ερωτικές ιστορίες

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Οι ιστορίες ΔΕΝ είναι δικές μας...είναι απλά μια προσπάθεια να μαζέψουμε όσο γίνετε πιό πολλές ελληνικές ιστορίες μαζεμένες..Περιμένω ανυπόμονα τα σχόλιά σας... Καλή και... καυτή ανάγνωση..

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

Στο ξενοδοχείο της παρακμής


 Η Καμίλ έφυγε από το γραφείο σκασμένη. Εντάξει, είπαμε ήταν ωραία γυναίκα, αλλά δε γινόταν συνέχεια να νιώθει ότι της την πέφτουν όλοι. Μπορεί να την κολάκευε ως γυναίκα, αλλά ήταν εκνευριστικό. Και στο κάτω κάτω της γραφής, ακόμα και αν ήθελε να γαμηθεί, δε θα έδινε κανένα δικαίωμα. Άλλωστε δεν το είχε κάνει ποτέ και ας δούλευε από μικρή. Φεύγοντας, την πήρε τηλέφωνο ο άντρας της, να της πει τις συνηθισμένες μαλακίες. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Σκέφτηκε ότι θα πήγαινε σπίτι να τα ακούσει από κοντά και τρελάθηκε. Ήθελε απεγνωσμένα ένα ποτό. Δεν ήθελε να πάει στα γνωστά μαγαζιά στο κέντρο, που σίγουρα θα συναντούσε κάποιο γνωστό ή συνάδελφο. Ούτε να πάρει καμία από τις γνωστές βλαμμένες φίλες της πήγε προς το λιμάνι. Σε μια όχι και τόσο trendy περιοχή. Ήταν μάλλον κακόφημη, αλλά ήταν ακόμα νωρίς το απόγευμα, οπότε ένιωθε σχετικά ασφαλής. Είχε αφήσει το αυτοκίνητο στο γραφείο και ο ταξιτζής την κοίταξε περίεργα. Εδώ που τα λέμε δεν πέρναγε και απαρατήρητη. Μπορεί να ήταν σαράντα επτά, αλλά φρόντιζε τον εαυτό της και το ψιλόλιγνο κορμάκι της, με μικρές καμπύλες εκεί που πρέπει, τράβαγε τα βλέμματα.


Μπήκε σε ένα μπαρ βγαλμένο από ελληνική ταινία των 70s. Ο χρόνος είχε σταματήσει κάπου εκεί. Η μουσική, Καζαντζίδης να κλαίει τους καημούς της ξενιτιάς, φυσικά και δε θα ήταν η πρώτη της επιλογή. Έκατσε στο μπαρ, ζήτησε ένα ουίσκι και άρχισε να πίνει κοιτώντας το ποτήρι, λες και θα της έλεγε το μυστικό που θα έλυνε τα προβλήματα της. Πολύ σύντομα είχε γειώσει δυο βρωμόφατσες που την πλησίασαν για να της την πέσουν. Εδώ δε καθόταν στους πλυμένους, θα κάτσει στους άπλυτους; Το επόμενο ποτήρι που ζήτησε, ο μπάρμαν της είπε ότι ήταν κερασμένο από έναν κύριο στην άλλη άκρη του μπαρ. Πήγε να το γυρίσει πίσω, αλλά απόρησε που ο τύπος δεν της την είχε πέσει. Δεν της είχε καν μιλήσει.

Έκανε τη διαδρομή μέχρι την θέση του τύπου, μόνο και μόνο για να τον ρωτήσει. Αυτός απάντησε ότι απλά την κέρασε ένα ποτό. Δεν ήθελε τίποτα άλλο. Του έκανε εντύπωση που έπινε μόνη της και επειδή γέμισε την γκρίζα μέρα του με ομορφιά, θεώρησε ότι έπρεπε να κάνει κάτι να ανταποδώσει τη χάρη. Η Καμίλ τον περιεργαζόταν. Ήταν εκεί τόσο παράταιρος όσο και αυτή. Ψηλός, με πλάτες, ωραίο πρόσωπο με ένα γκρίζο μούσι. Καλοντυμένος και σίγουρα φαινόταν καλλιεργημένος από τον τρόπο που μίλαγε. Της είπε ότι ήθελε να πάει κάπου που να μην τον ξέρουν, να πιει ένα ποτό να ηρεμήσει από τις σκοτούρες της δουλειάς.

Σύντομα μιλούσαν σαν παλιοί φίλοι. Κάποια στιγμή του είπε, δεν πάμε να φύγουμε από εδώ; Συμφώνησε. Βγήκαν έξω, μπήκαν στο αυτοκίνητο του. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Στην επόμενη γωνία μια κόκκινο-πράσινη πινακίδα νέον, διαφήμιζε ένα μοτέλ. Έστριψε και μπήκε στο ιδιωτικό του πάρκινγκ. Αυτή τον ακολούθησε σαν υπνωτισμένη. Σε ελάχιστο χρόνο είχαν ανεβεί στον πρώτο όροφο. Το ξενοδοχείο απολίθωμα της ηρωικής εποχής των μπουζουκιών. Και μάλλον δεν είχε δεχθεί την παραμικρή φροντίδα από τότε. Μοκέτα απροσδιορίστου χρώματος. Πλακάκια με μούχλα στο μπάνιο. Ξεφτισμένες πετσέτες. Τρύπια σεντόνια και μια μυρωδιά τσιγαρίλας. Την ώρα που αυτός έκλεινε την πόρτα πίσω του, αυτή άφηνε την τσάντα της σε μια βρώμικη καρέκλα. Ήρθε από πίσω της, την έσπρωξε με δύναμη πάνω στο κρεβάτι, τη γύρισε ανάσκελα, και ανέβηκε πάνω της, πατώντας με τα γόνατα του τα χέρια της. Έλυσε τη ζώνη του, κατέβασε το φερμουάρ, έβγαλε το μισοκαυλωμένα πούτσο του και τον πρόταξε στο στόμα της. Αυτή κούναγε το κεφάλι, και φώναζε:

- Τι μαλακίες είναι αυτές; Τι κάνεις;

Αυτός δεν απαντούσε. Έτριβε τον πούτσο του στο πρόσωπο της. Ξαφνικά της έσκασε ένα δυνατό χαστούκι και της έπιασε το μαλλί.

- Σκάσε μωρή καργιόλα και ρούφα επιτέλους!

Τον έσπρωξε στο στόμα της. Έτσι και αλλιώς δε μπορούσε να αντιδράσει. Της κούναγε το κεφάλι για να της γαμάει το στόμα. Της άρεσε, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Την έκανε ότι ήθελε και αυτό την καύλωνε. Κάποια στιγμή, της άφησε το μαλλί και κατέβηκε από επάνω της. Η Καμίλ ανάσανε βαθιά, με ανακούφιση. Πριν προλάβει όμως να καταλάβει τι γίνεται, αυτός είχε σηκώσει τη φούστα της και είχε τραβήξει το στρινγκάκι της στο πλάι. Δε φορούσε καλσόν. Κάτι σκούρες ψηλές κάλτσες. Της άρεσε η αίσθηση τους. Ήταν σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, ντυμένη σεμνά για να μη δίνει δικαιώματα, αλλά από κάτω φόραγε ψηλές κάλτσες, σέξι εσώρουχα και καμία φορά, δήθεν τυχαία άφηνε να φανεί για μια στιγμή κάτι από αυτά. Τρελαινόταν να νιώθει όλους αυτούς τους καθώς πρέπει μανατζαραίους να κοιτάνε και να στραβοκαταπίνουν με τη σκέψη της. Μόνο που αυτός από πάνω της δεν ήταν καθόλου καθώς πρέπει.

Είχε σηκώσει ψηλά τη δερμάτινη φούστα, είχε παραμερίσει το ανύπαρκτο βρακάκι, είχε ακουμπήσει το κεφάλι του πούτσου του στη μούσκεμη τρύπα και έπιασε τα πόδια της από τους αστραγάλους. Τα σήκωσε ψηλά και τον κάρφωσε βαθιά με πολύ δύναμη. Ένα βογκητό της ξέφυγε και ο τεράστιος τύπος άρχισε να την τρομπάρει. Δε ζορίστηκε καθόλου. Το μουνί της ήταν μέσα στα υγρά. Έσπρωχνε με δύναμη. Κάποια στιγμή στήριξε τα γόνατα της στους ώμους της και άρχισε να τη διπλώνει στη μέση. Τα ελεύθερα χέρια του άνοιξαν το άσπρο της πουκάμισο και χούφτωσαν τα βυζάκια της μέσα από το σουτιέν, ενώ η μέση του έσπρωχνε κι άλλο. Την ένιωθε να κατακλύζεται από ολοένα και πιο συχνά κύματα στο κορμί της. Δεν την άφησε να νιώσει τον οργασμό της. Την έκοψε πριν πλησιάσει και άλλο. Τη γύρισε ανάποδα. Έβαλε τις χερούκλες του κάτω από τη μέση της και τη σήκωσε στα τέσσερα. Ξανάρχισε να την εμβολίζει. Την έπιανε γερά από τα πλαϊνά και την έσπρωχνε δυνατά. Η παλάμη του σηκώθηκε και προσγειώθηκε με πολύ δύναμη στο κωλομέρι.

- Πονάω, του είπε.

- Δεν έχεις δει τι είναι πόνος ακόμα παλιοπουτανάκι.

Ο αντίχειρας του άρχισε να σκαλίζει την πίσω της τρύπα. Του φάνηκε δουλεμένη. Γύριζε κυκλικά και έσπρωχνε το δάχτυλο όλο και πιο μέσα έως ότου έφτασε στην πρώτη άρθρωση. Έσφιξε με τα δάχτυλα όλο το κωλομέρι και το τράβηξε, ενώ το άλλο χέρι χτύπαγε αλύπητα τα κωλομάγουλα εναλλάξ. Το άσπρο της δέρμα είχε κοκκινίσει. Τράβηξε τον πούτσο του προς τα έξω, τον έβαλε από το μουνάκι της, τον έπιασε με τη χούφτα του και τον ακούμπησε στην κωλοτρυπίδα.

- Δε θέλω, μούγκρισε μάλλον παραπονιάρικα.

Ο γαμιάς της δεν άκουγε τίποτα. Έσπρωξε λίγο και ο σφιγκτήρας άρχισε να υποχωρεί. Τον έσπρωξε δυνατά μέχρι το τέρμα.

- Τώρα θα καταλάβεις τι είναι πόνος τσουλάκι, αν και από ότι βλέπω, δε μαθαίνεις κάτι καινούριο.

Την έπιασε από τη ζώνη της φούστας και την τράβαγε δυνατά. Η Καμίλ τρελαινόταν. Ένας άγνωστος την ξεκώλιαζε με βία μέσα στο πιο παρακμιακό ξενοδοχείο της πόλης. Πριν από δυο ώρες ήταν μια καθώς πρέπει εργαζόμενη μητέρα και τώρα ένας τεράστιος τύπος που δεν τον ήξερε καν την έκοβε στα δυο με την ψωλή του, την έβριζε, σχεδόν τη βίαζε. Πόσο πιο πουτάνα να νιώσει; Οι σκέψεις αυτές την έφτιαχναν τρελά και όταν το ένα του χέρι πέρασε κάτω από την κοιλιά της για να χαϊδέψει την κλειτορίδα της, δεν άντεξε άλλο. Άρχισε να χύνει με σπασμούς. Ο άντρας πίσω της δεν άντεξε και άρχισε να χύνει βαθιά μέσα στον κώλο της το καυτό του σπέρμα. Για ένα διάστημα, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν πόσο κράτησε, έχυναν με ένταση.

Αυτός σωριάστηκε στο κρεβάτι και αυτή ξάπλωσε μπροστά. Προσπάθησαν να βρουν τις ανάσες τους. Η Καμίλ σηκώθηκε. Άλλωστε ήταν ακόμα με τα ρούχα. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει ένα τσιγάρο. Η βροχή συνέχιζε με δύναμη, αλλά το μπαλκόνι ήταν προστατευμένο από τα αδιάκριτα βλέμματα του δρόμου με μια αρχαία τέντα.

Προσπάθησε να μαζέψει τις σκέψεις της. Οι τρύπες της όμως την ενοχλούσαν. Την έκαιγαν. Δεν είχε χορτάσει. Ούτε όμως και το μυαλό της. Η ραγδαία μεταμόρφωση της από ξινή, καθώς πρέπει κυρία, σε βρωμερή πουτάνα την ξάφνιαζε. Πιο πολύ όμως την τρόμαζε η ιδέα ότι την καύλωνε αυτή η μεταμόρφωση. Σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε γαμηθεί με έναν άγνωστο από όλες τις τρύπες, σε ένα τρισάθλιο μέρος και την καύλωνε τόσο πολύ η ιδέα. Και ήθελε κι άλλο. Έσβησε το τσιγάρο και μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Ο βιαστής της ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ανάσκελα, με χέρια και πόδια ανοιχτά, μάτια μισόκλειστα. Ο πούτσος του, μισοπεσμένος, πασαλειμμένος με όλων των ειδών τα υγρά. Τον κοίταξε αλλά δεν ήθελε να φύγει. Έβγαλε γρήγορα τα ρούχα της, ανέβηκε στο κρεβάτι με τα γόνατα, έπιασε τον πούτσο του και άρχισε να τον ρουφάει. Αυτός ανταποκρίθηκε άμεσα, άρχισε να ανακτά το χαμένο του μεγαλείο μέσα στο στόμα της. Της άρεσε η ιδέα ότι καύλωνε αυτό το άγνωστο αρσενικό και τον ρούφαγε κι άλλο, πιο γρήγορα, πιο δυνατά, με περισσότερη δύναμη.

Αυτός δεν έκανε καμία κίνηση, απλά απολάμβανε το τσιμπούκι. Όταν πια είχαν πεταχτεί ακόμα και οι φλέβες του πούτσου του, η Καμίλ με μία γρήγορη κίνηση έκατσε πάνω του. Το μουνί της τον δέχτηκε με υγρή χαρά. Άρχισε να κουνιέται ρυθμικά, όλο και πιο έντονα. Ο άγνωστος είχε ανοίξει τα μάτια και την κοίταγε. Ήταν ωραία γυναίκα και αυτό τον έφτιαχνε. Ακόμα περισσότερο, που αυτή γυναίκα γούσταρε να γαμιέται. Της ζήτησε να φέρει τα πόδια της μπροστά. Υπάκουσε πρόθυμα. Τώρα ο πούτσος του έμπαινε ακόμα βαθύτερα. Πέρασε τα χέρια του κάτω από τα μπούτια της και κλείδωσε τις παλάμες του από πάνω. Άρχισε να την τραβολογάει προς το μέρος του και να την γαμάει ακόμα πιο άγρια. Τώρα, το κεφάλι του πούτσου του ακούμπαγε ένα μικρό κουμπάκι μέσα στον κόλπο της. Δεν είχε ξανανιώσει άλλοτε τέτοια αίσθηση αλλά της άρεσε. Την πόναγε, την έσκιζε, την κομμάτιαζε, της ανακάτευε τα σωθικά, αλλά ήταν υπέροχο. Συνέχισε να την ταρακουνάει, πάρα πολύ άγρια. Ήταν σίγουρο ότι την επόμενη θα είχε μελανιές από τις χερούκλες του. Δεν την πείραζε καθόλου. Συνέχισε πιο δυνατά και ξαφνικά όπως περιεργαζόταν το πρόσωπο του ένιωσε πάλι τον οργασμό να έρχεται και μάλιστα από πολύ βαθιά μέσα της. Σαν αυτό το κουμπί που σκάλιζε ο πούτσος του πάνω στη μήτρα της να γύρναγε έναν διακόπτη. Δάγκωσε το χέρι της για να μη φωνάξει. Ο τύπος της φώναξε:

- Γιατί δαγκώνεσαι μωρή ξεκωλιάρα; Ούρλιαξε να το βγάλεις από μέσα σου. Άλλωστε εδώ μόνο κάτι πουτάνες έρχονται για γαμήσι.

Η Καμίλ άρχισε να φωνάζει με όλη της τη δύναμη. Φώναζε ότι χύνει, φώναζε ότι αυτός ο πούστης την έσκιζε, φώναζε ότι είναι μια καργιόλα, φώναζε ότι ευχαριστιέται το γαμήσι, φώναζε ότι χύνει.

Όση ώρα χτυπιόταν πάνω στο καυλί του, αυτός την ταρακούναγε με όλη του την δύναμη. Κάποια στιγμή όταν ένιωσε ότι είχε πια στραγγίξει, τη σήκωσε από πάνω του, την έπιασε στο κρεβάτι και την ξαναέβαλε στα τέσσερα. Θαύμασε το κωλαράκι της με τις δύο κατακόκκινος τρύπες, της έσκασε από ένα χαστούκι σε κάθε κωλομάγουλο και της είπε να μην κουνηθεί. Έσκυψε, έπιασε το παντελόνι του, έβγαλε τη ζώνη του και με αυτήν τύλιξε τα πόδια της σφιχτά το ένα κοντά στο άλλο. Τώρα πια τα πόδια της ήταν κολλημένα και το μουνί της σχετικά κλειστό. Τράβηξε το κομμάτι της ζώνης που περίσσευε για να σφίξει κι άλλο τα πόδια. Έβαλε την ψωλή του ξανά μέσα της και άρχισε να την γαμάει ενώ με το χέρι του έσφιγγε τη ζώνη και τα πόδια της. Τα τοιχώματα ήταν τόσο κολλημένα που τα ένιωθε να τρίβονται πάνω στο καυλί του. Τον ένιωθε τόσο έντονα. Τη γάμαγε άγρια και με τη ζώνη που περίσσευε της χτύπαγε τον κώλο. Αυτή πόναγε, αλλά καύλωνε κιόλας.

- Κοίτα μπροστά σου μωρή γαμιόλα, της είπε.

Σήκωσε το κεφάλι της, και είδε τον εαυτό της, ένα μικρό και άβουλο πλάσμα μπροστά από ένα τεράστιο τριχωτό τύπο που την κούναγε σαν να μην είχε βάρος. Τρελάθηκε. Πάντα της άρεσε να νιώθει τον άντρα επιβλητικό επάνω της, αλλά αυτό ήτανε το αποκορύφωμα. Έβλεπε τις τεράστιες πλάτες του, τα χοντρά του χέρια να την πιάνουνε απ’ τη μέση ένιωθε να την εμβολίζουν μέχρι τη μήτρα, και σκεφτόταν… μάλλον δεν σκεφτόταν. Δεν μπορούσε πια να σκεφτεί. Ήταν ένα ζώο. Ένα ζώο που το όριζαν οι ορμές του και οι ορμές του δυνάστη του. Ήτανε μια πρωτόγονη γυναίκα που ξεσκιζόταν όσο πιο πρωτόγονα γίνονταν σε αυτό το καταγώγιο. Μόλις ένιωσε πάλι τον αντίχειρα του να χώνεται στην ξεσκισμένη κωλότρυπα, σήκωσε το κεφάλι και είδα το βλέμμα του. Ήταν το βλέμμα ενός τρελού. Το γυάλινο βλέμμα ενός παράφρονα. Δε φοβήθηκε όμως. Παρασύρθηκε από αυτό το συναίσθημα που σε κυριεύει όταν η καύλα σου είναι το μόνο πράγμα που αισθάνεσαι. Ήταν ξεφτιλισμένη, ήταν κομματιασμένη, δεν έχει μεγαλύτερη αξία από την τρύπα στον τοίχο και αυτό την έκανε να ξανά χύσει φωνάζοντας:

- Χύνω η πουτάνα! Χύνω η ξεκωλιάρα! Με έσκισες ρε γαμιόλη, χύνω!

Δεν ήξερε καν πόση ώρα έχυνε, όταν ο γαμιάς της, την έπιασε από το μαλλί, βγήκε από μέσα της και της είπε να γυρίσει. Της έχυσε τα μούτρα, τα βυζιά, το στόμα. Εκείνη για να ευχαριστήσει το ξαναμμένο αρσενικό του έγλειψε το κεφάλι, του καθάρισε το καυλί μέχρι που γυάλισε. Έκατσαν και οι δύο στις γωνίες του κρεβατιού για να βρουν τις ανάσες τους.

- Ήταν πάρα πολύ ωραίο. Σε ευχαριστώ. Τι χρωστάω; της είπε.

- Τι πράμα;… ρώτησε αυτή.

- Ρώτησα πόσα χρωστάω. Άλλωστε, όποιος εργάζεται πρέπει και να αμείβεται.

- Να πας να γαμηθείς ρε μαλάκα! Ποιος σου είπε ότι είμαι πουτάνα;

- Ε… σε είδα καλοντυμένη, μόνη, σε ένα μαγαζί που συχνάζουν αποβράσματα, οπότε υπέθεσα…

- Να ξε-υποθέσεις. Δε σου πέρασε από το μυαλό ότι απλά ήθελα να γαμηθώ; Ναι, μου αρέσει να γαμιέμαι σαν πουτάνα, αλλά τα λεφτά σου να τα κρατήσεις για πάρτη σου, του είπε.

Σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται.

- Συγνώμη, ψέλλισε μπερδεμένος.

Σηκώθηκε και αυτός να ντυθεί. Οι κουβέντες ήταν μάλλον άβολες, οπότε αποφεύχθηκαν. Σε δέκα λεπτά ήτανε πάλι στο αυτοκίνητο του, η βροχή είχε σταματήσει. Τη ρώτησε που θέλει να την πάει. Αυτή σκέφτηκε ότι δεν ήθελε να την πάει στο αυτοκίνητο της. Καλύτερα να μην είχαν πολλά -πολλά. Του έδινε οδηγίες, αλλά λίγο η ζαλάδα από το γαμήσι, λίγο το σκοτάδι, βρέθηκαν σε ένα χωματόδρομο έξω από την πόλη στη μέση του πουθενά. Αυτός, σταμάτησε στο άνοιγμα ενός εγκαταλελειμμένου εργοστασίου και την κοίταξε διερευνητικά

- Κοίτα, σε παρακαλώ συγκεντρώσου γιατί θα μας φάνε οι λύκοι. ΟΚ καταλαβαίνω ότι μπορεί να σε προσέβαλα με αυτό που είπα, αλλά αφενός ήταν βάσιμο, αφετέρου τέτοιο γαμήσι δεν έχω κάνει ούτε με επαγγελματία.

- Τελικά είσαι πολύ μαλάκας ρε παιδάκι μου. Κρίμα γιατί μαζί σου το απόλαυσα. Πόσο μαλάκας τέλος πάντων; Κρίμα γιατί γαμάς καλά.

Άπλωσε τη χερούκλα του και της έπιασε το μαλλί. Της πλησίασε το κεφάλι προς το μέρος του την ώρα που μέσα από τα δόντια του σφύριζε:

- Τώρα θα σου πω ποιος είναι μαλάκας μωρή καργιόλα.

Με το ελεύθερο χέρι του άνοιξε το φερμουάρ και έσπρωξε το κεφάλι του πάνω στον πούτσο του. Αυτή πήγε κάτι να πει κάτι, να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο πούτσος του της γαμούσε το στόμα.

- Και άκου να δεις μωρή ξεφτιλισμένη, πρόσεχε μην κάνεις καμιά μαλακία με τα δόντια σου γιατί θα σε πετάξω έξω στις ερημιές.

Άρχισε να της γαμάει το στόμα, να σπρώχνει με το χέρι την ώρα που η λεκάνη του έσπρωχνε στην αντίθετη κατεύθυνση. Αυτή πνιγόταν, της έφευγαν σάλια, αλλά δε σταματούσε να ρουφάει. Κάποια στιγμή σταμάτησε, βγήκε έξω από το αυτοκίνητο και πήγε και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού

- Γύρνα μωρή γαμιόλα της είπε.

Το χαστούκι που συνόδευσε την φράση του ήταν πάρα πολύ πειστικό. Έκατσε στο κάθισμα του συνοδηγού με τα γόνατα και προέτεινε τον κώλο της. Αυτός σήκωσε την φούστα της, τράβηξε με το ένα δάχτυλο το βρακάκι και της τον έχωσε μέσα, μέχρι τέρμα. Άρχισε να την τρομπάρει άγρια και να της ρίχνει χαστούκια. Την έβριζε άγρια. Το μουνί της όμως, έδειχνε ότι γούσταρε τρελά. Από το βάθος της καμπίνας του αυτοκινήτου ακουγόταν η φωνή της:

- Με ξεφτίλισες ρε μαλάκα, με έχεις καταξεφτιλίσει.

- Αφού σου αρέσει μωρή γαμημένη, ξεφτιλισμένη…

και τα χαστούκια έπεφταν βροχή πάνω στα κωλομέρια.

- Έχεις ακόμα ένα βήμα πριν να γίνεις τελείως ξεφτιλισμένη, της είπε.

Ταυτόχρονα, ο πούτσος του ξαναέμπαινε στο κωλαράκι της. Αυτή ούρλιαζε. Η αλήθεια όμως είναι ότι αυτή τη φορά έμπαινε πιο εύκολα μέσα αφού ο κώλος της ήταν ανοιγμένος από πριν και το καυλί μούσκεμα από τα ζουμιά της. Τον έσπρωχνε όσο πιο βαθιά γίνεται. Την ξεπάτωνε τελείως. Της έχει ανοίξει την κωλοτρυπίδα και την έσκιζε ενώ τα χέρια του δε σταμάταγαν να τη χτυπάνε.

- Αυτό είναι ξεφτίλισμα μωρή καριόλα. Από τον κώλο με τα ρούχα, με έναν άγνωστο στα χωράφια. Και άμα εμφανιστεί κανένας, θα σε πάρουμε παρτούζα.

Ένιωθε ότι καύλωνε και αυτή, αλλά δε μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Μετά από 5-6 δυνατά σπρωξίματα άρχισε να χύνει πάλι μέσα στον κώλο της. Βαθιά, πάρα πολύ βαθιά. Έκατσε εκεί, όρθιος με την ψωλάρα του μέσα στην τρύπα, μέχρι αυτή να χαλαρώσει και να βγει σιγά-σιγά έξω. Η Καμίλ έκατσε στο κάθισμα χωρίς να μιλάει. Αυτός έκατσε στο κατώφλι της πόρτας. Έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα μπούτια της.

- Τι θες πάλι; του είπε μισοθυμωμένα. Με έχεις σκίσει, με έχεις ξεφτιλίσει. Τι άλλο θες πια; τον ρώτησε.

- Επειδή ξέρω ότι γούσταρες κι εσύ, αλλά δεν έχυσες, επειδή σε έχω ξεφτιλίσει και επειδή θέλω να εξιλεωθώ για τη μαλακία που σου είπα, έχω να σου κάνω ένα δώρο να με θυμάσαι, απάντησε.

Έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα μπούτια της, με την παλάμη προς τα επάνω. Έβαλε στο μουνί της το μεσαίο δάχτυλο και μετά το διπλανό του. Αυτή βόγκηξε απαλά. Τα δάχτυλα του άρχισαν να ψάχνουν κάτι μέσα στην κοιλότητα. Το βρήκε. Λίγο πιο ψηλά από την κλειτορίδα στη μέσα της μεριά. Άρχισε να λυγίζει τα δάχτυλα και να χτυπάει το κουμπάκι σιγά-σιγά και ρυθμικά.

- Είναι αυτό που είχες βρει με τον πούτσο σου, του είπε.

Αυτός δεν απάντησε αλλά συνέχισε να το σκαλίζει. Τώρα γάμαγε ρυθμικά το μουνί της με δύο δάχτυλα αλλά οι κορυφές τους χτύπαγαν το κουμπάκι που πρηζόταν συνέχεια, όλο και περισσότερο. Το άλλο το χέρι έσπρωξε εξωτερικά το τοίχωμα προς το χέρι του. Το σπρώξιμο γινόταν όλο και πιο δυνατό.

- Δεν ξέρω τι μου κανείς! Θα κατουρήσω…

- Κάνε το…

- Δε μπορώ!

Άρχισε να της μιλάει για να την αποσπάσει από την αίσθηση της ούρησης. Της έλεγε ότι ήταν ωραία γυναίκα, ότι ήταν μεγάλη καύλα. Ότι ήταν μεγάλη πουτάνα και το έβλεπε, αφού είχε γαμηθεί με τέτοιο τρόπο με έναν άγνωστο, ότι γούσταρε να την ξεφτιλίζει και ότι θα έπρεπε να της το κάνει κάθε μέρα σαν την τελευταία καργιόλα. Το μυαλό της είχε αρχίσει να πονάει. Ήταν ολόκληρη μια τρύπα που εξυπηρετούσε την καύλα που της προξενούσε αυτός ο άγριος. Ο ρυθμός στα δάχτυλα του έγινε δυνατός. Άρχισε να χτυπιέται. Να σπαρταράει. Της φάνηκε ότι κατουριόταν στ’ αλήθεια. Τα ουρλιαχτά της πρέπει να ακούστηκαν μέχρι την πόλη.

- Χύνω καριόλη! Χύνω γαμημένε. Σε κατουράω στη μάπα ρε μαλάκα…

Την ώρα που η λεκάνη της χτυπιόταν σαν άλογο σε Ροντέο, αυτός της έτριβε με λύσσα το κουμπάκι. Δε σταμάταγε. Συνέχισε όσο άντεχαν τα δάχτυλα του. Την κοίταξε

- Τελικά, μου έκανες χάλια και το αυτοκίνητο μωρή πουτάνα!

- Ρε, δε μας παρατάς. Με έχεις σκίσει, με έχεις ξεφτιλίσει και μιλάς και για το κωλοάμαξο;…

έκανε ψιλοθυμωμένα. Χαμογέλασε… τον κοίταξε στα μάτια.

- Ελπίζω να σου άρεσε το δώρο των γενεθλίων σου. Χρόνια σου πολλά αγάπη μου…

του είπε και τον φίλησε στο στόμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ο λογιστής μας και η βοηθός του

 Όταν η εταιρία μετακόμισε στο καινούριο κτίριο ήμουν όλο νεύρα. Κάθε μέρα έμπαίνα στο γραφείο μου μουτρωμένος. Τι χάλια ήταν αυτά, λες και ...