Σάββατο βράδυ
Δεν μου αρέσει να πιέζω καταστάσεις, αλλά αυτή η πόλη έχει μια περίεργη αύρα. Ίσως να φταίει ο θάνατος που έχει ζήσει μέσω της ιστορίας. Δωριείς καταστρέφουν Αχαιούς και κλέβουν το όνομά τους. Από Αχαιοί γίνονται Έλληνες. Από Έλληνες, Ρωμαίοι. Από Ρωμαίοι, Βυζαντινοί. Στη συνέχεια Τούρκοι. Και πάλι Έλληνες. Τέσσερις φορές οι τόποι λατρείας άλλαξαν θρησκεία. Όμως η πηγή παραμένει ίδια.
Έξοδος με τον αγαπημένο μου Ιανό το προηγούμενο Σάββατο. Όχι τίποτα εξεζητημένο! Φόρεσα ντένιμ παντελόνι, μαύρες μπότες (που δεν τις αποχωρίζομαι εύκολα) και ένα μοβ-πράσινο τι-σερτ. Εκείνος επέλεξε τζιν σκούρο μπλε, άρβυλα και λευκό μακρυμάνικο πουκάμισο.
Περπατήσαμε στους δρόμους της πόλης για καμιά ώρα και καταλήξαμε σε μια επώνυμη καφετέρια στο κέντρο. Έλεγχος εμβολιασμού! Χα, χα, χα! Ναι! Τους δείξαμε τα χαρτιά μας και παραγγείλαμε παλιό ουίσκι.
Δε θα αναφέρω το τι συζητήσαμε. Οι διάλογοι μας είναι πολλοί προσωπικοί και ο κόσμος δε μπορεί να αντιληφθεί (ή και δε θέλει) τις ιδέες μας. Μετά από αρκετά ποτήρια φύγαμε και καταλήξαμε σε ένα διανυκτερεύον ταχυφαγείο. Εκεί οι δρόμοι μας χώρισαν. Εκείνος παρήγγειλε σε πακέτο και περίμενε να ετοιμαστούν, εγώ βγήκα και περπάτησα μόνη στην πόλη.
Είχα διάθεση να εκτονωθώ και έψαχνα με το μάτι μου κάτι που θα με έλκυε έστω αρκετά. Η τύχη πάντα μου χαμογελά! Ίσως επειδή είμαι τολμηρή ή επειδή η μοίρα πάντοτε συνωμοτεί υπέρ μου.
Ανεβαίνοντας τα 193 σκαλοπάτια που ενώνουν το κέντρο της πόλης με την περιοχή του κάστρου, ένοιωσα μια ανεξήγητη έξαψη. Στο διάβα μου κάθονταν παρέες τριών ή τεσσάρων ατόμων από νεαρούς, έχοντας κουτάκια μπύρας δίπλα τους. Φθάνοντας περίπου στη μέση των σκαλοπατιών, μύρισα κάτι ανεπαίσθητο. Ήταν σάπιο νεράντζι. Μια ανάμνηση από το παρελθόν ήρθε στο μυαλό μου σαν σίφουνας και έφυγε το ίδιο γρήγορα. Το βήμα μου έγινε πιο σβέλτο και κάλυψα ταχύτατα την απόσταση που με χώριζε από το κάστρο.
Έστριψα αριστερά μετά τις σκάλες και κινήθηκα περιμετρικά της καγκελωτής που περιστοίχιζε το αρχαίο οχυρό. Οι αισθήσεις μου δεν είχαν πέσει έξω. Ένας τριαντάρης ανακουφιζόταν στις μεγάλες πικροδάφνες.
- Μη με αρπάξεις, ψιθύρισα προς το μέρος του.
Ο άντρας πετάχτηκε στον αέρα τρομαγμένος, με το πουλί να κρέμεται έξω από το παντελόνι. Ήμουν πλέον σίγουρη ότι είχε ακούσει το μύθο της Πατρινέλας. Τον πλησίασα τόσο γρήγορα που γι' αυτόν χρειάστηκε μόνο ένα πετάρισμα των βλεφάρων για να αντιληφθεί την παρουσία μου. Το δεξί μου χέρι του έπιασε την πούτσα. Είχε ανατριχιάσει από φόβο και τα μάτια του ήταν αλλόκοτα γουρλωμένα. Μισοχαμογέλασα επίτηδες. Το χέρι μου άρχισε να μαλακίζει γρήγορα το καυλί του.
- Δεν έχεις ταίρι;… του ψιθύρισα ξανά στο αυτί.
Έγνεψε καταφατικά. Η πούτσα του είχε σκληρύνει, όχι όμως από καύλα, αλλά από αντίδραση. Τον γύρισα προς τις πικροδάφνες, στο μέρος που είχε ποτίσει νωρίτερα και κόλλησα το στόμα μου στο λαιμό του. Μισή ανάσα αργότερα βόγκηξε δυνατά. Το σώμα του μετέτρεψε τον τρόμο σε σεξουαλική διέγερση και έχυσε μια τεράστια ποσότητα σπέρματος πάνω στο σημείο που είχε κατουρήσει νωρίτερα καθώς εγώ του μαλάκιζα την πούτσα ολοένα και πιο γρήγορα. Τα πόδια του έτρεμαν ανεξέλεγκτα κι εγώ πισωπάτησα αφήνοντας τον εκεί.
Μια ώρα αργότερα έφτανα στην οικεία που με φιλοξενούσε ο αγαπημένος Ιανός. Αν και η απόσταση ήταν μικρή είχα περπατήσει κάνοντας έναν τεράστιο κύκλο για να φθάσω. Είχα την αίσθηση ότι ήταν με κάποια γυναίκα. Φυσικά μου είχε δώσει κλειδιά για το σπίτι του και ήμουν πάντοτε καλοδεχούμενη, αλλά αναρωτήθηκα μήπως τον διακόψω. Και μετά σκέφτηκα ότι ποτέ δε θα τον πείραζε κάτι τέτοιο.
Μπήκα στο σπίτι και κάθισα στον καναπέ του σαλονιού βάζοντας ένα ποτήρι ουίσκι από το μπουκάλι μας. Το συγκεκριμένο είναι πενήντα ετών και μόνο οι δυο μας το μοιραζόμαστε. Κοίταξα το ποτήρι μου και αμέσως κινήθηκα για να γεμίσω ένα δεύτερο. Ανασήκωσα το φρύδι μου και γέλασα απαλά σε αυτό που άκουσα από το μέσα δωμάτιο. Η φωνή προερχόταν από μια γυναίκα μέσης ηλικίας και λίγο παραπάνω.
- Έτσι άντρα μου! Γάμα με, μη σταματάς. Χύνω η πουτάνα. Ωχ! Ναι! Ναι! Ναι!
Βογκητά και κραυγές ακολούθησαν.
- Στις βυζάρες που βάφτισα θα σε χύσω!
Βάρεσα παλαμάκια αργά. Ίσα που ακούστηκαν. Περίμενα δύο λεπτά υπομονετικά και επιτέλους μια ξανθιά πενηντάρα βγήκε από το δωμάτιο. Ο Ιανός είχε φορέσει μια φόρμα και τη συνόδευε στην πόρτα. Τη φίλησε απαλά στα χείλη και εκείνη τον ευχαρίστησε και τον καληνύχτισε.
- Ο καπνός σου είναι εδώ, του είπα.
Το καλό με τον Ιανό είναι ότι δεν παραξενεύτηκε, ούτε φοβήθηκε, ούτε αναπήδησε. Σίγουρα με είχε αντιληφθεί. Στα γρήγορα έστριψε ένα τσιγάρο, το άναψε, τράβηξε μια γερή τζούρα κι εγώ του έδωσα το ποτήρι με το παλαιωμένο ουίσκι.
Καθίσαμε σιωπηλά και αντικριστά, απολαμβάνοντας το θεσπέσιο νέκταρ.
Έξοδος με τον αγαπημένο μου Ιανό το προηγούμενο Σάββατο. Όχι τίποτα εξεζητημένο! Φόρεσα ντένιμ παντελόνι, μαύρες μπότες (που δεν τις αποχωρίζομαι εύκολα) και ένα μοβ-πράσινο τι-σερτ. Εκείνος επέλεξε τζιν σκούρο μπλε, άρβυλα και λευκό μακρυμάνικο πουκάμισο.
Περπατήσαμε στους δρόμους της πόλης για καμιά ώρα και καταλήξαμε σε μια επώνυμη καφετέρια στο κέντρο. Έλεγχος εμβολιασμού! Χα, χα, χα! Ναι! Τους δείξαμε τα χαρτιά μας και παραγγείλαμε παλιό ουίσκι.
Δε θα αναφέρω το τι συζητήσαμε. Οι διάλογοι μας είναι πολλοί προσωπικοί και ο κόσμος δε μπορεί να αντιληφθεί (ή και δε θέλει) τις ιδέες μας. Μετά από αρκετά ποτήρια φύγαμε και καταλήξαμε σε ένα διανυκτερεύον ταχυφαγείο. Εκεί οι δρόμοι μας χώρισαν. Εκείνος παρήγγειλε σε πακέτο και περίμενε να ετοιμαστούν, εγώ βγήκα και περπάτησα μόνη στην πόλη.
Είχα διάθεση να εκτονωθώ και έψαχνα με το μάτι μου κάτι που θα με έλκυε έστω αρκετά. Η τύχη πάντα μου χαμογελά! Ίσως επειδή είμαι τολμηρή ή επειδή η μοίρα πάντοτε συνωμοτεί υπέρ μου.
Ανεβαίνοντας τα 193 σκαλοπάτια που ενώνουν το κέντρο της πόλης με την περιοχή του κάστρου, ένοιωσα μια ανεξήγητη έξαψη. Στο διάβα μου κάθονταν παρέες τριών ή τεσσάρων ατόμων από νεαρούς, έχοντας κουτάκια μπύρας δίπλα τους. Φθάνοντας περίπου στη μέση των σκαλοπατιών, μύρισα κάτι ανεπαίσθητο. Ήταν σάπιο νεράντζι. Μια ανάμνηση από το παρελθόν ήρθε στο μυαλό μου σαν σίφουνας και έφυγε το ίδιο γρήγορα. Το βήμα μου έγινε πιο σβέλτο και κάλυψα ταχύτατα την απόσταση που με χώριζε από το κάστρο.
Έστριψα αριστερά μετά τις σκάλες και κινήθηκα περιμετρικά της καγκελωτής που περιστοίχιζε το αρχαίο οχυρό. Οι αισθήσεις μου δεν είχαν πέσει έξω. Ένας τριαντάρης ανακουφιζόταν στις μεγάλες πικροδάφνες.
- Μη με αρπάξεις, ψιθύρισα προς το μέρος του.
Ο άντρας πετάχτηκε στον αέρα τρομαγμένος, με το πουλί να κρέμεται έξω από το παντελόνι. Ήμουν πλέον σίγουρη ότι είχε ακούσει το μύθο της Πατρινέλας. Τον πλησίασα τόσο γρήγορα που γι' αυτόν χρειάστηκε μόνο ένα πετάρισμα των βλεφάρων για να αντιληφθεί την παρουσία μου. Το δεξί μου χέρι του έπιασε την πούτσα. Είχε ανατριχιάσει από φόβο και τα μάτια του ήταν αλλόκοτα γουρλωμένα. Μισοχαμογέλασα επίτηδες. Το χέρι μου άρχισε να μαλακίζει γρήγορα το καυλί του.
- Δεν έχεις ταίρι;… του ψιθύρισα ξανά στο αυτί.
Έγνεψε καταφατικά. Η πούτσα του είχε σκληρύνει, όχι όμως από καύλα, αλλά από αντίδραση. Τον γύρισα προς τις πικροδάφνες, στο μέρος που είχε ποτίσει νωρίτερα και κόλλησα το στόμα μου στο λαιμό του. Μισή ανάσα αργότερα βόγκηξε δυνατά. Το σώμα του μετέτρεψε τον τρόμο σε σεξουαλική διέγερση και έχυσε μια τεράστια ποσότητα σπέρματος πάνω στο σημείο που είχε κατουρήσει νωρίτερα καθώς εγώ του μαλάκιζα την πούτσα ολοένα και πιο γρήγορα. Τα πόδια του έτρεμαν ανεξέλεγκτα κι εγώ πισωπάτησα αφήνοντας τον εκεί.
Μια ώρα αργότερα έφτανα στην οικεία που με φιλοξενούσε ο αγαπημένος Ιανός. Αν και η απόσταση ήταν μικρή είχα περπατήσει κάνοντας έναν τεράστιο κύκλο για να φθάσω. Είχα την αίσθηση ότι ήταν με κάποια γυναίκα. Φυσικά μου είχε δώσει κλειδιά για το σπίτι του και ήμουν πάντοτε καλοδεχούμενη, αλλά αναρωτήθηκα μήπως τον διακόψω. Και μετά σκέφτηκα ότι ποτέ δε θα τον πείραζε κάτι τέτοιο.
Μπήκα στο σπίτι και κάθισα στον καναπέ του σαλονιού βάζοντας ένα ποτήρι ουίσκι από το μπουκάλι μας. Το συγκεκριμένο είναι πενήντα ετών και μόνο οι δυο μας το μοιραζόμαστε. Κοίταξα το ποτήρι μου και αμέσως κινήθηκα για να γεμίσω ένα δεύτερο. Ανασήκωσα το φρύδι μου και γέλασα απαλά σε αυτό που άκουσα από το μέσα δωμάτιο. Η φωνή προερχόταν από μια γυναίκα μέσης ηλικίας και λίγο παραπάνω.
- Έτσι άντρα μου! Γάμα με, μη σταματάς. Χύνω η πουτάνα. Ωχ! Ναι! Ναι! Ναι!
Βογκητά και κραυγές ακολούθησαν.
- Στις βυζάρες που βάφτισα θα σε χύσω!
Βάρεσα παλαμάκια αργά. Ίσα που ακούστηκαν. Περίμενα δύο λεπτά υπομονετικά και επιτέλους μια ξανθιά πενηντάρα βγήκε από το δωμάτιο. Ο Ιανός είχε φορέσει μια φόρμα και τη συνόδευε στην πόρτα. Τη φίλησε απαλά στα χείλη και εκείνη τον ευχαρίστησε και τον καληνύχτισε.
- Ο καπνός σου είναι εδώ, του είπα.
Το καλό με τον Ιανό είναι ότι δεν παραξενεύτηκε, ούτε φοβήθηκε, ούτε αναπήδησε. Σίγουρα με είχε αντιληφθεί. Στα γρήγορα έστριψε ένα τσιγάρο, το άναψε, τράβηξε μια γερή τζούρα κι εγώ του έδωσα το ποτήρι με το παλαιωμένο ουίσκι.
Καθίσαμε σιωπηλά και αντικριστά, απολαμβάνοντας το θεσπέσιο νέκταρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου