Δεν ξέρω πώς τα έφερε η τύχη και ο φίλος μας που ήταν να μας πάρει μαζί για την επιστροφή στην Θεσσαλονίκη, θα έμενε παραπάνω στην πρωτεύουσα. Γαμώτο, μόνο στην ιδέα ότι έπρεπε να πάρουμε λεωφορείο για πίσω με αρρώσταινε. Βαριέμαι απίστευτα τις 6-7 περίπου ώρες που ήθελε το ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης για να φτάσει από την Αθήνα, και για αεροπλάνο τελευταία στιγμή ούτε λόγος.
Είχαμε κατέβει στην Αθήνα για ένα fun τριήμερο, το οποίο το περάσαμε και με το παραπάνω, αλλά η επιστροφή με σκότωνε, πάντα βαριόμουν τα λεωφορεία, ακόμα και το αστικό καθημερινά για τις μετακινήσεις από και προς δουλειά έχει καταντήσει μονότονο και βαρετό. Με τυπικές διαδικασίες αποφασίστηκε να πάρουμε το βραδινό τον 22.00 ώστε να κοιμηθούμε όσο γίνεται και να μην καταλάβουμε και πολλά από τη διαδρομή να φτάσουμε πρωί και να πάμε για δουλειά. Σκότωμα αλλά τι να κάνεις. Στα ΚΤΕΛ Κηφισού φτάσαμε οριακά την τελευταία στιγμή, πανικόβλητες με τις αποσκευές στα χέρια 10 λεπτά πριν αναχωρήσει το λεωφορείο. Χαιρετήσαμε τους φίλους που μας έφεραν μέχρι εκεί, κοίταξα τη Σοφία με βλέμμα βαρεμάρας και ξεκινήσαμε να τρέχουμε.
Φτάσαμε στα εκδοτήρια, πήραμε τα πολυπόθητα εισιτήρια, αναγκάσαμε τον οδηγό να ξανανοίξει τις αποσκευές για να βάλουμε τις βαλίτσες μας κι ανεβήκαμε. Με μία γρήγορη ματιά, το μισό περίπου λεωφορείο ήταν γεμάτο, και τα πρόσωπα που αντίκριζες είχαν τα ίδια βαρεμένα και καταθλιπτικά μούτρα με εμάς. Πάμε πίσω; Γνέφω στη Σοφία. Ναι μου απαντάει. Η Σοφία είναι 3 χρόνια μικρότερή μου, η χαρά της ζωής, δεν κωλώνει πουθενά και είναι το κατάλληλο άτομο για κάτι τέτοιες στιγμές. Θα σε ξεσηκώσει θα χαβαλεδιάσει και γενικά θα ανατρέψει κάθε αρνητική στιγμή σε θετική. Θα βρει το κουμπί σου και εννοείται, δε μπορείς να της κρατήσεις ποτέ κακία. Γιατί κάθε τι ωραίο να τελειώνει άδοξα σκέφτηκα καθώς περπατούσα ανάμεσα σε ένα λεωφορείο μισοάδειο με πρόσωπα σκυθρωπά, κουρασμένα.
Η γαλαρία ήταν πιασμένη, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων καθόταν στη μία πλευρά με τις αποσκευές τους να πιάνουν τις υπόλοιπες θέσεις. Η Σοφία γυρνάει και με κοιτάει με βλέμμα its ok… θα κάτσουμε αλλού. Όντως καθόμαστε στην απέναντι πλευρά τους δύο καθίσματα μπροστά. Πίσω μας κανείς, μπροστά μας δύο γυναίκες μεγάλης ηλικίας οι οποίες είχαν ήδη αποκοιμηθεί. Στην απέναντι πλευρά από εκεί που καθίσαμε ήταν ένας τύπος, γύρω στα 35-40, σκυμμένος στο κινητό του.
- Παράθυρο ή έξω κυρία μου; Με ρωτάει η Σοφία.
- Παράθυρο φυσικά της απαντάω.
Για την επόμενη μία και ώρα απλά ήμουν μεταξύ του κινητού και να χαζεύω έξω. Η Σοφία δίπλα μου είχε βάλει τα ακουστικά της και είχε γύρει πάνω μου. Είχε κάτσει σταυροπόδι είχε γυρίσει προς το μέρος μου και είχε ακουμπήσει πάνω μου προσπαθώντας να βολευτεί. Αν και ελάχιστα μικρότερη μου, το ταμπεραμέντο της, η εμφάνισή της και τα baby χαρακτηριστικά του προσώπου της μας κάνουν να τη θεωρούμε το κοριτσάκι της παρέας, η μικρούλα αδελφή μας ένα πράγμα. Είναι δεν είναι 1.55 στο ύψος, με πολύ όμορφο κορμί θηλυκό, ζουμερό με πλούσιους γλουτούς και καλό στήθος για το σωματότυπο της, σκουρόχρωμη επιδερμίδα και μακριά μαύρα μαλλιά. Είναι ένα λιλιπούτιο μοντελάκι και πάντα τραβούσε τα βλέμματα πάνω της, καθώς ο συνδυασμός του κορμιού της και του χαρακτήρα της δεν αφήνουν κανένα ασυγκίνητο.
Ακούω τη μουσική από τα ακουστικά της Σοφίας, τα φώτα του εσωτερικού του λεωφορείου είναι κλειστά, σχεδόν νεκρική σιγή. Όλοι κοιμούνται, ή μάλλον σχεδόν όλοι. Ο τύπος στην παράλληλη απέναντι θέση από εμάς, ακουμπισμένος στο παράθυρο με τα πόδια πάνω στο κάθισμα, είναι ξύπνιος. Έχει το κινητό του στα χέρια και ρίχνει ματιές προς τα εμάς. Τον βλέπω τον κοιτάω για μία στιγμή και αλλάζω το βλέμμα μου. Η Σοφία κοιμάται πάνω μου, και τη σκεπάζω με το μπουφάν μου. Μαζεύω τα υπέροχα μαλλιά της και τα ρίχνω πλάι, μένω να τα χαϊδεύω ελαφριά και αργά. Κοιτάζω έξω, χαζεύω και την χαϊδεύω. Νοιώθω την αίσθηση ότι κάποιος με κοιτάει και ασυναίσθητα γυρίζω στα δεξιά μου, προς τον μόνο επιβάτη πλην εμού και του οδηγού που δεν κοιμάται.
Τον κοιτάζω και τον βλέπω που μας κοιτάει, του χαμογελάω άβολα και γυρνάω το πρόσωπο μου αλλού και αμέσως τον ξανακοιτάω. Δεν κοιτάζει εμένα, αλλά τη Σοφία, η οποία όπως έχει γύρει πάνω μου του δίνει μία υπέροχη θέα της γυμνής μεσούλας της και του κώλου της.
- Μη σταματάς, μου λέει η Σοφία όπου ένοιωσε ότι τα τελευταία δευτερόλεπτα δεν ασχολιόμουν μαζί της. Συνέχισε μου αρέσει…
μου είπε προσπαθώντας να βολευτεί πάνω μου και να συνεχίσει τον ύπνο της.
- Μωρό μου, δεν μαζεύεσαι λίγο , γιατί ο άλλος από απέναντι τα βλέπει όλα;
- Ε ας τον να κοιτάει, τι σε πειράζει; Μας κοιτάει από τη στιγμή που μπήκαμε. Ας τον αυτόν, παίξε με τα μαλλάκια μου…
μου λέει ναζιάρικα και χαμογελάει με τα μάτια της κλειστά. Έμεινα να τη χαϊδεύω, αλλά το μυαλό μου είχε κολλήσει στον τύπο. Ήταν ότι πιο ενδιαφέρον υπήρχε εκείνη την ώρα. Ένας τύπος σε ένα υπεραστικό λεωφορείο που έβλεπε τον κώλο της Σοφίας που κοιμόταν δίπλα μου. Υπό άλλες συνθήκες το λες και γελάς στην καλύτερη ή τον βρίζεις ως ματάκια στην χειρότερη. Εδώ ήταν απλά κάτι. Κάπως έτσι πρέπει να με πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησα δεν ένοιωθα το μισό σου σώμα. Ήμουν πιασμένη παντού, όπως έκανα να αλλάξω στάση καθίσματος, ξύπνησα τη Σοφία. Σηκώθηκε, με κοίταξε χαμογέλασε και με ρώτησε αν φτάνουμε. Δεν ξέρω της απάντησα, πραγματικά δεν είχα ιδέα που ήμασταν. Ήμασταν και οι δύο πιασμένες, πονούσαμε από τον άβολο ύπνο και περιμέναμε να τελειώσει το μαρτύριο. Όσο δε σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να φτάσω, να αλλάξω και να πάω δουλειά, δεν καλυτέρευε η κατάστασή μου.
Η Σοφία σηκώθηκε να τεντωθεί από το κάθισμα και είδε τον τύπο δίπλα, ο οποίος δε νομίζω να είχε κλείσει μάτι, να την κοιτάει. Του χαμογέλασε και γύρισε στο μέρος μου απορημένη κοιτώντας μου και γελώντας σε στιλ, πάει καλά; Γέλασα και μόλις έκατσε δίπλα της είπα ότι δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της, και έτσι ήταν. Είμαι σίγουρη ότι και όσο κοιμόμασταν δεν σταμάτησε να την κοιτάζει. Της εξήγησα ότι ο «φίλος» μας ασχολιόταν συνέχεια με το κινητό του, και πολύ πιθανό να την έχει βγάλει και καμία φωτογραφία όσο κοιμόταν. Άλλο που δεν ήθελε και η Σοφία, το πήρε σαν παιχνίδι. Έκατσε δίπλα μου και άρχισε να προσποιείται ότι τεντώνεται με σκοπό να προσφέρει οφθαλμόλουτρο στο «φίλο» μας και με ρώτησε αν κοιτάει. Διακριτικά κοιτώντας το επιβεβαίωσα και γέλασα. Μου φαινόταν τόσο αστείο να σας πω.
Αφήνει το μπουφάν μου να πέσει στο πάτωμα μπροστά της και το κολλητό μεσάτο μπλουζάκι της αφήνει την μέση της και τα πανέμορφα λακάκια της ακάλυπτα για ακόμα μία φορά. Έχει γυρίσει προς το μέρος μου σε εμβρυακή στάση και μου μιλάει στο αφτί.
- Θες να τον παίξουμε;
- -Τι εννοείς; Της απαντώ, γνωρίζοντας πολύ καλά τι εννοούσε.
- -Ξέρεις ρε μην κάνεις τη χαζή…
μου λέει και βάζει το χέρι της στα πόδια μου. Χάιδεψε μου τα μαλλιά όπως πριν, και κοίτα τον να δούμε αντίδραση. Η Σοφία με χαρακτηριστική ευκολία έχει στήσει μία παράσταση μέσα σε δευτερόλεπτα, έχει κουρνιάσει πάνω στο στήθος μου, έχει κλείσει τα μάτια της και απολαμβάνει τα χάδια μου, τη στιγμή που με το ένα χέρι της με χαϊδεύει απαλά στο πόδι. Ρίχνω κλεφτές ματιές και βλέπω τον «φίλο» μας να τσιμπάει. Έχει μείνει να μας κοιτάει όπως κάθεται, στην ουσία πάνω στα δύο καθίσματα με φορά προς τα εμάς. Βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής, ενώ ο συνεχής ήχος των ελαστικών στην άσφαλτο, το απόλυτο σκοτάδι του εξωτερικού χώρο και το ημίφως του εσωτερικού έχουν ταιριάξει άψογα στο παιχνίδι της Σοφίας.
- Σόφι κοιτάει ρε, θα γελάσω γαμώ τη τρέλα σου, τι καθόμαστε και κάνουμε;…
της ψιθυρίζω στο αφτί, τη στιγμή που γελώντας μου δίνει ένα απαλό φιλί στο λαιμό, το οποίο σταμάτησε κάθε μου κουβέντα. Παίρνει με το χέρι της το χέρι μου και το ακουμπάει στα χείλι της. Με εμφανή τρόπο μου φιλάει τα δάχτυλα ένα-ένα, βγάζει τη γλωσσίτσα της και διακριτικά ακολουθεί τη σειρά τους. Τα πιπιλάει και τα ακουμπάει στα χείλι της. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι παιχνίδι πια. Το σώμα της κάνει ελαφρές κινήσεις προσπαθώντας να βολευτεί στο χώρο και ταυτόχρονα να είναι πάνω μου. Τη βοηθάω γέρνοντας ελαφρά στο μέρος της και κοιταζόμαστε στα μάτια.
- Κοιτάει;
Με ρωτάει κοιτώντας με στα μάτια. Διώχνω με τα βίας το βλέμμα από πάνω της και τον κοιτάω. Τον κοιτάω κατευθείαν μέσα στα μάτια και εκείνη τη στιγμή νοιώθω ένα ρίγος. Εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω ότι μπορεί πολύ εύκολα αυτό το παιχνίδι να εκτροχιαστεί. Βλέπω το τύπο απέναντι με τα πόδια σε γωνία πάνω στο κάθισμα να μας κοιτάει αφοσιωμένος και ταυτόχρονα να χαϊδεύεται πάνω από το παντελόνι του. Ανέκφραστος! Απλά μας κοιτούσε. Ακούω τη φωνή της Σοφίας χιλιοστά από το αυτί μου να μου λέει, μη σταματάς να τον κοιτάς, κοίτα τον συνέχεια, κάρφωσέ τον. Και την ακολουθώ. Νοιώθω το χέρι της να κατεβαίνει στο στήθος μου, να περνάει ανάμεσα να φτάνει στην κοιλιά μου και να μένει εκεί, να με χαϊδεύει απαλά. Να περνάει ανάμεσα από τα πόδια μου και να ξανανεβαίνει πάνω.
Κοιτάω τον τύπο και τον βλέπω και με κοιτάει και αυτός. Μου κάνει νόημα με τα μάτια του να κοιτάξω κάτω. Έχει ανοίξει τα κουμπιά από το παντελόνι του και το ένα χέρι του βρίσκεται μέσα να χαϊδεύει τον πούτσο του. Το λέω στην Σοφία, η αντίδρασή της είναι να μου δαγκάσει ελαφρά το λοβό του αφτιού μου και να μου πει. «Θέλω να τον κάνω να χύσει για μένα». Ποιος θα χύσει πρώτος σκέφτομαι. Γαμώτο, σίγουρα δεν είναι παιχνίδι από τη στιγμή που είμαι υγρή, νοιώθω το χέρι της Σοφίας να κάνει μικρές ανεπαίσθητες κινήσεις πάνω μου και με περνάει ηλεκτρικό ρεύμα. Σηκώνω το βλέμμα μου και βλέπω τον τύπο να έχει την βγάλει διακριτικά έξω και κρυμμένη μέσα στα χέρια του να την παίζει.
- Την παίζει για πάρτη σου μωρό μου, γυρνάω και λέω στο αυτί της Σοφίας, τη χαϊδεύει όσο κοιτάει την κωλάρα σου μωρό μου, τον έχεις τρελάνει…
της λέω και ασυναίσθητα το χάδι μου στα μαλλιά της ολοένα και δυναμώνει, γίνεται πιο επιτακτικό πιο σκληρό.
- Γύρνα δες τι λέω…
και το κάνει. Με απαλές κινήσεις γυρνάει προς το μέρος του, κάθετε πλάγια πάνω στο κάθισμα μπροστά μου και τον κοιτάει. «Μη με αφήνεις» μου ψιθυρίζει. Είμαι κολλημένη πίσω της, την έχω αγκαλιά, το πρόσωπό μου βρίσκεται πάνω από τον ώμο της, μυρίζω τα μαλλιά της. Τη χαϊδεύω και την αισθάνομαι πάνω μου να καίει όλο της το κορμί. Ο τύπος απέναντι μας κοιτάει, μας κοιτάει και την παίζει, όσο πιο διακριτικά μπορεί. Νοιώθω τη Σοφία να χάνεται και με παρασύρει και εμένα. Χαμηλώνω το χέρι μου και χαϊδεύω την κλειτορίδα της πάνω από το αέρινο κολάν της. Την νοιώθω υγρή, είναι υγρή. Με πολύ ελαφριές κυκλικές κινήσεις της δίνω αυτό που θέλει, μοιράζομαι τη στιγμή μαζί της. Τη νοιώθω όλο και πιο υγρή, τη νοιώθω να με καρφώνει με τα νύχια της στα μπούτια, τη νοιώθω να με κολλάει πάνω της. Προσπαθώ να περιορίσω το κακό, να κρατήσω μία διακριτικότητα, γιατί δε θέλει και πολύ να ξυπνήσει κανένας ή να μας δει κανείς και να γίνουμε ρεζίλι.
Ακούω ένα ελαφρύ βογγητό, και αμέσως της κλείνω το στόμα με το χέρι μου, η μικρή έχει παραδοθεί στην κάβλα της. Μου φιλάει το χέρι μου το δαγκώνει, το στόμα της έχει πλημυρίσει με σάλιο. Βάζω δύο δάχτυλα στα χείλι της και παίζω μαζί της, η γλώσσα της προσπαθεί να με ακολουθήσει και οι πρώτες συσπάσεις έρχονται, τη νοιώθω να τρέμει πάνω μου. Ο τύπος σχεδόν μουγκρίζει, ακούω ή μου φαίνεται τέλος πάντων, ότι ακούω την ανάσα του. Το Σοφάκι μου τον έχει καυλώσει τόσο άσχημα που το καταλαβαίνω στο ύφος του. Ποιος ξέρει τι γλυκό γαμήσι θα έτρωγε η μικρή μου υπό άλλες συνθήκες.
- Μωρό μου θα χύσει, για σένα μωράκι μου όπως ήθελες, ψιθυρίζω στο αφτί της. Δες τον πώς τον έχεις κάνει, έχει λιώσει να σε κοιτάει, σχεδόν τον μυρίζω στην ατμόσφαιρά.
Μιλούσα στη Σοφία η οποία σε κάθε μου λέξη σκύλιαζε περισσότερο, δεν ξέρω αν με άκουγε ή απλά την ερέθιζε πλέον και μόνο η φωνή μου στο αφτί της. Τα χέρια μας είχα ενωθεί πάνω στο κολάν της και έπαιζαν με την κλειτορίδα της. Δεν ήμουν σε καλύτερη κατάσταση, αλλά τουλάχιστον είχα την ψυχραιμία μου. Δεν ήθελα τίποτα λιγότερο από ένα καλό γαμήσι και εγώ για να συνέλθω αλλά δεν το έδειχνα. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα μία από τις δύο έπρεπε να μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση και η Σοφία με τα παιχνίδια της δεν ήταν σε θέση σίγουρα. Ο τύπος απέναντι είχα χάσει κάθε αναστολή μέσα του και πλέον μαλακιζόταν έντονα μπροστά μας, ήταν απλά θέμα δευτερολέπτων να χύσει. Η Σοφία μου δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω του, τον κοιτούσε τον προκαλούσε με το βλέμμα της, ήθελε να τα καταφέρει να τον δει να χύνει, ήθελε το παιχνίδι της να ολοκληρωθεί, και δεν άργησε.
Ο τύπος έχυνε για αρκετά δευτερόλεπτα στο χέρι του, έτσι κατάλαβα από τις κινήσεις του και αμέσως μαζεύτηκε. Μείναμε με τη Σοφία να τον κοιτάμε και μας κοιτούσε και αυτός. Αδιάφορο το πώς, αλλά εν τέλει εκεί καταλήξαμε από τα παιχνίδια της άλλης. Ο τύπος να έχει χύσει, η Σοφία να έχει χύσει κι αυτή και εγώ να στάζω και να μουσκεύω τα καθίσματα με την κάβλα μου και να καίγομαι. Μέσα στα επόμενα λεπτά το λεωφορείο βγήκε για στάση. Μείναμε πάνω στο λεωφορείο με τη Σοφία να έχει κουρνιάσει πάνω μου και να μη μιλάει. Ο τύπος κατέβηκε, και φαντάζομαι θα πήγε να πλυθεί. Την πήρα και αλλάξαμε θέση όταν κατέβηκαν όλοι γιατί ντρεπόμουν να βγάλω το υπόλοιπο ταξίδι και να κοιταζόμαστε με τον άλλο απέναντι. Πήρα τα κομμάτια της Σοφίας και τις κάβλες μου και πήγαμε αρκετά καθίσματα μπροστά ανάμεσα σε κάτι ηλικιωμένα ζευγάρια και κοιμηθήκαμε έως ότου φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Και όπως όλα τα παιχνίδια έχουν κερδισμένους και χαμένους, στην παρούσα κατάσταση, χαμένη βγήκα εγώ.
Είχαμε κατέβει στην Αθήνα για ένα fun τριήμερο, το οποίο το περάσαμε και με το παραπάνω, αλλά η επιστροφή με σκότωνε, πάντα βαριόμουν τα λεωφορεία, ακόμα και το αστικό καθημερινά για τις μετακινήσεις από και προς δουλειά έχει καταντήσει μονότονο και βαρετό. Με τυπικές διαδικασίες αποφασίστηκε να πάρουμε το βραδινό τον 22.00 ώστε να κοιμηθούμε όσο γίνεται και να μην καταλάβουμε και πολλά από τη διαδρομή να φτάσουμε πρωί και να πάμε για δουλειά. Σκότωμα αλλά τι να κάνεις. Στα ΚΤΕΛ Κηφισού φτάσαμε οριακά την τελευταία στιγμή, πανικόβλητες με τις αποσκευές στα χέρια 10 λεπτά πριν αναχωρήσει το λεωφορείο. Χαιρετήσαμε τους φίλους που μας έφεραν μέχρι εκεί, κοίταξα τη Σοφία με βλέμμα βαρεμάρας και ξεκινήσαμε να τρέχουμε.
Φτάσαμε στα εκδοτήρια, πήραμε τα πολυπόθητα εισιτήρια, αναγκάσαμε τον οδηγό να ξανανοίξει τις αποσκευές για να βάλουμε τις βαλίτσες μας κι ανεβήκαμε. Με μία γρήγορη ματιά, το μισό περίπου λεωφορείο ήταν γεμάτο, και τα πρόσωπα που αντίκριζες είχαν τα ίδια βαρεμένα και καταθλιπτικά μούτρα με εμάς. Πάμε πίσω; Γνέφω στη Σοφία. Ναι μου απαντάει. Η Σοφία είναι 3 χρόνια μικρότερή μου, η χαρά της ζωής, δεν κωλώνει πουθενά και είναι το κατάλληλο άτομο για κάτι τέτοιες στιγμές. Θα σε ξεσηκώσει θα χαβαλεδιάσει και γενικά θα ανατρέψει κάθε αρνητική στιγμή σε θετική. Θα βρει το κουμπί σου και εννοείται, δε μπορείς να της κρατήσεις ποτέ κακία. Γιατί κάθε τι ωραίο να τελειώνει άδοξα σκέφτηκα καθώς περπατούσα ανάμεσα σε ένα λεωφορείο μισοάδειο με πρόσωπα σκυθρωπά, κουρασμένα.
Η γαλαρία ήταν πιασμένη, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων καθόταν στη μία πλευρά με τις αποσκευές τους να πιάνουν τις υπόλοιπες θέσεις. Η Σοφία γυρνάει και με κοιτάει με βλέμμα its ok… θα κάτσουμε αλλού. Όντως καθόμαστε στην απέναντι πλευρά τους δύο καθίσματα μπροστά. Πίσω μας κανείς, μπροστά μας δύο γυναίκες μεγάλης ηλικίας οι οποίες είχαν ήδη αποκοιμηθεί. Στην απέναντι πλευρά από εκεί που καθίσαμε ήταν ένας τύπος, γύρω στα 35-40, σκυμμένος στο κινητό του.
- Παράθυρο ή έξω κυρία μου; Με ρωτάει η Σοφία.
- Παράθυρο φυσικά της απαντάω.
Για την επόμενη μία και ώρα απλά ήμουν μεταξύ του κινητού και να χαζεύω έξω. Η Σοφία δίπλα μου είχε βάλει τα ακουστικά της και είχε γύρει πάνω μου. Είχε κάτσει σταυροπόδι είχε γυρίσει προς το μέρος μου και είχε ακουμπήσει πάνω μου προσπαθώντας να βολευτεί. Αν και ελάχιστα μικρότερη μου, το ταμπεραμέντο της, η εμφάνισή της και τα baby χαρακτηριστικά του προσώπου της μας κάνουν να τη θεωρούμε το κοριτσάκι της παρέας, η μικρούλα αδελφή μας ένα πράγμα. Είναι δεν είναι 1.55 στο ύψος, με πολύ όμορφο κορμί θηλυκό, ζουμερό με πλούσιους γλουτούς και καλό στήθος για το σωματότυπο της, σκουρόχρωμη επιδερμίδα και μακριά μαύρα μαλλιά. Είναι ένα λιλιπούτιο μοντελάκι και πάντα τραβούσε τα βλέμματα πάνω της, καθώς ο συνδυασμός του κορμιού της και του χαρακτήρα της δεν αφήνουν κανένα ασυγκίνητο.
Ακούω τη μουσική από τα ακουστικά της Σοφίας, τα φώτα του εσωτερικού του λεωφορείου είναι κλειστά, σχεδόν νεκρική σιγή. Όλοι κοιμούνται, ή μάλλον σχεδόν όλοι. Ο τύπος στην παράλληλη απέναντι θέση από εμάς, ακουμπισμένος στο παράθυρο με τα πόδια πάνω στο κάθισμα, είναι ξύπνιος. Έχει το κινητό του στα χέρια και ρίχνει ματιές προς τα εμάς. Τον βλέπω τον κοιτάω για μία στιγμή και αλλάζω το βλέμμα μου. Η Σοφία κοιμάται πάνω μου, και τη σκεπάζω με το μπουφάν μου. Μαζεύω τα υπέροχα μαλλιά της και τα ρίχνω πλάι, μένω να τα χαϊδεύω ελαφριά και αργά. Κοιτάζω έξω, χαζεύω και την χαϊδεύω. Νοιώθω την αίσθηση ότι κάποιος με κοιτάει και ασυναίσθητα γυρίζω στα δεξιά μου, προς τον μόνο επιβάτη πλην εμού και του οδηγού που δεν κοιμάται.
Τον κοιτάζω και τον βλέπω που μας κοιτάει, του χαμογελάω άβολα και γυρνάω το πρόσωπο μου αλλού και αμέσως τον ξανακοιτάω. Δεν κοιτάζει εμένα, αλλά τη Σοφία, η οποία όπως έχει γύρει πάνω μου του δίνει μία υπέροχη θέα της γυμνής μεσούλας της και του κώλου της.
- Μη σταματάς, μου λέει η Σοφία όπου ένοιωσε ότι τα τελευταία δευτερόλεπτα δεν ασχολιόμουν μαζί της. Συνέχισε μου αρέσει…
μου είπε προσπαθώντας να βολευτεί πάνω μου και να συνεχίσει τον ύπνο της.
- Μωρό μου, δεν μαζεύεσαι λίγο , γιατί ο άλλος από απέναντι τα βλέπει όλα;
- Ε ας τον να κοιτάει, τι σε πειράζει; Μας κοιτάει από τη στιγμή που μπήκαμε. Ας τον αυτόν, παίξε με τα μαλλάκια μου…
μου λέει ναζιάρικα και χαμογελάει με τα μάτια της κλειστά. Έμεινα να τη χαϊδεύω, αλλά το μυαλό μου είχε κολλήσει στον τύπο. Ήταν ότι πιο ενδιαφέρον υπήρχε εκείνη την ώρα. Ένας τύπος σε ένα υπεραστικό λεωφορείο που έβλεπε τον κώλο της Σοφίας που κοιμόταν δίπλα μου. Υπό άλλες συνθήκες το λες και γελάς στην καλύτερη ή τον βρίζεις ως ματάκια στην χειρότερη. Εδώ ήταν απλά κάτι. Κάπως έτσι πρέπει να με πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησα δεν ένοιωθα το μισό σου σώμα. Ήμουν πιασμένη παντού, όπως έκανα να αλλάξω στάση καθίσματος, ξύπνησα τη Σοφία. Σηκώθηκε, με κοίταξε χαμογέλασε και με ρώτησε αν φτάνουμε. Δεν ξέρω της απάντησα, πραγματικά δεν είχα ιδέα που ήμασταν. Ήμασταν και οι δύο πιασμένες, πονούσαμε από τον άβολο ύπνο και περιμέναμε να τελειώσει το μαρτύριο. Όσο δε σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να φτάσω, να αλλάξω και να πάω δουλειά, δεν καλυτέρευε η κατάστασή μου.
Η Σοφία σηκώθηκε να τεντωθεί από το κάθισμα και είδε τον τύπο δίπλα, ο οποίος δε νομίζω να είχε κλείσει μάτι, να την κοιτάει. Του χαμογέλασε και γύρισε στο μέρος μου απορημένη κοιτώντας μου και γελώντας σε στιλ, πάει καλά; Γέλασα και μόλις έκατσε δίπλα της είπα ότι δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της, και έτσι ήταν. Είμαι σίγουρη ότι και όσο κοιμόμασταν δεν σταμάτησε να την κοιτάζει. Της εξήγησα ότι ο «φίλος» μας ασχολιόταν συνέχεια με το κινητό του, και πολύ πιθανό να την έχει βγάλει και καμία φωτογραφία όσο κοιμόταν. Άλλο που δεν ήθελε και η Σοφία, το πήρε σαν παιχνίδι. Έκατσε δίπλα μου και άρχισε να προσποιείται ότι τεντώνεται με σκοπό να προσφέρει οφθαλμόλουτρο στο «φίλο» μας και με ρώτησε αν κοιτάει. Διακριτικά κοιτώντας το επιβεβαίωσα και γέλασα. Μου φαινόταν τόσο αστείο να σας πω.
Αφήνει το μπουφάν μου να πέσει στο πάτωμα μπροστά της και το κολλητό μεσάτο μπλουζάκι της αφήνει την μέση της και τα πανέμορφα λακάκια της ακάλυπτα για ακόμα μία φορά. Έχει γυρίσει προς το μέρος μου σε εμβρυακή στάση και μου μιλάει στο αφτί.
- Θες να τον παίξουμε;
- -Τι εννοείς; Της απαντώ, γνωρίζοντας πολύ καλά τι εννοούσε.
- -Ξέρεις ρε μην κάνεις τη χαζή…
μου λέει και βάζει το χέρι της στα πόδια μου. Χάιδεψε μου τα μαλλιά όπως πριν, και κοίτα τον να δούμε αντίδραση. Η Σοφία με χαρακτηριστική ευκολία έχει στήσει μία παράσταση μέσα σε δευτερόλεπτα, έχει κουρνιάσει πάνω στο στήθος μου, έχει κλείσει τα μάτια της και απολαμβάνει τα χάδια μου, τη στιγμή που με το ένα χέρι της με χαϊδεύει απαλά στο πόδι. Ρίχνω κλεφτές ματιές και βλέπω τον «φίλο» μας να τσιμπάει. Έχει μείνει να μας κοιτάει όπως κάθεται, στην ουσία πάνω στα δύο καθίσματα με φορά προς τα εμάς. Βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής, ενώ ο συνεχής ήχος των ελαστικών στην άσφαλτο, το απόλυτο σκοτάδι του εξωτερικού χώρο και το ημίφως του εσωτερικού έχουν ταιριάξει άψογα στο παιχνίδι της Σοφίας.
- Σόφι κοιτάει ρε, θα γελάσω γαμώ τη τρέλα σου, τι καθόμαστε και κάνουμε;…
της ψιθυρίζω στο αφτί, τη στιγμή που γελώντας μου δίνει ένα απαλό φιλί στο λαιμό, το οποίο σταμάτησε κάθε μου κουβέντα. Παίρνει με το χέρι της το χέρι μου και το ακουμπάει στα χείλι της. Με εμφανή τρόπο μου φιλάει τα δάχτυλα ένα-ένα, βγάζει τη γλωσσίτσα της και διακριτικά ακολουθεί τη σειρά τους. Τα πιπιλάει και τα ακουμπάει στα χείλι της. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι παιχνίδι πια. Το σώμα της κάνει ελαφρές κινήσεις προσπαθώντας να βολευτεί στο χώρο και ταυτόχρονα να είναι πάνω μου. Τη βοηθάω γέρνοντας ελαφρά στο μέρος της και κοιταζόμαστε στα μάτια.
- Κοιτάει;
Με ρωτάει κοιτώντας με στα μάτια. Διώχνω με τα βίας το βλέμμα από πάνω της και τον κοιτάω. Τον κοιτάω κατευθείαν μέσα στα μάτια και εκείνη τη στιγμή νοιώθω ένα ρίγος. Εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω ότι μπορεί πολύ εύκολα αυτό το παιχνίδι να εκτροχιαστεί. Βλέπω το τύπο απέναντι με τα πόδια σε γωνία πάνω στο κάθισμα να μας κοιτάει αφοσιωμένος και ταυτόχρονα να χαϊδεύεται πάνω από το παντελόνι του. Ανέκφραστος! Απλά μας κοιτούσε. Ακούω τη φωνή της Σοφίας χιλιοστά από το αυτί μου να μου λέει, μη σταματάς να τον κοιτάς, κοίτα τον συνέχεια, κάρφωσέ τον. Και την ακολουθώ. Νοιώθω το χέρι της να κατεβαίνει στο στήθος μου, να περνάει ανάμεσα να φτάνει στην κοιλιά μου και να μένει εκεί, να με χαϊδεύει απαλά. Να περνάει ανάμεσα από τα πόδια μου και να ξανανεβαίνει πάνω.
Κοιτάω τον τύπο και τον βλέπω και με κοιτάει και αυτός. Μου κάνει νόημα με τα μάτια του να κοιτάξω κάτω. Έχει ανοίξει τα κουμπιά από το παντελόνι του και το ένα χέρι του βρίσκεται μέσα να χαϊδεύει τον πούτσο του. Το λέω στην Σοφία, η αντίδρασή της είναι να μου δαγκάσει ελαφρά το λοβό του αφτιού μου και να μου πει. «Θέλω να τον κάνω να χύσει για μένα». Ποιος θα χύσει πρώτος σκέφτομαι. Γαμώτο, σίγουρα δεν είναι παιχνίδι από τη στιγμή που είμαι υγρή, νοιώθω το χέρι της Σοφίας να κάνει μικρές ανεπαίσθητες κινήσεις πάνω μου και με περνάει ηλεκτρικό ρεύμα. Σηκώνω το βλέμμα μου και βλέπω τον τύπο να έχει την βγάλει διακριτικά έξω και κρυμμένη μέσα στα χέρια του να την παίζει.
- Την παίζει για πάρτη σου μωρό μου, γυρνάω και λέω στο αυτί της Σοφίας, τη χαϊδεύει όσο κοιτάει την κωλάρα σου μωρό μου, τον έχεις τρελάνει…
της λέω και ασυναίσθητα το χάδι μου στα μαλλιά της ολοένα και δυναμώνει, γίνεται πιο επιτακτικό πιο σκληρό.
- Γύρνα δες τι λέω…
και το κάνει. Με απαλές κινήσεις γυρνάει προς το μέρος του, κάθετε πλάγια πάνω στο κάθισμα μπροστά μου και τον κοιτάει. «Μη με αφήνεις» μου ψιθυρίζει. Είμαι κολλημένη πίσω της, την έχω αγκαλιά, το πρόσωπό μου βρίσκεται πάνω από τον ώμο της, μυρίζω τα μαλλιά της. Τη χαϊδεύω και την αισθάνομαι πάνω μου να καίει όλο της το κορμί. Ο τύπος απέναντι μας κοιτάει, μας κοιτάει και την παίζει, όσο πιο διακριτικά μπορεί. Νοιώθω τη Σοφία να χάνεται και με παρασύρει και εμένα. Χαμηλώνω το χέρι μου και χαϊδεύω την κλειτορίδα της πάνω από το αέρινο κολάν της. Την νοιώθω υγρή, είναι υγρή. Με πολύ ελαφριές κυκλικές κινήσεις της δίνω αυτό που θέλει, μοιράζομαι τη στιγμή μαζί της. Τη νοιώθω όλο και πιο υγρή, τη νοιώθω να με καρφώνει με τα νύχια της στα μπούτια, τη νοιώθω να με κολλάει πάνω της. Προσπαθώ να περιορίσω το κακό, να κρατήσω μία διακριτικότητα, γιατί δε θέλει και πολύ να ξυπνήσει κανένας ή να μας δει κανείς και να γίνουμε ρεζίλι.
Ακούω ένα ελαφρύ βογγητό, και αμέσως της κλείνω το στόμα με το χέρι μου, η μικρή έχει παραδοθεί στην κάβλα της. Μου φιλάει το χέρι μου το δαγκώνει, το στόμα της έχει πλημυρίσει με σάλιο. Βάζω δύο δάχτυλα στα χείλι της και παίζω μαζί της, η γλώσσα της προσπαθεί να με ακολουθήσει και οι πρώτες συσπάσεις έρχονται, τη νοιώθω να τρέμει πάνω μου. Ο τύπος σχεδόν μουγκρίζει, ακούω ή μου φαίνεται τέλος πάντων, ότι ακούω την ανάσα του. Το Σοφάκι μου τον έχει καυλώσει τόσο άσχημα που το καταλαβαίνω στο ύφος του. Ποιος ξέρει τι γλυκό γαμήσι θα έτρωγε η μικρή μου υπό άλλες συνθήκες.
- Μωρό μου θα χύσει, για σένα μωράκι μου όπως ήθελες, ψιθυρίζω στο αφτί της. Δες τον πώς τον έχεις κάνει, έχει λιώσει να σε κοιτάει, σχεδόν τον μυρίζω στην ατμόσφαιρά.
Μιλούσα στη Σοφία η οποία σε κάθε μου λέξη σκύλιαζε περισσότερο, δεν ξέρω αν με άκουγε ή απλά την ερέθιζε πλέον και μόνο η φωνή μου στο αφτί της. Τα χέρια μας είχα ενωθεί πάνω στο κολάν της και έπαιζαν με την κλειτορίδα της. Δεν ήμουν σε καλύτερη κατάσταση, αλλά τουλάχιστον είχα την ψυχραιμία μου. Δεν ήθελα τίποτα λιγότερο από ένα καλό γαμήσι και εγώ για να συνέλθω αλλά δεν το έδειχνα. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα μία από τις δύο έπρεπε να μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση και η Σοφία με τα παιχνίδια της δεν ήταν σε θέση σίγουρα. Ο τύπος απέναντι είχα χάσει κάθε αναστολή μέσα του και πλέον μαλακιζόταν έντονα μπροστά μας, ήταν απλά θέμα δευτερολέπτων να χύσει. Η Σοφία μου δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω του, τον κοιτούσε τον προκαλούσε με το βλέμμα της, ήθελε να τα καταφέρει να τον δει να χύνει, ήθελε το παιχνίδι της να ολοκληρωθεί, και δεν άργησε.
Ο τύπος έχυνε για αρκετά δευτερόλεπτα στο χέρι του, έτσι κατάλαβα από τις κινήσεις του και αμέσως μαζεύτηκε. Μείναμε με τη Σοφία να τον κοιτάμε και μας κοιτούσε και αυτός. Αδιάφορο το πώς, αλλά εν τέλει εκεί καταλήξαμε από τα παιχνίδια της άλλης. Ο τύπος να έχει χύσει, η Σοφία να έχει χύσει κι αυτή και εγώ να στάζω και να μουσκεύω τα καθίσματα με την κάβλα μου και να καίγομαι. Μέσα στα επόμενα λεπτά το λεωφορείο βγήκε για στάση. Μείναμε πάνω στο λεωφορείο με τη Σοφία να έχει κουρνιάσει πάνω μου και να μη μιλάει. Ο τύπος κατέβηκε, και φαντάζομαι θα πήγε να πλυθεί. Την πήρα και αλλάξαμε θέση όταν κατέβηκαν όλοι γιατί ντρεπόμουν να βγάλω το υπόλοιπο ταξίδι και να κοιταζόμαστε με τον άλλο απέναντι. Πήρα τα κομμάτια της Σοφίας και τις κάβλες μου και πήγαμε αρκετά καθίσματα μπροστά ανάμεσα σε κάτι ηλικιωμένα ζευγάρια και κοιμηθήκαμε έως ότου φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Και όπως όλα τα παιχνίδια έχουν κερδισμένους και χαμένους, στην παρούσα κατάσταση, χαμένη βγήκα εγώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου