτα. Την είχα πρήξει τόσους μήνες να παίξει, τώρα τι να έλεγα; Αφέθηκα να δω που θα πάει το πράγμα. Και πήγε! Στην τουαλέτα. Αρχικά εκείνη μόνη. Σε μισό λεπτό την ακολούθησε ο ένας από τους δύο. Γύρισαν σχετικά γρήγορα. Ήταν φανερό ότι δεν είχε γίνει κάτι σοβαρό. Μόνο τα μαγουλάκια της ήταν αρκετά αναψοκοκκινισμένα. Διάλεξα τη στιγμή να της κάνω πλάκα;
«Δεν πιστεύω να ρίξατε κανένα γαμήσι στην τουαλέτα;» της λέω.
«Στην τουαλέτα; Όχι βέβαια! Γαμιόμασταν 6 ώρες στο σπίτι των παιδιών» μου είπε και με άφησε άναυδο. «Ορίστε;».
«Αυτό δεν ήθελες; Με ξέσκισαν μωρό μου! Και θα με ξεσκίσουν κι άλλο απόψε!». Ξεροκατάπια. «Τι λέτε εσείς» ρώτησε ο Νικόλας.
«Τίποτα καλό μου, λέω στον άντρα μου πως περάσαμε το απόγευμα σπίτι σου». «Α!» έκανε ο άλλος
«Σούπερ! Πολύ πρώτο το μωρό σου!». «Το μωρό μας πια» συμπλήρωσε ο Άγγελος και την τράβηξε με δύναμη απάνω του αγγίζοντας τα στήθια της. Συνεχίσαμε να πίνουμε και να μιλάμε σαν να μην έτρεχε τίποτα.
Εγώ βέβαια έβραζα από ζήλια και κάβλα. Εκείνη αφηνόταν όλο και πιο πολύ. Σε κάποια φάση την βλέπω να την έχει πάρει σφιχτά αγκαλιά με την πλάτη της γυρισμένη προς αυτόν. Έχει ανοίξει το κουμπί από το παντελόνι της κι έχει χώσει το χέρι του μέσα ενώ το άλλο χέρι είναι κάτω από την μπλούζα της και παίζει με τα βυζάκια της. Ήταν απίστευτο αυτό που έβλεπα. Και κυρίως ο τρόπος που η Λιάνα με κοίταζε με μισόκλειστα μάτια παραδομένη στην ηδονή. Με τον κόσμο που είχε κανείς δεν μας έπαιρνε χαμπάρι τι κάνουμε.
Μετά από λίγο την είδα να γέρνει ελαφρά προς τα εμπρός και να ψιθυρίζει «Χύνω!». Έχυνε κανονικά! Τα δάχτυλα του της άνοιγαν το μουνί και εκείνη έχυνε σαν πουτανάκι. Τότε πήρε σειρά ο άλλος. Την πήρε από τα χέρια του και την αγκάλιασε εκείνος ρίχνοντας της ένα παθιασμένο γλωσσόφιλο. Ο Άγγελος έγλειφε επιδεικτικά τα δάχτυλα του με τα υγρά της τη στιγμή που ο Νικόλας έβαζε το χέρι του μέσα από το παντελόνι της, αυτή τη φορά όμως από πίσω. Από το κωλαράκι της.
Εκείνη τον βοήθησε μάλιστα σκύβοντας πάλι ελαφρά προς τα μπρος. Μέχρι να γυρίσω να παραγγείλω άλλο ένα ποτό, της είχε βάλει κανονικά κωλοδάχτυλο κι ενώ όσες φορές είχα επιχειρήσει να της κάνω το ίδιο τον τελευταίο καιρό, έβαζε τις φωνές, τώρα το δεχόταν αδιαμαρτύρητα. «Ακόμα ανοιχτό είναι, μωρό μου» άκουσα να της λέει, απόδειξη ότι της το είχαν ήδη ανοίξει από το απόγευμα. «Και θα είναι συνέχεια, απόψε» του απάντησε ναζιάρικα.
Άρχισα να τα παίρνω στο κρανίο για τα καλά. Όχι τόσο γι αυτά που έκανε εκεί μπροστά μου, όσο για το ότι εγώ δεν έκανα τίποτα. Έβαλα το μπουφάν μου και σηκώθηκα να φύγω. «Που πας;» μου λέει. «Φεύγω». «Δεν έχεις να πας πουθενά! Εδώ θα μείνεις και θα το ζήσεις όλο!» απαίτησε. «Αλλιώς χωρίζουμε τώρα!». Έπαθα πλάκα με την απειλή της. Δεν την περίμενα και φυσικά δεν είχα καμιά πρόθεση να χωρίσουμε. Την ήθελα ακόμη. Την ήθελα πολύ. «Αν καθίσω, θα παίξω κι εγώ!» της ψιθύρισα. «Όταν χορτάσω αυτούς τους δύο και με χορτάσουν κι αυτοί, ίσως να σε αφήσω να κάνεις κι εσύ κάτι» μου απάντησε αποστομωτικά και μετά της ξέφυγε ένας αναστεναγμός.
Το δάχτυλο του Νικόλα είχε καρφωθεί βαθιά μέσα στην κωλοτρυπίδα της. Της γύρισε το κεφάλι και άρχισε να την φιλάει πάλι με πάθος. Το παιχνίδι συνεχίστηκε έτσι για πολλή ώρα με τους τρεις τους σε διαφορετικά συμπλέγματα και τα ποτά να διαδέχονται το ένα το άλλο. Όσο μάλιστα περνούσε η ώρα τόσο «αγρίευαν» τα πράγματα κι ανέβαινε η κάβλα.
Μην αντέχοντας άλλο, κάποια στιγμή της λέω «Λιάνα, πάμε τώρα στην τουαλέτα μαζί». Εκείνη έκανε να φέρει αντιρρήσεις αλλά την άρπαξα από το μπράτσο και σχεδόν την έσυρα στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Μόλις μπήκαμε μέσα της λέω πάλι «Τι είναι πουτανίτσα μου; Θέλεις γαμησάκια με τα αγοράκια σου; Θα τα έχεις! Αφού όμως μου πάρεις το τσιμπούκι της ζωής σου!». Λέγοντά της αυτά της ανεβάζω τη μπλούζα μέχρι το λαιμό και αρπάζω τα στήθια της που ήταν κατακόκκινα από το χούφτωμα των άλλων. Μετά της ανοίγω το παντελόνι και της το κατεβάζω μέχρι τα γόνατα. Βάζω το χέρι μου στο μουνάκι της. Ήταν φυσικά μούσκεμα όπως και το βρακί της. Κατεβάζω το καπάκι και κάθομαι στην τουαλέτα. «Ρούφα το τώρα, ξεκωλιάρα μου».
Δεν ήθελε δεύτερη κουβέντα, έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να γλείφει το καβλί μου που εδώ και ώρες ήταν τεράστιο. Έκλεισα τα μάτια και απολάμβανα το τσιμπούκωμα. Η πουτάνα μου έπαιρνε την ωραιότερη και πιο λαίμαργη πίπα που μου είχε πάρει και τα οχτώ χρόνια που είμαστε μαζί. Κάποια στιγμή ακούω έναν θόρυβο αλλά δεν έδωσα σημασία για να μην κοπεί η απίστευτη ηδονή που ένιωθα. Ώσπου ακούω τη δικιά μου να βογκάει περίεργα καθώς με ρουφούσε. Ανοίγω τα μάτια και τι να δω; Ο Άγγελος την γαμούσε στην ψύχρα από τον κώλο. Της τον ξέσκιζε κανονικά έτσι όπως ήταν σκυμμένη επάνω μου. Έπαθα πλάκα! Σε δευτερόλεπτα μέσα άδειαζα το σπέρμα μου στο στόμα της κι εκείνος στην κωλοτρυπίδα της. Σηκώνομαι και κάνω να βγω έξω να πλυθώ όταν ακούω εκείνον να της λέει: «Εσύ δεν πας πουθενά!» και να κλείνει την πόρτα πίσω τους. Μάζεψα το παντελόνι μου και μέχρι να πλύνω τα χέρια μου τον άκουσα να της λέει: «Μέχρι το πνευμόνι θα στο χώσω τώρα». Την τσιμπούκωνε κανονικά.
Έστησα αυτί και τον άκουγα να την προτρέπει να του τον αδειάσει. Είχα αρχίσει να καυλώνω και πάλι. Ήμουν έτοιμος να μπουκάρω ξανά στην τουαλέτα όταν έσκασε μύτη ο Νικόλας. «Τι έγινε ρε παιδιά, γιατί με αφήσατε εκεί έξω μόνο; Που είναι οι άλλοι;». Μέσα του λέω και του δείχνω την πόρτα. «Α! Ωραία! Τότε να μπω και γω μέσα» μου λέει, σπρώχνει την πόρτα και την ανοίγει. Η δικιά μου ήταν ολόγυμνη και ρουφούσε τα αρχίδια του Άγγελου ενώ εκείνος την κρατούσε από τα μαλλιά.
Ο Νικόλας έκλεισε κι αυτός με τη σειρά του την πό
ρτα. Το τι επακολούθησε δεν το είδα αλλά το άκουσα από έξω. «Τώρα θα σε κάνουμε αληθινή πουτάνα», «Θα σε πάρουμε και μετά θα βάλουμε όλους τους άντρες του μαγαζιού να σε γαμήσουν νουμεράδα», «Ναι! Θέλω να με γαμήσουν όλοι!», «Εμείς θα σε γαμάμε μέχρι τη Δευτέρα παρουσία όμως, καριολάκι», «Οι τρύπες σου μας ανήκουν».
Την ξέσκιζαν κανονικά. Βγήκα έξω και πήγα και κάθισα στη θέση μου στο μπαρ. Παράγγειλα άλλο ένα ποτό κι άρχισα να παίζω με την γκαρσόνα για να ξεχαστώ λίγο. Κουκλάρα η γκαρσόνα. Της πάσαρα και το τηλέφωνο μου για να την έχω «κάβα». Το μυαλό μου όμως ήταν στις τουαλέτες και το τι γινόταν εκεί και ιδιαίτερα στις τρύπες της γυναίκας μου.
Δεν άργησα να μάθω. Σε λίγο τους είδα να έρχονται και να κάθονται. Εκείνοι σερνόντουσαν, τους είχαν κοπεί τα πόδια. Η Λιάνα σαν την καλή χαρά. Με τα μπουτάκια της λίγο πιο πολύ ανοιγμένα μόνο. Ο μπάρμαν που είχε πάρει πρέφα την δουλειά κέρασε μια γύρα σφηνάκια. «Τελευταία γιατί κλείνουμε σε λίγο! Στην υγειά σας!».
Τότε συνειδητοποίησα ότι ήμασταν εκεί μέσα πάνω από 6 ώρες. Είχε φτάσει 3μιση. Το μαγαζί έκλεινε. Ήπιαμε τα σφηνάκια και ήμασταν έτοιμοι πια να φύγουμε όταν είδα τον Άγγελο να λέει κάτι στο μπάρμαν. Εκείνος ένευσε καταφατικά. «Παιδιά, κανόνισα! Θα φύγουν όλοι αλλά εμείς μπορούμε να μείνουμε μέχρι το πρωί. Το παλικάρι είναι φίλος! Έβαλε όμως έναν όρο!». Τι όρο;
«Να μείνει κι αυτός μαζί μας για να προσέχει το μαγαζί!» είπε κλείνοντας με νόημα το μάτι.