ερωτικές ιστορίες

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Οι ιστορίες ΔΕΝ είναι δικές μας...είναι απλά μια προσπάθεια να μαζέψουμε όσο γίνετε πιό πολλές ελληνικές ιστορίες μαζεμένες..Περιμένω ανυπόμονα τα σχόλιά σας... Καλή και... καυτή ανάγνωση..

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Αγροτικές εργασίες


 Είχα κατέβει στο χωριό μου για να μαζέψω τις ελιές. Δηλαδή εγώ να κόβω και να επιστατώ στους εργάτες. Παρ' όλα αυτά όλα πήγαν καλά. Το λάδι βγήκε με καλή απόδοση, οι εργάτες ήταν ευχαριστημένοι γιατί εκτός από το μεροκάματο τους τάιζα καλά και μου έταξαν να έρθουν και τον επόμενο χρόνο. Βλέπετε η δουλειά του μαζέματος της ελιάς είναι βαριά και ο κόσμος δεν πηγαίνει να μαζέψει. Κι όποιος πηγαίνει, ζητάει εξωπραγματικό μεροκάματο.


Λίγες μέρες πριν ξεκινήσει το lockdown, ήμουν στο καφενείο του χωριού, όπου κερνάς μια φορά όλο το μαγαζί και μετά πίνεις τσάμπα από τα άλλα κεράσματα. Καφενείο εστί και παντοπωλείο, σουβλατζίδικο, συνεδριακός χώρος κλπ. Είχα κανονίσει την τελευταία μέρα να κεράσω το βράδυ τους αλλοδαπούς εργάτες σουβλάκια, αλλά και το υπόλοιπο μαγαζί (γερουσία του χωριού) ένα τσίπουρο, κρασί ή μπύρα για τα συχαρίκια που τελείωσα το μάζεμα των ελιών.

Όσο δούλευα και έκοβα με το αλυσοπρίονο δεν είχα προσέξει την κοπέλα που μάζευε και σάκιαζε. Όταν μπήκε στο μαγαζί με πιο ανθρώπινα ρούχα, πρόσεξα σαν για πρώτη φορά το πρόσωπό της και την ανατομία της. Είχε σγουρά κοντά καστανόξανθα μαλλιά. Ύψος στο 1.60 και βάρος στα 50 κιλά. Τα μάτια της είχαν την απόχρωση του μελιού. Το πρόσωπό της ήταν αρκετά όμορφο και δεν το είχα προσέξει νωρίτερα. Έκανα νόημα σε όλη την παρέα να έρθει στο τραπέζι μου. Τα σουβλάκια ήδη ψήνονταν και το κρασί έρεε.

(Εδώ θα κάνω μια μικρή παρένθεση για τους φίλους εν Αθήναι! Σουβλάκι δεν είναι η πίτα, αλλά αυτό που λένε στην Αθήνα καλαμάκι. Βέβαια όπως έχουν πει και άλλοι πριν από εμένα θα αναφέρω τον Αθανάσιο Διάκο που τον σουβλίσανε και δεν τον καλαμακώσανε. Καλαμάκι είναι το πλαστικό εργαλείο για την πόση του φραπέ ή αναψυκτικών. Τέλος παρένθεσης).

Καθώς η ώρα περνούσε, αντιλήφθηκα κάποιες ματιές της γερουσίας προς το μέρος μου. Αλίμονο στους γέρους! Δεν τους καθόταν καλά που κερνούσα τους αλλοδαπούς του χωριού, οι οποίοι αν δε ζούσαν εκεί, οι περισσότερες αγροτικές εργασίες δε θα γίνονταν. Προσωπικά δεν έχω προβλήματα με κανέναν, εξόν αν τα δημιουργήσει εκείνος. Αφού φάγαμε και ήπιαμε, σηκώθηκα και πλήρωσα ότι είχα πάρει και κεράσει. Καληνύχτισα όλο το μαγαζί και ξεκίνησα να περπατήσω τα περίπου οχτακόσια μέτρα που με χώριζαν από το σπίτι μου. Η κούραση της μέρας άρχισε να με χτυπάει στα άκρα. Το σώμα μου δεν είναι συνηθισμένο σε χειρωνακτική εργασία. Περπάτησα αργά προς την κατοικία μου.

Μόλις είχα διανύσει περί τα εκατόν πενήντα μέτρα και είχα απομακρυνθεί από τα σπίτια γύρω από την πλατεία και την εκκλησία του χωριού, όταν άκουσα βήματα πίσω μου και τη φωνή της.

- Ιανέ;

Στράφηκα προς το μέρος της και περίμενα να πλησιάσει. Στεκόμουν στην άκρη του χαλικόδρομου. Η πιο κοντινή ηλεκτρική λάμπα απείχε καμιά πενηνταριά μέτρα και ίσα που φώτιζε την περιοχή. Όταν η φιγούρα της έφτασε δυο βήματα από εμένα σταμάτησε.

- Έγινε κάτι;… ρώτησα κουρασμένα.

- Όχι… απάντησε με ταχύτητα. Απλά εγώ ήθελα... έσκυψε το κεφάλι της.

- Μη ντρέπεσαι. Πες μου τι θες.

- Ήθελα να σε ευχαριστήσω. Που μας κέρασες! Που δεν ξίνισαν τα μούτρα σου.

- Σιγά! Δεν έκανα τίποτα.

- Και κάτι άλλο.

Την κοίταξα με απορία στα μάτια. Ήθελε να μου πει κάτι, αλλά ήμουν πολύ κουρασμένος (και πιωμένος) για να το καταλάβω.

- Βγάλ' το από μέσα σου!

- Να! Όσο δουλεύαμε, δε μας φώναζες. Δε μας έβρισες!

Ρουθούνισα.

- Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;

- Όλοι οι άλλοι... τα αφεντικά… συνήθως μας βρίζουν.

- Δεν είμαι σαν τους άλλους, απάντησα.

Πλέον άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι εννοούσε. Χαμογέλασα.

- Σε ευχαριστώ, της είπα. Αλλά είμαι πολύ κουρασμένος και θέλω να πάω να ξαπλώσω.

Το πρόσωπό της φωτίστηκε. Της έδειξα με τα λόγια μου ότι είχα καταλάβει τι ήθελε να μου πει. Με καληνύχτισε και έφυγε.

Δέκα λεπτά αργότερα βρέθηκα στο μικρό αρχαίο σπίτι. Οι συγγενείς μου είχαν πέσει για ύπνο στη δική τους κατοικία. Έκανα τις ανάγκες μου, κάπνισα ένα τελευταίο τσιγάρο και ετοιμάστηκα να κάνω μπλονζόν στο κρεβάτι. Η εξώπορτα χτύπησε. Όταν την άνοιξα, την είδα εκεί. Στα μάτια της ήταν μια διαφορετική λάμψη. Μπήκε μέσα γρήγορα και άρχισε να βγάζει τα ρούχα της. (Οκ… είπα στον εαυτό μου).

Το σώμα της ήταν καλοσχηματισμένο και είχε μύες λόγω της σωματικής εργασίας. Τα στήθη της ήταν μικρά και στητά, ενώ οι ρώγες της ροδαλές και καυλωμένες. Πήγα να ψάξω το τσαντάκι μου, αλλά εκείνη με πλησίασε. Με φίλησε απαλά στο στόμα και με τα χέρια της μου τράβηξε πυτζάμα και εσώρουχο. Σχεδόν αμέσως γονάτισε μπροστά μου και η πούτσα μου βρέθηκε στο στόμα της. Καθώς η γλώσσα της μου πιπίλιζε τη βάλανο, τα χέρια της μου μάλαζαν τα αρχίδια. Δύο λεπτά αργότερα η ίδια μου φόρεσε ένα προφυλακτικό.

Στη συνέχεια και αφού έγλειψε για μισό λεπτό το στέλεχος της καυλωμένης πλέον ψωλής, με έσπρωξε προς το κρεβάτι. Ξάπλωσα ανάσκελα και εκείνη με καβάλησε επιδέξια. Με το χέρι της κρατούσε την πούτσα μου και έφερε το μουνάκι της κατ' ευθείαν πάνω της. Πήρε μια ανάσα και κάθισε απαλά ωσότου όλο το μήκος μου ήταν μέσα της. Περίμενε για περίπου πέντε δευτερόλεπτα και μετά άρχισε να ανεβοκατεβαίνει με ένα ξέφρενο ρυθμό. Για πάνω από δεκαπέντε λεπτά κάλπαζε πάνω στην ορθωμένη ψωλή μου, χωρίς να χάνει την ταχύτητα που είχε επιβάλει στον εαυτό της. Εγώ της χάιδευα, πότε τα μπούτια και πότε τα βυζάκια της. Ξαφνικά το μουνί της συσπάστηκε δυνατά.

- Χύνω! ούρλιαξε δυνατά.

Ιδρώτας έτρεχε από το πρόσωπό της. Ο κόλπος της αγκάλιαζε και έσφιγγε την πούτσα μου με μεγάλη ταχύτητα.

- Χύνω κι εγώ, της είπα αγκομαχώντας.

Μου χαμογέλασε και κινήθηκε πιο γρήγορα. Δύο λεπτά αργότερα το σώμα της είχε γύρει πάνω μου και οι δυο μαζί παλεύαμε να ανασάνουμε. Καθίσαμε έτσι για περίπου πέντε λεπτά. Η κούραση της ημέρας με έριχνε στη λήθη, αλλά κατάφερα να σηκωθώ, να βγάλω το προφυλακτικό και να στρίψω ένα τσιγάρο. Το κάπνισα κοιτώντας την. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μπρούμυτα και τα μάτια της με κοιτούσαν και χαμογελούσαν.

Μετά από λίγο σηκώθηκε και ντύθηκε στα γρήγορα. Άφησε ένα χαρτάκι σε μια καρέκλα και είπε:

- Ίσως να έρθω στην Πάτρα σε κανένα μήνα. Στείλε μου ένα μήνυμα να έχω το νούμερο σου, είπε και έφυγε.

Πλησίασα και πήρα το χαρτί. Αμέσως έψαξα για το κινητό μου και πέρασα το τηλέφωνό της στη μνήμη. Στη συνέχεια της έστειλα ένα μήνυμα για καληνύχτα και πήγα να κλειδώσω την πόρτα του σπιτιού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ο λογιστής μας και η βοηθός του

 Όταν η εταιρία μετακόμισε στο καινούριο κτίριο ήμουν όλο νεύρα. Κάθε μέρα έμπαίνα στο γραφείο μου μουτρωμένος. Τι χάλια ήταν αυτά, λες και ...