Όταν με είδε η Ζωή να την κοιτάω από το διπλανό μπαλκόνι, ανοιγόκλεισε τα μάτια έκπληκτη και μου χαμογέλασε.
- Και έλεγα ποιοι να είναι οι γείτονές μας, μου λέει.
- Αν σου πω πως και εμείς λέγαμε το ίδιο. Με συγχωρείς για την αμφίεση, αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ και έσκασα μέσα.
- Δεν υπάρχει θέμα. Να σου είμαι ειλικρινής, εμείς κοιμόμασταν και μας ξυπνήσατε.
- Πλάκα μου κάνεις, τόσο πολύ ακουγόμασταν; Με συγχωρείς, της λέω.
- Ευχαριστώ θα έπρεπε να σας πω. Είχαμε καιρό να ξυπνήσουμε τόσο ωραία.
- Η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε μυστικά πια με αυτή την ηχομόνωση. Ακούγονται και οι ψίθυροι.
- Καλά κατάλαβα, μου λέει. Σαν να ήμασταν στο ίδιο δωμάτιο...
και μου ρίχνει ένα βλέμμα μέσα στην καύλα, ενώ οι ρόγες της πίσω από το σατέν νυχτικό της είχαν σκληρύνει.
- Μη μου λες τέτοια, έχω ξεφύγει σε αυτές τις διακοπές. Το μεσημέρι πήγαμε στην παραλία που μου πρότεινες. Απίθανο μέρος.
- Κατάλαβα. Θέλει μόνο λίγο προσοχή γιατί νομίζω πως κυκλοφορούν ματάκηδες εκεί.
- Ωχ... Λες; Ήταν κάποιος στα βραχάκια όταν φύγαμε. Τι άλλο θα δούμε σε αυτές τις διακοπές.
- Που ξέρεις; Λοιπόν, θα τα ξαναπούμε…
μου είπε και γύρισε προς το δωμάτιο αποκαλύπτοντας, καθώς το νυχτικό ήταν κοντό, το κάτω μέρος του απίθανου κώλου της. Μπαίνοντας μέσα η Άννα άνοιξε τα μάτια αφού δεν είχε προλάβει να κοιμηθεί και είδε πάλι τον πούτσο μου καυλωμένο.
- Μανάρι μου τι κάνεις έτσι καυλωμένος πάλι στο μπαλκόνι.
- Άσε, αν σου πω ποιοι είναι οι γείτονες θα πάθεις πλάκα.
Της περιέγραψα την συζήτηση και έδειξε να την σκανδαλίζει η όλη ιστορία. Το βράδυ ετοιμαστήκαμε να πάμε στο μπαράκι μας. Η Άννα είχε πια ξεφύγει, δεν το πίστευα αυτό που έβλεπα. Άσπρο αραχνοΰφαντο ριχτό μπλουζάκι και μια φούστα μπλε, λεπτή, σχεδόν διαφανής στον κατάλληλο φωτισμό, χωρίς εσώρουχο, όπως της είχα πει. Το θέμα είναι πως δεν φορούσε ούτε σουτιέν με αποτέλεσμα όταν έπεφτε το ελάχιστο φως να φαίνεται ξεκάθαρα το στήθος της. Ήταν απίθανη, συναγωνιζόταν και ξεπερνούσε θα έλεγα, άνετα σε καύλα και προκλητικότητα και την μεγαλύτερη τσούλα. Περιττό να πω, πόσο πολύ είχα καυλώσει, που την κυκλοφορούσα έτσι, τραβώντας όλα τα μάτια πάνω της. Αλλά και εκείνη το απολάμβανε ιδιαιτέρως. Έδειχνε άνετη, με έναν αέρα διαφορετικό. Δεν την ενοχλούσε να τραβά τα βλέμματα, σχεδόν το επιδίωκε. Όχι όμως λειτουργώντας σαν μεθυσμένη Αγγλίδα, αλλά σαν μια γυναικάρα που μπορεί και είναι το επίκεντρο της προσοχής. Ήθελε να γίνει η φαντασίωση των αντρών, να τους δώσει κάτι που θα το θυμούνται όταν θα καύλωναν.
Το ένιωθα πως το σκεφτόταν. Την κοιτούσα να περπατάει και νόμιζα πως φαίνονται όλα. Δεν ξέρω αν ήταν ιδέα μου αλλά πίστευα πως όλοι την κοιτάνε και βλέπουν ο μουνί της και τον κώλο της. Σίγουρα δεν ήταν τόσο εύκολο να φανεί πως δεν φορούσε εσώρουχο αλλά έτσι ένιωθα, πως το ήξεραν όλοι. Μπορεί και να το ήξεραν. Συναισθήματα περίεργα. Σίγουρα ήμουν καυλωμένος αλλά νομίζω πως πια είχε πάρει τον έλεγχο και αυτό με έκανε να νιώθω και λίγο άβολα. Χρειαζόμουν ένα ποτό, να σταματήσω να σκέφτομαι. Η Άννα φαινόταν πως είχε καταλάβει την αμηχανία μου και το διασκέδαζε. Όταν φτάσαμε η Κατερίνα μας περίμενε και μας είχε ένα κρατήσει ένα stand στην είσοδο σχεδόν του μαγαζιού, πάνω στο σοκάκι.
- Θα μας πάρεις την δουλειά αγάπη μου, της λέει. Τι ομορφιές είναι αυτές σήμερα;
- Σήμερα θα το κάψουμε…
της απαντά. Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα όταν στο μπαράκι ήρθαν και η Ζωή με το Γιώργο, χωρίς τους φίλους τους οι οποίοι από ότι μάθαμε αργότερα είχαν συνεχίσει σε άλλο κοντινό νησί. Το σαγόνι του Γιώργου έπεσε στο πάτωμα όταν είδε την Άννα. Η Ζωή και αυτή μέσα στο κλίμα, είχε ντυθεί με ένα φορεματάκι γαλάζιο, κοντό κολλητό στον κώλο και ριχτό στο στήθος. Δεν υπήρχε άλλο τραπέζι και έτσι βρήκαμε ευκαιρία και τους φωνάξαμε να κάτσουν μαζί μας. Γνωριστήκαμε, αρχίσαμε να συζητάμε και να πίνουμε. Ο Γιώργος, cool τύπος, 38 χρονών, ωραίος άντρας, δικηγόρος. Υπήρχε διάχυτος ένας ερωτισμός στην ατμόσφαιρα. Τα ποτά και τα σφηνάκια έδιναν και έπαιρναν και 1 ώρα μετά ήμασταν όλοι αρκετά ακουσμένοι. Ο Γιώργος σε κάθε ευκαιρία χάζευε το στήθος της Άννας, που φαινόταν πια ξεκάθαρα έτσι όπως καθόταν απέναντι από τα φώτα του δρόμου.
Μετά το αρχικό της μούδιασμα και 2 κοκτέιλ η Άννα είχε μπει στο ρόλο της πουτάνας πάλι. Έσκυψε και με ρώτησε αν είχα πρόβλημα να αρχίσει να τον φλερτάρει λίγο.
- Αφού είπαμε αγάπη μου να τον τρελάνεις τον Γιωργάκη, να μην μπορεί να σταθεί.
Έκατσε λοιπόν σταυροπόδι στο σκαμπό, τραβώντας την φούστα της λίγο πιο ψηλά, έτσι ώστε να την δει να το κάνει ο Γιώργος που καθόταν δίπλα της. Η μουσική ξαφνικά δυνάμωσε τόσο ώστε να μην μπορούμε να συζητήσουμε όλοι και να ακουγόμαστε. Σε κάθε ευκαιρία λοιπόν η Άννα έσκυβε προς το μέρος του και συζητούσαν, κοιτώντας τον στα μάτια, από αρκετά κοντινή απόσταση λόγω της δυνατής μουσικής. Η Ζωή είχε καταλάβει το παιχνίδι και όχι μόνο δεν έδειχνε να ενοχλείται αλλά αντιθέτως συμμετείχε προκαλώντας με αστεία την Άννα, τον άντρα της και εμένα. Είχαμε πλησιάσει όλοι μεταξύ μας, όρθιοι πια και χορεύαμε ελαφρά, συζητάγαμε και γελούσαμε. Η Ζωή τότε μας είπε πως ξέρουν το σέξι μυστικό της, πως δεν φοράει εσώρουχο καθώς μας είχαν ακούσει από το δωμάτιο. Η Άννα όχι μόνο δεν κόμπλαρε αλλά ζήτησε από την Ζωή να βγάλει το δικό της και να το δώσει σε μένα, να το φυλάξω.
Έτσι και έγινε η Ζωή πήγε τουαλέτα και γυρνώντας μου άφησε ένα σέξι, δαντελένιο και μουσκεμένο από τα υγρά της στριγκάκι. Φαινόταν να απολαμβάνει και αυτή την θολούρα και την αμηχανία του Γιώργου. Σηκωθήκαμε και μπήκαμε μέσα στο μαγαζί γιατί έπρεπε να χαμηλώσουν την μουσική έξω. Κάτσαμε δίπλα στον dj και χορεύαμε. Τα κεράσματα πέφτανε βροχή. Είχα πιάσει την Άννα και χορεύαμε κολλητά.
- Τον φλέρταρες;
- Λίγο.
- Τι του έλεγες;
- Δεν του έλεγα κάτι απλά έπαιζα με τα δάχτυλά μου και χάιδευα τα πόδια μου. Με είδε να σηκώνω την φουστίτσα μου και μου χαμογέλασε.
- Χάιδευες τα μπουτάκια σου μπροστά στο Γιώργο πουτανάκι;
- Άστα, ναι, είχα καυλώσει και τα χάιδευα απαλά από τη μέσα μεριά.
- Και τι σου έλεγε ο καημένος?; Πως μπορούσε να συζητήσει;
- Δεν μπορούσε, τον είχα κομπλάρει, μου έλεγε ότι δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί να μιλήσει, όλο κόμπιαζε. Εκεί έσκυψα πάνω του και του ψιθύρισα ακουμπώντας το αυτί του πως θα φταίει το ποτό και μου είπε πως δεν φταίει το ποτό αλλά εγώ.
- Τον έχεις καυλώσει όσο δεν πάει. Με έχεις τρελάνει και εμένα το ξέρεις;
- Σ’ άρεσε που έβαλα την Ζωή να σου φέρει το βρακάκι της μωρό μου;
- Τρελάθηκα τελείως, ήταν υγρό από το μουνάκι της, δεν το πίστευα πως ο Γιώργος δεν είχε πρόβλημα.
- Τι πρόβλημα να έχει; Αυτός έχει το μυαλό του αλλού.
- Πως να σε γαμήσει εννοείς.
Τη χούφτωσα και της έπιασα τον κώλο με τα δυο μου χέρια. Ήμουν τόσο μεθυσμένος και καυλωμένος που για λίγο δεν την πήδηξα μέσα στο μαγαζί. Η Ζωή χόρευε στον Γιώργο έχοντας τον κώλο της πάνω του. Ήταν τόσο σέξι. Το κωλαράκι της οριακά κρυμμένο, διαγραφόταν στο κολλητό της φόρεμα. Δεν άντεχα άλλο στο μαγαζί, έσκαγα, ήθελα αέρα. Έριξα την ιδέα για βραδινό μπάνιο σε ένα κολπάκι δίπλα από την κεντρική παραλία. Πήραμε ένα μπουκάλι βότκα από το μαγαζί και σχεδόν τρέξαμε μέχρι την παραλία. Εγώ πετάχτηκα στο αμάξι και πήρα 2 πετσέτες και την ψάθα. Ξαπλώσαμε όλοι μαζί και πίναμε εναλλάξ από το μπουκάλι. Η συζήτηση πήγε στο μεσημεριανό σεξ και στις φαντασιώσεις που δεν πρέπει να μας κάνουν να ντρεπόμαστε.
- Πάντως Άννα μου, από όσο ακούσαμε πρέπει να είσαι πολύ καύλα στο κρεβάτι. Ο Γιώργος κόντευε να διακτινιστεί μέσα από τον τοίχο. Μας καυλώσατε για τα καλά ανάθεμα σας, είπε η Ζωή.
- Εσείς το ξεκινήσατε πάντως αυτό χθες το βράδυ. Σας ακούγαμε όταν του έπαιρνες πίπα. Είχαμε βγει στο μπαλκόνι μπας και σας δούμε γιατί μας είχατε ανάψει. Απάντησε η Άννα.
- Αν το ξέραμε πως είστε εσείς θα τραβάγαμε την κουρτίνα. Ε, αγάπη μου; Είπε ο Γιώργος.
- Και βέβαια μωρό μου. Αν το ξέραμε θα τους χτυπάγαμε την πόρτα και το μεσημέρι. Θα ήταν υπερθέαμα.
- Ζωή σταμάτα και πάμε για βουτιά. Έχω μεθύσει και είμαι και καυλωμένη τόσες ώρες. Δεν αντέχω άλλο με τα ρούχα.
Η Άννα με δυο κινήσεις έβγαλε τη φούστα και τη μπλούζα της και έγδυσε αργά την Ζωή, κατεβάζοντας της το μίνι φόρεμα. Το υπέροχο ξυρισμένο μουνάκι της και τα στητά βυζιά της ξεπρόβαλαν. Μετά στράφηκαν σε εμάς και έπεσαν πάνω μου και οι δύο έτσι γυμνές, να με τραβάνε και να με γδύνουν. Μέχρι να πιω δυο γουλιές την ίδια τύχη είχε και ο Γιώργος. Οι ψωλές μας ήταν και των δύο σαν κοντάρια. Του Γιώργου ήταν γύρω στους 17 πόντους αλλά λίγο πιο χοντρή από την δικιά μου που είναι γύρω στους 19. Πέσαμε όλοι μαζί στην θάλασσα και το νερό ήταν απίθανο. Η βραδιά ήταν ιδιαίτερα ζεστή και δεν φυσούσε σχεδόν καθόλου. Είχαμε ξεφύγει και τα γέλια μας ακούγονταν παντού. Έτσι όπως ήμασταν στο νερό αγκαλιά με την Άννα, δεν κρατήθηκα και της έχωσα δύο δάχτυλα στο μουνάκι. Εκείνη προσπαθούσε να μην μας καταλάβουν, όχι και με τόση επιτυχία πάντως.
- Επ… τι κάνετε εκεί; Φρόνιμα! Είπε η Ζωή.
Μετά από λίγο βγήκαν έξω, σκουπίστηκαν με την μία πετσέτα και ξάπλωσαν. Εμείς κάτσαμε λίγο γιατί ήθελα να νιώσω την Άννα με την ησυχία μου. Τη φίλαγα, δεν ξέρω και εγώ για πόση ώρα.
- Άλκη βλέπεις αυτό που βλέπω;
- Τι, όχι.
- Εκεί, η Ζωίτσα τσιμπουκώνει τον Γιώργο!
- Ωχ ναι!
Αχνοφαίνονταν τα κορμιά τους στις σκιές.
- Βλέπεις που έχει τουρλώσει και λίγο το κωλαράκι της; Δεν προσπαθούν καν να κρυφτούν. Θέλουν να τους κοιτάμε.
- Θες να σε γαμήσω, εκεί δίπλα τους;
Δεν απάντησε, μου έπιασε το χέρι και βγήκαμε έξω. Η Ζωή σταμάτησε και ξάπλωσε στην αγκαλιά του Γιώργου.
- Γιατί σταματήσατε; Δεν ήρθαμε να σας το χαλάσουμε, κάντε εσείς τη δουλειά σας να κάνουμε εμείς τη δικιά μας…
είπα. Άρχισαν να φιλιούνται και να χαϊδεύονται. Ξαπλώσαμε δίπλα τους, ένα μέτρο μας χώριζε. Άρχισα να φιλάω την Άννα παντού. Οι ρώγες της ήταν τόσο σκληρές. Άνοιξα τα πόδια της και άρχισα να την γλείφω ανάμεσα. Έφτασα στο δροσερό της μουνάκι. Η γλώσσα μου έπαιζε με την κλειτορίδα της ενώ της έβαζα αργά 2 δάχτυλα στο μουνί. Βόγκαγε και λίκνιζε το κορμί της αισθησιακά. Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα τον Γιώργο να κάθεται και τη Ζωή να έχει ξαπλώσει και να του γλείφει τον πούτσο κοιτάζοντας όμως προς την μεριά μας. Τότε τη γύρισα μπρούμυτα, αναγκάζοντάς την να πλησιάσει ακόμα περισσότερο το άλλο ζευγάρι που τώρα ήταν μισό μέτρο μακριά.
- Κοίτα πόσο ωραία πίπα παίρνει η Ζωή. Θέλω να τους κοιτάς όσο σε γαμάω.
της είπα σηκώνοντάς της λίγο το κωλαράκι για να της γλείψω την κωλοτρυπίδα. Πήγα πίσω της και μπήκα μέσα της απότομα. Ήταν τόσο υγρή που έσταζε. Κατέβασε το κεφάλι πάνω στην πετσέτα βογκώντας από ηδονή. Η Ζωή πίπωνε το Γιώργο γρήγορα, βάζοντας όλο το καυλί του μέχρι το λαρύγγι της, ενώ με το άλλο της χέρι έπαιζε με την κλειτορίδα της. Ο Γιώργος παρακολουθούσε το σκηνικό υπνωτισμένος. Είχε συντονιστεί με τον ρυθμό που πήδαγα την Άννα και με τον ίδιο ρυθμό τον έδινε στην Ζωή. Της έπιασε το κεφάλι και σε κάθε κίνηση της το πίεζε όλο και πιο βαθιά. Έπιασα το λαιμό της Άννας ψηλά, στο πηγούνι και της σήκωσα το κεφάλι να βλέπει.
- Θέλω να κοιτάς της λέω, να κοιτάς τον πούτσο του Γιώργου πως χώνεται στο στόμα της φιλενάδας σου.
Βόγκαγε τόσο δυνατά που της έκλεισα το στόμα. «Χύνω» ψέλλισε, τρέμοντας σαν ψάρι. Εκείνη την στιγμή ο Γιώργος γέμισε το στόμα της Ζωής με τα χύσια του, ενώ αυτή συνέχιζε να τον γλείφει και να με κοιτάει, καρφώνοντας με στα μάτια. Δεν άντεξα άλλο και έχυσα μέσα στο μουνάκι της Άννας, γεμίζοντάς το χύσια. Η Άννα είχε πια σωριαστεί από την ηδονή, το μεθύσι και την καύλα. Δεν είχε άλλες αντοχές. Ο Γιώργος είχε ξαπλώσει και αυτός αποδυναμωμένος και ζαλισμένος. Η Ζωή ακόμα καυλωμένη έπαιζε το μουνί της σαν τρελή, το οποίο ήταν μούσκεμα και μόλις μισό μέτρο από το πρόσωπό μου. Ήθελα να την γαμήσω σαν τρελός. Και αυτή το ήθελε. Με κοιτούσε τόσο προκλητικά στα μάτια. Δεν τολμούσα να την αγγίξω όμως. Ένιωθα πως δεν είχα ξεκαυλώσει.
- Πάω για βουτιά να ηρεμήσω…
είπε η Ζωή. Ο Γιώργος παρέμεινε ξαπλωμένος, η Άννα δεν έγνεψε καν.
- Έρχομαι κι εγώ…
της είπα. Το νερό ήταν βάλσαμο. Η Ζωή κολύμπησε λίγο πιο βαθιά και την ακολούθησα. Τα λιγοστά φώτα από τον κοντινό δρόμο δεν έφταναν εδώ.
- Τι ήταν και αυτό σήμερα, τρελάθηκα... μου είπε.
- Εγώ να δεις, έχυσα και ακόμα να ξεκαυλώσω.
- Τι να πω εγώ που δεν έχυσα καν; Δεν αντέχω άλλο, το καταλαβαίνεις; Θέλω να σε νιώσω κι εγώ τώρα, δεν με νοιάζει τίποτα. Είμαι τόσο μεθυσμένη και καυλωμένη που δεν με νοιάζει.
Κοίταξα προς τα έξω. Ο Γιώργος ακόμα ξαπλωμένος, τα μάτια του κλειστά και με τον πούτσο του 30 εκατοστά από το πρόσωπο της Άννας που ήταν όπως την άφησα, μπρούμυτα και ακούνητη.
- - Λες να αποκοιμήθηκαν της λέω;
- Ο Γιώργος με το που θα χύσει κοιμάται. Και με τόσα ποτά δεν θα σηκώνεται να φύγουμε ούτε με κανονιές.
- Πάμε εκεί…
της λέω και της δείχνω την άκρη της παραλίας που υπήρχαν κάποια βράχια για την ελάχιστη κάλυψη.
- Όχι, θέλω να με γαμήσεις δίπλα τους.
- Έχεις τρελαθεί τελείως;
- Πάμε, τώρα, δεν αντέχω. Σε θέλω.
Πέσαμε στα βότσαλα μπροστά στη θάλασσα, 5 μέτρα μπροστά από τις πετσέτες μας. Άρχισα να της γλείφω τον κώλο και το μουνί, έχοντας το ένα μάτι στην γυναίκα μου που το κεφάλι της ήταν γυρισμένο στην πλευρά μας αλλά με τα μάτια κλειστά.
- Θα σου σκίσω το κωλαράκι να με θυμάσαι παλιοπουτάνα.
- Όχι από κώλο, δεν το έχω κάνει ποτέ. Ούτε να το σκέφτ...
Της έριξα μια σφαλιάρα, της έκλεισα το στόμα και τη γύρισα μπρούμυτα.
- Θες να είσαι πουτάνα; Θα σου δώσω λοιπόν αυτό που σου αξίζει.
Έβαλα το πούτσο μου στην κωλοτρυπίδα της που την είχα γεμίσει με υγρά από το μουνί της και άρχισα να της την ανοίγω. Ήταν σφιχτή, μούγκριζε και βόγκαγε και με τα νύχια της μου έκανε 3 μεγάλες γρατσουνιές στα μπούτια. Της έριξα άλλη μια σφαλιάρα, δυνατή στον κώλο. Της έπιασα το χέρι και της το κόλλησα στην πλάτη. Τα μαλλιά της βρεγμένα, είχαν κολλήσει στην πλάτη της και στο πρόσωπό της. Πια την είχα ανοίξει για τα καλά και ο πούτσος μου μπαινόβγαινε στο κωλαράκι της με μανία. Είχα καταλάβει ότι της άρεσαν οι αγριάδες από όταν την είχα ακούσει να πηδιέται με τον Γιώργο στο δωμάτιο. Το πως είχε τουρλώσει το κωλαράκι της και είχε λυγίσει την μέση της ήταν απίστευτο. Της άρεσε, απολάμβανε το γαμήσι από κώλο και πια δεν μπορούσε να το παίξει πως δεν το ήθελε. Μούγκριζε και μου έγλειφε τα δάχτυλα.
- Χύνω γαμιά μου, σε χύνω η πουτάνα, σκίσε με μπροστά στον άντρα μου
ψέλλισε. Συνέχισα να την σκίζω με τόση δύναμη που νόμιζα πως θα μας άκουγαν όλοι. Κοίταξα προς την Άννα να δω αν είχε ξυπνήσει. Στα χείλη της είχε διαγραφεί ένα αμυδρό χαμόγελο αλλά τα μάτια της παρέμεναν κλειστά. Η Ζωή έπαιζε το μουνί της όσο την πήδαγα και με ξαναέχυσε. Έχυσα κι εγώ στον ξεσκισμένο της κώλο και της έδωσα τον πούτσο μου να τον γλείψει. Σηκώθηκε να πάει στη θάλασσα να πλυθεί. Την άρπαξα και της είπα να μείνει με τα χύσια μου στον κώλο της και να κοιμηθεί έτσι σήμερα, σαν καλή πουτάνα. Δεν ήμουν ποτέ ως τώρα ιδιαίτερα βίαιος, ούτε άγριος στο σεξ αλλά σήμερα ένιωθα διαφορετικά. Το να σκίσω τον κώλο μια γκόμενας δίπλα σχεδόν από την γυναίκα μου και τον άντρα της ήταν κάτι που δεν πίστευα ποτέ ότι θα ήμουν ικανός να κάνω. Αλλά σήμερα ήταν μια μέρα διαφορετική, τα πράγματα είχαν ξεφύγει από το συνηθισμένο τους όριο. Εγώ είχα ξεφύγει από το σύνηθες, αλλά εκείνη την στιγμή δεν με ένοιαζε. Το μυαλό μου όμως είχε θολώσει και το μάτι μου γυάλιζε.
Όταν τελείωσα, ένιωσα να ηρεμούν οι ορμόνες που τρέλαιναν το αίμα μου. Με έπιασε ένα άγχος ότι μας κατάλαβαν, ότι το παράκανα. Το μόνο που ήθελα ήταν να βρεθώ στο κρεβάτι και να ξυπνήσω την επόμενη με καθαρό μυαλό. Έριξα λίγο νερό στο κεφάλι μου και όταν γύρισα είδα την Άννα ξύπνια να μιλάει με τη Ζωή η οποία ντυνόταν. Απέφυγα το βλέμμα της και τους είπα να ξυπνήσουν τον Γιώργο να φύγουμε. Η Άννα ήταν εμφανώς μεθυσμένη, ζαλισμένη και νυσταγμένη. Με τα πολλά σηκώθηκε και ο Γιώργος και κατευθυνθήκαμε στο ξενοδοχείο κρατώντας την Άννα σχεδόν σηκωτή. Ο Γιώργος επέμενε να πάμε όλοι μαζί για μπάνιο αύριο, ότι ώρα ξυπνούσαμε. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήθελα οπότε δεν μίλησα. Είπαμε ότι θα τα λέγαμε το πρωί και καληνυχτιστήκαμε. Μόλις έκλεισε η πόρτα, ανάσανα. Ξάπλωσα την Άννα στο κρεβάτι και μπήκα στο ντους. Το κρύο νερό ήταν βάλσαμο. Ίσιωσα το μυαλό μου και σκεφτόμουν ότι έγινε. Η ταλαιπωρημένη εικόνα της Άννας και της Ζωής καθώς περπατάγαμε προς το ξενοδοχείο είχε κολλήσει στο κεφάλι μου. Ιδρωμένες, βρεγμένες, βρώμικες.
Ένιωθα μια περίεργη ικανοποίηση. Ότι τις είχα ταπεινώσει. Έδωσα στις πουτάνες ότι ζητούσαν. Προσπάθησα να σταματήσω αυτές μου τις σκέψεις, ένιωθα άβολα. Χρειαζόμουν ύπνο. Την επομένη, με ξύπνησε η Άννα που έβγαινε από το μπάνιο. Όλα έμοιαζαν τόσο ξένα. Σαν να μην έγιναν στην πραγματικότητα , σαν όνειρο. Αλλά ένιωθα πως το μυαλό μου είχε καθαρίσει. Ήμουν φρέσκος και ορεξάτος, παρά το χθεσινό μεθύσι. Σηκώθηκα γυμνός να πάω στο μπάνιο όταν η Άννα μου έπιασε τον κώλο.
- Καλημέρα μωρό μου. Τι σημάδια είναι αυτά;
Είχα ξεχάσει τις γρατσουνιές της Ζωής. Κοκκίνισα ολόκληρος.
- Ωπ, δεν πήρα χαμπάρι. Εσύ θα μου τις έκανες χθες πάνω στην καύλα.
- Λες; Θα πρέπει να ήμουν τύφλα, δεν θυμάμαι και πολλά.
Με κοίταξε με ένα ύφος λίγο αινιγματικό, περιπαικτικό. Ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Την φίλησα και πήγα σχεδόν τρέχοντας στο μπάνιο. Πίστεψα πως την είχα σκαπουλάρει. Βγαίνοντας μου είπε πως μίλησε με την Ζωή το πρωί στο μπαλκόνι και της είπε να πάμε εμείς για μπάνιο και αν ήταν θα ερχόντουσαν αργότερα γιατί ο Γιώργος ήταν αδιάθετος από το χθεσινό μεθύσι. Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Η αλήθεια είναι πως έπινε τα σφηνάκια το ένα μετά το άλλο. Εμείς από την άλλη ήμασταν κεφάτοι και ορεξάτοι, χωρίς περιέργως, ίχνος πονοκεφάλου. Όταν φτάσαμε στην παραλία δεν υπήρχε ψυχή. Οι δυνατοί άνεμοι σε συνδυασμό με μια πρωινή καταιγίδα είχαν κρατήσει τα καραβάκια στο λιμάνι και κανείς άλλος δεν είχε πάει με το αμάξι. Ο δρόμος ήταν δύσκολος και ήθελε υπομονή.
Εμείς είχαμε καύλες και περιμέναμε πως και πως να κάνουμε γυμνισμό. Αφήσαμε τα πράγματα στην πίσω μεριά του βράχου, να μην φαινόμαστε από την έξοδο του μονοπατιού και αμέσως γδυθήκαμε τελείως. Οι αναστολές των προηγούμενων ημερών της Άννας είχαν πάει πια περίπατο. Ο αέρας είχε μειωθεί, και το κολπάκι μας προφύλασσε αρκετά. Θυμόμουν την προηγούμενη νύχτα και δεν πίστευα τι είχα ζήσει. Πού είχα φτάσει. Η Άννα έδειχνε πιο σέξι και απελευθερωμένη από ποτέ. Ξαπλώσαμε στις πετσέτες, η Άννα μπρούμυτα, εγώ στο πλάι και συζητούσαμε τα χθεσινά.
- Τι βραδιά και η χθεσινή.
- Άστα, ντράπηκα τόσο όταν είδα την Ζωή το πρωί. Δεν το πιστεύω τι έχουμε κάνει σε αυτές τις διακοπές, με έχεις καταντήσει εντελώς πουτανάκι.
- Δεν σ’ αρέσει;
- Μ αρέσει πολύ. Αλλά η αλήθεια είναι ότι όταν ξεκαυλώνω ή όταν δεν έχω πιει ντρέπομαι λίγο.
- Τότε θα πρέπει να σε κρατάω καυλωμένη μωρό μου.
- Σ άρεσε που με γάμησες δίπλα στα παιδιά;
- Είχα τρελαθεί, δεν ξέρω τι με είχε πιάσει, όπως σου έσκιζα το κωλαράκι και στο ένα μέτρο η Ζωή τσιμπούκωνε τον Γιώργο, είχα χάσει το μυαλό μου.
- Δεν σε πείραζε που χάζευε την γυναικούλα σου να ξεσκίζεται ο Γιώργος;
- Με έφτιαχνε πολύ το πως σε κοίταγε, σαν ξελιγωμένος. Στο τσακ ήταν να σου ορμήσει. Γούσταρες πουτανίτσα που τον είχες φτάσει σε αυτό το σημείο; Που σε έτρωγε με τα μάτια;
- Στο τσακ ήμουν να τον αφήσω. Ένιωθα η μεγαλύτερη πουτάνα, στο όριο ήμουν να ξεφύγω κι άλλο.
Μου έφερε τα δάχτυλά της στο στόμα, αφού είχε αγγίξει το μουνάκι της. Τα υγρά της ήταν τόσο καυτά. Την έφερα στο πλάι και ο πούτσος μου γλίστρησε στο μουνί της. Άρχισα να την γαμάω με αργές κινήσεις.
- Γιατί νομίζεις δεν κατάλαβα πως κοίταγες τη Ζωή; Πόσο σε είχε καυλώσει έτσι όπως είχε τουρλώσει το κωλαράκι της και είχε τον πούτσο του Γιώργου στο στόμα της;
- Ξέρεις τι με τρέλανε; Το ότι η πουτάνα τον τσιμπούκωνε και με είχε καρφώσει με τα μάτια της. Με κοιτούσε σαν να με προκαλούσε να την σκίσω.
- Και γιατί δεν την έσκισες μωρό μου, να καταλάβει το πουτανάκι; Αφού ξέρω πόσο το ήθελες. Θα απασχολούσα εγώ τον Γιώργο και δεν θα έβγαζε μιλιά.
- Πως θα τον απασχολούσες δηλαδή τσουλάκι μου;
- Αφού έχεις καταλάβει ότι ο Γιώργος θα έκανε τα πάντα να με γαμήσει. Φάνηκε από την πρώτη στιγμή. Και για πρώτη φορά χθες ήμουν στο τσακ να του κάνω νόημα. Ήθελα τόσο πολύ άλλον έναν πούτσο.
- Στο ένα μέτρο ήταν καύλα μου, γιατί δεν τον άρπαξες;
- Θα τον άφηνες να μου τον δώσει στο στόμα;
- Ναι πουτανάκι μου, πάντα ήθελες δεύτερο πούτσο. Δεν σου φτάνει ένας, ξέρω πόσο σε καυλώνει.
- Κι αν εκτός από πίπα ήθελε να μου γαμήσει το μουνάκι; Θα τον άφηνες;
Είχα φτάσει πάλι στα όριά μου και την γαμούσα πια γρήγορα. Η Άννα έτρεμε καθώς έχυνε και βόγκαγε δυνατά. Σηκώθηκα όρθιος και της τον έδωσα στο στόμα, έτσι όπως ήταν γονατισμένη. Ξαφνικά σταμάτησε και εστίασε το βλέμμα στα φυτά από πίσω ψηλά μας.
- Νομίζω πως κάποιος είναι εκεί και μας παρακολουθεί. Άκουσα κάτι…
και έκανε να πιάσει την πετσέτα να καλυφθεί.
- Καμιά χελώνα θα είναι μωρό μου. Μη σταματάς τώρα.
Της έπιασα την πετσέτα και την πέταξα πάλι κάτω. Πήγε να αντιδράσει, κάτι να πει αλλά ένα χαστούκι την συνέφερε πάλι. Άρχισε να με πιπώνει αργά, πληγωμένα, υπάκουα. Εγώ που είχα καυλώσει πολύ με την φαντασίωση να είναι όντως κάποιος και να μας παίρνει μάτι, γύρισα όσο πιο διακριτικά μπορούσα προς την μεριά που ακούστηκε ο θόρυβος, ώστε αν τυχόν είναι κάποιος να έχει άπλετη θέα. Η Άννα με κατάλαβε και άρχισε να παίρνει μέρος σε αυτό το παιχνίδι. Τώρα με πίπωνε πιο άγρια, είχε ανοίξει τα πόδια και έβαζε δαχτυλάκι στον κώλο της και έριχνε κλεφτές λάγνες ματιές προς τους θάμνους.
- Πόσο πουτάνα είσαι; τη ρώτησα.
- Η μεγαλύτερη.
Έχυσα στο στόμα της και τα χύσια έτρεχαν στο πηγούνι της. Ξάπλωσε στην πετσέτα και συνέχισε να τρίβει το μουνάκι της και να παίζει με το κωλαράκι της, με αργές κινήσεις, όσο εγώ έκανα μια βουτιά να δροσιστώ. Η παραλία άδεια και πανέμορφη, σχεδόν παραδεισένια. Όταν βγήκα έξω ξάπλωσα δίπλα της.
- Θέλω πάλι πούτσο, τι μου έχεις κάνει τελικά;
- Κρατήσου να πάρω μια ανάσα μωρό μου.
Αποκοιμήθηκα, μάλλον όχι περισσότερο από 10 λεπτά και ξύπνησα από κάτι γέλια. Στην παραλία είχε έρθει ο Πέτρος, ο dj από το μπαράκι.
- Επ, πως και από εδώ; Και μόνος;
- Εγώ μένω στο πιο πάνω χωριό, σχεδόν κάθε μέρα κάνω εδώ μπάνιο.
Βγάζει το μαγιό και μένει γυμνός μπροστά μας, με ένα πούτσο χοντρό και τεράστιο.
- Κάνω μια βουτιά και έρχομαι, έσκασα από το περπάτημα.
- Ρόμπα γίναμε, εσύ κοιμόσουν με το πούτσο έξω, εγώ μπρούμυτα έκανα τα δικά μου, όλα τα είδε ο φίλος μας.
- Τι εννοείς τα δικά σου;
- Αφού σου είπα ότι δεν είχα ξεκαυλώσει, 5 λεπτά κοιμόσουν. Είχα φτιαχτεί και με την ιδέα ότι κάποιος μας παίρνει μάτι, το έπαιζα λίγο.
- Σε πήρε χαμπάρι λες;
- Έστριψε στα 2 μέτρα στο βράχο και εγώ ήμουν με τουρλωμένο κωλαράκι και έτριβα την κλειτορίδα μου. Εσύ τι λες; Με πήρε χαμπάρι;
- Φαντάσου να μας έπαιρνε όντως μάτι πίσω από τα φυτά και γι αυτό να του είναι τόσο μεγάλη και χοντρή.
- Σταμάτα Άλκη, το κάνεις όλο και χειρότερο.
Σηκώθηκε και ξεκίνησε να φορέσει το μαγιό της, το ίδιο κι εγώ.
- Παιδιά δεν θέλω να σας το χαλάσω. Κι εγώ για αυτό έρχομαι εδώ συχνά, γιατί κάνω γυμνισμό, όταν δεν πετυχαίνω κόσμο. Σας είδα έτσι και θεώρησα ότι δεν έχετε πρόβλημα. Θα ντυθώ και εγώ. Έτσι και αλλιώς θα φύγω σε λίγο.
- Απλά δεν έχουμε κάνει ποτέ γυμνισμό μπροστά σε άλλον, γι’ αυτό οι ντροπές, είπα.
- Παιδιά κανένα θέμα, με ότι αισθάνεστε πιο άνετα. Αλλά μην έχετε ντροπές, σιγά.
- Άστο, δεν θα του το χαλάσουμε εμείς. Μια παρέα είμαστε έτσι κι αλλιώς. Δεν είναι άγνωστος ο Πέτρος, είπε η Άννα, βάζοντάς με σε σκέψεις για το τι είχε βάλει στο μυαλό της.
Μείναμε λοιπόν πάλι γυμνοί και οι τρεις στην παραλία. Είχα φουντώσει από την ζέστη αλλά και από την έξαψη που η γυναίκα μου ήταν γυμνή μπροστά σε έναν σχεδόν άγνωστο. Το χθεσινό ήταν κάπως διαφορετικό στο μυαλό μου, ήταν βράδυ, σκοτεινά, είχαμε πιει όλοι και υπήρχε και η Ζωή. Σαν να ήταν αμοιβαία παραχώρηση και από τα δύο ζευγάρια. Σήμερα ήταν πρωτόγνωρη και η οικειότητα της Άννας. Συζητούσε μαζί του καθισμένη οκλαδόν και με τα χέρια τεντωμένα πίσω για να στηρίζεται έτσι όπως είχε γείρει. Ο Πέτρος πρέπει να είχε άπλετη θέα στο μουνί της, έτσι όπως ήταν ανοιχτό μπροστά του. Οι ρώγες της σκληρές και καυλωμένες τον είχαν κεντράρει. Αυτός καθόταν όρθιος ακουμπώντας στο βράχο, δύο μέτρα απόσταση σχεδόν από την Άννα και με τον πούτσο του στο ύψος του κεφαλιού της. Ένας πούτσος που είχε αρχίσει να ξυπνάει. Φαινόταν ξεκάθαρα πως σκλήραινε και ορθωνόταν κουβέντα με την κουβέντα.
Αυτή η εικόνα όπως την παρακολουθούσα από την θάλασσα, με ιντρίγκαρε. Ένιωθα ζήλια αλλά και ένα πάθος να ξαναφουντώνει. Με χάλαγε και με έφτιαχνε συγχρόνως που η γυναίκα μου καθόταν τόσο άνετη, μέρα μεσημέρι γυμνή μπροστά σε έναν όμορφο προικισμένο τύπο που σίγουρα παρακαλάει να την αρπάξει. Από ότι φαινόταν όμως αυτό αντί να την κομπλάρει, την είχε φτιάξει, αν κρίνω από την στάση του σώματός της. Ο αντρικός ανταγωνισμός μέσα μου είχε φουντώσει και οι ορμόνες στο αίμα μου έκαναν πάλι πάρτι. Βγήκα έξω και συνειδητοποίησα πως ήμουν πάλι τέρμα καυλωμένος. Η Άννα βλέποντάς με έτσι μου χαμογέλασε, χωρίς να πει κάτι. Ήταν σαν να συνειδητοποίησε πως το σώμα μου της έδινε την έγκριση για την στάση της. Ο Πέτρος όταν με είδε να πλησιάζω, ντράπηκε για την καύλα του και έκανε να δικαιολογηθεί.
- Με συγχωρείτε για το θέαμα αλλά άνθρωπος είμαι και εγώ, πόσο να αντέξω;
Η Άννα έκανε τη ντροπαλή, αλλά πια δεν μπορούσε να μου κρυφτεί, χαιρόταν που το είχε προκαλέσει αυτό και στους δυο μας.
- Φίλε μου πίστεψέ με σε καταλαβαίνω, δεν φταις εσύ. Μήπως ρίχνουν τίποτα σε αυτά τα μέρη στο νερό; Και εγώ όλο καυλωμένος είμαι.
- Δεν φταίει το νερό. Αν είχα και εγώ τέτοιο πλάσμα δίπλα μου όλη μέρα, δεν θα σταματούσα.
Έβηξε προσποιητά και έτρεξε στη θάλασσα.
- Δεν ντρέπεσαι καθόλου τελικά; Τον καύλωσες πουτανάκι κι αυτόν. Με το μουνάκι σου φάτσα φόρα άλλος ένας που παρακαλάει να σε σκίσει.
Έτσι όπως καθόμουν όρθιος μπροστά της καυλωμένος με πλάτη στην θάλασσα, γονάτισε και τον πήρε στο στόμα της. Το βλέμμα της παρέμεινε καρφωμένο στα μάτια μου.
- Εσύ με έκανες αυτό που είμαι. Και από ότι βλέπω το απολαμβάνεις.
Ο Πέτρος βγήκε από την θάλασσα και στάθηκε όρθιος στα 4 με 5 μέτρα απόσταση από μας. Ο μεγάλος του πούτσος ήταν καυλωμένος και απολάμβανε έκπληκτος το θέαμα χωρίς να πει κουβέντα. Η Άννα πότε κοίταγε εμένα και πότε αυτόν, που ξεκίνησε να τον παίζει για πάρτη της.
- Θέλεις να του τον γλείψεις τσουλάκι μου;
Μούγκρισε θετικά συνεχίζοντας να τον κοιτάει.
- Γιατί δεν του κάνεις νόημα να έρθει πιο κοντά;
της είπα σιγανά. Ελευθέρωσε το στόμα της και συνέχισε να μου τον παίζει με το ένα της χέρι. Με ένα νεύμα της ο Πέτρος είχε πλησιάσει και είχε σταθεί δίπλα μου. Η Άννα του άρπαξε τον πούτσο που τώρα σε πλήρη στύση ήταν τεράστιος και χοντρός και άρχισε να τον γλείφει έχοντας όλη της την γλώσσα έξω. Δεν το πίστευα αυτό που έβλεπα. Η γυναίκα μου με ένα δεύτερο πούτσο στο στόμα. Η φαντασίωση γινόταν πραγματικότητα. Συνέχισε να τον πιπώνει με πιο έντονους ρυθμούς, βάζοντας όλο το καυλί του όσο πιο βαθιά μπορούσε.
- Το ξέρεις ότι έχεις την πιο καύλα γυναίκα που υπάρχει;
- Αν το ξέρω λέει; Δεν φανταζόμουν όμως ότι είναι τόσο πουτάνα.
- Από την πρώτη στιγμή που την είδα κατάλαβα πόσο πολύ διψάει για πούτσο η καριόλα σου. Όλο το νησί για τα βυζιά της τον παίζει.
- Ακούς βρώμα; Όλοι θέλουν να σε γαμήσουν τόσο πουτάνα που είσαι. Γουστάρεις που έγινες η μεγαλύτερη πόρνη;
- Δικιά σου πόρνη είμαι. Θα τσιμπουκώνω όποιον μου λες αφού σ’ αρέσει η γυναικούλα σου να ξεφτιλίζεται μπροστά σου.
- Θα σε γαμήσουμε όπως δεν έχεις γαμηθεί ποτέ βρωμοπούτανο. Πέτρο θέλεις να της γαμήσεις το μουνάκι;
Όπως είναι στα 4 πάει από πίσω της και την καρφώνει με δύναμη. Η Άννα μούγκριζε σε κάθε χτύπο του μεγάλου του πούτσου, έχοντας το καυλί μου συνεχώς στο στόμα της.
- Σ αρέσει που ξεσκίζουν την γυναικούλα σου; Αυτό δεν ήθελες, να γίνω πουτάνα;
Της έριξα μια σφαλιάρα αρκετά πιο δυνατή από όσο ήθελα αλλά δεν φάνηκε να την ενοχλεί. Το αντίθετο άρχισε να μουγκρίζει δυνατότερα. Φαινόταν ότι το γούσταρε σαν τρελή. Είχε απελευθερωθεί και το ζούσε. Σπαρταρούσε σαν το ψάρι καθώς ερχόταν σε απανωτούς οργασμούς. Πρώτη φορά έχυνε έτσι συνεχόμενα. Τη σήκωσα όρθια και την γύρισα πλάτη σε μένα. Ο Πέτρος άρχισε να της γλείφει λυσσασμένα τις μεγάλες καυλωμένες της ρώγες όσο εγώ την φίλαγα στο λαιμό.
- Τι βυζάρες είναι αυτές που έχει η γυναίκα σου ρε Άλκη;
- Το ξέρω, είναι απίστευτες. Είναι καύλα όλα πάνω της.
Η Άννα με τα δυο της χέρια μας έπαιζε τους πούτσους και τους έτριβε πάνω της.
- Δε χορταίνω, είναι απίστευτο αυτό που μου συμβαίνει, είπε.
- Θα σε σκίσουμε για τα καλά μέχρι να μην αντέχεις άλλο.
Πήρα λίγο λάδι και έτριψα τον πούτσο μου. Μπήκα στην πίσω τρύπα της έτσι όρθια όπως ήταν αρκετά πιο εύκολα από ότι περίμενα. Ο Πέτρος μπήκε και αυτός μέσα στο μουνάκι της. Η Άννα ούρλιαζε σχεδόν από ηδονή, σταματούσε μόνο για να φιλήσει παθιασμένα τον καινούργιο εραστή της. Όσο την έβλεπα να τον φιλάει τόσο πιο άγρια την έσκιζα. Γυρνάει το πρόσωπό της προς εμένα και με φιλάει. Ένιωθα το στόμα της υγρό από τα φιλιά του άλλου. Ήθελα να την τιμωρήσω που με καύλωνε έτσι.
- Θέλω να μου γαμήσει το κωλαράκι ο Πέτρος και εσύ να κοιτάς. Μόνο να κοιτάς. Να κοιτάς πως κατάντησες την γυναικούλα σου. Να βλέπεις να με σκίζει η μεγάλη του πούτσα, εμένα να χύνω και να τρελαίνεσαι.
Δεν πρόλαβα να βγω από το κωλαράκι της και ήταν μπρούμυτα πάνω στην πετσέτα. Ο Πέτρος πήγε από πίσω της, της έπιασε τα μαλλιά, τραβώντας της το κεφάλι πίσω και αναγκάζοντάς την να τουρλώσει τον κώλο της ακόμη περισσότερο. Όταν μπήκε μέσα της η Άννα ούρλιαξε από πόνο και ηδονή μαζί. Με κοίταγε με μάτια μισόκλειστα, με τον ιδρώτα της να γυαλίζει πάνω στο κορμί της. Την έσκιζε χωρίς λύπηση, σφυροκοπούσε την κωλοτρυπίδα της όπως εγώ δεν είχα κάνει ποτέ. Της έριχνε συνεχόμενα δυνατά σκαμπίλια και τα κωλομέρια της είχαν γίνει κατακόκκινα. Το βλέμμα της κολλημένο πάνω μου, έδειχνε πόσο το απολαμβάνει. Ήμουν σίγουρος ότι είχε τρελαθεί που ξεσκιζόταν έτσι μπροστά μου. Όχι στα λόγια πια, αλλά στην πραγματικότητα. Η φαντασίωσή μας των τελευταίων ετών εξελισσόταν μπρος στα μάτια μου.
- Γάμησέ με, σκίσε το κωλαράκι μου. Έτσι, πιο δυνατά, πιο δυνατά. Ναι, ναι. Τι καύλα είναι αυτή, τι σκίσιμο είναι αυτό; Ναι, χύνω, συνέχισε, χύνω, χύνω...
Σπαρταρούσε με σπασμούς και βογκητά πάνω στην πετσέτα. Πλησίασα και σηκώθηκε στα γόνατα. Ήταν ιδρωμένη και αναψοκοκκινισμένη. Δεν ξέρω αν ήταν από την έξαψη ή από τον ήλιο.
- Τώρα θέλω τα χύσια σας στο στόμα μου.
Ξεκίνησε να μας τσιμπουκώνει εναλλάξ.
- Δεν έχω ξανακαυλώσει τόσο στη ζωή μου, είπε ο Πέτρος. Είσαι απίστευτη πόρνη.
- Δεν πίστευα τελικά πως θα γινόσουν τόσο πουτάνα, είπα.
- Δεν έχω ξαναχύσει τόσο δυνατά. Να ξεσκίζομαι και εσύ να το απολαμβάνεις. Δεν έχω ξανακαυλώσει τόσο πολύ όσο σήμερα, που ήμουν η μεγαλύτερη πουτάνα.
- Θα σε χύσω στο στόμα μωρή καύλα. Δεν αντέχω άλλο.
Η Άννα άνοιξε το στόμα της όσο μπορούσε, έβγαλε έξω την γλώσσα της και με κάρφωσε με το βλέμμα. Ο Πέτρος έπαιζε τον πούτσο του γρήγορα μέχρι που άρχισε να χύνει πάνω στην γλώσσα της, πλημμυρίζοντας το στόμα της. Η Άννα τότε τον ξαναέβαλε στο στόμα της και τον πίπωνε αργά και βαθιά. Τα χύσια του έσταζαν από το στόμα της και διέγραφαν πορεία από τα βυζιά της, μέχρι το βρεγμένο μουνί της.
- Πες μου καυλιάρη μου, σ’ αρέσει η γυναικούλα σου έτσι; Με προτιμάς τώρα; Χυμένη και ξεσκισμένη από άλλον; Σ αρέσει που με κατάντησες πόρνη; Που όλοι θα λένε πόσο πουτάνα είμαι;
Την άρπαξα από τα μαλλιά και της έριξα δυο σφαλιάρες.
- Άνοιξε το στόμα σου καριόλα.
Την έχυσα όσο πιο δυνατά είχα χύσει ποτέ. Της πίεζα το κεφάλι να τον πάρει όλο μέχρι που πνίγηκε. Σάλια μαζί με χύσια έσταζαν πάνω της. Ξαπλώσαμε λαχανιασμένοι εξαντλημένοι και ιδρωμένοι στην άμμο. Ο Πέτρος πήγε για βουτιά.
- Τι ήταν αυτό; Δεν ξέρω αν θα συνέλθω ποτέ από την καύλα, ψιθύρισα.
- Σ άρεσε μωρό μου; Ελπίζω να το απόλαυσες όσο και εγώ. Όσο και η Ζωούλα εχθές.
- Ε; Τι εννοείς;
- Νομίζεις πως δεν σας κατάλαβα χθες μωρό μου; Μη περνάς την γυναίκα σου για χαζή. Το ξέρεις καλά πως δεν είμαι. Σας είδα μέσα στην ζαλάδα μου αλλά δεν προτίμησα να μη σας διακόψω. Είπα όμως πως και εγώ θα πρέπει να κάνω κάτι αντίστοιχο. Και σε σένα και στην Ζωή μας.
- Δηλαδή αυτό σήμερα το έκανες από εκδίκηση;
- Όχι αγάπη μου. Το κίνητρο μου δώσατε απλά. Τώρα σειρά έχει να μάθει για την γυναικούλα του ο Γιώργος.
- Θες να τους χωρίσεις; Τι θα κερδίσεις; είπα σχεδόν σε πανικό.
- Με έχεις παρεξηγήσει τελείως. Εγώ θα του το πω μόνο την ώρα που θα με σκίζει. Να τον εξιτάρω. Θα γαμηθώ μαζί του χωρίς να είσαι μπροστά και όταν γυρίσω θα σου πω ακριβώς τι έγινε. Σύμφωνοι;
- Μπορώ να πω όχι εδώ που φτάσαμε;
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου