ερωτικές ιστορίες

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Οι ιστορίες ΔΕΝ είναι δικές μας...είναι απλά μια προσπάθεια να μαζέψουμε όσο γίνετε πιό πολλές ελληνικές ιστορίες μαζεμένες..Περιμένω ανυπόμονα τα σχόλιά σας... Καλή και... καυτή ανάγνωση..

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Το κέρατο δε χωνεύεται εύκολα (Η συνέχεια)


 Τα τελευταία Χριστούγεννα τα πέρασα στο χωριό με τους δικούς μου. Δεν είχα και κάτι άλλο να κάνω στην Αθήνα. Ήθελα να νιώσω δίπλα στους δικούς μου. Ήμουν εκεί τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Ο χωρισμός μου με τη Γιάννα ήταν πλέον γνωστός στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον· αν και ποτέ δεν εξήγησα σε κανέναν, ούτε και στους γονείς μου, τι ακριβώς συνέβη και χωρίσαμε. Δεν ήθελα τα προσωπικά μου να τα ξέρουν οι άλλοι. Η Γιάννα με το Μαράκι μας έμειναν στην Αθήνα. Όμως δεν μου έλειπε μόνο η μικρή, αλλά και η Γιάννα. Μπορεί να είχε κάνει όσα είχε κάνει σε μένα, αλλά δεν έπαψα ποτέ να αναζητώ τη συντροφιά της.


Στο χωριό έφτασα στις 21 του Δεκέμβρη. Ήταν Σάββατο. Την ίδια μέρα η μάνα μου είχε καλέσει και την κυρία Ευσταθία. Μια μακρινή ξαδέρφη του πατέρα μου. Μαζί της ήρθε και η Ντίνα, η κόρη της κυρίας Ευσταθίας. Μία τριανταπεντάρα ζωντοχήρα. Ήταν μια γυναίκα μελαχρινή. Ψηλή με λίγη περιφέρεια, όχι όμως άσχημη. Με το που ήρθε δεν άργησε να αρχίσει τα ξάδερφε και τα ξάδερφε και όλο να με καρφώνει με το βλέμμα της. Αυτή η κοπέλα, όσο και να ήθελε να δείξει ότι ξέρει να μιλάει σωστά την Ελληνική, δε μπορούσε. Ήξερε για τις σπουδές μου και προφανώς ένιωθε άβολα απέναντί μου. Όσο την άκουγα, το διασκέδαζα. Και εκεί που καθόμασταν και πίναμε έναν καφέ, της λέω:

- Να σου πω, βρε Ντίνα μου, από πού κι ως πού ξαδέρφια εμείς οι δυο; Ο πατέρας μου με τη μάνα σου είναι, αν δεν κάνω λάθος, τέταρτα για πέμπτα ξαδέρφια. Από πού κι ως πού εμείς ξαδέρφια;

- Ε, Δημήτρη μου, πετάχτηκε η κυρία Ευσταθία, έχεις δίκιο παιδί μου.

- Κοίτα, Ντίνα, μπορείς σε παρακαλώ να με φωνάζεις με το όνομά μου; Εξάλλου μικρό με είχαν βαφτίσει, αν δεν κάνω λάθος, σε παρακαλώ!

- Εντάξει, Δημήτρη… είπε με ένα χαμόγελο.

Σε κάποια στιγμή η μάνα μου πήγε στη γειτονιά με την κυρία Ευσταθία. Μείναμε οι δυο μας. Τότε σκέφτηκα να σπάσω μεγαλύτερη πλάκα μαζί της.

- Ντίνα, θα πιούμε κανένα τσιπουράκι; Έχω καιρό να πιω και το επιθύμησα το άτιμο, εκτός βέβαια αν είσαι κανένα ξενέρωτο χωριατοκόριτσο και το πιο σκληρό ποτό που πίνεις είναι χυμός πορτοκάλι.

- Α, Δημητράκη μου, με προσβάλλεις. Για βάλε να σε δω εσένα, που μας το παίζεις πρωτευουσιάνος!

Σηκώθηκα και πήρα την καράφα με το τσίπουρο. Έκοψα και κάτι αλλαντικά και τυριά που βρήκα στο ψυγείο της κυρίας Μαρίας. Καθίσαμε κι αρχίσαμε να συζητάμε.

- Και να σου πω βρε Ντίνα μου, πώς περνάτε μέσα στο καταχείμωνο εδώ στο χωριό;

- Τι σου πω βρε Δημήτρη; Εδώ είναι λίγο βαρετά τα πράγματα. Όταν είσαι και μόνη σου, όπως εγώ, δύσκολα.

- Καλά, βρε συ, μετά που χώρισες δε βρήκες τίποτα;

- Όχι, ναι, δηλαδή οι σχέσεις που έκανα ήταν μιας βραδιάς. One-night stand που λέτε και εσείς οι Αθηναίοι, κι αυτό όποτε τύχει, ξάδερφε! Εδώ η κοινωνία είναι μικρή και δε συγχωράει τις χωρισμένες. Είναι αμαρτωλές…

είπε και μου φάνηκε σα να βούρκωσε, αλλά το έκρυψε πίσω από ένα χαμόγελο.

- Δεν σου είπα να μη με ξαναπείς ξάδερφο; Είπα για να ελαφρύνω την κατάσταση.

- Αχ, ναι, συγγνώμη. Αλήθεια εσύ, πώς και μόνος; Μετά το χωρισμό σου, δε βρήκες τίποτα;

- Μπα, όχι. Δεν ήθελα δεσμεύσεις. Εξάλλου είναι και το παιδί. Δε βαριέσαι;… τυχερά είναι αυτά. Προτιμώ την ίδια τακτική με σένα.

- Κατάλαβα…

είπε και σηκώσαμε τα ποτήρια και τα τσουγκρίσαμε.

- Και το βράδυ αν θέλει κανένας να βγει, έχει κανένα καλό μέρος;

- Ναι, αμέ. Έχει και για φαγητό και για διασκέδαση.

- Ωραία τότε, αν δεν έχεις κανονισμένο τίποτα, δηλαδή θα ήθελες να πάμε απόψε να ξεδώσουμε;

- Ναι, αμέ… πολύ ευχαρίστως. Ωραία, θα βρεθούμε κατά τις δέκα το βράδυ.

Η Ντίνα κάθισε λίγο ακόμα. Σε λίγο φάνηκαν η μανάδες μας. Η Ντίνα έφυγε με τη μάνα της. Εγώ πήγα έκανα ένα μπάνιο και ξάπλωσα. Έβαλα το κινητό μου να χτυπήσει κατά τις εννιά. Σε λίγο με πήρε ο ύπνος.

Στις εννιά ξύπνησα και πραγματικά ένιωσα πόση κούραση είχα μαζέψει. Ήταν και τα τσίπουρα… σε μια στιγμή σκέφτηκα να το ακυρώσω. Αλλά πάλι το σκέφτηκα ξανά.

Πήρα τηλέφωνο τη Γιάννα και ζήτησα να ακούσω τη μικρή. Ύστερα μιλήσαμε και με τη Γιάννα. Η μικρή με ζητούσε συνέχεια και στενοχωριόταν, που δεν ήταν μαζί μου τα Χριστούγεννα. Δεν ήθελα και πολύ να με πάρει και μένα από κάτω. Μόνο και μόνο ότι το παιδί ήταν στενοχωρημένο, θα μπορούσα να φύγω για την Αθήνα εκείνη την στιγμή. Και μάλιστα το είπα και στη Γιάννα:

- Ξέρεις, Γιάννα μου, δεν το έχω σε τίποτα να έρθω απόψε κιόλας εκεί.

- Όχι, Δημήτρη, μου. Το παιδί, παιδί είναι. Θα συνέλθει. Κοίτα να χαλαρώσεις και να ξεκουραστείς. Τράβηξες πολύ στρες στη δουλειά τον τελευταίο καιρό.

- Σε ευχαριστώ, που με καταλαβαίνεις, Γιάννα μου. Ε, πριν την πρωτοχρονιά θα έρθω. Να της πεις ότι την πρωτοχρονιά θα είμαστε μαζί, οι τρεις μας και υπόσχομαι και στις δύο ότι θα περάσουμε υπέροχα.

- Εντάξει, θα της το πω, είπε με ένα ύφος που έδειξε ότι χάρηκε κι εκείνη.

Κλείσαμε το τηλέφωνο. Με το που έκλεισα, με πήρε η Ντίνα στο καπάκι, μου είπε ότι είναι έτοιμη και με περιμένει. Δεν άργησα κι εγώ να ντυθώ. Σε λίγο ήμουν με το αμάξι έξω από το σπίτι της. Η Ντίνα είχε ντυθεί ωραία, αλλά και προκλητικά. Όσο το βάψιμο της, αλλά και το ντύσιμό της ήταν σαν να μου έλεγαν: «Όρμα, το πεδίο είναι ελεύθερο».

Φύγαμε. Αρχικά πήγαμε για φαγητό σε ένα εστιατόριο της πόλης. Αργότερα πήγαμε σε ένα μπαράκι για ποτό. Από τα ποτά και τη μουσική η ατμόσφαιρα ήταν άκρως ερωτική. Σε κάποια στιγμή η Ντίνα με έπιασε και αρχίσαμε να χορεύουμε. Σφιγγόταν και τριβόταν επάνω μου. Με είχε ανάψει για τα καλά. Σταματήσαμε λίγο το χορό. Πήγαμε στο μπαρ. Έκανα νόημα στο μπάρμαν και πλήρωσα το λογαριασμό.

- Τι έγινε, φεύγουμε κιόλας;

- Ναι, θα πάμε κάπου πιο καλά.

- Ok, αλλά πού;

- Θα δεις, έχε μου εμπιστοσύνη.

Βγήκαμε έξω. Πηγαίναμε προς το αμάξι. Τη Ντίνα την είχε χτυπήσει λίγο το ποτό. Κρατιόταν πάνω μου. Γυρίζω προς το μέρος της. Την πιάνω και την αγκαλιάζω. Τη φιλάω με πάθος στο στόμα. Εκείνη ανταπέδωσε με πάθος. Ήταν σαν να το περίμενε εδώ και ώρα. Ξεκολλήσαμε να πάρουμε ανάσα.

- Σε γουστάρω, πολύ και σε θέλω απόψε… είπα κοιτώντας την στα μάτια.

- Και εγώ σε γουστάρω και σε θέλω δικό μου απόψε… μου είπε με τη μία.

Δεν περίμενα κάποια διαφορετική αντίδραση από τη Ντίνα. Είδα τι ήταν. Πήγαμε στο αμάξι και αρχίσαμε τα φιλιά. Ύστερα ξεκινήσαμε και σε λιγότερο από μισή ώρα βρεθήκαμε σε ένα ξενοδοχείο της πόλης.

Όταν μπήκαμε στο δωμάτιο ο ένας ξεγύμνωσε τον άλλον και αρχίσαμε τα φιλιά. Με πέταξε ανάσκελα στο κρεβάτι σπρώχνοντάς με. Με τη μία άρχισε να μου παίρνει μια βαθιά πίπα. Μου θύμισε τις πουτάνες στους οίκους ανοχής που πήγαινα πότε-πότε. Χωρίς πολλά λόγια, κατευθείαν στο έργο.

Μετά από λίγο με καβάλησε παίρνοντας τον πούτσο μου ολόκληρο μέσα της. Άρχισε να ανεβοκατεβαίνει. Τον έπαιρνε ολόκληρο. Το μουνί της, αν και αρκετά ανοιχτό, προφανώς το γλεντούσε συχνά, είχε αρκετά καλή αίσθηση. Την έβαλα στα τέσσερα. Είχε μια απίστευτη κωλάρα. Μου άρεσε που την έβλεπα καθώς την γαμούσα. Θα έχυνα, αν συνέχιζα λίγο ακόμα.

Βγήκα. Ξάπλωσα δίπλα της και άρχισα να παίζω με τα πλούσια στήθη της. Οι ρώγες της είχαn πεταχτεί. Την έβαλα ανάσκελα και χώθηκα μέσα της. Άρχισα πάλι να την γαμάω. Η Ντίνα ένιωθε πολύ καυλωμένη σε αυτήν τη στάση. Το ένιωθα από τα υγρά της που έτρεχαν σαν ποτάμι. Της σήκωσα τα πόδια και άρχισα να την γαμάω πιο δυνατά. Έχυσε δυνατά σφίγγοντάς με από τα μπράτσα. Τον έβγαλα και έχυσα πάνω στην κοιλιά και τα βυζιά της. Ξάπλωσα δίπλα της λαχανιασμένος. Άρχισε να με φιλάει και να μου λέει διάφορα γλυκόλογα. Μου έλεγε ότι με γούσταρε από μικρό, αλλά το γεγονός ότι ήμουν τρία χρόνια μικρότερός της την έκανε να διστάζει για κάτι τέτοιο.

Αν και η Ντίνα δε θα έλεγα ότι ήταν η γυναίκα που θα με συγκινούσε ποτέ, μια και ούτε είχε την ομορφιά της Γιάννας, ούτε και της Χριστίνας ακόμα, με έκανε να αισθανθώ μετά από πολύ καιρό όμορφα όταν έκανα έρωτα. Αν εξαιρέσω μια περίπτωση, σε μια περιπέτεια πέντε ημερών που είχα με μια κοπέλα, τη Βίκυ, την οποία γνώρισα σε ένα μπαρ από κοινούς γνωστούς, οι άλλες όλες επαφές μου φαινόταν ψεύτικες. Τόσο οι υπόλοιπες περιστασιακές σχέσεις που έκανα, τις οποίες σταματούσα το δεύτερο βράδυ, όσο και οι επαφές με κοπέλες του αγοραίου έρωτα, δε μου είχαν δείξει ότι ικανοποιούνται μαζί μου. Οι κοπέλες του αγοραίου έρωτα ιδιαίτερα προσποιούνταν, πότε πειστικά πότε όχι, ότι είναι ερεθισμένες και γουστάρουν. Οι άλλες κι εκείνες δεν μου γέμιζαν το μάτι. Με τσάτιζε πάρα πολύ η γυναικεία αυτή υποκρισία και την καταλάβαινα. Πολλές φορές όταν τελείωνα μαζί τους, καθόμουν και σύγκρινα την υποκρισία που βίωσα από τη Γιάννα και τη Χριστίνα με την δική τους και πραγματικά φρίκαρα. Κι ήταν ο κύριος λόγος που δεν προχωρούσα καμία σχέση. Υποκρισία παντού σε όλα της τα είδη, στην αγάπη, στον έρωτα, στο σεξ.

Με την Ντίνα όμως ένιωσα ότι η κοπέλα το γούσταρε πραγματικά μαζί μου. Την ένιωσα να φτάνει σε έναν πραγματικό οργασμό και αυτό με ικανοποιούσε πολύ συναισθηματικά. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε καθόλου. Πραγματικά στραγγίσαμε. Δεν ήταν η γυναίκα που ήθελε παραμύθια και έρωτες. Ήθελε σεξ και σου το έδειχνε. Κι όταν το κάναμε, το ζούσε. Αφηνόταν στο πάθος. Χωρίς λόγια, ήταν σαν να σου έλεγε: «Εδώ είμαι, πάρε με, κάνε με ότι θέλεις και να ξέρεις ότι γουστάρω πολύ αυτό που μου κάνεις!».

Το πρωί αργά κοιμηθήκαμε εξαντλημένοι. Πήγε δώδεκα το μεσημέρι. Χτύπησε το κινητό της. Ήταν η μάνα της. Έπρεπε να φύγουμε. Στο δρόμο κανονίσαμε να κρατήσουμε μυστικό από όλους αυτό που συνέβη μεταξύ μας.

Πήγαμε στα σπίτια μας. Η μάνα μου, αν και δεν μου είπε τίποτα, κατάλαβε. Δεν ήταν μια εξέλιξη που της άρεσε, αλλά η κυρία Μαρία ήξερε να είναι διακριτική. Σε λίγο φάνηκε και ο πατέρας μου. Καθίσαμε το μεσημέρι και φάγαμε όλοι μαζί. Σε κάποια στιγμή μου λέει:

- Γιατί, βρε Δημήτρη, δεν έφερνες και την Γιάννα με το παιδί εδώ; Θα ήταν πιο ωραία και για το Μαράκι μας. Έχω καιρό να το δω το πουλάκι μου, το επιθύμησα, είπε ο πατέρας μου.

- Δε γίνεται βρε πατέρα. Πώς να έρθει η Γιάννα εδώ; Θα αισθανόταν άβολα μια και είμαστε χωρισμένοι. Τι να κάνουμε, υποκρισίες τώρα;

- Τι να πω, γιε μου; Στενοχωριέμαι, είπε η μάνα μου. Και σε βλέπω και εσένα αλλιώς. Σου στοίχισε πολύ και το ξέρω. Το βλέπω στα μάτια σου παιδί μου. Ακόμα κι όταν γελάς και λες αστεία, δεν είσαι ο Δημήτρης που ήξερα.

- Τι να κάνουμε, βρε μάνα;

- Και πώς θα ζήσεις την υπόλοιπη ζωή σου;

- Δεν αφήνουμε την συζήτηση αυτή;… λέει ο πατέρας μου βλέποντας να έχω χάσει το χαμόγελό μου.

Το μεσημέρι, μετά το φαγητό την έπεσα για ύπνο. Σηκώθηκα αργά το απόγευμα. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάρω τη Γιάννα τηλέφωνο. Μιλήσαμε λίγο και μετά μίλησα με το παιδί. Ήταν στο σπίτι του πατέρα της. Σε λίγο ακούω το κουδούνι της πόρτας του σπιτιού τους. Άνοιξε η μάνα της. Εγώ μιλούσα με την μικρή.

- Μπαμπά, ήρθε η θεία Βούλα με το θείο Νίκο, είπε η μικρή.

Εκείνη την στιγμή τσιτώθηκα μέσα μου. Μίλησα λίγο ακόμα και ύστερα κλείσαμε το τηλέφωνο. Η Γιάννα πήγε να πάρει το τηλέφωνο να μου μιλήσει κι εγώ το έκλεισα βιαστικά. Προφανώς το κατάλαβε από το ύφος της φωνής μου. Θύμωσα και το έδειξα.

Αμέσως πήρα τηλέφωνο τη Ντίνα. Βρεθήκαμε κατά τις 7 το βράδυ. Της πρότεινα να πάμε για καφέ. Εκείνη όμως είχε άλλα σχέδια. Μου πρότεινε αμέσως ξενοδοχείο. Πήγαμε κατευθείαν εκεί. Με το που μπήκαμε αρχίσαμε τα φιλιά και τα χάδια. Εγώ έπαθα με το πάθος της Ντίνας. Δεν αργήσαμε να βρεθούμε γυμνοί στο κρεβάτι έχοντας κι οι δυο πετάξει αριστερά και δεξιά τα ρούχα μας. Άρχισε να μου παίρνει μια φοβερή πίπα. Δεν άντεχα άλλο.

- Κορίτσι μου, αν συνεχίσεις λίγο ακόμα θα χύσω, δεν αντέχω.

Δεν απάντησε, αλλά συνέχισε με τον ίδιο ρυθμό να ρουφάει τον πούτσο μου. Σε λίγο ένιωσα ότι έφτανε το τέλος. Πήγα να τραβηχτώ, αλλά δε με άφησε. Ρουφούσε ολοένα και πιο δυνατά τον πούτσο μου. Δεν άντεχα άλλο, άρχισα να χύνω μέσα στο στόμα της. Η Ντίνα συνέχισε στο ίδιο ρυθμό. Ότι έβγαζα από τον πούτσο μου μέσα στο στόμα της το κατάπινε. Τελείωσα λαχανιασμένος. Άνοιξε το στόμα της να μου δείξει ότι τα κατάπιε όλα.

- Σου άρεσε; Έτσι τσιμπουκώνω εγώ, όταν τσιμπουκώνω. Δε αφήνω την καύλα να πάει χαμένη.

Ανασηκώθηκε λίγο και ήρθε στο ύψος του προσώπου μου. Με άρχισε στα γλωσσόφιλα. Τότε την έβαλα να ξαπλώσει ανάσκελα. Βρέθηκα ανάμεσα στα πόδια της να παίζω με τα εξωτερικά της μουνόχειλα. Ήταν εντελώς ξυρισμένη και καθαρή. Άρχισα να βάζω τη γλώσσα μου στην σχισμή της. Επέμεινα αρκετά σε αυτό. Το μουνί της είχε καυλώσει για τα καλά. Έχωσα δύο δάχτυλα μέσα και άρχισα να τη γαμάω. Η γλώσσα μου άρχισε να περιεργάζεται την κλειτορίδα της.

Την ένιωσα να χύνει στα πρώτα πέντε λεπτά. Έχυνε δυνατά και τα βογκητά της σίγουρα ακουγόταν στα διπλανά δωμάτια του ξενοδοχείου. Όταν πια τελείωσε, ξαπλώσαμε δίπλα-δίπλα για να ηρεμήσουμε λίγο. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο παίρνοντας το τσαντάκι της μαζί της.

Μείναμε έτσι καμιά ώρα λέγοντας διάφορες βλακείες. Καθώς χαϊδευόμαστε το χέρι της άρχισε να μου χαϊδεύει τον πούτσο. Άρχισε να σηκώνεται πάλι. Η Ντίνα με φιλούσε στο στήθος. Κατέβηκε σιγά-σιγά προς τα κάτω. Έφτασε στον πούτσο μου και άρχισε να μου παίρνει μια τρυφερή πίπα. Αυτή την φορά έδειχνε ένα τρυφερό χαρακτήρα.

Με καβάλησε χώνοντας τον πούτσο μου στο καυτό και καυλωμένο της μουνί. Συνέχισε αρκετά μέχρι που έχυσε για ακόμα μια φορά. Ύστερα έσκυψε πάλι στο τσαντάκι που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο. Το άνοιξε και έβγαλε ένα τζελ.

- Δημήτρη μου, τώρα γουστάρω να σε πάρω στον κώλο μου. Έχω προετοιμαστεί κατάλληλα. Θέλω να με ξεσκίσεις. Το γουστάρω, δεν ξέρεις πώς!

- Ό,τι πεις μωρό μου! Θα σε γαμήσω από όποια τρύπα γουστάρεις και όπως εσύ γουστάρεις.

Έβαλε λίγο τζελ και τον κάρφωσε με τη μία στον κώλο της. Η κωλοτρυπίδα της ήταν αρκετά χαλαρή, πράγμα που αποδείκνυε ότι τον έκανε τακτικά από εκεί. Την κράταγα από τη μέση και πίεζα προς τα κάτω. Ο πούτσος μου χωνόταν με ευκολία ολόκληρος.

Τη σήκωσα και την έβαλα στα τέσσερα. Τον έχωσα μέσα στην κωλοτρυπίδα της με την μία. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Όσο έβλεπα τον πούτσο μου να χώνεται μέσα στην τρύπα της ολόκληρος, τόσο γούσταρα και καύλωνα περισσότερο. Η Ντίνα έπαιζε με το χέρι της την κλειτορίδα της. Έφτασε ξανά σε οργασμό. Σε λίγο ήρθε και για μένα το τέλος. Έχυσα δυνατά μέσα στον κώλο της. Έμεινα λίγο σταματημένος έχοντας καρφωμένο τον πούτσο βαθιά στον κώλο της. Ξαπλώσαμε λαχανιασμένοι και οι δυο.

- Ήσουν υπέροχος! Δε λυπήθηκες ούτε μια στιγμή την κωλοτρυπίδα μου και το ευχαριστήθηκα.

- Κι εγώ το ευχαριστήθηκα. Και πιο πολύ μου αρέσει σε σένα πως ό,τι κάνεις, το κάνεις με πάθος. Όταν γαμιέσαι, ξέρεις γιατί γαμιέσαι και το ευχαριστιέσαι.

Με φίλησε στο στόμα.

- Δεν πάμε να φάμε κάτι γιατί πεινάω;

- Ναι, αυτό θα σου έλεγα κι εγώ, Ντίνα μου!

Φύγαμε. Πήγαμε σε μια χασαποταβέρνα, επιλογή της Ντίνας, που ήταν γνωστή για τα κοντοσούβλια και τα κοκορέτσια. Καθίσαμε. Εγώ δεν έφαγα ιδιαίτερα. Η Ντίνα όμως του έδωσε και κατάλαβε. Ήταν μια γυναίκα που έβγαζε το χωριάτικο από μέσα της, αλλά με ωραίο τρόπο. Αν ήσουν χαλαρός μαζί της, όπως ήμουν εγώ στην φάση αυτή, θα το ευχαριστιόσουν. Επίσης είχε και πολύ χιούμορ. Της άρεσαν τα πειράγματα, ακόμα και τα χυδαία. Σε κάποια στιγμή εκεί που τρώγαμε και πίναμε την ρετσίνα μας, ήταν αγαπημένο της ποτό, που τη χτύπησε λίγο κατακούτελα, λέει μεγαλόφωνα:

- Καλά, η Γιάννα να χωρίσει μαζί σου; θα πρέπει να είναι πολύ βλαμμένη, να χάσει τέτοιο πούτσο!

Οι διπλανές παρέες μας κοίταξαν περίεργα. Εγώ κοκκίνισα από τη ντροπή μου. Όμως εκείνη δε μάσησε καθόλου.

- Μην μασάς, μου είπε, όχι τόσο δυνατά όσο πριν, αλλά ούτε και χαμηλόφωνα, όλες ψωλαρπάχτρες είναι εδώ. Τι νομίζεις ότι είσαι σε κανένα μέρος με καλόγριες; Ξέρεις τι κέρατο πέφτει εδώ;

Το παιδί με την ταβέρνα δυνάμωσε λίγο τη μουσική. Μείναμε λίγο ακόμα. Ύστερα φύγαμε. Όλο το βράδυ δεν κάναμε τίποτα άλλο εκτός από αχαλίνωτο σεξ.

Την άλλη μέρα φύγαμε αργά το απόγευμα για τα σπίτια μας. Πήγα στο σπίτι και έλειπαν όλοι. Ξάπλωσα και η πρώτη σκέψη ήταν να πάρω τη Γιάννα στο τηλέφωνο να μάθω τι κάνουν. Μιλήσαμε λίγο με την Γιάννα. Τυπικά περί ανέμων και υδάτων. Ύστερα στο τηλέφωνο ήρθε το Μαράκι μου. Πάνω στον ενθουσιασμό του μου είπε ότι ήρθε ο θείος Νίκος και η θεία Βούλα. Κάθισαν λίγο.

- Εγώ, μπαμπά, έπαιξα με τον Πάτροκλο. Αλλά δε μπορούσα και πολύ γιατί εκείνος είναι πιο μεγάλος από μένα και βαριέται. Ύστερα ήρθε ο παππούς του και τον πήρε και φύγανε. Η μαμά είχε πάει στη γειτόνισσα κι εγώ κάθισα με τη γιαγιά.

- Να δεις μωρό μου, όταν θα έρθω εγώ, θα σας πάρω και θα πάμε στο θέατρο. Και θα φάμε και παγωτό! Εντάξει;

- Ναι, μπαμπά μου. Πότε θα έρθεις;

- Μεθαύριο μετά τα Χριστούγεννα. Και να σου πω, βρήκα και τον Άγιο Βασίλη στο δρόμο και μου έδωσε κάτι για σένα. Μου είπε όμως να στο δώσω την πρωτοχρονιά.

Με τη μικρή μιλήσαμε λίγο ακόμα. Στο τέλος πήρα ξανά τη Γιάννα.

- Γιάννα μου, όπως σου είπα, θέλω την πρωτοχρονιά να την περάσουμε μαζί, έχεις πρόβλημα;

- Όχι, Δημήτρη μου, τι πρόβλημα να έχω; Ίσα-ίσα, να ξέρεις ότι μόνο μαζί σου περνάω πολύ ευχάριστα. Μου λείπεις κι εμένα να ξέρεις.

Κλείσαμε το τηλέφωνο. Έμεινα με ένα ευχάριστο συναίσθημα στην καρδιά μου. Τις άκουσα και τις δύο, αλλά μόνο και μόνο η τελευταία φράση της Γιάννας μου γέμισε μόνο ευχάριστα συναισθήματα στην καρδιά.

Με τη Ντίνα, όλες εκείνες τις μέρες που έμεινα στο χωριό, πέρασα τέλεια. Δε μου ζήτησε καμιά δέσμευση και καμιά υποχρέωση. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι απλά ξεθεωθήκαμε στο γαμήσι. Πέρασαν τα Χριστούγεννα και την επομένη πήρα τον δρόμο του γυρισμού.

Έφτασα στο σπίτι αργά. Με περίμενε η Γιάννα με τη μικρή. Δε μπορούσε να περιμένει άλλο. Με το που μπήκα, η μικρή όρμησε στην αγκαλιά μου και με φίλησε. Η Γιάννα στεκόταν κάπως μαγκωμένη, χαμογελαστή μεν, αλλά και σοβαρή. Την αγκάλιασα κι εκείνη και την φίλησα στο μάγουλο. Προφανώς δεν περίμενε αυτήν την κίνηση από μένα. Στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε ένα χαμόγελο ικανοποίησης.

Καθίσαμε το σαλόνι και λέγαμε διάφορα. Αν μας έβλεπε κάποιος που δεν ήξερε τα όσα είχαν συμβεί ανάμεσά μας, θα έλεγε ότι είμαστε μια πολύ ευτυχισμένη οικογένεια. Το βράδυ εγώ κοίμισα τη μικρή στο διπλό κρεβάτι. Επέμενε να κοιμηθεί και η Γιάννα μαζί μας, στο ίδιο κρεβάτι.

- Γιατί δεν κοιμάσαι;… της είπα σε μια στιγμή χαμηλόφωνα, τι φοβάσαι;

Δε μίλησε. Κοκκίνισε λες και ήταν καμιά άβγαλτη κοπελίτσα. Ξαπλώσαμε το βράδυ. Εγώ ήμουν κουρασμένος. Η μικρή ανάμεσά μας. Εμένα από την κούραση δεν άργησε να με πάρει ο ύπνος. Σε μια στιγμή μέσα στη νύστα μου ένιωσα ένα χέρι να με χαϊδεύει το κεφάλι. Ήταν το χέρι της Γιάννας. Το μικρό ήταν γυρισμένο προς εμένα. Η Γιάννα νόμισε πως με πήρε για τα καλά ο ύπνος. Προσποιήθηκα ότι δεν κατάλαβα τίποτα. Απολάμβανα τα χάδια της. Χάδια που είχα καιρό να νιώσω. Έτσι με χάιδευε όταν ήμαστε καλά παλιότερα. Έγειρα όπως παλιά το κεφάλι προς το μέρος της. Σε κάποια στιγμή ανασηκώνεται σιγά-σιγά, πλησιάζει τον πρόσωπό της σε μένα και με φιλάει τρυφερά στο μάγουλο. Το επόμενο ήταν ένα πεταχτό φιλί στα χείλη μου. Αναστέναξα. Τρόμαξε και τραβήχτηκε στη μεριά της.

Το πρωί μας βρήκε να έχω απλώσει το αριστερό μου χέρι και μάνα και κόρη το είχαν πάρει για μαξιλάρι, ενώ το πόδι της Γιάννας ήταν σχεδόν πάνω το δικό μου. Μου ερχόταν να την αγκαλιάσω και να τη φιλήσω. Την ποθούσα πραγματικά. Σε κάποια στιγμή ξύπνησε. Έκανα πως κοιμόμουν ακόμα. Σηκώθηκε τράβηξε λίγο πιο άκρη τη μικρή ήρθε από την άλλη μεριά του κρεβατιού και με φίλησε ξανά. Έφυγε από το δωμάτιο. Ένιωθα τόσο υπέροχα. Ύστερα όμως άρχισαν να μου έρχονται οι σκέψεις που με βασάνιζαν μετά από τα γεγονότα. Μέσα μου με βασάνιζε ένα και μοναδικό ερώτημα: «Γιατί; Γιατί να χαλάσει κάτι τόσο όμορφο;».

Η ώρα είχε πάει δέκα. Σηκώθηκα κι εγώ να πάω στο μπάνιο.

- Δημήτρη μου, ξύπνησες; Έχω πρωινό.

- Ναι, αγάπ… Γιάννα μου…

είπα. Τη γκάφα μου την κατάλαβε. Αλλά δεν είπε τίποτα. Στην κουζίνα με περίμενε με ένα ζεστό χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που μου θύμιζε τα παλιά. Είχε ετοιμάσει το πρωινό μας. Εγώ εκείνη τη μέρα έπρεπε να πάω στη δουλειά.

- Κοίτα, Γιάννα μου, εγώ θα φύγω για τη δουλειά. Εσύ τι πρόγραμμα έχεις για σήμερα;

- Τίποτε το ιδιαίτερο. Ήθελα να πάω για κάτι ψώνια. Θα αφήσω το παιδί στη μάνα μου και μετά θα πάω.

- Ωραία. Εγώ θα πάω μετά τη δουλειά να πάρω κάποια παιγνίδια στη μικρή. Θέλεις να συναντηθούμε να πάμε μαζί; Στο λέω επειδή σκέφτομαι να πάρω και κάποια ρούχα για εκείνη και θα ήθελα τη βοήθειά σου.

- Ωραία, σύμφωνοι.

Έφυγα για τη δουλειά. Το απόγευμα είχαμε δώσει ραντεβού στο σύνταγμα. Η μέρα πέρασε. Σχόλασα και βρεθήκαμε στην πλατεία Συντάγματος. Πήγαμε στα μαγαζιά, ψωνίσαμε τα δώρα και τα ρούχα της μικρής. Καθίσαμε πάλι στην πλατεία να πιούμε έναν καφέ και να πάρουμε μια ανάσα.

- Να σου πω, βρε Γιάννα μου, θέλω να πάρω κάτι ρούχα για μένα. Θα με βοηθήσεις;

- Και θέλει ρώτημα, μωρέ;… είπε και με χάιδεψε στο κεφάλι όπως παλιά.

Φύγαμε και πήγαμε σε ένα δυο μαγαζιά. Ψώνισα ό,τι ήταν για μένα. Σε μια στιγμή μπαίνω σε ένα κατάστημα ακριβών γυναικείων ρούχων.

- Συγγνώμη, Δημήτρη, τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ;

- Θα ήθελα να κάνω δώρο σε μια γνωστή μου ένα ωραίο φόρεμα. Θα με βοηθήσεις και σ’ αυτό;

Εκεί έδειξε να χάνει το κέφι της. Πήρε πιο σοβαρό ύφος.

- Ναι, αμέ είπε με ένα ύφος δήθεν πως δεν την ένοιαζε.

- Ωραία. Ελπίζω αυτό που θα διαλέξω να της αρέσει, είπε με ένα αφελές ύφος.

Είδαμε κάποια. Η Γιάννα διάλεξε κάποια φορέματα και μου είπε να διαλέξω.

- Είναι ψηλή κοπέλα, Δημήτρη;

- Το δικό σου το ύψος έχει, και νομίζω ότι πρέπει να φοράτε το ίδιο νούμερο. Να σου πω, θέλεις να τα δοκιμάσεις σε παρακαλώ;

- Ναι, πολύ ευχαρίστως, είπε μαγκωμένη.

Άρχισε να τα δοκιμάζει. Σχεδόν όλα της πήγαιναν στην ομορφιά της. Γύρισα και ρώτησα την πωλήτρια:

- Εσείς τι λέτε;

- Τι να πω; μου λέει. Στην κοπέλα που τα δοκιμάζει είναι τέλεια πάνω της, έχει καταπληκτικό σώμα και είναι πολύ όμορφη.

Η Γιάννα βγήκε φορώντας ένα όμορφο μπλε φόρεμα που με τα ξανθά μαλλιά της πήγαινε τέλεια. Η ίδια κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και το καμάρωνε. Κατάλαβα πόσο της άρεσε αυτό το φόρεμα. Με το που το έβγαλε είπα στην πωλήτρια να το πακετάρει. Ήταν μάλιστα ακριβό φόρεμα. Φύγαμε για το σπίτι της. Την άφησα έξω. Πήρε τα δικά της πράγματα και κατέβηκε.

- Σε ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια, Γιάννα μου! είπα.

- Δεν κατεβαίνεις λίγο, Δημήτρη μου;

- Όχι, βρε Γιάννα μου. Κοίτα αύριο θα περάσω μετά τη δουλειά να σας πάρω. Ντυθείτε μαμά και κόρη και πάμε έξω, θα πάμε σε ένα παιδικό θέατρο πρώτα και μετά να φάμε πίτσα. Μετά θα πάμε όλοι μαζί στο σπίτι μας, εντάξει;

- Εντάξει, είπε με ένα όμορφο χαμόγελο.

Την άλλη μέρα πήγα κατευθείαν από την δουλειά. Τις πήρα, πήγαμε μια από το σπίτι να αλλάξω ρούχα και βγήκαμε. Περάσαμε υπέροχα. Όλο το βράδυ εγώ ήμουν ευχάριστος, με τα αστεία μου. Μου άρεσε πάντα να τις πειράζω. Το ίδιο και εκείνες. Η Γιάννα όταν γελούσε, νόμιζα ότι είχα μπροστά μου την ομορφιά όλου του κόσμου. Γυρίσαμε αργά στις έντεκα το βράδυ. Ήμαστε όλοι πτώματα. Η Γιάννα έκανε πρώτη μπάνιο. Βγήκε και πήρε τη μικρή, την έπλυνε και την έβαλε στο κρεβάτι της για ύπνο. Πήγε στο δωμάτιο και φόρεσε τις πιτζάμες της. Ακολούθησα εγώ. Καθίσαμε στο σαλόνι.

- Δεν της το έδωσες το δώρο της κοπέλας ακόμα, Δημήτρη;

- Όχι, δεν την είδα. Μετά την πρωτοχρονιά, της το φυλάω για έκπληξη.

- Πώς την λένε;

- Βασιλική. Έχει και την γιορτή της, οπότε λέω να της το δώσω μόλις συναντηθούμε.

- Καλά, δε μένει στην Αθήνα;

- Όχι, από το χωριό μου είναι. Θα έρθει στην Αθήνα στις 2 με 3 του μήνα.

Σηκώθηκα και έφτιαξα το πατροπαράδοτο τσάι με τα τυράκια. Καθίσαμε και συζητούσαμε για τη μικρή. Για το νήπιο και το σχολείο που θα πήγαινε. Νυστάξαμε. Εγώ άρχισα τα χασμουρητά.

- Δεν την πέφτουμε για ύπνο;

- Ναι, Δημήτρη μου! είπε και πήγε να φέρει σκεπάσματα να κοιμηθεί στο σαλόνι.

- Γιάννα, το κρεβάτι είναι μεγάλο, μας χωράει, μην κάνεις τον κόπο, βρε κορίτσι μου, είπα με ένα χασμουρητό που δε μπορούσα να κρατήσω.

- Καλά, είπε με ένα ύφος που έδειχνε λίγο προβληματισμένο.

Ξαπλώσαμε. Την καληνύχτισα. Εκείνη τη στιγμή φούντωσε ο πόθος μου για εκείνη. Σκέφτηκα να την πάρω αγκαλιά και να της πω ότι ακόμα την αγαπώ. Έκλεισα τα μάτια μου. Και σαν κάθε βράδυ, έβλεπα αυτά που έβλεπα στις κάμερες τότε που την έπιασα να με απατά. Βασανιζόμουν φρικτά. Ήταν πραγματικά ένα μαρτύριο. Από τη μια να θέλω να την αγκαλιάσω, να τη πω ότι είναι η πιο όμορφη γυναίκα στο κόσμο για μένα, να τη πω πώς ποτέ δεν έπαψα να την αγαπώ και από την άλλη να με κυνηγάνε οι εφιάλτες. Με πήρε ο ύπνος.

Στις τρεις τα μεσάνυχτα ξύπνησα ιδρωμένος. Στο όνειρό μου έβλεπα τη Γιάννα, να φεύγει με το Νίκο χέρι-χέρι. Να έχει ο Νίκος πάρει το παιδί στην αγκαλιά του και να φεύγουν. Τη μικρή να κλαίει και να μην τον θέλει. Την Γιάννα να κλαίει και να τον παρακαλάει να αφήσει το παιδί. Πετάχτηκα πάνω. Προσπαθούσα να πάρω ανάσα. Ξύπνησε και η Γιάννα.

- Δημήτρη μου, τι έπαθες;

- Τίποτα, με συγχωρείς που σε ξύπνησα. Ένα κακό όνειρο ήταν.

- Έλα, ηρέμησε, είπε και με χάιδεψε στο μέτωπο.

Σηκώθηκε και μου έφερε ένα ποτήρι νερό. Ξάπλωσα. Ήμαστε και οι δυο ανάσκελα ξύπνιοι μετά την τρομάρα στον ύπνο μου.

- Τι είδες στον ύπνο σου και τρόμαξες τόσο;

- Τίποτα, βρε Γιάννα μου, βλακείες. Όταν με καταβάλει η κούραση και το στρες στη δουλειά το παθαίνω τελευταία.

Αργότερα άρχισα να νυστάζω πραγματικά. Μισοκοιμόμουν. Η Γιάννα γύρισε προς το μέρος μου και με φίλησε γλυκά στο μάγουλο. Ύστερα γύρισε την πλάτη της. Την άκουσα που έκλαιγε. Αναδεύτηκα λίγο και αυτό την έκανε να σταματήσει. Δεν ήθελε να προδοθεί.

Ξημέρωσε Τρίτη. Παραμονή πρωτοχρονιάς. Εγώ έπρεπε να πάω στη δουλειά για τρεις ώρες να κλείσω κάποιες εκκρεμότητες και μετά θα πήγαινα να τις πάρω από το σπίτι, μια και θα σχολούσα πολύ νωρίς. Πήγα και η μικρή με περίμενε πώς και πώς για να δει και τα δώρα που της πήραμε. Ήταν μεσημέρι σχεδόν. Φύγαμε όλοι μαζί.

Φτάσαμε στο σπίτι. Η Γιάννα η πρώτη της δουλειά ήταν να αρχίσει το μαγείρεμα. Μέχρι το απόγευμα φαγητά και γλυκά για το βράδυ ήταν έτοιμα. Εγώ τη βοηθούσα όσο γινόταν. Όλη η ατμόσφαιρα του σπιτιού δε θύμιζε καθόλου ότι εγώ με ην Γιάννα ήμαστε χωρισμένοι πια. Η Γιάννα ήταν πτώμα από τις δουλειές που έκανε τόσο στο σπίτι της όσο και στο δικό μου.

Ήρθε και κάθισε κατάκοπη στον καναπέ. Την είδα που έπιανε τους ώμους της. Πήγα πίσω της και άρχισα να της κάνω μασάζ.

- Αχ, βρε Δημήτρη μου, αυτά τα χέρια σου είναι μαγικά. Νιώθω να μουδιάζουν μέχρι τα δάχτυλά μου.

Ύστερα πήραμε τηλέφωνο τους δικούς μου. Μίλησαν και με τη Γιάννα. Σε όλο αυτό το διάστημα οι δικοί μου συμπεριφερόταν στη Γιάννα σαν να είμαστε ακόμα μαζί. Πάντα της καλομιλούσαν και ήταν πολύ διακριτικοί.

Η ώρα περνούσε, είχαμε βάλει και την τηλεόραση σε ένα εορταστικό πρόγραμμα. Η Μικρή περίμενε πώς και πώς να χτυπήσει την πόρτα ο Άγιος Βασίλης. Είχε πάει έντεκα το βράδυ. Η Γιάννα ετοίμασε το τραπέζι. Ντυθήκαμε να περιμένουμε την αλλαγή του χρόνου. Έβαλα σε δύο ποτήρια παγωμένο κρασί.

Ήρθε η αλλαγή του χρόνου. Η μικρούλα έκανε κάτι εντελώς αναπάντεχο. Μας έπιασε από τα χέρια και μας τράβηξε να αγκαλιαστούμε όλοι μαζί. Το κάναμε. Την είχα πάρει αγκαλιά. Η μικρή πετούσε στα σύννεφα. Εγώ αγκάλιασα σφιχτά και τη Γιάννα, τη φίλησα με ένα φιλί στο μάγουλο.

- Χρόνια πολλά, καλή χρονιά να έχουμε, κορίτσι μου, της είπα.

Με φίλησε και εκείνη και σφίχτηκε στην αγκαλιά μου. Το πρόσωπό της ακουμπούσε στο δικό μου. Ένιωσα την υγρασία από τα δάκρυά της. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου και της χάιδεψα τα μαλλιά. Μείναμε έτσι για κάποια δευτερόλεπτα. Ένιωθα τόσο όμορφα, όταν την είχα αγκαλιά! Ξεχωρίσαμε και σκούπισε τα δάκρυά της με το χέρι της. Ύστερα δώσαμε της μικρής τα δώρα. Η Γιάννα άνοιξε μια τσάντα και μου έδωσε το δώρο μου. Ήταν ένα όμορφο πουκάμισο. Τότε πήγα και εγώ στο δωμάτιο και πήρα το πακέτο με το φόρεμα.

- Αυτό είναι για σένα, Γιάννα μου. Στο φύλαγα για έκπληξη.

- Μα, η κοπέλα στο χωριό που έλεγες;

- Ποια κοπέλα; Δεν υπάρχει κοπέλα. Έπρεπε να σε κάνω να το δοκιμάσεις πάνω σου. Δε μπορούσα να σκαρφιστώ άλλο τέχνασμα για να σε καταφέρω.

- Αχ, σε ευχαριστώ πολύ, Δημήτρη μου, είπε και με αγκάλιασε.

Ύστερα καθίσαμε και κόψαμε τη βασιλόπιτα. Και φυσικά το φλουρί όπως κάθε χρόνο έπεσε στην Μαρία. Φάγαμε και σε λίγο βάλαμε την μικρή για ύπνο.

Με την Γιάννα καθόμαστε στο σαλόνι. Πίναμε το κρασί μας. Σιγά-σιγά κατεβάσαμε το μπουκάλι. Η Γιάννα ζαλίστηκε λίγο. Έγειρε νυσταγμένα στον καναπέ. Πήγα στο δωμάτιο και πήρα μια κουβέρτα.

Μόλις την είδε χαμήλωσε το βλέμμα.

- Τουλάχιστον μπορώ να αποκοιμηθώ λίγο στην αγκαλιά σου πριν πας μέσα στο κρεβάτι σου;

- Ναι, θα κοιμηθείς στην αγκαλιά μου, εδώ, όπως και εγώ το ίδιο στην δική σου αγκαλιά. Μ’ αρέσει το χουζούρι στον καναπέ. Το ξέχασες;

- Όχι, φυσικά…

και κάθισα στον καναπέ. Η Γιάννα έγειρε πάνω μου την χάιδεψα στα μαλλιά. Τη φίλησα στο μάγουλο. Κούρνιασε πάνω μου. Νύσταξα κι εγώ. Μας πήρε ο ύπνος και τους δύο στον καναπέ. Το πρωί κατά τις τέσσερις ξύπνησα, γιατί δε βολευόμουν. Η Γιάννα κοιμόταν του καλού καιρού. Την σήκωσα αγκαλιά να την πάω στο δωμάτιο. Ξύπνησε. Αλλά δεν την άφησα από τα χέρια μου. Την ξάπλωσα στο κρεβάτι. Σε λίγο σηκώθηκε και έβαλε τις πιτζάμες. Ξαπλώσαμε. Κούρνιασε πάλι πάνω μου. Αποκοιμηθήκαμε.

Το πρωί σηκωθήκαμε αργά. Πίναμε τον καφέ μας. Σε λίγο χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η μάνα της Γιάννας. Της ζήτησε να πάνε από εκεί να φάνε μαζί. Η Γιάννα ήταν σκεπτική μετά το τηλέφωνο.

- Πήγαινε, Γιάννα μου, πήγαινε κοριτσάκι μου.

- Και εσύ μόνος σου, μέρα που είναι, τι λες μωρέ;

- Δε με πειράζει. Εγώ θα φάω κάτι αργότερα και μετά θα την πέσω πάλι για ύπνο. Νιώθω μεγάλη κούραση.

Έφυγαν. Εγώ κάθισα και σκεφτόμουν την ζωή μου. Την τροπή που πήρε. Ύστερα έβαλα να φάω κάτι. Δεν πήγαινε κάτω με τίποτα. Όταν έφυγε η Γιάννα με το παιδί ένιωσα να αδειάζει το σπίτι. Χωρίς να καταλάβω είχε πάει 8 το βράδυ. Σε μια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Ντίνα. Την επόμενη θα ερχόταν στην Αθήνα με μια φίλη της. Και φυσικά ήθελε να βρεθούμε και να με γνωρίσει στην φίλη της, την Έφη, όπως μου είπε.

Έκλεισα το τηλέφωνο και κάθισα. Στην αρχή και σκεφτόμουν να βρω τρόπο να την αποφύγω. Αργότερα πήρα στην Γιάννα να μάθω τι κάνουν. Ήταν με τους δικούς της και δέχτηκαν επίσκεψη από το Νίκο, την Βούλα και τους θείους της. Ο «καταδότης» και πάλι ήταν τον Μαράκι. Εκεί τσιτώθηκα μέσα μου.

«Η οικογένεια πάλι μαζί. Και ποιος απέξω; Ο Δημήτρης.», σκέφτηκα με πίκρα. Δεν ξέρω, γιατί το σκεφτόμουν αυτό. Κανονικά δεν έπρεπε να με απασχολεί, μια και χώρισα με τη Γιάννα. Κανονικά έπρεπε να κοιτάξω μπροστά, τη ζωή μου. Αλλά έλα που μ’ ένοιαζε ακόμα. Ένιωθα ακόμα προδομένος, απατημένος. Εκείνο το βράδυ άργησε να με πάρει ο ύπνος. Είχα θυμώσει.

Την άλλη μέρα πήγα στη δουλειά. Αργά το απόγευμα χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Ντίνα. Μου είπε ότι ήταν σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο. Με το που έκλεισα το τηλέφωνο, με πήρε η Γιάννα. Ζήτησε να έρθει με το παιδί. Μέσα στο μυαλό μου πέρασε η σκηνή ότι εκείνος ήταν πάλι εκεί μαζί τους σαν να μην συμβαίνει τίποτα.

- Όχι, Γιάννα, μην έρθετε· απόψε θα βγω με συναδέλφους και δεν ξέρω τι ώρα θα γυρίσω.

Σχόλασα. Πήγα κατευθείαν στο ξενοδοχείο που ήταν η Ντίνα. Με το που άνοιξε την πόρτα και με είδε όρμησε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει. Η φίλη καθόταν στο κρεβάτι. Μου έδωσε το χέρι

- Έφη.

- Δημήτρης.

- Έφη μου, ο Δημήτρης είναι το τούρμπο που σου έλεγα.

Γελάσαμε όλοι με το σχόλιο της Ντίνας. Βγήκαμε να φάμε οι τρεις μας. Πήγαμε σε ένα εστιατόριο στο κέντρο. Φύγαμε πίσω στο ξενοδοχείο κατά τις 12 το βράδυ. Τις συνόδεψα μέχρι το δωμάτιο.

- Λοιπόν, κορίτσια, μπορώ να πω ότι πέρασα θαυμάσια μαζί σας. Σας χαιρετώ τώρα.

- Επ… πού πας;…

είπε η Ντίνα και με τράβηξε μέσα κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Τώρα αρχίζει το καλό. Με έσπρωξε και έπεσα στο κρεβάτι. Έπεσε πάνω μου και άρχισε να μου ξεκουμπώνει το παντελόνι.

- Τι θα γίνει Έφη; Θα βοηθήσεις καθόλου;… είπε και της έκλεισε το μάτι.

Αμέσως η Έφη έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει στο στόμα. Η Ντίνα πήρε τον πούτσο μου στο στόμα της και άρχισε ένα απίθανο τσιμπούκι. Σε λίγο με ξεγύμνωσε εντελώς. Με καβάλησε και άρχισε να χοροπηδά. Η Έφη με καβάλησε στο πρόσωπο.

- Δημήτρη, η Ντίνα μού είπε ότι γλείφεις ωραία. Θέλω να σε δω!

Άρχισα το γλειφομούνι. Η Έφη είχε υγρανθεί για τα καλά. Σε λίγο άλλαξαν θέση και με καβάλησε και εκείνη. Τον μουνί της ήταν πιο σφιχτό από της Ντίνας. Άρχισε να χοροπηδά πάνω μου. Σε λίγο δε μπορούσα να κρατηθώ. Το κατάλαβε. Σηκώθηκε και μπήκε ανάμεσα στα πόδια μου. Η Ντίνα έσκυψε κι εκείνη και άρχισε την πίπα. Σε λίγο έχυσα πάνω στα πρόσωπά τους.

Ξάπλωσαν δίπλα-δίπλα έχοντάς με στη μέση. Άρχισαν τα χαχανητά και τα χωριάτικα πειράγματα. Η Έφη ήταν κι εκείνη μια γυναίκα στην ηλικία σχεδόν της Ντίνας. Ήταν καλή ψωλαρπάχτρα σαν τη Ντίνα.

Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο να πλυθώ. Βγήκα γυμνός και ξάπλωσα πάλι. Η Έφη άρχισε να τρίβεται πάνω μου. Με το χέρι της άρχισε να με χαϊδεύει στον πούτσο. Σχεδόν μου σηκώθηκε. Η Ντίνα πήρε την τσάντα της και πήγε στο μπάνιο. Όσο η Ντίνα ήταν στο μπάνιο η Έφη μου έπαιρνε μια αισθησιακή αργή πίπα. Πότε-πότε σταματούσε και ανέβαινε και με φιλούσε στο στόμα. Έπιανα τα βυζιά της και τα φιλούσα πότε-πότε. Αυτό όλο το χαμούρεμα μου άρεσε. Το γούσταρε κι εκείνη και αυτό φαινόταν από τις εκφράσεις του προσώπου της. Η Ντίνα βγήκε.

- Έφη άντε να ετοιμαστείς κι εσύ. Θα τον αναλάβω εγώ τώρα.

Η Έφη σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Η Ντίνα άρχισε να μου τρίβεται και να με φιλάει παντού. Κατέβηκε και πήρε τον πούτσο μου στο στόμα της. Άρχισε πάλι να μου σηκώνεται. Βγήκε και η Έφη με ένα ναζιάρικο ύφος.

- Τη βλέπεις;… λέει η Ντίνα. Ξέρεις τι θέλει;

- Τι; Είπα κάνοντας πως δεν καταλάβαινα.

- Καθαρίσαμε και λαδώσαμε την πίσω πόρτα. Ετοιμάσου για πρωτόγνωρες εμπειρίες αγόρι μου…

είπε με μια χωριάτικη προφορά που με διασκέδαζε πάντα. Έπεσαν και οι δύο και άρχισαν πίπα. Η μια μου ροφούσε τον πούτσο και η άλλη μού έγλειφε τα αρχίδια. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά ήμουν αφάνταστα καυλωμένος. Σηκώθηκε η Ντίνα και στήθηκε στα τέσσερα. Τούρλωσε τον κώλο της και περίμενε. Σηκώθηκα κι εγώ και πήγα πίσω της. Η Έφη της άνοιγε τα κωλομέρια. Ακούμπησα το πουτσοκέφαλο στον κώλο της και άρχισα να το τρίβω. Τον έχωσα αργά μέσα της και άρχισα να την γαμάω.

- Πιο δυνατά, αγόρι μου, σχίσε με την πουτάνα! Είπε μέσα στην καύλα της η Ντίνα.

Άρχισα τις δυνατές κινήσεις. Πλέον δε σκεφτόμουν αν θα πονέσει. Ο πούτσος μου χωνόταν ολόκληρος. Συνέχισα αρκετά λεπτά Όσο τη γαμούσα στον κώλο, η Ντίνα μαλάκιζε το μουνί της. Η Έφη είχε ξαπλώσει ανάσκελα και έπαιζε το μουνί της βάζοντας δύο δάχτυλα μέσα της.

Βγήκα από τη Ντίνα και πήγα στην Έφη. Της σήκωσα τα πόδια ψηλά. Έχωσα σχεδόν με την μία το καυλί μου μέσα στη σούφρα της. Μπήκε άνετα, πράγμα που δήλωνε πόσο ξεκωλιάρα ήταν κι εκείνη. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Εκείνη έπιανε τα κωλομέρια της και τα άνοιγε. Σε μια στιγμή βγήκα και εκεί είδα πως η τρύπα της παρέμεινε ανοιχτή. Τον έχωσα ξανά.

Ύστερα περιέλαβα τη Ντίνα που περίμενε καρτερικά στα τέσσερα. Τον έβγαλα σε μια στιγμή και τον έχωσα με τη μία στο μουνί της. η Ντίνα είχε εκστασιαστεί. Έχυσε στα πρώτα δέκα σπρωξίματα. Ξανά στον κώλο. Το ίδιο συνεχίστηκε και με την Έφη. Τις γαμούσα και τις δύο εναλλάξ, πότε στο μουνί και πότε στον κώλο. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και στάθηκα όρθιος. Ήθελα να χύσω. Γονάτισαν σα σκυλίτσες και άρχισαν να μου γλείφουν τον πούτσο πότε η μια και πότε η άλλη. Άρχισα να χύνω στο στόμα της Ντίνας. Πριν τελειώσω τα τελευταία τα έριξα πάνω στα χείλη της Έφης.

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε καθόλου. Οι καργιόλες, οι χωριάτισσες, με ξεζούμισαν κανονικά. Το σεξ μαζί τους ήταν απίθανο. Καμία σχέση με τις πουτάνες στα μπουρδέλα και στα στούντιο που πήγαινα κατά καιρούς μετά το χωρισμό μου με την Γιάννα. Αυτές γαμιόταν με πάθος, το γούσταραν και στο έδειχναν. Δεν ήταν ένα απλό γαμήσι για να σε κάνουν να χύσεις εσύ. Έχυναν κι εκείνες και μάλιστα πολλές φορές. Το καλό ήταν ότι ήταν συνάντηση χωρίς έρωτες και αγάπες. Κι αυτό με έκανε και μένα να αισθάνομαι άνετα.

Την άλλη μέρα σηκώθηκα νωρίς. Εκείνες κοιμόταν ακόμα. Ήταν Παρασκευή. Έπρεπε να πάω στη δουλειά. Άφησα ένα μήνυμα να βρεθούμε μετά τη δουλειά. Μέχρι την Κυριακή το πρωί που θα επέστρεφαν στο χωριό, δεν κάναμε τίποτα άλλο από το να ξεσκιζόμαστε στο γαμήσι κανονικά οι τρεις μας. Την Κυριακή το απόγευμα ήμουν στο σπίτι. Έκανα ένα μπάνιο, έβαλα πλυντήριο και έφτιαξα δύο αυγά να φάω. Εκεί που άρχισα να τρώω, άκουσα το κλειδί στην πόρτα. Ήταν η Γιάννα. Η μικρή έτρεξε πάνω μου. Με φίλησε.

- Έλα, Μαρία, είπε η Γιάννα, κάτσε να παίξεις, άσε το μπαμπά να φάει.

Ήρθε και κάθισε μαζί μου. Μαζί της έφερε και ένα τάπερ με σουτζούκια. Ήξερε πόσο μου αρέσουν. Αμέσως παραμέρισα το πιάτο με τα αυγά, και περιέλαβα το τάπερ. Η Γιάννα ήξερε να μαγειρεύει φανταστικά.

- Σιγά, βρε Δημήτρη μου, δε θέλεις να τα ζεστάνω λίγο;

- Όχι, μια χαρά είναι και έτσι, είπα με μια λαιμαργία. Εσύ δε θέλεις;

- Όχι, φάγαμε στο σπίτι νωρίς με τη Μαρία.

Άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε δυο αναψυκτικά. Τέλειωσα το φαγητό και καθίσαμε στην κουζίνα.

- Πού ήσουν όλες τις μέρες; Πήγες από το χωριό πάλι; Το τηλέφωνο το είχες κλειστό. Σε παίρναμε.

- Εδώ ήμουν, στην Αθήνα, βρήκα μια παλιά παρέα συμφοιτητών. Το τηλέφωνο μου έπεσε στο αμάξι και το έψαχνα κι εγώ. Τώρα το έχω να φορτίσει.

- Απλά στο λέω γιατί ανησύχησα.

- Να, σαι καλά!

Δεν ξέρω αν πίστεψε το ψέμα μου. Αλλά δεν επέμεινε να ρωτάει. Ήταν διακριτική και ήξερε που να σταματήσει μέσα στην κατάσταση που βρισκόμασταν.

- Α, να σου πω, αύριο είναι αργία, θέλετε να πάμε να φάμε έξω;

- Ναι, αν θέλεις; Αλλά το βράδυ θα φάμε εδώ, όπως και την επόμενη, εντάξει; Θα μαγειρέψω και θα με βοηθήσει και η Μαρία μας; Μου το ζήτησε.

- Τέλεια! Χαλώ χατίρια στις όμορφες κυρίες του σπιτιού εγώ;

Έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο. Με χάιδεψε.

- Είσαι τόσο καλός, τόσο άνθρωπος! Πραγματικά αισθάνομαι κατώτερή σου.

- Να μην το ξαναπείς αυτό, Γιάννα μου. Να μην το ξαναπείς σε παρακαλώ. Αν το πεις ξανά, θα θυμώσω, και μάλιστα πολύ.

- Έχω ψωνίσει πράγματα. Τα έχω όλα στο δικό μου σπίτι. Αν θέλεις αύριο, πάμε μαζί να με βοηθήσεις να τα πάρω;

- Ναι, αμέ!

Το βράδυ καθίσαμε στο σαλόνι οι τρεις μας. Λέγαμε αστεία και γελούσαμε. Η μικρή σε κάποια στιγμή πήγε για ύπνο.

Εγώ με τη Γιάννα καθόμασταν στο σαλόνι. Αρχίσαμε να συζητάμε διάφορα. Σε μια στιγμή με κοιτάζει με ένα γλυκό βλέμμα. Έγειρε το κεφάλι στην αγκαλιά μου. Την αγκάλιασα στοργικά και έκλεισε τα μάτια της. Κοιμόταν σα μωρό στην αγκαλιά μου. Δεν ήθελα να την ενοχλήσω. Την καμάρωνα όπως παλιά. Σκεφτόμουν αυτό που έζησα με τη Ντίνα και την Έφη. Σαν σεξ ήταν το κάτι άλλο. Λες και ζούσα σε ταινία πορνό, αλλά μέχρι εκεί. Δε μπορούσε να φτάσει στο συναίσθημα αυτό που ζούσαμε με τη Γιάννα όσο ήμαστε καλά. Όσο για την Χριστίνα, μετά τα γεγονότα μου φαινόταν ότι κι εκείνη ήταν μια πουτάνα και τίποτα άλλο. Οι πουτάνες σκεφτόμουν ότι το έκαναν από επάγγελμα, η Χριστίνα από σκοπό και συμφέρον. Κοίταξα τη Γιάννα. Στο μυαλό μου ήρθαν όλα όσα είδα τότε. Πάλι οι τρομακτικοί αυτοί εφιάλτες που με βασάνιζαν.

«Τι κάνεις μαλάκα, ως πότε θα βασανίζεσαι;», μονολόγησα μέσα μου! «Πρέπει να απαλλαγείς από αυτούς τους εφιάλτες, θα σε καταστρέψουν στο τέλος. Αφού την αγαπάς, ηλίθιε, γιατί δεν το ξεπερνάς; Τι κάνεις με αυτό;»

Σε λίγο η Γιάννα αναμοχλεύτηκε και έτσι μ’ έβγαλε από τις σκέψεις μου.

- Γιάννα μου, κορίτσι μου, δεν πάμε να κοιμηθούμε; Νύσταξα κι εγώ.

- Ναι, να φέρω την κουβέρτα.

- Ποια κουβέρτα βρε Γιάννα, πάμε μαζί στο δωμάτιο.

Σηκωθήκαμε. Η Γιάννα πήρε τις πιτζάμες και ντύθηκε στο μπάνιο. Μέχρι να βγει, είχα ντυθεί κι εγώ. Πέσαμε στο κρεβάτι.

- Δημήτρη μου, μπορείς να με πάρεις αγκαλιά; Το έχω πολλή ανάγκη απόψε.

Την πήρα αγκαλιά. Εκείνη νύσταζε και είχε κλειστά τα μάτια της. Το υπέροχο στήθος της ακουμπούσε πάνω μου και ο πούτσος μου δεν έμεινε αδιάφορος. Ήμουν έτοιμος να τη φιλήσω. Για πάνω από μισή ώρα δε μιλούσαμε. Τότε η Γιάννα με ρώτησε:

- Τι σκέφτεσαι, Δημήτρη μου;

Αποφάσισα να της μιλήσω για το δράμα που ζούσα.

- Γιάννα μου, από τα γεγονότα που διέλυσαν την οικογένειά μας και μετά, η ψυχή μου βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος. Μετά από λίγο καιρό μου πέρασε ο θυμός για τα όσα είχαν συμβεί. Άρχισα να συμβιβάζομαι στην παρουσία σου. Πραγματικά, θέλω να ξέρεις ότι μόνο μαζί σας νιώθω τόσο γεμάτος συναισθηματικά. Όταν είσαι εδώ με το παιδί, πραγματικά νιώθω τόση μεγάλη ευτυχία, χαλαρώνω. Και δεν είναι όμως μόνο το παιδί, αλλά και εσύ. Όμως οι εφιάλτες δε με αφήνουν πολλές φορές. Με βασανίζουν. Κάθε που κλείνω τα μάτια μου νιώθω περίεργα. Μου βγαίνει ένα παράπονο. Περνάνε όλες εκείνες οι σκηνές που έβλεπα στις κάμερες σαν τρέιλερ. Πίστευα ότι με το χρόνο θα το ξεπερνούσα, αλλά δε μπορώ. Υποφέρω. Και από την άλλη… όταν λείπεις εσύ και το παιδί, δε βλέπω την ώρα και την στιγμή να σας δω ξανά. Και δεν είναι μόνο το παιδί, αλλά όπως σου είπα είσαι κι εσύ. Η παρουσία σου δίπλα μου νιώθω ότι μου είναι απαραίτητη. Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ. Υποφέρω…

είπα και ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου.

- Πόσο κακό σου έκανα η μαλακισμένη; Σε ποιον; Σε έναν άνθρωπο που μου έδωσε την ψυχή του, το είναι του! Συγγνώμη και πάλι, αγάπη μου. Στενοχωριέμαι και δεν ξέρω πώς να βοηθήσω εσένα, εμένα, το παιδί… είπε και ξέσπασε στα κλάματα στην αγκαλιά μου. Να ξέρεις ότι σε αγαπάω Δημήτρη μου, σ’ αγαπάω…

είπε μέσα στα κλάματα. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Δάκρυσα κι εγώ. Όλη την νύχτα την κρατούσα αγκαλιά, λες και επρόκειτο να τη χάσω ξανά. Το πρωί μας βρήκε αγκαλιασμένους. Μας ξύπνησε η Μαρία μπαίνοντας ανάμεσά μας. Χουζουρέψαμε αρκετά. Σηκωθήκαμε και πήραμε το πρωινό μας.

- Μπαμπά, να σου πω κάτι; Εγώ με τη μαμά σήμερα θα μαγειρέψουμε για αύριο, που είναι η γιορτή της.

- Αλήθεια, καμάρι μου; Για να δω, τι ωραίο θα φτιάξετε;

- Μμ… αυτό σου το φυλάμε για έκπληξη… είπε με ένα παιδικό νάζι. Πήγαινε στο σαλόνι τώρα και άσε μας να κάνουμε τη δουλειά μας με την ησυχία μας!

Η ώρα πέρασε χαλαρά. Ύστερα πήγαμε από το σπίτι της Γιάννας. Πήραμε τα πράγματα από το σπίτι της. Σε κάποια στιγμή φάνηκε ο πεθερός μου στην αυλή. Είχε μια ξινή μούρη κατεβασμένη μέχρι το χώμα. Η Γιάννα τον χαιρέτησε τυπικά. Εγώ ήμουν με τη μικρή έξω από το αυτοκίνητο. Δεν του μίλησα καθόλου.

Σε μια στιγμή βλέπω και το Νίκο να φτάνει με το αμάξι του. Για να πάει στο σπίτι του, που ήταν πιο κάτω, έπρεπε να περάσει από του πεθερού μου και της Γιάννας. Πέρασε από μπροστά μου. Δεν του έδωσα σημασία. Εκείνος μας κοίταξε μια στιγμή και δεν είπε κουβέντα, προχώρησε παρακάτω. Μπήκαμε στο αμάξι και φύγαμε.

Με τη Γιάννα και το παιδί περάσαμε ένα διήμερο υπέροχο. Λέγαμε αστεία. Περνούσαμε ευχάριστα. Δεν κάναμε καμία νύξη για όσα με βασάνιζαν.

Την άλλη μέρα ξεκίνησα τη δουλειά. Το ίδιο και η Γιάννα. Κάθε βράδυ η Γιάννα έπαιρνε την μικρή και ερχόταν και έμενε στο σπίτι μου.

Στις 26 του Γενάρη έπρεπε να πάω στη Γερμανία με δύο συναδέλφους από το τη δουλειά. Η Γιάννα από την προηγούμενη μού ετοίμασε την βαλίτσα. Μάλιστα φρόντισε να μάθει τον καιρό που επικρατούσε στην Φρανκφούρτη εκείνες τις μέρες και μου έβαλε τα κατάλληλα ρούχα.

Την Παρασκευή στις 31 του μήνα ήμουν πίσω. Φτάσαμε στο αεροδρόμιο και πήγαμε κατευθείαν στην εταιρεία.

Και ως ένα επιπλέον μπόνους, ο γενικός μάς έδωσε ένα ρεπό έξτρα τη Δευτέρα. Ο Τάσος, ένας συνάδελφος πρότεινε να πάμε όλοι να φάμε στην Πειραϊκή. Δέχτηκα. Είμαστε με το αμάξι του Τάσου. Εγώ καθόμουν στο πίσω κάθισμα. Δεν είχαμε κλείσει πουθενά. Έτσι σιγά-σιγά προχωρούσαμε στον παραλιακό δρόμο να βρούμε κάπου να κάτσουμε. Έτσι καθώς προχωρούσαμε αργά κοιτάζοντας πού θα καθίσουμε, σε μια ψαροταβέρνα βλέπω τη Γιάννα, τη μικρή, τα πεθερικά μου, το Νίκο με τη βούλα και τους γονείς της. Λόγω της κίνησης ο Τάσος είχε κοντοσταματήσει με το αμάξι μπροστά στο μαγαζί ακριβώς. Ο Νίκος είχε τη μικρή αγκαλιά και την έπαιζε. Στο ένα γόνατό του είχε το μικρό Πάτροκλο και στο άλλο τη Μαρία. Εκείνη τη στιγμή τα έχασα. Ένιωσα μια πίκρα και μια απογοήτευση να πλημυρίζει την ψυχή μου. Ήταν όλοι μέσα στην τρελή χαρά. Δε με πήραν είδηση. Ο Τάσος προχώρησε λίγο ακόμα και σταματήσαμε σε μια άλλη ταβέρνα πενήντα μέτρα πιο κάτω. Κατεβήκαμε. Ο Θοδωρής με είδε ότι ήμουν σκυθρωπός και με ρώτησε.

- Δημήτρη, συμβαίνει κάτι; Τι έγινε; Τι έπαθες, ρε φίλε, ξαφνικά;

- Τίποτα, δεν είναι τίποτα, θα συνέλθω.

Καθίσαμε και παραγγείλαμε. Αρχίσαμε να λέμε αστεία. Σε μια στιγμή τους βλέπω να έρχονται προς το μέρος μας με τα πόδια. Έλεγαν αστεία και γελούσαν. Πρώτοι προχωρούσαν ο Γιώργος με την κοπέλα του. Πιο πίσω η Γιάννα με τη μάνα της και πιο πίσω όλοι οι άλλοι.

Ο Νίκος κρατούσε τα παιδιά και τα δύο από το χέρι. Μόλις έφτασαν μπροστά στο μαγαζί που καθόμαστε, η μικρή με είδε.

- Ο μπαμπάς…

φώναξε με έναν ενθουσιασμό, και ξέφυγε από το χέρι του Νίκου. Πετάχτηκε στο δρόμο. Ένα αυτοκίνητο φρενάρισε απότομα. Ευτυχώς ο άνθρωπος αντέδρασε γρήγορα. Η μικρή πέρασε απέναντι. Εγώ πετάχτηκα πάνω και την έπιασα. Την αγκάλιασα. Τα παιδιά στην παρέα μου είχαν πάθει την πλάκα τους. Η Γιάννα είχε πάθει σοκ από την τρομάρα της, αλλά και από το γεγονός ότι δεν περίμενε να με δει μπροστά της. Ο Νίκος είχε σοκαριστεί κι εκείνος. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Πήρα το παιδί αγκαλιά, ζήτησα συγγνώμη από τον οδηγό του αυτοκινήτου, που είχε χάσει το χρώμα του από την τρομάρα του κι κείνος και πήγα απέναντι. Ήμουν πολύ τσατισμένος. Έδωσα το παιδί στην Γιάννα. Γυρίζω στο Νίκο με αρκετό θυμό.

- Αν πάθαινε το παιδί κάτι σήμερα, θα σε είχα σκοτώσει εδώ. Κατάλαβες; Δεν θα γύριζες στο σπίτι σου ζωντανός. Αν δεν είσαι άξιος να προσέξεις ένα παιδί να μην το πιάνεις στα χέρια σου άχρηστε, κατάλαβες; Και από τώρα και πέρα, να μην την ξαναγγίξεις, γιατί θα σου κόψω το χέρι από τον ώμο κωλόπαιδο, κατάλαβες;

Ο πρώην πεθερός μου πήγε κάτι να πει.

- Εσύ σκάσε! Πού στο διάολο είχες τα στραβά σου; Όσο για σένα, Γιάννα, απόψε να έρθεις να κουβεντιάσουμε, έχω να σου πω κάποια πράγματα. Εντάξει;…

είπα θυμωμένος. Πήρα και φίλησα την μικρή, την ηρέμησα, γιατί είχε αναστατωθεί με όλο το σκηνικό, την έδωσα να την κρατήσει η Γιάννα και γύρισα στην παρέα μου. Ο Γιώργος πήγε κάτι να πει, όσο μιλούσα σε τόσο αυστηρό τόνο στους άλλους, αλλά τον συγκράτησε η κοπέλα του. Ζήτησα συγγνώμη από τα άλλα παιδιά της παρέας. Άργησα να ηρεμήσω. Ήπια και λίγο παραπάνω κρασί για να μετριάσω την ένταση που ένιωθα. Μετά από τρεις ώρες γύρισα σπίτι. Κάθισα στον καναπέ και ήμουν όλο νεύρα. Κυρίως με τη Γιάννα. Η ώρα είχε πάει εφτά το βράδυ. Άκουσα κλειδιά στην πόρτα. Ήταν η Γιάννα μόνη της. Ήταν σα βρεγμένη γάτα. Κάθισε απέναντί μου.

- Καλησπέρα, Δημήτρη μου!

- Καλησπέρα, Γιάννα μου, είπα με ένα σοβαρό ύφος.

- Συγγνώμη!

- Κοίτα, αν πάθαινε το παιδί κάτι, δεν μπορείς να φανταστείς τι θα γινόταν. Ειλικρινά στο λέω. Να λέτε «δόξα τω Θεώ». Και πρώτα από όλα, γιατί του επέτρεψες να την παίζει στα γόνατα; Δε σε καταλαβαίνω. Μέχρι πριν λίγο καιρό δε μιλούσατε. Εσένα ειδικά, εκείνη η Βούλα δεν ήθελε να σε δει μπροστά της. Τι στο διάολο ρε πούστη μου, δεν έχετε ίχνος από ήθος σ’ αυτό το σπίτι, τσίπα δεν υπάρχει σ’ αυτό το σόι σας; Έστω, μια στάλα αξιοπρέπειας, δεν υπάρχει; Και η Βούλα τι θέλει να κάνει μ’ αυτό, να δείξει ότι είναι υπεράνω, να δείξει ότι είναι πολιτισμένη; Να χαχανίζει στην παρέα με τη γκόμενα που την κεράτωσε ο άντρας της; Ξέρεις, την είχα σε μεγαλύτερη εκτίμηση από τον μαλάκα τον άντρα της. Τελικά απέδειξε πόσο φελλός είναι και η ίδια. Τι να πω; Εσύ; Γιατί μετά από όλα αυτά;

- Συγγνώμη και πάλι, Κοίτα, επέμεναν οι δικοί μου γιατί ό Γιώργος είχε τα γενέθλιά του. Ε, και ήθελε να μας κεράσει. Γι’ αυτό και δέχτηκα. Πρέπει να με πιστέψεις· δεν μου ήταν καθόλου ευχάριστο, μα καθόλου όμως.

- Καλά εσείς δε λέγατε μέχρι χθες καλημέρα, τώρα τι κολλητιλίκια είναι αυτά πάλι;

- Ο μπαμπάς, και ο θείος Πάτροκλος επέμεναν σε αυτό. Πίστεψέ με, βρε Δημήτρη μου!

- Πριν λίγες μέρες, Γιάννα, σού εξομολογήθηκα ένα μεγάλο βάρος που νιώθω. Σου είπα για το βάσανό μου, για τους εφιάλτες που βλέπω, για τις σκέψεις που με βασανίζουν, ακόμα και στο ξύπνιο μου. Να σου πω, δεν περίμενα από σένα να με παίρνεις τόσο υποτιμητικά, τόσο επιπόλαια. Κανονικά θα έπρεπε να φτιάξω την ζωή μου με κάποια άλλη γυναίκα, έλα όμως που δεν το μπορώ. Τέσσερα γαμημένα χρόνια μαρτύριο. Δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό για μένα!

- Δεν σε παίρνω επιπόλαια και δε σε υποτιμώ! Δε θέλω να σε πληγώσω άλλο από όσο σε πλήγωσα, είπε και δάκρυσε. Γίνονται πράγματα από τους δικούς μου που πολλές φορές δε μπορώ να τους ελέγξω. Κατάλαβέ με. Κάθε φορά μου έχουν στρώσει το χαλί.

Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

- Κοίτα, θα σου ζητήσω ένα πράγμα μόνο. Μακριά από το μαλάκα. Τίποτα άλλο. Μην γίνει καμιά μαλακία με το παιδί αλίμονο σας. Σύντομα τα πράγματα θα ξεκαθαρίσουν οριστικά.

- Τι εννοείς; Είπε έχοντας στα μάτια της ζωγραφισμένη την απορία και την αγωνία ταυτόχρονα.

- Θα δεις! Την Κυριακή το βράδυ θέλω να έρθεις ξανά μόνη σου να μιλήσουμε πάλι σοβαρά.

Έμεινε λίγο ακόμα. Ύστερα έφυγε. Ήμουν θυμωμένος ακόμα με την Γιάννα. Ντύθηκα κι εγώ. Πήρα το αμάξι και πήγα στο κέντρο, σε μια περιοχή γεμάτο οίκους ανοχής. Πάρκαρα το αυτοκίνητο και άρχισα την περαντζάδα. Σπάνια το έκανα αυτό, όταν ήθελα να ξεδώσω από την αγαμία. Μπήκα σε κάποιον. Με υποδέχθηκε η μαντάμ με σπαστά Ελληνικά.

- Σήμερα δουλεύει εδώ μια ωραία κοπέλα, η Γιάννα, είπε και εμφανίστηκε αμέσως μια ξανθιά κοπέλα.

Τα μαλλιά της έμοιαζαν με την δική μου Γιάννα. Αμέσως γύρισα και έφυγα. Φρίκαρα εντελώς. Περπατούσα προς το αμάξι και δεν ήξερα τι μου είχε φταίξει. Μπήκα στο αμάξι. Κάθισα λίγο σκεφτικός. Ξεκίνησα για το χωριό. Στο δρόμο πήρα τηλέφωνο τη Ντίνα. Της είπα ότι πηγαίνω και ενθουσιάστηκε.

Σε λίγες ώρες έφτασα. Πήγα από το σπίτι και έκανα ένα μπάνιο. Είδα λίγο τους δικούς μου και αργά κατά τις 12 βγήκα. Με τη Ντίνα συναντηθήκαμε στην πλατεία της πόλης. Με το που μπήκε στο αμάξι άρχισε να με φιλάει.

- Πάμε, μου λέει.

- Πού πάμε;

- Στο σπίτι μιας φίλης μου. Λείπει και έχω τα κλειδιά.

Φτάσαμε στο σπίτι. Με το που περάσαμε την πόρτα άρχισε να με γδύνει. Πέσαμε στο κρεβάτι και αμέσως με πήρε μέσα στο μουνί της. Έκανε σα λυσσασμένη. Δεν άργησε να χύσει με μεγάλη ένταση. Σε λίγο και εγώ βγήκα και έχυσα. Η Ντίνα έμεινε ξαπλωμένη πάνω μου. Τα μεγάλα της βυζιά ήταν μια απόλαυση.

Χτύπησε το τηλέφωνό της. Ήταν η Έφη. Όταν της είπε η Ντίνα ότι ήταν μαζί μου εκείνη ήθελε να έρθει.

- Αποκλείεται. Αύριο που είναι Σάββατο έλα. Και θα μείνουμε εδώ οι τρεις μας.

Βγήκαμε και πήγαμε στο μπάνιο. Ύστερα ξαπλώσαμε και αρχίσαμε το χαμούρεμα. Ήμουν πάλι έτοιμος. Την έστησα στα τέσσερα. Άρχισαν να τη γαμάω δυνατά. Ο πούτσος μου χωνόταν και έβλεπα την μισάνοιχτη τρύπα του κώλους της σαν να με περιμένει. Τον έβγαλα και το έχωσα αργά-αργά. Μπήκε το πουτσοκέφαλο. Η ηδονή ήταν μεγάλη. Δεν κρατήθηκα άλλο. Έχυσα μέσα της. Το χύσι διευκόλυνε λίγο την κατάσταση και το έχωσα μια δυο φορές ολόκληρο. Η Ντίνα μαλάκιζε το μουνί της μέχρι που έχυσε. Έβγαλα τον πούτσο μου από τον κώλο της. Είχα λερωθεί λίγο. Σηκώθηκα να πάω στο μπάνιο. Η Ντίνα το είδε και γέλασε. Με το που βγήκα μπήκε κι εκείνη. Γύρισε στο κρεβάτι.

- Δημήτρη, με συγχωρείς για το ατυχές συμβάν. Δε σε περίμενα. Αν το ήξερα θα είχα ετοιμαστεί κατάλληλα ώστε να μην έχουμε ατυχήματα.

- Δεν πειράζει γλυκιά μου!

Καθίσαμε αρκετά. Ύστερα ξαναρχίσαμε. Άρχισα να της γλείφω το μουνί. Εκείνη ανάσκελα το απολάμβανε. Βογκούσε και φώναζε. Με τη γλώσσα μου έπαιζα αρχικά την κλειτορίδα της. Έχωσα δύο δάχτυλα και άρχισα να τη δαχτυλώνω. Το μουνί της κυριολεκτικά έτρεχε ποτάμια υγρά. Της έβαλα δύο μαξιλάρια κάτω από τη μέση. Της σήκωσα τα πόδια στους ώμους και χώθηκα με τη μία μέσα της. Άρχισα να τη γαμάω με δύναμη. Τη γάμησα αρκετά σε αυτήν την στάση. Η Ντίνα έχυσε ακόμα μια φορά δυνατά. Κουράστηκα. Ξάπλωσε στο πλάι και πήγα από πίσω της. Ήταν πιο ξεκούραστη στάση για μένα. Εκείνη τούρλωσε τον κώλο της για να μπαίνω όσο πιο βαθιά γίνεται. Βρήκα ένα ρυθμό που ένιωθα περισσότερη ευχαρίστηση. Τη γαμούσα για να ικανοποιήσω την πάρτη μου εκείνη τη στιγμή. Πήγε να σηκώσει το πόδι της. Της το κατέβασα. Την ήθελα όπως βόλευε εμένα και το έδειξα αυτό με τη στάση μου. Σε λίγο ένιωσα ότι έρχεται το τέλος. Τραβήχτηκα και ακούμπησα το πουτσοκέφαλο στην κωλοτρυπίδα της χωρίς να τον χώσω μέσα. Τον έπαιζα με το χέρι μου όσο έχυνα. Της πασάλειψα τα κωλομάγουλα με χύσια. Έτριψα αρκετά τον πούτσο μου πάνω στον χυμένο κώλο της. Εκείνη μόλις τελείωσα γύρισε και με άρχισε στα γλωσσόφιλα

- Σου άρεσε, αγόρι μου;

- Ήταν φανταστικό. Το γαμήσι που κάνεις είναι τέλειο!

- Αύριο το απόγευμα θα βρεθούμε οι τρεις μας με την Έφη. Θα σε ξεζουμίσουμε.

Μέχρι το πρωί ξεθεωθήκαμε στο γαμήσι. Δε χόρταινε η πουτάνα! Κατάφερε να με κάνει να χύσω ακόμα μια φορά. Το γαμήσι εκείνο κράτησε ώρες θα έλεγα. Σε φάσεις μου έπεφτε από την κούραση. Με άφηνε ηρεμούσα λίγο και μετά με την μαεστρία που είχε στην πίπα κατάφερνε και μου τον σήκωνε πάλι. Κατά τις οχτώ το πρωί έπεσα και κοιμήθηκα. Δεν άντεχα άλλο. Εκείνη αποκοιμήθηκε λίγο μετά από μένα.

Σηκωθήκαμε κατά τη μία το μεσημέρι. Η Ντίνα βγήκε έξω να πάρει κάτι να φάμε. Εγώ έμεινα να την περιμένω. Ήμουν πτώμα στην κούραση. Με το που βγήκε η Ντίνα πήρα τη Γιάννα τηλέφωνο.

- Καλημέρα Γιάννα, τι κάνετε;

- Καλά είμαστε Δημήτρη, πού είσαι; Θα είσαι σπίτι;

- Δεν είμαι καν στην Αθήνα, είμαι στο χωριό. Θα γυρίσω την Κυριακή το βράδυ. Θέλεις να βρεθούμε στο σπίτι;

- Ναι, θα το ήθελα πολύ.

- Συμβαίνει κάτι;

- Όχι, τίποτα δε συμβαίνει. Απλά σκέφτηκα πολλά. Δεν ξέρω… τέλος πάντων θα μιλήσουμε από κοντά. Έχω πάρει κάποιες αποφάσεις.

- Εντάξει. Κοίτα σε παρακαλώ να είσαι ήρεμη με το παιδί. Θα μου τη δώσεις να μιλήσω;

- Δεν είναι εδώ την πήρε η μαμά και βγήκαν βόλτα.

- Εντάξει να μου τη φιλήσεις τότε. Θα σας δω αύριο το βράδυ.

Ύστερα με πήρε ο ύπνος. Στις 5 το απόγευμα αισθάνθηκα δυο χείλη να με φιλάνε.

- Ξύπνα, Δημήτρη, σου έφερα φαγητό.

Άνοιξα τα μάτια μου. Ήταν η Ντίνα. Πήγα στην κουζίνα. Μου έβαλε να φάω.

- Εσύ δε θα φας;

- Όχι τσίμπησα λίγο στης Άννας.

- Ποιανής Άννας;

- Αυτής που θα δεις να βγαίνει από το μπάνιο σε λίγο.

Εγώ στην αρχή νόμισα ότι ήταν η Έφη. Σε λίγο βγήκε η Άννα. Μια μελαχρινή, λεπτή γυναίκα με ένα μέτριο στήθος. Βγήκε φορώντας το κιλοτάκι της μόνο και ένα μακό μπλουζάκι.

- Άννα, είπε και μου έδωσε το χέρι.

- Δημήτρης, είπα και πήρα και της φίλησα ιπποτικά το χέρι.

Αμέσως σχεδόν, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Η Ντίνα άνοιξε. Ήταν η Έφη. Με χαιρέτησε φιλώντας με στο μάγουλο. Πήγε κατευθείαν στο μπάνιο. Όλες οι κινήσεις τους έμοιαζαν σαν να ήθελαν να κερδίσουν χρόνο. Τελείωσα το φαγητό. Η Ντίνα άνοιξε ένα χυμό και μου έβαλε στο ποτήρι.

- Μπράβο περιποίηση… είπα.

- Έχεις αγώνα απόψε… είπε η Ντίνα. Ξεκουράστηκες;

- Ναι!

- Άντε να κάνεις ένα μπάνιο! Μέσα έχει τα πάντα.

- Εντάξει… είπα και πήγα στο δωμάτιο.

Έκλεισα το κινητό μου και πήγα στο μπάνιο. Άφησα το καυτό νερό να τρέχει ώρα πάνω μου. Βγήκα τυλιγμένος με μια πετσέτα μπουρνούζι. Πήγα στο κρεβάτι. Έβγαλα την πετσέτα και ξάπλωσα γυμνός στο κρεβάτι. Σε λίγο ξεπρόβαλαν και οι τρεις. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ήταν και οι τρεις ολόγυμνες.

- Τι ωραίος άντρας… είπε η Άννα και ξάπλωσε δίπλα μου.

Χωρίς πολλά άρχισε τα γλωσσόφιλα. Εγώ ανταπέδιδα στο πάθος της. Την τράβηξα έτσι να έχω τα βυζιά της στο στόμα μου άρχισα να της τα φιλάω. Ένιωσα τα χέρια της Έφης και της Ντίνας να μου παίζουν τον πούτσο. Αισθάνθηκα ένα στόμα να παίρνει τον πούτσο μου με μια κίνηση βαθιά. Άρχισε τα μέσα έξω, ενώ μια γλώσσα ένιωσα να περιεργάζεται τα αρχίδια μου. Κοίταξα σε μια στιγμή κάτω. Είδα τη Ντίνα να παίζει με το πουτσοκέφαλό μου. ύστερα άλλαξαν με την Έφη. Η Άννα συνέχισε λίγο ακόμα τα φιλιά στο στόμα και κατέβηκε κι εκείνη στον πούτσο μου. Άρχισε μια τέλεια πίπα. Πράγματι έβγαζε ένα ταλέντο σε αυτό που έκανε. Σηκώθηκε και κάθισε στον πούτσο μου. Άρχισε να κουνιέται πάνω κάτω. Το μουνί της ήταν πιο σφιχτό και από της Έφης. Είχε μια υπέροχη αίσθηση. Η Ντίνα με καβάλησε στο πρόσωπο φέρνοντας τον μουνί της στο στόμα μου να της το γλείψω. Άρχισα με τα εξωτερικά μουνόχειλα. Ύστερα πέρασα στην κλειτορίδα. Με την άκρη της γλώσσας μου άρχισα να της την παίζω σε έναν ρυθμό που της άρεσε. Το κατάλαβα από τους σπασμούς που έκανε το μουνί της. Τη ρουφούσα και τη δάγκωνα ελαφρά. Έχωσα ένα δάχτυλο μέσα της και άρχισα να τη δαχτυλώνω συνεχίζοντας το παίξιμο της κλειτορίδας της με τη γλώσσα μου.

Η Άννα με ξεκαβάλησε και τη θέση της πήρε η Έφη. Η Έφη έχωσε στο μουνί της τον πούτσο μου βαθιά και άρχισε να τρίβεται μπρος πίσω.

Η Ντίνα έφτασε σε οργασμό. Τα υγρά της με έκαναν μούσκεμα στο πρόσωπο. Τα γευόμουν και μου άρεσαν. Ύστερα της έχωσα το δάχτυλο στοΝ κώλο της που είχε πλύνει επιμελώς και έβαλε και τζελ. Σηκώθηκε από πάνω μου όπως και η Έφη.

Με το που σηκώθηκε η Ντίνα, τη θέση της πήρε αμέσως η Άννα. Είχε ένα μουνί εντελώς ξυρισμένο. Τα μουνόχειλά της δεν ήταν τόσο μεγάλα όσο της Ντίνας, αλλά είχε μια πεταγμένη κλειτορίδα. Ήταν πρόκληση για μένα. Άρχισα τα ρουφήγματα. Έπαιζα με τη γλώσσα μου. Η Άννα βογκούσε από καύλα.

Η Ντίνα κάθισε με την πλάτη σε μένα παίρνοντας τον πούτσο μέσα της. Άρχισε να τρίβεται πίσω μπρος στην αρχή. Ύστερα άρχισε τα πάνω κάτω.

Η Άννα δεν άντεξε άλλο το γλείψιμο. Έχυσε στο στόμα μου κι εκείνη. Σηκώθηκε να δώσει θέση στην Έφη. Εκείνη τη στιγμή είδα ότι η Έφη είχε χώσει ένα δάχτυλο στον κώλο της Ντίνας καθώς εκείνη γαμιόταν πάνω στον πούτσο μου. Η Άννα της έκανε νόημα να με καβαλήσει. Με καβάλησε κι εκείνη. Το μουνί της μέσα στα υγρά. Άρχισα να οργώνω τη σχισμή του μουνιού της με τη γλώσσα. Όταν έφτανα στην κλειτορίδα την πιπίλιζα και πάλι το ίδιο. Η Έφη έχυσε κι εκείνη με ένταση.

Σηκωθήκαμε και οι τρείς. Ήθελα να πάρω ανάσα. Οι τρείς τους στήθηκαν στα τέσσερα η μία δίπλα στην άλλη. Περιέλαβα πάλι τη Ντίνα. Μετά από λίγα σπρωξίματα πέρασα στην Άννα. Η Άννα ήταν πιο λεπτή. Σήκωσα το ένα πόδι μου. Έτσι τα κωλομέρια της μου έδιναν καλύτερη αίσθηση καθώς την γαμούσα χώνοντας τον πούτσο μου τέρμα.

Ακολούθησε η Έφη στο ίδιο μοτίβο. Δεν άντεχα άλλο. Έπρεπε να χύσω. Σηκώθηκα και στάθηκα όρθιος στο πάτωμα. Γονάτισαν και άρχισαν και οι τρεις να γλείφουν τον πούτσο μου. Άρχισα να χύνω. Έχυσα πάνω στα πρόσωπά τους.

Έπεσα ξετονισμένος στο κρεβάτι ανάσκελα. Δίπλα μου κι εκείνες, έδειχναν ευχαριστημένες. Με χάιδευαν τρυφερά. Έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να χαλαρώσω.

Η Έφη σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Έφτιαξε τέσσερις καφέδες. Καθίσαμε όλοι μαζί. Ήπιαμε τους καφέδες και λέγαμε διάφορα αστεία, πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Όλοι ήμασταν γυμνοί. Σε Κάποια στιγμή η Ντίνα σηκώθηκε. Πήγε στο δωμάτιο. Ακούω να με φωνάζει.

- Δημήτρη έλα!

- Τι είναι;

- Έλα και θα δεις.

Πήγα ήταν στα τέσσερα και έπαιζε με το δάχτυλό της την κωλοτρυπίδα της. Έσκυψα πίσω της και της φίλησα τα κωλομάγουλα. Ο Πούτσος μου πάλι άρχισε να σηκώνεται. Σε μια στιγμή ένιωσα την Έφη να με αγκαλιάζει από πίσω. Με το δεξί της χέρι άρχισε να παίζει τον πούτσο μου. Δεν άργησε να μου σηκωθεί κανονικά.

Την έπιασα και τον ακούμπησα στην κωλοτρυπίδα της. Τον έχωσα σιγά-σιγά μέσα και άρχισα να τη γαμάω. Οι άλλες πήραν θέση δίπλα στη Ντίνα. Βγήκα από τη Ντίνα. Η Άννα με κοίταξε με ένα λάγνο χαμόγελο που ήταν σα να με παρακαλούσε να της τον βάλω. Τον ακούμπησα και τον έτριψα στην σούφρα της. Τον έπιασε μόνη της και τον έχωσα μέσα. Άρχισα να τη γαμάω αργά. Μου άρεσε που έβλεπα τη ροδέλα της να πάλλεται στις κινήσεις μου. Μετά περιέλαβα την Έφη. Το ίδιο. Οι εναλλαγές γίνονταν κάθε ένα δυο λεπτά. Μου άρεσε που τις γαμούσα όλες. Σε κάποια στιγμή κουράστηκα. Με καβάλησε πρώτα η Έφη. Τον πήρε μέσα της. Άρχισε να χοροπηδάει. Ήταν υπέροχο. Τη Θέση της πήρε η Ντίνα. Εκείνη γαμήθηκε αρκετή ώρα. Ακούω την Άννα να λέει:

- Μωρή μαλάκω, θα τον κάνεις να χύσει, άσε με κι εμένα λίγο…

Σηκώθηκε και η Άννα ήρθε βιαστική και καρφώθηκε πάνω στον πούτσο μου με την πλάτη γυρισμένη σε μένα. Ήταν φοβερό να βλέπω τον πούτσο μου να καρφώνεται μέσα της. Βγήκε. Έσκυψαν και οι τρεις πάνω μου και άρχισαν να μου παίρνουν τον πούτσο μου στο στόμα τους. Δεν τους ένοιαξε καθόλου που μόλις τον έβγαλα από τον κώλο τους. Σε λίγο έχυσα μέσα στο στόμα της Ντίνας. Εκείνη άφηνε τα χύσια να τρέχουν. Οι άλλες έσκυψαν και τα έγλειφαν. Με είχα απογειώσει οι πουτάνες.

Όλο το Σαββατόβραδο δεν κάναμε τίποτα άλλο. Σεξ, σεξ, σεξ, σε όλες τις στάσεις, με όλους τους δυνατούς τρόπους. Κοιμήθηκα στις 6 το πρωί. Δεν άντεχα άλλο. Μαζί μου κοιμήθηκε μόνο η Ντίνα. Οι άλλες είχαν φύγει.

Ξύπνησα από ένα τηλεφώνημα που έκανε η Ντίνα. Έπρεπε να φύγω. Χαιρετηθήκαμε και έφυγα για το σπίτι. Έμεινα λίγο με τους δικούς μου και ύστερα έφυγα για την Αθήνα. Το απόγευμα έφτασα. Έκανα ένα μπάνιο και άραξα. Είχε πάει εφτά και μισή. Άκουσα τη Γιάννα να ανοίγει την πόρτα. Μπήκε μέσα κρατώντας κάτι τσάντες.

- Καλησπέρα, Δημήτρη μου

- Καλησπέρα, Γιάννα μου… τι κουβαλάς εκεί;

- Σου έφερα φαγητό. Κοτόπουλο με πατάτες.

- Τέλεια. Πάω να πλυθώ και να φάμε.

Μέχρι να βγω από το μπάνιο η Γιάννα είχε στρώσει τραπέζι στην κουζίνα. Καθίσαμε και φάγαμε. Το κοτόπουλο το είχε κάνει έτσι, όπως εμένα μου άρεσε. Ύστερα καθίσαμε στο σαλόνι.

- Λοιπόν, είπες ότι θα συζητούσαμε σήμερα, είπε και έβγαλε ένα βαρύ αναστεναγμό.

- Ναι, είπα. Σου εξομολογήθηκα το δράμα μου. Αυτό που με τρώει και με βασανίζει. Όπως σου είπα, για μένα, όσο και να φαίνεται παράξενο, είστε η ζωή μου και εσύ και το παιδί. Είδα τον κόσμο να χάνεται την ώρα που το είδα μπροστά στο αυτοκίνητο. Καταλαβαίνω τους δικούς σου να το θέλουν και να το αγαπάνε, αλλά δε μπορώ να ανεχτώ την παρουσία του Νίκου δίπλα σε σένα και προπαντός στο παιδί. Το βλέπω σαν ειρωνεία, απέναντί μου. Σα να με κοροϊδεύει. Από την πράξη σου της απιστίας μπορώ να σου πω ότι πληγώθηκα πολύ, αλλά θα μπορούσα να το παλέψω. Θα σε χώριζα και απλά θα προχωρούσα στη ζωή μου με κάποια άλλη γυναίκα. Δεν θα ήμουν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που τον προδίδει η γυναίκα του και έχει και παιδί και πάει παρακάτω. Αλλά στο θέμα του παιδιού, ένιωσα ότι νικήθηκα κατά κράτος. Η υπερηφάνεια μου πήγε περίπατο. Ένιωθα σαν να προσπαθούν να μου πάρουν ό,τι έχω και δεν έχω και εγώ με νύχια και με δόντια να παλεύω να το κρατήσω, να προσπαθώ να κρατήσω δίπλα μου αυτό που έδινε παραπάνω νόημα στη ζωή μου, το παιδί μου, το αγγελούδι μου. Και αν γινόταν καμιά μαλακία και μαθευόταν η αλήθεια, σίγουρα το Νίκο θα τον είχα φάει λάχανο. Και τώρα μετά από όλα όσα έγιναν, τον βλέπω να πλησιάζει ο παιδί μου, να παίζει μαζί του. Κι αμέσως το πρώτο που μου πέρασε από το μυαλό ήταν ότι τους ξεφούρνισες την αλήθεια. Κι εκεί φρίκαρα πραγματικά.

- Εγώ δεν είπα τίποτα. Αυτό να το ξέρεις, Δημήτρη, είναι ένα μυστικό το οποίο θα το πάρω στο τάφο μου. Ό,τι και να έγινε τότε, να ξέρεις ότι εγώ εσένα βλέπω ως πατέρα του παιδιού. Ξέρω ότι σε πλήγωσα και δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε ξανά να είμαστε μαζί. Ξέρω ότι είναι πάνω από τις δυνάμεις σου. Και ξέρω ότι θα ήταν εγωιστικό να σου ζητήσω να είσαι μαζί μου όταν υποφέρεις τόσο εξ’ αιτίας μου. Το βλέπω στα μάτια σου, το καταλαβαίνω, αλλά δε σε κατηγορώ. Εσύ στάθηκες ανώτερος, πολύ ανώτερος όμως, από όλους μας. Απέναντί μου στάθηκες με τόση ειλικρίνεια, με τόση τιμιότητα! Δεν μου είναι ευχάριστη η παρέα τους· να το ξέρεις αυτό. Ο πατέρας μου τα κανονίζει πάντα, εκείνος τους καλεί. Δεν ξέρω γιατί.

Κι εκεί βούρκωσε. Σταμάτησε να μιλάει. Ύστερα συνέχισε.

- Όμως θέλω να ξέρεις ότι θα φύγω.

- Θα φύγεις; Τι εννοείς;

- Θα φύγω από το σπίτι μου, δίπλα στον πατέρα μου. Δε μπορώ πια μαζί τους. Δε μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Δε μπορώ ούτε την παρουσία του Νίκου και της Βούλας κοντά μου, που ξαφνικά τους έπιασε η ανωτερότητα. Θα νοικιάσω κάπου εδώ κοντά σου σπίτι. Θα πάρω τη μικρή και θα φύγω από εκεί. Στο τέλος θα το πουλήσω το σπίτι. Εγώ να ξέρεις ότι αισθάνομαι μεγάλη ντροπή γι’ αυτό που έκανα. Πραγματικά όμως. Είναι φορές που μου φαίνεται, ακόμα και όταν περπατώ ανάμεσα σε αγνώστους, ότι όλοι γελάνε πίσω από την πλάτη μου, πως με δείχνουν με το δάχτυλο. Είναι στιγμές που θέλω να σε αγκαλιάσω, να σε φιλήσω, στιγμές που σε ποθώ, αλλά ντρέπομαι να σε πλησιάσω, φοβάμαι ότι θα με βρίσεις, θα με προσβάλεις. Βασανίζομαι πολύ κι εγώ. Φυσικά και για το δικό μου, αλλά και για το δικό σου βάσανο, φταίω αποκλειστικά εγώ.

Σώπασε για λίγο.

- Ο Νίκος μου ρίχτηκε τότε, μιλώντας αρχικά για αναμνήσεις. Δεν κατάλαβα πώς επηρεάστηκα, η βλαμμένη. Την μέρα εκείνη που ήρθε για την βλάβη έγινε η πρώτη μας επαφή. Ύστερα κολλήσαμε. Δεν ξέρω γιατί. Αλλά φταίω εγώ! Ξέρεις πόσες φορές, μετά που μας έπιασες και ήμουν μόνη μου, έλεγα «Γιατί, βρε Δημητράκη, γιατί δεν με σκότωσες τότε;» και ύστερα έκλαιγα για ώρες;

Σταμάτησε να μιλάει. Δάκρυσε, και δάκρυσε πραγματικά. Μέσα στα μάτια της έβλεπα τον πόνο που ένιωθε. Την αγκάλιασα. Άρχισε να κλαίει.

- Μπορώ να μείνω μαζί σου απόψε; Θέλω μια φορά να είμαι δίπλα σου, όπως παλιά. Δε θέλω τίποτα άλλο, παρά να πέσω στην αγκαλιά σου και να κοιμηθούμε, οι δυο μας, όπως παλιά. Θέλω να ξέρω ότι με θέλεις, να νιώσω ένα αίσθημα σιγουριάς. Με πιάνει ένα άσχημο συναίσθημα πολλές φορές, φοβάμαι. Και έτσι νιώθω και τώρα. Φοβάμαι, είπε και δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά μου και έκλαιγε.

Τη φίλησα στοργικά στα μαλλιά. Σιγά-σιγά σταμάτησε να κλαίει. Της χάιδεψα τα μαλλιά.

- Κοίτα, Γιάννα μου, απόψε θα κοιμηθούμε αγκαλιά όπως είπες. Μη νομίζεις… κι εγώ έχω ανάγκη αυτήν την υπέροχη ζεστή αγκαλιά σου. Έχω πάει από τότε με διάφορες γυναίκες. Πουθενά δε βρήκα τέτοια αγκαλιά σαν την δική σου. Αλήθεια σου λέω. Αυτή την αγκαλιά δεν την επιζητείς μόνο εσύ, αλλά κι εγώ. Το διήμερο που πέρασε πήγα στο χωριό. Πέρασα το Σαββατοκύριακο με τρεις ψόφιες χωριάτισσες κάνοντας σεξ σαν τα ζώα. Αλλά όσο σεξ και να κάνω με οποιαδήποτε, μέσα μου αισθάνομαι κενός. Στο τέλος μένω με ένα μεγάλο κενό και μια θλίψη να πλημμυρίζει την ψυχή μου.

Δεν είπε τίποτα. Απλά σφίχτηκε πάνω μου.

- Από αύριο θα έρθεις να μείνεις με τη μικρή εδώ, μαζί μου. Δε χρειάζεται να νοικιάσεις άλλο σπίτι.

- Μα…

- Δεν έχει μα! Από αύριο θα μείνουμε μαζί. Κάνε το σιγά-σιγά, τακτοποίησε τα πράγματά σου, τις δουλειές σου. Εξάλλου δεν έπαψες ποτέ να είσαι η οικοδέσποινα αυτού του σπιτιού. Βλέπεις να έχω αλλάξει κλειδιά; Όχι. Γιατί; Δεν μου πήγαινε η καρδιά να σε βγάλω από αυτό το σπίτι. Ακόμα και τότε που ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί σου στην αρχή, σε ήθελα να σε έχω κοντά μου.

- Να ξέρεις ότι σ’ αγαπώ, Δημήτρη μου… είπε και με φίλησε στο μάγουλο.

Το βράδυ κοιμηθήκαμε αγκαλιά. Κούρνιασε πάνω μου και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Εκείνο το βράδυ έκλεισα τα μάτια μου και ένιωσα ότι ξέχασα τα πάντα. Ήταν το πρώτο βράδυ που ένιωθα ήρεμος χωρίς να βλέπω εκείνους τους εφιάλτες. Ένιωθα όπως πρώτα με τη Γιάννα μου.

Την άλλη μέρα η Γιάννα πήγε στα μαθήματα που είχε. Εγώ πήγα στο σούπερ μάρκετ να αγοράσω κάποια πράγματα, που ήμουν σίγουρος ότι έλειπαν από το σπίτι. Γύρισα. Τακτοποίησα τα πράγματα και έφτιαξα έναν καφέ.

Πήρα το τηλέφωνο και πήρα τηλέφωνο σε ένα γνωστό μου. Ήξερα πως εκείνος είχε, λόγω δουλειάς, πολλά πάρε δώσε με ψυχολόγους. Ζήτησα να μου δώσει ένα τηλέφωνο από κάποιον που έλεγε ότι είναι καλός. Πήρα και έκλεισα ραντεβού δύο μέρες μετά.

Η Γιάννα ήρθε με την μικρή. Το σπίτι μου γέμισε χαρές και ζωή ξαφνικά. Όσο σκεφτόμουν ότι πια δεν θα ήμουν μόνος σε αυτό το σπίτι, ένιωθα μια απέραντη ευτυχία.

Άρχισα τις συνεδρίες με τον ψυχολόγο. Με βοήθησε σε ένα πράγμα. Να πάψω πια να βασανίζομαι από τις σκέψεις που με βασάνιζαν τόσον καιρό. Έπαψαν σιγά σιγά οι εφιάλτες, όχι όμως εντελώς. Σε αυτό συνέβαλε και η Γιάννα. Δέχτηκε με χαρά να βλέπει κι εκείνη τον ψυχολόγο. Σιγά-σιγά έπαψε κι εκείνη να έχει ενοχές. Στην δουλειά μου ήμουν πια ευδιάθετος, πράγμα που παραξένεψε πολλούς φίλους και συναδέλφους.

Ήταν τέλη Φλεβάρη. Έκανε ψύχρα. Ένα βράδυ καθόμαστε οι τρεις μας αγκαλιά στον καναπέ. Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Ντίνα.

- Δημήτρη, είμαστε στην Αθήνα με την Έφη. Πότε θα σε δούμε να κάνουμε τις τρελίτσες μας;

- Ποτέ Ντίνα, απάντησα αμέσως. Ποτέ! Δε μπορώ να αφήσω την γυναίκα μου με τίποτα. Καληνύχτα Ντίνα και μην ξαναπάρεις.

Η Γιάννα με κοίταξε με ένα ύφος ικανοποίησης, μια γλυκιά ζεστή ματιά. Αργότερα η μικρή πήγε για ύπνο στο κρεβάτι της. Μέχρι να την κοιμίσει εγώ ήμουν στο κρεβάτι ξαπλωμένος. Η ώρα είχε πάει δώδεκα σχεδόν.

Η Γιάννα ήρθε και γδύθηκε μπροστά μου αυτήν τη φορά. Την έβλεπα. Δε γύρισα τα μάτια μου, όπως έκανα τον πρώτο καιρό. Τη θαύμαζα. Ξάπλωσε φορώντας μια κοντή νυχτικιά. Μέσα από τη διάφανη νυχτικιά της διαγραφόταν το όμορφο σώμα της. Ξάπλωσε. Είχα απλώσει το μπράτσο μου όπως συνήθως. Ακούμπησε το κεφάλι . Με κοίταξε με ένα γλυκό χαμόγελο. Φιληθήκαμε στο στόμα με ένα γλωσσόφιλο μετά από τόσα χρόνια. Το ένα φιλί έφερε το άλλο. Άρχισα να την χαϊδεύω σε όλο το σώμα. Το ίδιο έκανε κι εκείνη. Είχαμε ανάψει. Της έπιασα το πάνω μέρος του νυχτικού της και το έβγαλα. Μπροστά μου είχα τα δύο υπέροχα στήθη της. Άρχισα να της πιπιλάω τις ρώγες. Γδυθήκαμε εντελώς. Άνοιξε τα πόδια της ανάσκελα. Μπήκα μέσα της με την μία. Άρχισα να τη γαμάω με πάθος. Όσο τη γαμούσα εκείνη δε σταμάτησε να με φιλάει με πάθος. Με αγκάλιασε σε μια στιγμή.

- Σ’ αγαπάω, Δημήτρη μου, Σε λατρεύω…

- Κι εγώ σε λατρεύω, κοριτσάκι μου!

Συνεχίσαμε λίγο ακόμα σε αυτήν τη στάση. Το πάθος ήταν μεγάλο και για τους δύο. Έχυσε και σχεδόν αμέσως· μετά έχυσα κι εγώ δυνατά μέσα της. Μείναμε αγκαλιασμένοι.

- Μωράκι μου, είπα, δεν ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ!

- Κι εγώ σ’ αγαπώ, άντρα μου! Σε λατρεύω, Δημήτρη μου!

Την άλλη μέρα έφυγα στη δουλειά. Εκεί έμαθα από κύκλους για την επικείμενη καραντίνα. Όταν γύρισα βρήκα τη Γιάννα να με περιμένει. Έβαλε να φάμε όλοι μαζί. Εκεί της είπα ό,τι είχα μάθει από την δουλειά μου.

- Τώρα, Δημήτρη μου, δε θα έχω δουλειά μου φαίνεται.

- Και τι στενοχωριέσαι; Έχω εγώ. Μη φοβάσαι. Δεν θα είναι για πάντα εξάλλου.

Μας βρήκε η καραντίνα, εξαιτίας του κορονοϊού, όλους μαζί. Ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να μου συμβεί. Η Γιάννα από την πλευρά της ήταν πολύ φοβική με το θέμα. Ανησυχούσε υπέρμετρα θα έλεγα. Εγώ πήγαινα στη δουλειά μου κανονικά. Προσπαθούσα να την καθησυχάζω όσο μπορούσα. Μια φορά τσακωθήκαμε γερά με το θέμα της απολύμανσης. Εγώ ήμουν πιο χαλαρός με όλο αυτό που γινόταν. Ήταν ο πρώτος μας καλός καυγάς μετά από πολύ καιρό. Και μάλιστα, κατέληξε να την φιλάω στο στόμα και να της λέω πόσο την αγαπώ.

Εκείνη τη μέρα μετά τον καυγά βγήκαμε οι τρείς μας την βόλτα μας, πιο πολύ για τη Μαρία μας. Γυρίσαμε κουρασμένοι. Φάγαμε και αργά πέσαμε για ύπνο. Ήταν Παρασκευή Βράδυ. Εγώ βγήκα από το μπάνιο. Η Γιάννα τακτοποιούσε κάποια ρούχα. Πήγα να πάρω τις πιτζάμες να ντυθώ.

- Μη ντυθείς, μου είπε με ένα προκλητικό βλέμμα.

- Γιατί; Είπα κάνοντας τον ανήξερο.

- Γιατί αν ντυθείς, μόλις βγω από το μπάνιο θα σε γδύσω.

Έφυγε στο μπάνιο. Γύρισε τυλιγμένη με μια πετσέτα. Ήταν τόσο σέξι, τόσο όμορφη. Ήταν η Γιάννα μου. Η Γιάννα που ποθούσα τόσο πολύ παλιά. Σηκώθηκα γυμνός. Την άρπαξα και τη φιλούσα με πάθος στο στόμα. Της έβγαλα την πετσέτα. Έσκυψα όπως ήταν όρθια και άρχισα να της φιλώ τις ρώγες των βυζιών της με πάθος. Αφέθηκε στο πάθος μου. Την έβαλα να γονατίσει και της έδωσα τον πούτσο μου στο στόμα της. Άρχισε με το πουτσοκέφαλο, αργά-αργά. Το έγλειφε, το ρουφούσε. Ύστερα άρχισε να τον παίρνει όλο και πιο βαθιά μέσα της και σε κάποια στιγμή τον έχωνε βαθιά μέχρι το λάρυγγα. Την ξάπλωσα και χώθηκα ανάμεσα στα πόδια της. Άρχισα να της φιλάω το μουνί. Έχωσα τη γλώσσα μου ανάμεσα στα μουνόχειλα και άρχισα το πινέλο. Ένιωθα τα υγρά της να τρέχουν ποτάμι. Της έπιασα την κλειτορίδα με το χέρι μου και την τσιμπούσα ελαφρά όσο της έγλειφα με τη γλώσσα μου τα μουνόχειλά της. Μετά από κάποια λεπτά γλειφομούνι η Γιάννα έφτασε σε έναν δυνατό οργασμό.

Της σήκωσα τα πόδια στους ώμους μου και μπήκα σιγά-σιγά μέσα της. Άρχισα να σπρώχνω. Βρήκα έναν ρυθμό που ικανοποιούσε και τους δυο μας. Η Γιάννα με έπιανε από τη μέση και με τράβαγε πάνω της να μπαίνω πιο δυνατά μέσα της. Σε λίγο δεν άντεχα άλλο. Ο πούτσος μου ένιωθα ότι πρήστηκε. Έχυσα δυνατά μέσα της και μαζί με μένα κι εκείνη. Έμεινα λαχανιασμένος πάνω της μέχρι που άρχισε να πέφτει ο πούτσος μου. Ξάπλωσα δίπλα της ευτυχισμένος. Πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια ένιωσα χαλαρός ευτυχισμένος.

Γύρισα προς το μέρος της. Της έπιασα το πρόσωπο τρυφερά με το χέρι μου και τη χάιδεψα.

- Άγγελέ μου, σε ευχαριστώ που ξαναγύρισες!

Με κοιτούσε στα μάτια.

- Σ’ αγαπάω, αγόρι μου!

Φιληθήκαμε πεταχτά στο στόμα. Μείναμε σιωπηλοί να κοιτάζει ο ένας τον άλλον. Ζούσαμε ένα όνειρο. Ήρθαμε πιο κοντά αγκαλιαστήκαμε με τα σώματά μας να ακουμπάνε το ένα πάνω στο άλλο από πάνω μέχρι και τις πατούσες μας. Μας πήρε ο ύπνος έτσι. Εμένα πιο πριν. Ένιωθα τα χάδια και τα φιλιά της παντού στο πρόσωπό μου.

Την άλλη μέρα σηκώθηκε εκείνη πρώτη. Έφτιαξε πρωινό. Ήρθε στο κρεβάτι με φίλησε.

- Σήκω, Δημήτρη μου! Σήκω, μωρό μου.

Άνοιξα νωχελικά τα μάτια μου.

- Καλημέρα!

- Καλημέρα… απάντησε κι κείνη με ένα γλυκό χαμόγελο.

Την άλλη μέρα μόλις σχόλασα πέρασα από ένα σούπερ μάρκετ. Όταν τελείωσα τα ψώνια στάθηκα, λόγω τηρούμενων υποχρεωτικών αποστάσεων, μπροστά σε ένα σταντ με προφυλακτικά και λιπαντικά. Με το που τα είδα, χωρίς σκέψη πήρα ένα λιπαντικό. Ύστερα προχώρησα στο ταμείο. Η ταμίας ήταν μία χοντρούλα, κατίνα πρώτης ποιότητας. Με κοίταξε πονηρά με ένα χαμόγελο. Πέρασε το λιπαντικό από το ταμείο προσπαθώντας να κρατήσει το γέλιο της. Τότε έκανα μια κίνηση που τη σόκαρε. Ενώ εκείνη είχε ακόμα πράγματα να χτυπήσει, πήγα γρήγορα στο σταντ και πήρα άλλο ένα λιπαντικό. Εκείνη είχε τελειώσει τα πράγματα.

- Ε, είναι κι αυτό, παρακαλώ.

- Εντάξει, είπε και κοκκίνισε βλέποντας εμένα να είμαι εντελώς ψύχραιμος.

Έφυγα και στο δρόμο το σκεφτόμουν και με έπιασαν τα γέλια. Πήγα στο σπίτι. Η Γιάννα με περίμενε να φάμε. Μόλις μπήκα με καλωσόρισε με ένα φιλί στο στόμα.

- Καλησπέρα, αγάπη μου!

- Καλησπέρα, μωρό μου! Άντε να πλυθείς και να φάμε.

- Το παιδί;

- Κοιμάται. Σήμερα δεν ήθελε να κοιμηθεί όπως κάθε άλλη μέρα νωρίς. Ήθελε να κάνει όπως οι μεγάλοι που δεν κοιμούνται, εγώ κι εσύ δηλαδή, αλλά στο τέλος δεν άντεξε. Θα την ξυπνήσω σε μισή ώρα, γιατί το βράδυ θα μας ξενυχτίσει.

- Πάω για μπάνιο. Κοίτα έχω πράγματα που χαλάνε στις τσάντες.

- Θα τα τακτοποιήσω εγώ.

Πήγα στο μπάνιο. Πλύθηκα και βγήκα στην κρεβατοκάμαρα. Πήγα στην κουζίνα. Η Γιάννα με κοιτούσε με ένα χαμόγελο που προσπαθούσε να κρύψει. Υποψιάστηκα αμέσως το λόγο και άρχισα και εγώ να χαμογελάω.

- Τι είναι, Δημήτρη μου; Γιατί γελάς.

- Για τον ίδιο λόγο που γελάς κι εσύ.

- Το κατάλαβες, μωρέ;

- Γιατί πίστευες ότι δεν θα το έπαιρνα χαμπάρι; Έπρεπε να σε είχα στο σούπερ μάρκετ με την πωλήτρια. Θα πέθαινες στο γέλιο. Εγώ το διασκέδασα…

κι εκεί της εξήγησα την όλη φάση και η Γιάννα έλιωσε στο γέλιο.

- Τώρα πήρα δύο, τι να κάνουμε; Πρέπει να τα καταναλώσουμε.

Εκείνη κοκκίνισε σαν κοριτσόπουλο στην αρχή. Ύστερα με φίλησε. Φάγαμε ένα υπέροχο φαγητό. Σε λίγο ακούσαμε την Μαρία μας να έχει σηκωθεί και να μας ψάχνει. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα.

- Μαράκι μου… φώναξε η Γιάννα για να μην τρομάξει νομίζοντας ότι είναι μόνη της, εδώ είμαστε με το μπαμπά στην κουζίνα!

Σε λίγο παρουσιάστηκε μπροστά μας κρατώντας το ένα λιπαντικό.

- Μαμά, τι είναι αυτό;… ρώτησε με μια παιδική αθωότητα.

- Απάντησε τώρα, κυρία Γιάννα μας, να σε δω τι εκπαιδευτικός είσαι;… είπα και έσκασα στα γέλια.

Η Γιάννα σοκαρίστηκε. Άρχισε να γελάει.

- Αγάπη μου, είναι μια αλοιφή για την μαμά σου. Για τους πόνους. Πήγαινε και άστο εκεί που το βρήκες κι άντε έλα να μου βάλεις ένα ποτήρι νερό γιατί διψάω, είπα και τη φίλησα στο μάγουλο.

- Η μαμά γιατί γελάει συνέχεια, μπαμπά;

- Γελάει μωρό μου, είναι χαρούμενη που της πήρα την αλοιφή και δε θα πονάει. Άντε κάνε αυτό που σου είπα γιατί διψάω.

Η μικρή έφυγε και η Γιάννα έσκασε στα γέλια.

- Καλά, είσαι απίστευτος. Τι να πω; Δεν παίζεσαι! Σα δεν ντρέπεσαι, τι λες του παιδιού;

Η μικρή ήρθε και μου έβαλε νερό. Κάθισε στο τραπέζι μαζί μας. Όταν τελειώσαμε πήγαμε στο σαλόνι κι εγώ όπως κάθε μέρα άρχισα τα παιχνίδια με την μικρή μέχρι που έγινα κι εγώ κι εκείνη κουδούνι από την κούραση.

Το βράδυ πήγαμε στο κρεβάτι. Γιάννα πήρε καθαρές πετσέτες και πήγε στο μπάνιο. Άργησε να έρθει. Εγώ ξεχάστηκα στην τηλεόραση. Βγήκε και ήρθε με ένα μπουρνούζι στο κρεβάτι.

- Δημήτρη μου, πονάω, είπε με ένα σοβαρό ύφος μόλις μπήκε και κάθισε στο κρεβάτι.

- Πονάς;… είπα, πού βρε κορίτσι μου, τι έπαθες;

- Θέλω να μου βάλεις την αλοιφή που πήρες, είπε και έσκασε στα γέλια.

Ξάπλωσε δίπλα μου και με φίλησε.

Σε λίγο ήμουν γυμνός κι εγώ. Άρχισα να τη φιλάω στο λαιμό και να της πιπιλάω τ’ αυτιά. Ύστερα την ξάπλωσα ανάσκελα και έπεσα πάνω στα όμορφα στήθη της. Της άρεσε πάντα αυτό. Οι ρώγες της είχαν γίνει σκληρές. Κατέβηκα στο μουνί της και την περιέλαβα. Την έγλειφα όπως παλιά. Η Γιάννα το απολάμβανε. Σε λίγο έχυσε δυνατά. Έπιασα το δάχτυλό μου και το έβαλα στο μουνί της. Ύστερα μούσκεμα όπως ήταν το έχωσα στην κωλοτρυπίδα της. Άρχισα το μέσα έξω. Τεντώθηκε λίγο για να φτάσει στο κομοδίνο και πήρε το λιπαντικό το πήρα και άρχισα να της βάζω στην τρύπα της. Σιγά-σιγά το ένα δάχτυλο έγιναν δύο. Η σούφρα της χαλάρωσε καλά. Τη γύρισα στο πλάι και πήγα από πίσω της. Τον έχωσα για λίγο στο μουνί της και άρχισα να τη γαμάω.

Ύστερα από μερικά σπρωξίματα τον έχωσα αργά στον κώλο της. Σε λίγο ο κώλος της προσαρμόστηκε. Άρχισα να τη γαμάω με μεγάλη ένταση και ξαφνικά άρχισαν να περνάνε σαν τρέιλερ από ταινία οι εφιαλτικές σκηνές για μένα όταν την έβλεπα να την γαμάει ο Νίκος στον κώλο. Φρίκαρα εντελώς. Ο πούτσος μου έπεσε. Βγήκα και γύρισα ανάσκελα.

- Τι έγινε, μωρό μου, τι έπαθες; Με ρώτησε η Γιάννα.

- Τίποτα, αγάπη μου είπα. Τίποτα. Απλά δεν ξέρω… ξαφνικά…

- Έλα χαλάρωσε, αγάπη μου. Ηρέμησε, δεν πειράζει, είπε και με φίλησε στο μάγουλο.

Εκείνη την στιγμή δεν ξέρω τι είχα πάθει. Ήμουν εντελώς φρικαρισμένος. Ένιωθα ότι ήμουν πολύ χαμηλά στην υπόληψή της. Ένιωσα τόσο αδύναμος απέναντί της. Αυτό το «δεν πειράζει» το εξέλαβα τόσο υποτιμητικά για τον ανδρικό μου εγωισμό. Γύρισα την πλάτη μου, λες και είχα θυμώσει.

- Θέλω να κοιμηθούμε, είπα.

Δεν ήθελα να της πω το λόγο που σταμάτησα, που πάγωσα ξαφνικά. Αναστέναξα λες και είχα ένα μεγάλο βάρος μέσα μου.

- Σ’ αγαπώ, Δημήτρη, είπε. Καληνύχτα, αγάπη μου!

Έκανα πως κοιμάμαι. Ένιωσα ότι η Γιάννα κατάλαβε τα πάντα. Απλά για να μην κάνει τα πράγματα χειρότερα δε μιλούσε. Ήταν πολύ ευγενικό από την πλευρά της, αλλά αυτό ταυτόχρονα με σκότωνε. Στην σκέψη μου ξανά εκείνες οι σκηνές. Και μάλιστα πολύ ζωντανές. Ξαφνικά ένιωσα μια αδιαθεσία, ένιωσα αηδία, την τάση να κάνω εμετό. Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Πραγματικά έβγαλα ότι είχα φάει. Όσο ήμουν στο μπάνιο το μυαλό μου είχε κολλήσει σε εκείνες τις σκέψεις. Έμεινα ένα δεκάλεπτο μέσα. Πλύθηκα και βγήκα στην κουζίνα. Ήπια λίγο νερό να συνέλθω. Ήρθε η Γιάννα δίπλα μου.

- Δημήτρη μου, τι έχεις, χαρά μου;

- Ένιωσα μια αδιαθεσία, είπα προκειμένου να δικαιολογηθώ· αν και δεν ήταν ψέματα πέρα για πέρα.

- Θέλεις να σου κάνω κάτι ένα ζεστό;

- Όχι, είμαι καλύτερα. Πάμε να ξαπλώσουμε. Αν αισθανθώ κάτι θα σε ξυπνήσω.

- Εντάξει, αγάπη μου, είπε και με χάιδεψε στο μάγουλο. Έλα, αγάπη μου, πάμε, Δημήτρη μου!

Πήγαμε στο κρεβάτι. Εγώ ξάπλωσα ανάσκελα. Εκείνη γυρισμένη σε μένα. Με χάιδεψε στο κεφάλι. Σε λίγο ένιωσα ένα κόμπο στο λαιμό. Προσπαθούσα να το κρύψω. Το κατάλαβε και δεν μου έλεγε τίποτα αρχικά.

- Ηρέμησε, αγάπη μου, ηρέμησε, καρδιά μου, είπε και με φίλησε στο μάγουλο.

Καθώς με φίλησε ένιωσα τα δάκρια από τα μάτια της. Με αγκάλιασε και σφίχτηκε πάνω μου. Δεν είπε τίποτα άλλο. Μείναμε έτσι, βουβοί αρκετή ώρα. Ύστερα με πήρε ο ύπνος. Προφανώς εκείνη κοιμήθηκε μετά από μένα μια και με είχε έννοια της.

Το πρωί έπρεπε να σηκωθώ. Άκουσα το ξυπνητήρι. Η Γιάννα προφανώς ξύπνησε αμέσως με το ξυπνητήρι. Με αγκάλιασε και με φιλούσε γλυκά στο πρόσωπο. Ξύπνησα κι εγώ σιγά-σιγά. Γύρισα και τη φίλησα στο μάγουλο.

- Καλημέρα, είπα νυσταγμένος.

- Καλημέρα, καλέ μου! Είναι η ώρα να σηκωθείς. Πάω να σου ετοιμάσω πρωινό.

Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Όταν βγήκα με περίμενε ζεστός καφές. Κοίταξα το ρολόι. Είχα αργήσει. Ήπια δυο γουλιές και πήγα να ντυθώ. Φίλησα τη Γιάννα πεταχτά στο στόμα και έφυγα.

Η δουλειά στην εταιρία ήταν πολύ εκείνη τη μέρα. Με τον προϊστάμενο δε σηκώσαμε κεφάλι. Κατά τις τέσσερις με πήρε η Γιάννα.

- Δημήτρη μου, καλησπέρα. Πώς είσαι;

- Καλά είμαι, αγάπη μου, τι έγινε;

- Τίποτα. Θα πάω με την μικρή στο σπίτι μου να πάρω κάτι πράγματα. Μπορείς να έρθεις να μας πάρεις από εκεί όταν σχολάσεις;

- Ναι, αμέ. Τι ώρα θα πάτε;

- Σε λίγο.

- Εντάξει κορίτσια, ό,τι πείτε… είπα με ένα ευδιάθετο ύφος.

Στις πέντε σχόλασα. Μέχρι να πάω από τη σπίτι της στη Βούλα άργησα λίγο στο δρόμο. Έφτασα εκεί και χτύπησα την πόρτα. Ήρθε η Μαρία και μου άνοιξε. Προχώρησα στο χολ. Ήταν ο πατέρας της εκεί με το Νίκο και κάτι διόρθωναν στον πίνακα. Αυτό ήταν. Γύρισε το μάτι μου. Όλα τα άσχημα ζωντάνεψαν ξανά μέσα μου. Ξαφνικά παρουσιάστηκε η Γιάννα με ένα σακίδιο στο χέρι. Όταν είδε το ύφος μου, κατάλαβε ότι τα πράγματα θα έπαιρναν άσχημη τροπή.

- Τι θέλει αυτό το αρχίδι εδώ;… ρώτησα με ένα θυμωμένο ύφος.

- Τον φώναξε ο μπαμπάς να κοιτάξει το ρελέ, είπε η Γιάννα μαγκωμένη, έχοντας χάσει πια τον έλεγχο της κατάστασης.

- Δεν σου είπα, ρε αρχίδι, να μην ξαναπλησιάσεις τη Γιάννα και το παιδί μου;… είπα κατακόκκινος από τα νεύρα. Θα σε ξεκάνω ρε μουνόπανο!

- Για κάνε μας τη χάρη, πετάχτηκε και είπε ο πατέρας της. Αντί να του πούμε ευχαριστώ, θα τον βρίσουμε κι από πάνω;

- Δεν υπήρχαν, γαμώ το σόι σου, άλλοι τεχνικοί να έρθουν και ήρθε αυτός;… είπα με νεύρα στη Γιάννα.

Εκείνη τα έχασε εντελώς. Με έβλεπε έτσι αγριεμένο και φοβόταν.

- Σήκω και φύγε, ρε μουνόπανο, γιατί θα σε ξεκάνω με τα ίδια μου τα χέρια αυτή τη φορά.

- Ηρέμησε, ρε φίλε, είσαι στα συγκαλά σου, έχεις ξεφύγει εντελώς;… είπε σαστισμένος από την αγριότητα που του μιλούσα.

Δεν ήθελα και δεύτερη κουβέντα. Άρπαξα μια καρέκλα που ήταν δίπλα στο πάσο της κουζίνας και την πέταξα με δύναμη πάνω του ουρλιάζοντας ταυτόχρονα. Σημάδευα το κεφάλι του. Εκείνος έσκυψε και τον πήρε στην πλάτη. Έπεσε κάτω. Πλησίασα με μένος και του έχωσα μια κλωτσιά στα αρχίδια. Μαζεύτηκε κουβάρι. Ο πρώην πεθερός μου πήγε να μπει στη μέση σπρώχνοντάς με πίσω. Τον άρπαξα και τον έσπρωξα μακριά μου· παραλίγο να πέσει κι εκείνος στο πάτωμα.

Η Μαρία τρόμαξε, έπεσε στην αγκαλιά της Γιάννας και έκλαιγε τρομαγμένη. Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Έσκυψα το κεφάλι.

- Τα πήρες τα πράγματα; Θα έρθεις μαζί μου ή θα μείνεις μέσα στη βρώμα;… είπα στη Γιάννα.

- Ναι, τα πήρα, είπε σαστισμένη.

Έφυγα πρώτος, Πίσω μου ακολούθησε η Γιάννα με το παιδί. Ο πατέρας της προφανώς είχε κλειδιά και θα κλείδωνε εκείνος το σπίτι.

Φύγαμε. Στο δρόμο δεν μιλούσα. Αισθανόμουν τόσο άσχημα για το ξέσπασμά μου μπροστά στη μικρή. Φτάσαμε σπίτι. Πήγα στο μπάνιο να πλυθώ. Πήγαν να με πάρουν για μια στιγμή τα κλάματα, συγκρατήθηκα για το παιδί. Βγήκα. Μπήκε η Γιάννα και έπλυνε το παιδί. Ύστερα το πήρα στην αγκαλιά και καθίσαμε στο σαλόνι όσο η Γιάννα της ετοίμαζε το φαγητό.

- Μαρία μου, να με συγχωρείς για τις φωνές και τη συμπεριφορά μου παιδί μου, δεν πρόκειται να ξαναγίνει. Ήμουν πολύ κουρασμένος. Εντάξει;

- Εντάξει, μπαμπά μου, σ’ αγαπώ… είπε και με φίλησε.

Την αγκάλιασα. Σε λίγο ήρθε η Γιάννα με το φαγητό της μικρής. Η μικρή έφαγε στο σαλόνι. Ύστερα έπαιξε λίγο. Πριν τις δέκα πήγε για ύπνο.

Καθίσαμε στο σαλόνι οι δυο μας. Η Γιάννα ήταν μαγκωμένη.

- Ξέρεις Γιάννα μου ακόμα βασανίζομαι. Αν δεν βγει αυτός έξω από τη ζωή σου εντελώς, δεν μας βλέπω να κάνουμε χαΐρι και προκοπή. Κάθε μέρα προσπαθώ όσο δε φαντάζεσαι. Ξεπέρασα τον εαυτό μου σε πολλά. Ξέρω ότι δεν φταις σε τίποτα τώρα. Αλλά, ρε πούστη μου, πολύ χαλαρή σε βλέπω. Λες και δεν συμμερίζεσαι καθόλου την προσπάθεια που κάνω. Και δεν θέλω ελεημοσύνη από σένα. Θέλω να με νιώσεις και να με καταλάβεις, αν θέλεις να συνεχίσουμε μαζί. Θέλω από σένα μια στάση που να πηγάζει από μέσα σου, να στέκεσαι όρθια δίπλα μου. Κατάλαβες; Δεν το κάνεις όμως. Δε μετανιώνω για τις πράξεις μου. Να το ξέρεις αυτό. Κι αν ερχόμουν με τον πατέρα σου στα χέρια, θα τον χτυπούσα κι εκείνον με τα νεύρα που είχα. Μόνο από τη Μαρία ζήτησα συγγνώμη και το εννοούσα. Αν αυτό το αρχίδι σας ξαναπλησιάσει, θα τον αποτελειώσω. Πες το κόλλημα, πέσ’ το πρόβλημα, διάλεξε. Για να μπορέσουμε μα είμαστε μαζί, σου είπα, δώσε τον αγώνα σου. Είπαμε να πάμε μπροστά. Και ξέρεις τι άνθρωπος είμαι. Δεν δέχομαι τρικλοποδιές και πισώπλατα χτυπήματα. Αγριεύω… και πολύ μάλιστα.

Σταμάτησα να μιλάω. Αναστέναξα. Έσκυψα το κεφάλι μου. Ένιωθα μεγάλη ένταση ακόμα ένα βάρος στην ψυχή μου. Βούρκωσα, δεν άντεχα άλλο. Ήθελα να κλάψω. Πρώτη φορά δεν το πάλεψα. Ξέσπασα. Η Γιάννα ήρθε δίπλα μου. Με αγκάλιασε. Έκλαιγα με λυγμούς. Πρώτη φορά μετά τα γεγονότα. Ύστερα πήγα στο μπάνιο και πλύθηκα. Βγήκα. Βρήκα τη Γιάννα σκεπτική. Ήταν κατακόκκινη από τα νεύρα, θυμωμένη, αγριεμένη. Έπιασε το τηλέφωνο και πήρε στους γονείς της. Ζήτησε τον πατέρα της.

- Να σου πω βρε πατέρα, ως πότε θα συνεχίσεις αυτόν τον πόλεμο;

- Κοίτα, αν δεν έρθει το τσογλάνι να μου ζητήσει συγγνώμη γονατιστός από μένα και το Νίκο, θα τον πάω στην αστυνομία.

- Θα μου κλάσει μια μάντρα αρχίδια…

είπα φωναχτά μιας και τα λόγια του τα άκουσα και δεν ήθελα και πολύ να εκνευριστώ.

- Κοίτα, εμείς ως οικογένεια τελειώσαμε. Εγώ δε θέλω να σας ξέρω. Έκανα το λάθος μου να προδώσω τον άνθρωπο που με αγάπησε τόσο όσο κανένας στο κόσμο. Όχι, μπαμπά. Τελειώσαμε. Είστε πάρα πολύ εγωιστές! Του έκανες και του κάνεις άδικο πόλεμο του Δημήτρη, από την αρχή που τον γνώρισες. Και απέναντί σας και απέναντί μου στάθηκε κύριος με κάπα κεφαλαίο. Κατάλαβες; Εμείς μπροστά του δεν είμαστε παρά σκουλήκια. Κι εγώ το ίδιο, ίσως περισσότερο από όλους. Απλά αυτός είναι τόσο μεγαλόψυχος, τόσο άνθρωπος, που παρόλο το κακό που του έκανα, μου άπλωσε το χέρι του και με σήκωσε όρθια από εκεί που έπεσα τόσο χαμηλά, να σταθώ δίπλα του στο ίδιο ύψος με εκείνον. Και για να μου κάνει κάτι τέτοιο μεγάλο, ένας λόγος μόνο υπάρχει. Δεν έπαψε ποτέ, μα ποτέ να με αγαπάει πραγματικά. Και δε σκέφτομαι αυτόν τον άντρα να τον ξαναπληγώσω. Καταλάβατε; Δεν θέλω να σας ξαναδώ στα μάτια μου. Σας διαγράφω από οικογένεια. Δε θέλω τίποτα από εσάς. Όσο για το σπίτι που μου έδωσες προίκα, δεν το θέλω. Αύριο θα βάλω δικηγόρο να σου το δώσει πίσω, αλλιώς θα το βγάλω να το πουλήσω. Και θα το ξεφορτωθώ σε μια βδομάδα, να είσαι σίγουρος. Θα κατεβάσω τόσο την τιμή, που θα γίνει ανάρπαστο την πρώτη κιόλας εβδομάδα. Τέλος πια. Και να μην με ξαναενοχλήσετε, ούτε εμένα, ούτε τον άντρα μου, ούτε το παιδί μας. Καταλάβατε ρε;…

είπε με ένταση και έκλεισε το τηλέφωνο. Είχε δακρύσει. Δεν την είχα δει ποτέ τόσο θυμωμένη. Με κοίταξε με βουρκωμένα μάτια, αλλά και με μια αποφασιστικότητα που δεν την είχα συνηθίσει.

- Ξέρεις, Δημήτρη μου, για μένα είσαι ό,τι πιο αληθινό στη ζωή μου. Ναι, αγάπη μου. Και να ξέρεις ότι θα σου είμαι πιστή για πάντα πια. Να μην έχεις καμιά αμφιβολία. Και σου δίνω το δικαίωμα να με κάνεις ότι θέλεις. Αν δε μπορείς, αν σε βοηθάει, βρίσε με, χτύπα με. Κάνε με ό,τι θέλεις. Σε αγαπάω! Βάλτο το μυαλό σου. Ότι και να γίνει, εγώ μόνο εσένα αγαπώ.

Σταμάτησε να μιλάει. Κοιταχτήκαμε και έπεσε στην αγκαλιά μου.

- Επιτέλους, σε βρήκα, αγάπη μου… της είπα.

Μείναμε αγκαλιασμένοι σφιχτά. Είδα μια άλλη Γιάννα να ξαναγεννιέται μπροστά μου. Μια Γιάννα που με έκανε να αισθάνομαι ότι είναι πραγματικά δίπλα μου αυτή τη φορά.

- Πεινάς; Θα είσαι νηστικός όλη τη μέρα;

- Όχι, ναι, δηλαδή, αν μου κάνεις παρέα να φας κι εσύ, δυο αυγά θα τα έτρωγα με ευχαρίστηση.

- Πάω, αγαπημένε μου, να φτιάξω… κι εγώ πεινάω.

Φάγαμε ήσυχα το φαγητό μας. Καθίσαμε λίγο στην κουζίνα. Ύστερα πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα. Εκείνη πήγε στο μπάνιο. Άργησε λίγο. Ύστερα πήγα εγώ να κάνω ένα μπάνιο. Βγήκα και με περίμενε γυμνή στο κρεβάτι. Με ξάπλωσε ανάσκελα και άρχισε να μου παίρνει μια φανταστική πίπα. Σε λίγο με καβάλησε. Έχωσε τον πούτσο μου βαθιά στο μουνί της και άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω. Στα πρώτα πέντε λεπτά έχυσε. Ανασηκώθηκε λίγο και με τη μία κάρφωσε τον πούτσο μου στο κώλο της. Τον πήρε με την μία μέσα της ολόκληρο. Άρχισε να χοροπηδάει πάνω μου. Ήταν κάτι που πρώτη φορά ένιωσα με τόση ένταση από μέρους της. Ήθελε να της τον ξεσκίσω κανονικά. Δεν την ένοιαζε αν πονέσει, αλλά μόνο η ηδονή που της χάριζε.

Τη σήκωσα στα τέσσερα. Άρχισα να τη γαμάω με δύναμη. Σε κάποια στιγμή τον έβγαλα και τον ξανάχωνα στη σούφρα της που είχε ανοίξει εντελώς. Έχυσα δυνατά πάνω στην κωλοτρυπίδα της. Τον ξαναέβαλα μέσα της. Μέσα έξω μέχρι που άρχισε να μου πέφτει. Της κράταγα τα κωλομέρια πιέζοντας προς τα έξω. Η σούφρα της δεν έκλεινε εντελώς και πάνα μου άρεσε να το κάνω αυτό.

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε καθόλου. Κάναμε έρωτα όλη τη νύχτα. Σε όλες τις στάσεις που ξέραμε από παλιά. Το κάναμε με όλο μας το πάθος. Κοιμήθηκα μια ώρα μόνο. Πήγα στη δουλειά και νύσταζα. Το απόγευμα πήγα στο σπίτι και την βρήκα να μιλάει στο τηλέφωνο με ένα δικηγόρο. Όταν το έκλεισε γύρισε και μου είπε:

- Δημήτρη, δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Με πήρε η μάνα μου και μου έλεγε άλλα αντί άλλων. Θα κάνω πληρεξούσιο σε δικηγορικό γραφείο, να πουληθεί το σπίτι. Δεν κάνω πίσω. Πήρα τις αποφάσεις μου. Αφού δε θέλουν να τους το δώσω με χαρτιά πίσω… τώρα όποιος το θέλει θα το αγοράσει και θα έχει να κάνει με δικηγόρο. Κάτσε να τελειώσει αυτή η μαλακία με τον κορωνοϊό και θα πάρουν όλα το δρόμο τους. Και ό,τι λεφτά πιάσω θα τους τα στείλω. Δε θέλω τίποτα δικό τους.

- Να σου πω κάτι;

- Τι;

- Σ’ αγαπώ… είπα και την φίλησα τρυφερά στο στόμα.

Έφτασε ο καιρός που έγινε άρση των περιοριστικών μέτρων. Στη δουλειά μου δεν άλλαξε κάτι. Πήγαινα όπως και πρώτα. Μια μέρα καθώς ήμουν μέσα στη φούρια της δουλειάς χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Γιάννα. Δεν αισθανόταν καλά. Πήρα αμέσως άδεια και πήγα εκεί. Είχε ζαλιστεί και παραλίγο να πέσει. Η Μαρία ήταν εκεί δίπλα της και της κρατούσε το χέρι.

- Γιάννα, τι έπαθες, αγάπη μου;

- Δεν αισθάνομαι καλά, ζαλίζομαι.

Εμένα πήγε το μυαλό μου στα χειρότερα με την κατάσταση που βιώναμε όλοι στην χώρα μας.

- Θα πάρω την κα Αντωνία τηλέφωνο, είπε.

- Τι να την κάνεις; Εμείς θέλουμε έναν παθολόγο ή πνευμονολόγο τώρα κι όχι γυναικολόγο. Να δούμε τι είναι, είπα τρελαμένος από την αγωνία μου.

- Καλά, βρε μωρό μου, όσο έξυπνος είσαι, τόσο συμπεριφέρεσαι σα μπουμπούνας μερικές φορές. Δημήτρη μου, νομίζω ότι…

- Αμ πέσ’ το έτσι βρε μωρό μου… είπα με έναν ενθουσιασμό και μια ανακούφιση.

Την αγκάλιασα και τη φίλησα πετώντας από τη χαρά μου. Πήγαμε στο σαλόνι.

- Τι είναι, μπαμπά;… ρώτησε το Μαράκι. Τι έχει η μανούλα;

Την πήρα αγκαλιά, τη φίλησα.

- Είναι, κουκλάκι μου, ότι σε λίγο καιρό δεν θα είσαι μόνη σου πια. Θα έχεις ένα αδερφάκι να σου κάνει παρέα. Κατάλαβες;

- Και θα με αγαπάτε και μένα το ίδιο;

- Το ίδιο και περισσότερο κάθε μέρα Μαρία μου, είπα και την φίλησα.

Εκείνη με αγκάλιασε ικανοποιημένη.

Για να μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα και με τη Μαρία, ήρθε και την πήρε η μάνα μου στο χωριό για καλοκαίρι. Τα περισσότερα σαββατοκύριακα πηγαίνουμε με τη Γιάννα και την βλέπουμε. Τέλη Ιουνίου με την Γιάννα παντρευτήκαμε στο Δημαρχείο, όπως και πρώτα. Όσο για τους δικούς της, εγώ ποτέ δεν είχα καλές σχέσεις και απλά τώρα τους διέγραψα εντελώς. Η Γιάννα τούς έχει και εκείνη διαγράψει, ούτε τηλέφωνο δεν παίρνει. Όλη τη βοήθεια που χρειαζόμαστε λόγω της εγκυμοσύνης, μας την προσφέρουν οι δικοί μου.

Τελικά κατάφερα να νικήσω τους εφιάλτες που με βασάνιζαν, η Γιάννα μου κατάφερε να ξεπεράσει τις ενοχές της και να κοιτάξει μπροστά και πιο δυναμικά, να στέκεται δίπλα μου με το κεφάλι ψηλά. Κατάφερα και κέρδισα τη γυναίκα μου πίσω. Ζούμε ευτυχισμένοι και ερωτευμένοι και περιμένουμε με αγωνία το δεύτερο παιδάκι μας. Και κατάλαβα, πως όταν υπάρχει αγάπη, όλα ξεπερνιούνται.

Υ.Γ.

Όταν αποφάσισα να γράψω την πρώτη ιστορία μου με σκοπό να την δημοσιεύσω στο site, είχα πολλές αμφιβολίες και δισταγμούς. Η πρώτη ιστορία γράφτηκε στις αρχές του Σεπτέμβρη του 2019. Και μετά από πολλούς δισταγμούς αποφάσισα να τη στείλω το Γενάρη. Το έκανα και ένιωσα να ξαλαφρώνω. Ήταν μια δημόσια ομολογία, που αν και κρυμμένη πίσω από ψευδώνυμα αισθάνθηκα μια ανακούφιση.

Αυτή η ιστορία, που αποτελεί στην ουσία τη συνέχεια της πρώτης, η οποία είναι και αυτή πραγματική, είναι τα όσα ακριβώς διαδραματίστηκαν, με εξαίρεση τα ονόματα, είναι το θετικό αποτέλεσμα που είχαν μέσα μου και τα σχόλιά σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ο λογιστής μας και η βοηθός του

 Όταν η εταιρία μετακόμισε στο καινούριο κτίριο ήμουν όλο νεύρα. Κάθε μέρα έμπαίνα στο γραφείο μου μουτρωμένος. Τι χάλια ήταν αυτά, λες και ...