Ξύπνησα πρώτη δίπλα του ιδρωμένη απ' τη ζέστη και γυμνή. Η ώρα ήταν 3 τη νύχτα. Το 'χουμε συνήθειο και οι δύο να ξυπνάμε τέτοια ώρα περίπου. Έβαλα το πολύ ανοιχτό ροζ και κοντό νυχτικάκι μου και κατευθύνθηκα στην κουζίνα για να πιω νερό. Το δέρμα μου γυάλιζε από τη ζέστη και τον ιδρώτα. Πήρα κρύο νερό απ’ το ψυγείο και προτού βάλω το ποτήρι στο στόμα μου, το πέρασα στο λαιμό μου, στο στέρνο μου, στους ώμους μου. Αναστέναξα από ευχαρίστηση. Οι ρώγες μου αμέσως σκλήρυναν χωρίς να τις αγγίξω. Καθώς έπινα νερό σταγόνες έσταξαν απ' το ποτήρι και κατευθύνθηκαν προς το στήθος μου. Δεν είχα ακούσει τα βήματά του. Ήρθε και κόλλησε πίσω μου. Τα χέρια του μου έσφιξαν τη μέση. Ένα βογκητό μου ξέφυγε.
- Να σου βάλω νερό;
- Δε χρειάζεται.
Πίεσε περισσότερο την ψωλή του στον κώλο μου. Εγώ έβαλα τα χέρια μου στο νεροχύτη και του τριβόμουν. Βογκούσα και το ευχαριστιόμουν. Απομακρύνθηκε.
- Βάλε μου!
Του γεμίζω το ποτήρι με το μουνί μου να είναι πρησμένο και υγρό.
- Γύρνα πάλι, μου λέει.
Γυρίζω, κολλάει πάλι πίσω μου, πίνει μια γουλιά και ξαφνικά μου τραβάει τα μαλλιά με δύναμη προς τα πίσω. Αρχίζει και χύνει το παγωμένο νερό μέσα στο νυχτικό μου, ανάμεσα στα βυζιά μου, ενώ παράλληλα μου δαγκώνει δυνατά το λαιμό. Εγώ από την καύλα και το κρύο αναστενάζω δυνατά. Αφήνει το ποτήρι στην άκρη και αρχίζει και μου χουφτώνει δυνατά τα βυζιά πάνω απ’ το βρεγμένο πια νυχτικό. Μου τα τρίβει, μου τα τραβάει, βάζει το χέρι του μέσα και τσιμπάει τις καυλωμένες μου ρώγες. Φωνάζω:
- Έτσι καργιόλη, τσίμπα τες δυνατά! Μη σταματάς.
Κολλάει το στόμα του στο αφτί μου.
- Νιώθεις την καύλα πουτάνα;
Τις τσιμπούσε, τις τράβαγε, τις έτριβε. Φώναζα και τα χύσια μου έτρεχαν ποτάμι ανάμεσα στα μπούτια μου. Με είχε εγκλωβίσει ανάμεσα στο νεροχύτη κι εκείνον. Τα πόδια μου έτρεμαν. Τα χέρια του άφησαν το στήθος μου και κατευθύνθηκαν προς τα κάτω. Σήκωσε άγρια το νυχτικό μου και μου έχωσε κατευθείαν δύο δάχτυλα στη μουνότρυπα.
- Αυτό το μουνί είναι δικό μου, ακούς γαμιόλα; Μόνο για μένα θα χύνει έτσι!
- Ναι καργιόλη, ναι! Ξέσκισέ το μου.
Έχυνα ασταμάτητα. Ένιωθα μόνο καύλα εκείνη τη στιγμή. Έχωσε και τρίτο δάχτυλο, μου το γαμούσε κανονικά και με τον αντίχειρα του έτριβε την κλειτορίδα. Η ψωλή του σκληρή να πιέζει την κωλοχαράδρα μου. Η ανάσα του είχε βαρύνει.
- Χώσε την ψωλή σου γαμιόλη, δεν αντέχω άλλο.
- Στον κώλο πρώτα πουτανί.
Ανοίγει με τα δυο του χέρια τα κωλομέρια μου, φτύνει την κωλοτρυπίδα και μπαίνει αμέσως δυνατά και άγρια μέσα. Ουρλιάζω δυνατά. Ο πόνος ήταν που με καύλωσε ακόμα περισσότερο. Νιώθω να μου σκίζει τον κώλο στα δύο. Πονάω και καυλώνω μαζί. Μου τραβάει τα μαλλιά και με σφυροκοπάει. Με καρφώνει άγρια. Βογκάει δυνατά.
- Βλέπεις πως σου σκίζω το κωλάντερο μωρή γαμιόλα; Αυτό δε θέλεις; Αυτό σου αξίζει. Είσαι η πουτάνα μου, το τσουλάκι μου.
Δε σταματάει να με ξεσκίζει. Φωνάζουμε δυνατά και οι δύο πλέον. Η καύλα μας απερίγραπτη.
- Με σκίζεις γαμημένε. Μου σκίζεις τον κώλο. Μη σταματάς. Μάτωσέ τον μου!
- Θα σου χύσω το κωλί ξεφτιλισμένη.
- Στο μουνί θέλω, στο μουνί μέσα να χύσεις.
Βγαίνει απ' τον κώλο μου και με καρφώνει με δύναμη κατευθείαν στο μουνί. Αρχίζω και χύνω πάλι δυνατά.
- Σου σκίζω τη μούνα, πάρε την ψωλή μου! Παρ’ τη ψώλα!
- Ναι ρε ξεφτιλισμένε… κάρφωσε με, μη με λυπάσαι. Πάρε όλα μου τα χύσια, για την ψώλα σου χύνω έτσι!
Είχαμε χάσει και οι δύο την αίσθηση του χρόνου. Βογκούσαμε και φωνάζαμε και οι δύο δυνατά. Γαμιόμασταν όρθιοι σα ζώα στον πάγκο της κουζίνας.
- Χύνω πουτάνα, χύνω στη μούνα σου μέσα, παρ’ τα ψώλα.
Μου τα έδινε όλα. Μέσα στο μουνί μου. Εκεί στα όρθια. Καθίσαμε έτσι για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητοι σ’ αυτή τη στάση. Βγήκε από μέσα μου, με φιλάει για πρώτη φορά απ' όταν ξυπνήσαμε στο στόμα.
- Πάμε να ξαπλώσουμε.
- Έρχομαι, πήγαινε εσύ.
Γεμίζω το ίδιο ποτήρι που άδειασε πάνω μου, το πίνω όλο και επιστρέφω στην κρεβατοκάμαρα. Βγάζω το νυχτικό μου και ξαπλώνω δίπλα του. Όχι ιδρωμένη πια, αλλά υγρή με τα χύσια μας. Με παίρνει αγκαλιά και κοιμόμαστε έτσι μέχρι το πρωί.
- Να σου βάλω νερό;
- Δε χρειάζεται.
Πίεσε περισσότερο την ψωλή του στον κώλο μου. Εγώ έβαλα τα χέρια μου στο νεροχύτη και του τριβόμουν. Βογκούσα και το ευχαριστιόμουν. Απομακρύνθηκε.
- Βάλε μου!
Του γεμίζω το ποτήρι με το μουνί μου να είναι πρησμένο και υγρό.
- Γύρνα πάλι, μου λέει.
Γυρίζω, κολλάει πάλι πίσω μου, πίνει μια γουλιά και ξαφνικά μου τραβάει τα μαλλιά με δύναμη προς τα πίσω. Αρχίζει και χύνει το παγωμένο νερό μέσα στο νυχτικό μου, ανάμεσα στα βυζιά μου, ενώ παράλληλα μου δαγκώνει δυνατά το λαιμό. Εγώ από την καύλα και το κρύο αναστενάζω δυνατά. Αφήνει το ποτήρι στην άκρη και αρχίζει και μου χουφτώνει δυνατά τα βυζιά πάνω απ’ το βρεγμένο πια νυχτικό. Μου τα τρίβει, μου τα τραβάει, βάζει το χέρι του μέσα και τσιμπάει τις καυλωμένες μου ρώγες. Φωνάζω:
- Έτσι καργιόλη, τσίμπα τες δυνατά! Μη σταματάς.
Κολλάει το στόμα του στο αφτί μου.
- Νιώθεις την καύλα πουτάνα;
Τις τσιμπούσε, τις τράβαγε, τις έτριβε. Φώναζα και τα χύσια μου έτρεχαν ποτάμι ανάμεσα στα μπούτια μου. Με είχε εγκλωβίσει ανάμεσα στο νεροχύτη κι εκείνον. Τα πόδια μου έτρεμαν. Τα χέρια του άφησαν το στήθος μου και κατευθύνθηκαν προς τα κάτω. Σήκωσε άγρια το νυχτικό μου και μου έχωσε κατευθείαν δύο δάχτυλα στη μουνότρυπα.
- Αυτό το μουνί είναι δικό μου, ακούς γαμιόλα; Μόνο για μένα θα χύνει έτσι!
- Ναι καργιόλη, ναι! Ξέσκισέ το μου.
Έχυνα ασταμάτητα. Ένιωθα μόνο καύλα εκείνη τη στιγμή. Έχωσε και τρίτο δάχτυλο, μου το γαμούσε κανονικά και με τον αντίχειρα του έτριβε την κλειτορίδα. Η ψωλή του σκληρή να πιέζει την κωλοχαράδρα μου. Η ανάσα του είχε βαρύνει.
- Χώσε την ψωλή σου γαμιόλη, δεν αντέχω άλλο.
- Στον κώλο πρώτα πουτανί.
Ανοίγει με τα δυο του χέρια τα κωλομέρια μου, φτύνει την κωλοτρυπίδα και μπαίνει αμέσως δυνατά και άγρια μέσα. Ουρλιάζω δυνατά. Ο πόνος ήταν που με καύλωσε ακόμα περισσότερο. Νιώθω να μου σκίζει τον κώλο στα δύο. Πονάω και καυλώνω μαζί. Μου τραβάει τα μαλλιά και με σφυροκοπάει. Με καρφώνει άγρια. Βογκάει δυνατά.
- Βλέπεις πως σου σκίζω το κωλάντερο μωρή γαμιόλα; Αυτό δε θέλεις; Αυτό σου αξίζει. Είσαι η πουτάνα μου, το τσουλάκι μου.
Δε σταματάει να με ξεσκίζει. Φωνάζουμε δυνατά και οι δύο πλέον. Η καύλα μας απερίγραπτη.
- Με σκίζεις γαμημένε. Μου σκίζεις τον κώλο. Μη σταματάς. Μάτωσέ τον μου!
- Θα σου χύσω το κωλί ξεφτιλισμένη.
- Στο μουνί θέλω, στο μουνί μέσα να χύσεις.
Βγαίνει απ' τον κώλο μου και με καρφώνει με δύναμη κατευθείαν στο μουνί. Αρχίζω και χύνω πάλι δυνατά.
- Σου σκίζω τη μούνα, πάρε την ψωλή μου! Παρ’ τη ψώλα!
- Ναι ρε ξεφτιλισμένε… κάρφωσε με, μη με λυπάσαι. Πάρε όλα μου τα χύσια, για την ψώλα σου χύνω έτσι!
Είχαμε χάσει και οι δύο την αίσθηση του χρόνου. Βογκούσαμε και φωνάζαμε και οι δύο δυνατά. Γαμιόμασταν όρθιοι σα ζώα στον πάγκο της κουζίνας.
- Χύνω πουτάνα, χύνω στη μούνα σου μέσα, παρ’ τα ψώλα.
Μου τα έδινε όλα. Μέσα στο μουνί μου. Εκεί στα όρθια. Καθίσαμε έτσι για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητοι σ’ αυτή τη στάση. Βγήκε από μέσα μου, με φιλάει για πρώτη φορά απ' όταν ξυπνήσαμε στο στόμα.
- Πάμε να ξαπλώσουμε.
- Έρχομαι, πήγαινε εσύ.
Γεμίζω το ίδιο ποτήρι που άδειασε πάνω μου, το πίνω όλο και επιστρέφω στην κρεβατοκάμαρα. Βγάζω το νυχτικό μου και ξαπλώνω δίπλα του. Όχι ιδρωμένη πια, αλλά υγρή με τα χύσια μας. Με παίρνει αγκαλιά και κοιμόμαστε έτσι μέχρι το πρωί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου