ερωτικές ιστορίες

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Οι ιστορίες ΔΕΝ είναι δικές μας...είναι απλά μια προσπάθεια να μαζέψουμε όσο γίνετε πιό πολλές ελληνικές ιστορίες μαζεμένες..Περιμένω ανυπόμονα τα σχόλιά σας... Καλή και... καυτή ανάγνωση..

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Απαγορευμένη έλξη


 Η κοινωνιολογία στην Πάντειο είχε τελειώσει και η ψυχολογία είχε πάρει τη θέση της. Κάποια μαθήματα ήταν κοινά και κάποια άλλα τα είχα διαβάσει από μόνος μου. Έτσι είχα πολύ χρόνο για τον εαυτό μου και στη σχολή πλέον πατούσα σπάνια. Με τους περισσότερους καθηγητές είχα έρθει σε ένα διακανονισμό γιατί με ήξεραν και τους έβλεπα μόνο στην εξεταστική. Τα μαθήματα τα περνούσα άνετα και μόνο σε ένα δεν αρίστευσα γιατί είχα θέσει την προσωπική μου άποψη και ο εξεταστής μου, σχολίασε πως δεν της είχα δώσει αρκετά στοιχεία για να την υποστηρίξω.


Για τα προς το ζην δούλευα σε ένα μπαράκι όπου μισθός μαζί με τα φιλοδωρήματα μου εξασφάλιζαν τις ανάγκες μου και αποταμίευα για το φανταριλίκι που θα ακολουθούσε. Κάθε Τρίτη είχα ρεπό και βρισκόμουν πάντοτε σε ένα κλαμπάκι που έπαιζε ελληνικό ροκ εκείνη την ημέρα. Ο ιδιοκτήτης ήταν γνωστός και ο dj συμπολίτης.

Έτυχε λοιπόν μια Τρίτη να πέφτει 6 Δεκεμβρίου και θα γινόταν αφιέρωμα στον Παύλο Σιδηρόπουλο. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος και θα το πήγαινε για βροχή. Το κρύο δε, ήταν αρκετά τσουχτερό. Βρέθηκα στο μαγαζί δέκα λεπτά πριν τις 11 που θα άνοιγε. Στην πόρτα καθόταν ο ιδιοκτήτης και ο πορτιέρης. Μόλις με είδε με χαιρέτησε. Του είπα ότι ήρθα νωρίτερα για να πιάσω θέση και αστειεύτηκε λέγοντάς μου πως η θέση μου ήταν πάντοτε πριβέ και δε χρειαζόταν να ανησυχώ. Πλήρωσα το αντίτιμο της εισόδου και μπήκα μέσα.

Έβγαλα τη μαύρη καμπαρντίνα και πήγα να καθίσω σε ένα σημείο κοντά στον dj που είχε σκαμπό και μικρή ξύλινη μπάρα. Ήταν κοντά στον τοίχο και είχε θέα όλο το υπόλοιπο κλαμπ. Αφού τακτοποίησα τα πράγματα μου και βολεύτηκα όπως ήθελα, χαιρέτησα τον Ανδρέα που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει τη δουλειά του. Κατόπιν μια νεαρή τσαχπίνα σερβιτόρα, που άκουγε στο όμορφο όνομα Άρτεμης, ήρθε και της παρήγγειλα μια μεγάλη μπύρα σε παγωμένο ποτήρι. Σε λίγη ώρα οι νότες της έντεχνης μουσικής πλημμύρισαν τα αυτιά μου. Το αφιέρωμα θα ξεκινούσε κατά τις 12.

Πραγματικά μια ώρα μετά το μαγαζί είχε γεμίσει και επιτέλους η φωνή του Παύλου άρχισε να μου χαϊδεύει τις νευρικές απολήξεις. Ήμουν στην τρίτη μπύρα μου και απολάμβανα κάθε τραγούδι σαν να το άκουγα πρώτη φορά.

Η ώρα κόντευε μία, όταν πρόσεξα δύο πανέμορφα και καλοσχηματισμένα γυναικεία καπούλια που διαγράφονταν από ένα σκούρο μπλε τζιν παντελόνι να κινούνται προς τον Αντρέα. Δεν άκουσα το διάλογο που λέχθηκε, αλλά θαύμασα το θέαμα. Η κοπέλα είχε κοντά ίσια μαύρα μαλλιά έως το ύψος του λαιμού και ήταν γύρω στο 1.76 ύψος με ανάλογο βάρος (περί τα 65 κιλά). Όταν γύρισε προς το μέρος μου και κοιταχτήκαμε, χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλο ως σημάδι αναγνώρισης.

- Πού είσαι ρε παιδί; Πώς τα περνάς;

- Εγώ που είμαι ρε συ Γιώτα; Ξέρεις ότι είμαι Αθήνα και σπουδάζω. Καλά είμαι. Εσύ πώς από δω;

Οι ερωτήσεις μου κόπηκαν όταν πρόσεξα καλύτερα ότι δε φορούσε βέρα ή δαχτυλίδι. Είδε το βλέμμα μου και κατάλαβε.

- Δεν ήξερες ότι χώρισα;

- Με ξέρεις να επικοινωνώ με το σόι;

- Πόσο καιρό έχουμε να βρεθούμε; Κάτσε να πάω να φέρω το ποτό μου και τα πράγματά μου και να έρθω να τα πούμε.

Η Παναγιώτα έφυγε προς τη μπάρα καθώς εγώ την κοιτούσα. Ήταν ανιψιά μου. Εγώ και η μητέρα της ήμασταν πρώτα ξαδέρφια. Το περίεργο ήταν ότι μου έσκαγε τέσσερα χρόνια, αλλά ήταν η μία από τα δύο "ξαδέρφια" που συμπαθούσα από το συγγενολόι. Κατ' αρχήν ακούγαμε και οι δύο ροκ και κατά δεύτερον κάναμε παρέα όταν ήμασταν πιο μικροί κι ας με περνούσε τόσα χρόνια. Επίσης πάντοτε μου άρεσαν τα βαθύ-πράσινα μάτια της. Η ίδια είχε παντρευτεί στα 20 της έναν τύπο. Όταν γύρισε μιλήσαμε για το πότε χώρισε και έμαθα τα νέα για το υπόλοιπο σόι. Η τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί ήταν στην κηδεία της γιαγιάς πριν περίπου πέντε χρόνια.

- Ας τα αφήσουμε αυτά τώρα, της είπα. Για πες μου τι σε φέρνει στην Αθήνα;

- Σπουδάζω! Έδωσα εξετάσεις και πέρασα κοινωνιολογία.

- Πες μου στην Πάντειο να κουφαθώ.

- Να κουφαθείς! Στην Πάντειο είμαι στο πρώτο έτος. Νόμιζα ότι εσύ τελείωσες.

Έβαλα τα γέλια.

- Ναι, αλλά τώρα σπουδάζω ψυχολογία.

Η συζήτησή μας στράφηκε προς τα μαθήματά της. Της είπα ότι ακόμα έχω τις σημειώσεις και τα βιβλία που έπρεπε να πάρει. Δεν χρειαζόταν να ξοδευτεί μιας και ζούσε μόνο με τη διατροφή που της πλήρωνε ο πρώην. Επίσης της πρότεινα αν ήθελε να δουλέψει σα μπαργούμαν σε ένα μαγαζί κοντά στο σπίτι μου, που ήξερα ότι ζητούσαν κοπέλα. Φυσικά θυμόμουν ότι είχε άδεια σερβιτόρας και το εκτίμησε. Όταν της είπα για το που είναι το μαγαζί, μου έσκασε ένα χαμόγελο.

- Ρε Ιανέ, αυτό είναι ένα τετράγωνο από το σπίτι μου.

- Σοβαρά; Το ίδιο μακριά κι από το δικό μου.

Εγώ νοίκιαζα ένα δυαράκι στο Νέο Κόσμο και η Γιώτα μια γκαρσονιέρα πολύ κοντά μου. Δεν έχασα χρόνο.

- Ρε συ; Από το να νοικιάζεις, δεν έρχεσαι να μείνεις σε εμένα; Εγώ ούτως ή άλλως θα μείνω για δύο χρόνια ακόμα. Και το ενοίκιο το πληρώνω μόνος μου.

- Ρε παιδί! Καλά όλα αυτά. Και αν μπορώ να τσοντάρω κι εγώ. Αλλά αν έχεις κανένα γκομενάκι τι θα κάνεις που θα δει συγκάτοικο γυναίκα.

- Το ίδιο ισχύει και για σένα, της απάντησα.

Αρχίσαμε να γελάμε δυνατά και μετά ακολούθησαν πειράγματα και αστεία του τύπου πως θα ακουγόταν στο άλλο δωμάτιο ο οργασμός μου ή ο δικός της. Η βραδιά κύλησε ευχάριστα.

Δύο μέρες αργότερα η Γιώτα έπιασε δουλειά στο μπαράκι κοντά στο σπίτι μας (πλέον) και μετακόμισε μαζί μου. Της άρεσε που μαγειρεύαμε εναλλάξ και γενικά που μοιραζόμασταν τις δουλειές του σπιτιού. Μάλιστα επέμενε να τσοντάρει στο ενοίκιο, γιατί όπως είπε το μισό δικό της ήταν τα δύο τρίτα από αυτά που πλήρωνε για τη γκαρσονιέρα.

Εγώ άρχισα να πατάω πιο συχνά στη σχολή και να συστήνω με καλά λόγια στους καθηγητές την ανιψιά μου. Ήξερα ότι ήταν κοπέλα που διάβαζε και πως δε θα είχε προβλήματα με τις σπουδές της. Μάλιστα αντιλήφθηκα ότι ήταν πιο ανάλαφρη τώρα και όχι μόνο επειδή είχε πρόσβαση στις σημειώσεις μου, αλλά και επειδή πολλοί που της κολλούσαν όταν με έβλεπαν μαζί της ξέκοβαν. Μου εκμυστηρεύτηκε δε ότι της την είχαν πέσει διάφοροι, αλλά δεν ήξεραν να κάνουν καλό καμάκι. Ο τρόπος τους ήταν εκνευριστικός, εριστικός και δεν την ενθουσίαζε, ακόμα κι όταν δύο πολύ όμορφοι φοιτητές που της κίνησαν το ενδιαφέρον και που την προσέγγισαν, με τη συμπεριφορά τους την έκαναν να μη γουστάρει. "Δεν ξέρουν να μιλήσουν σε μια μεγαλύτερη γυναίκα! Με περνάνε για κανένα ηλίθιο κοριτσόπουλο!"

Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και οι διακοπές των Χριστουγέννων πλησίαζαν. Εγώ της είχα πει ότι θα έμενα Αθήνα λόγω δουλειάς και η ίδια αποφάσισε να κάνει το ίδιο. Εξ' άλλου δεν την περίμενε κάτι πίσω στην πόλη μας. Τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα η σχολή έκλεισε και βρεθήκαμε να περπατάμε στη Συγγρού, για να γυρίσουμε σπίτι.

- Τι να μαγειρέψουμε για τα Χριστούγεννα; τη ρώτησα.

- Αν θυμάμαι καλά η γαλοπούλα δεν είναι το καλύτερο σου. Δεν παίρνουμε κανένα χοιρινό;

- Πώς με ξέρεις; Πάντως αν θες γαλοπούλα...

- Όχι! Μου φέρνει κακές αναμνήσεις.

- Χοιρινό τότε! Θα περάσουμε από το χασάπη και από τον μανάβη. Το απόγευμα σου έχω μια έκπληξη. Θα περπατήσουμε στην Αποστόλου Παύλου. Έχει βιβλιοπανήγυρη!

Πραγματικά αφού ψωνίσαμε για αρκετές μέρες, το απόγευμα βρεθήκαμε να περπατάμε ανάμεσα σε πάγκους βιβλίων. Φορούσαμε και οι δύο μαύρα τζιν παντελόνια, μαύρα πουλόβερ και καμπαρντίνες. Σταματήσαμε σε αρκετά από αυτά και αγοράσαμε αρκετά βιβλία.

Όταν γυρίσαμε σπίτι, της είπα ότι είχα καιρό να περάσω τόσο καλά και αυτή συμπλήρωσε τα λόγια μου λέγοντας ακριβώς το ίδιο. Όσο ετοιμαζόταν για τη δουλειά της, εγώ ανέβηκα στο πατάρι και κατέβασα ένα καράβι και χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια. Δέκα λεπτά αργότερα στο μικρό χώρο του σαλονιού, τα φωτάκια αναβόσβηναν σε μπλε, πράσινα, κόκκινα και κίτρινα χρώματα. Όταν η Γιώτα το είδε σχολίασε πως της άρεσε καλύτερα από δέντρο.

Την παραμονή των Χριστουγέννων δουλεύαμε και οι δύο. Αποφασίσαμε πως όποιος σχολούσε νωρίτερα θα πήγαινε στο μαγαζί του άλλου, για να γυρίζαμε μαζί στο σπίτι. Κατά τις 3 τα ξημερώματα, η Γιώτα έφθασε στο μπαρ που δούλευα φορώντας μια μαύρη φούστα, καλσόν, ένα πλεχτό ριχτάρι και ένα τισέρτ. Κάθισε ακριβώς μπροστά μου και χωρίς να με χαιρετίσει παρήγγειλε ένα ουίσκι. Στη συμπεριφορά της κατάλαβα ότι κάτι έπαιζε κι έτσι έκανα τη δουλειά μου χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα. Δύο λεπτά αργότερα δύο σαραντάρηδες αριβάρισαν και προσπάθησαν να στριμωχτούν κοντά της.

Μου έκανε νόημα με τα μάτια και αντιλήφθηκα αμέσως. Έχοντας λίγο χρόνο διαθέσιμο, άναψα τσιγάρο και προσέφερα δήθεν φωτιά στη Γιώτα. Πιάσαμε ψιλή κουβέντα και άρχισα να φλερτάρω μαζί της προς απογοήτευση των τυπάδων δίπλα της. Η Γιώτα επίσης "ανταποκρίθηκε" στο φλερτ. Μισή ώρα αργότερα, φεύγαμε μαζί πιασμένοι αγκαζέ. Όταν βγήκαμε από το μπαρ, ξανάσανε.

- Οι μαλάκες μου την έπεφταν στο μαγαζί και με ακολούθησαν εδώ.

- Το κατάλαβα, της είπα. Πάμε να φύγουμε.

Μπήκαμε σε ένα ταξί και γυρίσαμε σπίτι. Στη διαδρομή μου έλεγε πόσο ξεδιάντροποι ήταν. Εγώ τελικά την ηρέμησα. Με το που βγήκαμε από το ταξί, άρχισε να χιονίζει και καθίσαμε λίγο να δούμε το θέαμα. Όταν μπήκαμε στο διαμέρισμα δοκίμασα να ανάψω τα καλοριφέρ για να ζεστάνει το σπίτι, αλλά δε δούλευαν. Βγήκα έξω και δεν άκουσα τον καυστήρα.

- Δεν πιστεύω να χάλασε Χριστουγεννιάτικα, είπα απογοητευμένος.

- Δεν κάνει τόσο κρύο, μου είπε η Γιώτα.

- Όχι τώρα! Αλλά όταν σταματήσει να χιονίζει θα κάνει. Και έχω μόνο ένα αερόθερμο.

Η Γιώτα πήγε στο δωμάτιο της να αλλάξει κι εγώ ανέβηκα στο πατάρι και κατέβασα το αερόθερμο. Στο μεταξύ η Γιώτα φορώντας γαλάζιες πυτζάμες και χνουδωτές παντόφλες μπήκε στο μπάνιο για να αφαιρέσει το λιγοστό μεηκάπ της.

- Θα βάλω ένα ψιλιάτικο, της είπα. Θες ένα;

- Ναι, άκουσα τη φωνή της από το μπάνιο.

Λίγο μετά βγήκε και της έδωσα στο χέρι ένα ποτήρι με ουίσκι.

- Στην υγειά μας και χρόνια πολλά, είπα και τσούγκρισα.

- Χρόνια πολλά!

- Θες να πάρεις το αερόθερμο στο δωμάτιο σου; Εγώ μπορώ να βγάλω έξτρα κουβέρτα.

- Να μη σε ξεβολεύω ρε παιδί!

- Έλα να μην ακούω αηδίες.

- Δεν κοιμόμαστε μαζί τότε;… μου είπε. Το κρεβάτι σου είναι ημίδιπλο και μας χωράει.

Την κοίταξα στα καταπράσινα μάτια της. Άναψα τσιγάρο και της το έδωσα, ενώ στη συνέχεια άναψα ένα για μένα.

- Το βρίσκεις σωστό να κοιμηθούμε μαζί;… τη ρώτησα.

- Σιγά ρε συ! Δεν έχεις κοιμηθεί ποτέ με γυναίκα στο ίδιο κρεβάτι;

- Δε λέω αυτό Γιώτα. Αλλά ξέρεις...

- Σταμάτα να σκέφτεσαι πολύ και βάλε μπρος το αερόθερμο, μου απάντησε.

Λίγο αργότερα και αφού είχαμε πιει το ποτό μας και σβήσει τα τσιγάρα μας, βρεθήκαμε ξαπλωμένοι κάτω από τα σκεπάσματα. Εγώ είχα πάρει την πλευρά που ακουμπούσε στον τοίχο. Η Γιώτα είχε γυρίσει την πλάτης και άκουγα την αναπνοή της. Έκλεισα τα μάτια μου και συγκεντρώθηκα στη δική μου αναπνοή. Χαμήλωσα τους χτύπους της καρδιάς μου και λίγο αργότερα αποκοιμήθηκα.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα νοιώθοντας πίεση στο χέρι μου. Όταν άνοιξα τα μάτια μου αντιλήφθηκα ότι το δεξί μου χέρι ήταν περασμένο κάτω από το λαιμό της Γιώτας, ενώ το αριστερό ήταν περασμένο από μπροστά και ακουμπούσε το στήθος της. Τα χέρια της είχαν αγκαλιάσει τα δικά μου. Το σώμα της είχε κουρνιάσει στο δικό μου και ο κώλος της ακουμπούσε ανάμεσα στα σκέλια μου. Η στύση μου πίεζε το σώμα της. Προσπάθησα να κινηθώ απαλά και να την ανασηκώσω για να τραβήξω το δεξί μου χέρι όταν μου φίλησε το δάχτυλο και μου είπε καλημέρα. Στη συνέχεια ανασηκώθηκε και ελευθέρωσα το μουδιασμένο χέρι μου, τραβώντας ταυτόχρονα τα σκέλια μου από τα οπίσθια της.

- Καλημέρα, της απάντησα.

- Πώς κοιμήθηκες; Εγώ μια χαρούλα. Αλλά είναι νωρίς ακόμα.

- Κι εγώ καλά κοιμήθηκα. Συγγνώμη αλλά πρέπει να πάω τουαλέτα.

- Το κατάλαβα, μου απάντησε και κρυφογέλασε. Μη ντρέπεσαι! Είναι λογικό για τους άντρες.

Καθώς σηκώθηκα, κοίταξα το ρολόι στον τοίχο με τους φωσφοριζέ δείκτες. Ήταν μόλις 9 το πρωί. Πήγα και έκανα την ανάγκη μου. Όλο το υπόλοιπο σπίτι ήταν παγωμένο και όταν κοίταξα έξω, είδα χιόνι να σκεπάζει δρόμους και αυτοκίνητα. Στη συνέχεια πήρα το αερόθερμο και το έβαλα στην κουζίνα και σκέφτηκα να ετοιμάσω καφέ.

- Έλα ξάπλωσε λιγάκι ακόμα, μου είπε η Γιώτα. Και καλά έκανες που έβαλες το αερόθερμο στην κουζίνα.

Γρήγορα ξαναμπήκα κάτω από τα σκεπάσματα, κάνοντας ένα ακροβατικό από το πλάι της. Ήταν πολύ ζεστά. Είχα ξαπλώσει ανάσκελα, όταν η Γιώτα κινήθηκε, γυρνώντας προς το μέρος μου. Το χέρι της πέρασε πάνω από το στήθος μου και το κεφάλι της ακούμπησε δίπλα στον ώμο μου.

- Είχα πολύ καιρό να κοιμηθώ τόσο καλά, μου είπε. Αλλά χρειαζόμαστε δύο ωρίτσες ακόμα. Έβαλα ξυπνητήρι.

Στράφηκα και κοίταξα το πρόσωπό της. Τα μάτια της ήταν κλειστά, αλλά κάτι σαν λάμψη υπήρχε γύρω της. Έκλεισα τα μάτια και αποκοιμήθηκα.

Το ξυπνητήρι άρχισε να χτυπάει. Το σώμα μου βρέθηκε σε πλήρη εγρήγορση. Το χέρι της ήταν ακόμα περασμένο πάνω μου. Το πόδι της και το γόνατο της βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια μου. Επίσης με κάποιο τρόπο είχα ξαναβρεθεί να την έχω αγκαλιά. Άνοιξε τα μάτια της, έστρεψε το σώμα της και έκλεισε το ξυπνητήρι. Στη συνέχεια ξαναβρέθηκε δίπλα μου. Η φωνή της τώρα ακουγόταν πιο βραχνή από τον ύπνο, αλλά ανέδιδε κάτι πολύ ερωτικό.

- Καλημέρα ξανά. Άσε με να χουχουλιάσω λίγο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κοιμάμαι τόσο ανάλαφρα δίπλα σου. Χωρίς να έχω κανένα άγχος.

- Οκ! Αλλά μόνο πέντε λεπτάκια. Πρέπει να μαγειρέψουμε.

Τρίφτηκε ναζιάρικα, αλλά όχι ερωτικά πάνω μου. Την είδα να χαμογελάει. Πραγματικά πέντε λεπτά αργότερα σηκωθήκαμε κι εγώ ετοίμαζα καφέ και προθέρμαινα τον φούρνο, όσο εκείνη έκανε τις ανάγκες της. Η κουζίνα ήταν πλέον ζεστή. Όταν μετά από λίγο ήρθε ντυμένη της έδωσα ένα ζεστό φλιτζάνι καφέ και μου είπε ότι το δωμάτιο της ήταν εντελώς παγωμένο. Εγώ πήγα να τακτοποιήσω το κρεβάτι και καθώς το έστρωνα μύρισα το άρωμα της ξανά. Νωρίτερα δεν το είχα αντιληφθεί. Τα μαλλιά της μύριζαν μέλι, το σώμα της αμύγδαλο ή καρύδι. Γρήγορα διέγραψα τις σκέψεις από το μυαλό μου και πήρα τα τσιγάρα μου.

Μαγειρέψαμε, φάγαμε, πήραμε τα καθιερωμένα τηλέφωνα και βγήκαμε μια βόλτα στην παγωμένη Αθήνα. Εν τω μεταξύ είχα ρωτήσει το διαχειριστή και μου είπε ότι ο μάστορας για τον καυστήρα θα ερχόταν αύριο. Στη βόλτα μας κανονίσαμε ότι θα κοιμόμασταν μαζί και πάλι. Το βραδάκι την πήγα ως το μπαράκι που δούλευε κι εκεί μίλησα με το αφεντικό της, μιας και τον ήξερα. Του είπα για τους τύπους που της κολλούσαν και με βεβαίωσε ότι θα λάβει μέτρα. Κατόπιν πήγα στη δική μου δουλειά.

Πάλι κατά τις 3 ήρθε η Γιώτα. Αυτή τη φορά κάθισε λίγο πιο μακριά από τη μπάρα, αλλά τα βλέμματα μας συναντιόντουσαν συχνά και χαμόγελα ανταλλάσσονταν. Κατά τις 5μιση το πρωί γυρίσαμε μαζί σπίτι. Δέκα λεπτά αργότερα το αερόθερμο δούλευε και ήμασταν κάτω από τα σκεπάσματα αγκαλιασμένοι. Το κρύο διαμέρισμα ήταν αντίθεση στη ζέστη που εξέπεμπαν τα σώματά μας. Κοιμηθήκαμε και οι δύο σχεδόν αμέσως, νανουρισμένοι από τον ήχο της ανάσας μας.

Το άλλο πρωί (ή μεσημέρι αν προτιμάτε) ξύπνησα και πάλι πρώτος. Το σώμα μου βρισκόταν αντικριστά με της Γιώτας και ήμασταν αγκαλιασμένοι. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε στο ρυθμό της αναπνοής της και με ακουμπούσε με ένα ευχάριστο τρόπο. Η στύση μου πάλι ήταν πλήρης και διαπίστωσα ότι το χέρι της ακουμπούσε πάνω μου, αλλά χωρίς να πιέζει. Όσο πιο προσεχτικά μπορούσα τραβήχτηκα και δεν ξύπνησε. Πήγα στην τουαλέτα και προσπάθησα να κατουρήσω, αλλά αναγκάστηκα να πιέσω τον εαυτό μου. Στη χούφτα μου το πέος μου ήταν στυλωμένο σα σίδερο. Όταν επιτέλους ξαλάφρωσα την κύστη μου, κοίταξα με απορία το σκληρό στέλεχος. Προσπάθησα να θυμηθώ αν είδα κάποιο σεξουαλικό όνειρο, αλλά δεν τα κατάφερα. Απορούσα πώς και δεν έχανα την πυγμή μου.

Χωρίς να καταλάβω καν τι έκανα, άρχισα να μαλάζω την καυλωμένη και διεγερμένη πούτσα. Δε χρειάστηκα καν να φαντασιωθώ κάτι. Μέσα σε ένα λεπτό που ξεκίνησα ένοιωσα το γνωστό τρέμουλο του οργασμού που ερχόταν. Απότομα στράφηκα προς το μικρό ντους και μισή ανάσα αργότερα άρχισα να εκσπερματώνω δυνατά πάνω στα πλακάκια του μπάνιου. Τα πόδια μου έτρεμαν και στηρίχτηκα στον τοίχο. Είχα βέβαια καιρό να πάω με γυναικά και είχα κόψει τη χειρωνακτική άσκηση τις τελευταίες εβδομάδες που συγκατοικούσαμε με τη Γιώτα, αλλά ποτέ μου δεν περίμενα να τελειώσω τόσο δυνατά και κυρίως χωρίς να φαντασιώνομαι κάτι. Επιτέλους η στύση μου άρχισε να μαλακώνει και άνοιξα το νερό στη ντουζιέρα για να ξεπλύνω τα πλακάκια. Πιο ανάλαφρος πλέον πήρα τα τσιγάρα μου και άναψα ένα στην παγωμένη κουζίνα. Το κρύο δε με ένοιαζε εκείνη τη στιγμή. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν να ρουφήξω τη νικοτίνη μέσα μου.

Αργότερα γύρισα στο δωμάτιο και ξαναπήρα τη θέση μου κάτω από τα σκεπάσματα. Ευτυχώς η Γιώτα κοιμόταν ακόμη. Μέσα στον ύπνο της, βρήκε το σώμα μου και με αγκάλιασε. Αποκοιμήθηκα αμέσως. Όταν ξύπνησα ήμουν μόνος. Το αερόθερμο ήταν κλειστό, αλλά το σπίτι ευχάριστα ζεστό. Τα καλοριφέρ ήταν σε λειτουργία. Φόρεσα μια φόρμα και ένα φούτερ και πήγα στην κουζίνα. Ο καφές μου ήταν έτοιμος στην κούπα μου. Η Γιώτα ήταν στο μπάνιο και άκουσα τον ήχο νερού. Αφού ήπια μια γουλιά και άναψα ένα τσιγάρο, συγκεντρώθηκα καλύτερα. Μου φάνηκε ότι άκουσα ένα πνιγμένο βογκητό. Κινήθηκα νυχοπατώντας προς την τουαλέτα. Τα αυτιά μου ήταν τεντωμένα και κρατούσα την αναπνοή μου. Σκέφτηκα να σκύψω και να κοιτάξω από την κλειδαρότρυπα, αλλά το υποσυνείδητο μου αρνήθηκε και με διέταξε να αποτραβηχτώ. Καθώς απομακρυνόμουν με αργά και προσεκτικά βήματα, η ευαίσθητη ακοή μου ξανάκουσε έναν αναστεναγμό.

Τα μάτια της φαντασίας μου είδαν τη Γιώτα μέσα στο ντους να χαϊδεύεται. Το νερό να πέφτει πάνω της, καθώς το χέρι της μάλαζε τα ερωτογενή της σημεία. Αμέσως διέταξα το νου μου να πάψει. Πήγα στην κουζίνα, ήπια μια ακόμη γουλιά καφέ και τέλειωσα το τσιγάρο μου. Στη συνέχεια έφερα το λάπτοπ μου από το δωμάτιο και το άνοιξα. Δέκα λεπτά αργότερα η ισχυρή μου θέληση, είχε επιβληθεί στις επιταγές της σάρκας. Καταχώνιασα στο βάθος του μυαλού μου τις πράξεις μου και άρχισα να διαβάζω τα νέα. Η Γιώτα βγήκε από το μπάνιο με το ροζέ μπουρνούζι της και μια πετσέτα περασμένη στο κεφάλι της. Πέρασε από την κουζίνα και με καλημέρισε. Το μυαλό μου κατέγραψε μια λάμψη ικανοποίησης που εγώ δεν είχα καταλάβει ή ίσως δεν ήθελα να αντιληφθώ.

Οι μέρες πέρασαν πιο γρήγορα. Το περιστατικό που συνέβη εκείνο το πρωί ξεχάστηκε, αλλά η λίμπιντο μου είχε εκτοξευθεί σε μεγάλα ύψη. Ασυναίσθητα την Τρίτη (δύο μέρες πριν την παραμονή πρωτοχρονιάς), φλέρταρα με την Άρτεμη. Τη νεαρή τσαχπίνα σερβιτόρα στο μαγαζί που σύχναζα. Ήταν γύρω στο 1.60 ύψος με πιασίματα και τεράστιο στήθος που ασφυκτιούσε στο τισέρτ του καταστήματος. Η δεκαεννιάχρονη κοπελίτσα ανταποκρίθηκε στα διακριτικά κομπλιμέντα μου και με έκανε να καταλάβω πως αν συνέχιζα, θα είχα κέρδος. Κατά τις τρεις που το μαγαζί έκλεινε βρέθηκα να την περιμένω μισό τετράγωνο πιο μακριά. Όταν ένα τέταρτο αργότερα βγήκε και με πλησίασε χαμογέλασα. Στο χαμόγελό μου, μου έκλεισε το μάτι με λάγνο τρόπο. Τη ρώτησα στα ίσια αν θέλει να έρθει στο σπίτι μου και μου έγνεψε αποφασιστικά.

Η διαδρομή στο ταξί μου φάνηκε μικρή. Όταν μπήκαμε στο διαμέρισμα η πόρτα ήταν κλειδωμένη και τα λαμπάκια που στόλιζαν το καράβι αναβόσβηναν. Η καμπαρντίνα μου πήρε τη θέση της στον καλόγερο και πρόσεξα ότι αυτή της Γιώτας ήταν ήδη εκεί. Είπα στην Άρτεμη να μην κάνει θόρυβο, γιατί κοιμόταν η συγκάτοικος μου και εκείνη με κοίταξε λίγο στραβά. Στα γρήγορα κλειστήκαμε στο δωμάτιο μου και άρχισα να της αφαιρώ τα ρούχα. Κάτω από τα επιδέξια χέρια μου που άγγιζαν απαλά τα ευαίσθητα σημεία, η Άρτεμης ξέχασε το προηγούμενο βλέμμα και άρχισε να αναστενάζει. Της έπιασα το προσωπάκι και έσκυψα προς το μέρος της φιλώντας τη με πάθος. Η γλώσσα μου εξερεύνησε το στόμα της, αλλά η ίδια είχε παθητικό ρόλο στο φιλί μας. Αυτό το γεγονός με παραξένεψε κάπως, αλλά το έβαλα στην άκρη του μυαλού μου.

Όταν την απελευθέρωσα από όλα τα ρούχα της, θαύμασα που τα μεγάλα βυζιά της στέκονταν σχεδόν στητά παρόλο το βάρος. Όμως ήταν περίεργο που οι θηλές της ίσα που φαίνονταν. Ο πόθος μου είχε φουντώσει, αλλά κάτι μέσα μου με κρατούσε πίσω. Άρχισα να φιλάω με το στόμα μου το λαιμό της ενώ με τα χέρια μου πλέον μάλαζα το τεράστιο στήθος. Αναστεναγμοί καύλας ξέφευγαν από το στόμα της κάθε λίγο. Τα δάχτυλα των χεριών μου άγγιξαν δύο λίγο πιο τραχιά σημεία στο εσώτερο στήθος της. Τα μάτια μου γούρλωσαν από έκπληξη, ενώ η γλώσσα μου σύντομα βρέθηκε σε εκείνο το σημείο. Πλέον ήμουν βέβαιος. Η Άρτεμης είχε μεγεθύνει το στήθος της. Τα καμπανάκια στο βάθος του μυαλού μου άρχισαν να αντηχούν και να κρούουν δυνατά.

"Με τι λεφτά έκανε πλαστική; Μήπως την συντηρεί κάποιος; Τι δουλειά έχει με εμένα;". Αμέσως η θελκτική Άρτεμης έγινε απεχθής.

- Γιατί σταματάς; Συνέχισε!

- Έχεις κάνει πλαστική στο στήθος, δήλωσα.

- Ε και;

- Λυπάμαι Άρτεμης, αλλά ξενέρωσα. Ντύσου και φύγε.

Το χέρι της κινήθηκε στην πούτσα μου πάνω από το παντελόνι. Προσπάθησε να με χαϊδέψει αλλά εις μάτην. Το βλέμμα της ήταν πικρόχολο. Ντύθηκε στα γρήγορα και μου φώναξε δυνατά επίτηδες.

- Είσαι ηλίθιος! Εσύ χάνεις. Θα σου έκανα πράγματα που δε σου έχει ξανακάνει άλλη. Άι στο διάολο παλιομαλάκα.

Αγρίεψα και κοκκίνισα από θυμό. Το είδε στα μάτια μου και βιάστηκε να φύγει. Όταν η εξώπορτα έκλεισε, άκουσα πίσω μου τη φωνή της Γιώτας. Δεν ήταν φωνή κοιμισμένη, αλλά ξύπνια, με εγρήγορση και μια έντονη περιπαιχτική διάθεση.

- Γιατί δεν το πήδηξες το μικρό; Δεν είδες τα βυζιά της; Παραλίγο να μη χωρέσουν από την πόρτα.

- Άσε με ρε συ Γιώτα. Είχε κάνει πλαστική στήθους. Δεκαεννιά χρονών. Ποιος ξέρει τι κόμπλεξ και προβλήματα κουβαλάει.

- Σοβαρά; Και δεν της φαινόταν!

- Το κατάλαβα όταν ένιωσα τις μικρές και λεπτές ουλές με τα δάχτυλα και τη γλώσσα μου. Η διαφορά ήταν εμφανής στο άγγιγμα, αλλά όχι με γυμνό μάτι.

- Και κατάφερες να συγκρατηθείς έχοντας τέτοια βυζιά μπροστά σου;

Ο τόνος της φωνής της Γιώτας δεν ήταν περιπαιχτικός πλέον, αλλά έκπληκτος. Με κοίταξε με τα πράσινα μάτια της και χαμογέλασε με έναν τρόπο που μόνο σέξι θα μπορούσα να τον περιγράψω. Το βλέμμα μου πλανήθηκε από τις χνουδωτές παντόφλες, έως και τα μάτια της ξανά. Ίσως για πρώτη φορά την είδα πραγματικά. Η Γιώτα ήταν πανέμορφη, ακόμα κι όταν φορούσε τις μεγάλες πυτζάμες που σκέπαζαν τα κάλλη της. Τα μάτια της πλέον ήταν καρφωμένα στα δικά μου και με εξέταζαν όπως έκανα ο ίδιος προηγουμένως.

Ένας νέος πόθος, πιο καυτός, πιο επικίνδυνος, παρέσυρε το σώμα μου. Η στύση μου διαγράφτηκε στο παντελόνι μου. Είδα τα μάτια της να κατεβαίνουν για λίγο προς τα εκεί και παρατήρησα το μικρό δάγκωμα που έκανε στα χείλη της. Η φλόγα που ξεκινούσε ανάμεσα από τα σκέλια μου, παραλίγο να με παρασύρει. Με μια ισχυρή νοητική διαταγή κατάφερα να πειθαρχήσω στο σώμα μου και να μην ορμήξω προς το μέρος της και τη φιλήσω με πάθος. Είδε το σώμα μου να τρέμει. Είδε τις γροθιές μου να σφίγγονται.

- Έχεις δίκιο, είπε βαριανασαίνοντας. Δεν πρέπει. Αλλά...

Περίμενα να ολοκληρώσει τη σκέψη της. Να βρει μια λύση που να μπορούσα να δεχτώ.

- Πάμε στο κρεβάτι σου!

- Όχι!

- Έχω μια ιδέα. Μην ανησυχείς.

Την ακολούθησα. Η Γιώτα ξάπλωσε κάτω από τα σκεπάσματα και μου είπε να γδυθώ εκτός από το εσώρουχο και τη φανέλα. Το έκανα στα γρήγορα και είδα τα μάτια της να καρφώνονται στο εξόγκωμα ανάμεσα στα πόδια μου. Έκλεισα το φως και ξάπλωσα δίπλα της, αλλά μακριά της.

- Κατέβασε το εσώρουχό σου, μου είπε.

Το έκανα και ένοιωσα ακριβώς την ίδια κίνηση να κάνει και η ίδια κάτω από το πάπλωμα. Το χέρι της βρήκε το δικό μου και μου έδωσε ένα προφυλακτικό που είχα μέσα στο συρτάρι το κομοδίνου.

- Για να μη λερώσεις, μου είπε.

Με γρήγορες κινήσεις έβγαλα το προφυλακτικό, πέταξα το εξωτερικό περίβλημα μακριά και το φόρεσα.

- Και τώρα πες μου τι θα ήθελες να μου κάνεις. Περιέγραψε το μου όσο πιο αναλυτικά μπορείς. Σαν να μου το κάνεις στα αλήθεια. Αλλά δε θέλω βρώμικες λέξεις Ιανέ. Θέλω...

- Ερώτικα;

Έστρεψε το κεφάλι της προς το μέρος μου και έγνεψε. Άρχισα να περιγράφω αργά και με βαθιά φωνή πώς θα την φιλούσα, πώς θα της αφαιρούσα τα ρούχα ένα-ένα. Πώς θα βασάνιζα με το στόμα μου και τη γλώσσα μου τις αισθήσεις της. Της ανέφερα ότι θα έπαιρνα το χρόνο μου, στεκόμενος αρκετά λεπτά σε κάθε ετερογενές σημείο και επισκεπτόμενος ξανά αργότερα. Μίλησα για τα χείλη της που βγάζουν την επουράνια μουσική των μυστών της Αφροδίτης, για τους κόρφους που συγκινούν κάθε πλάσμα που τα αντικρίζει και για την πηγή της ζωής που είναι η αμβροσία των θεών. Όσο μιλούσα και περιέγραφα, τόσο αντιλαμβανόμουν τα χέρια της να κινούνται. Διέκοπτα λίγο για να ακούσω την ανάσα της, τα βογκητά της, τις λεπτές κραυγούλες ηδονής καθώς μικροί οργασμοί έχτιζαν σιγά-σιγά κάτι μεγάλο μέσα της. Και καθώς συνέχιζα την περιγραφή μου, την άκουσα να παίρνει μια βαθιά μεγάλη ανάσα.

- Μπες μέσα μου! Δεν αντέχω άλλο. Κάνε με δική σου! Σβήσε την κάψα στα σκέλια μου! Γέμισε με και ολοκλήρωσε με.

Για μισό εκατοστό του δευτερολέπτου, σκέφτηκα να το πράξω στα αλήθεια. Αλλά αντίθετα έπιασα το σα σίδερο τεντωμένο ανδρισμό μου και άρχισα να το παίζω ξέφρενα καθώς συνέχισα την περιγραφή μου.

- Επιτέλους η στύση μου αγγίζει τις παρυφές της ήβης σου. Το σώμα μου από πάνω σου σφίγγεται απαλά και με μια γοργή κίνηση γεννημένη από την ανάγκη της εκτόνωσης, αλλά και να φέρω σε πέρας την έκσταση που τόσο αναζητάμε. Μπαίνω μέσα σου! Τα σώματά μας είναι ένα. Καθώς σε γεμίζω και κινούμενος ρυθμικά, οι καρδιές μας χτυπάνε πιο γρήγορα και σε ταυτόχρονο ρυθμό. Η ζεστή σου ανάσα αντηχεί στο αυτί μου και σκύβω να σε φιλήσω με πάθος.

- Ναι! Είμαι κοντά στην έκσταση. Γίνε ένα μαζί μου. Ω θεοί της Ελλάδας τελειώνω...

- Μαζί σου! Με τα βογκητά τα δικά σου ενώνονται και τα δικά μου...

Το χέρι μου κινείται ταχύτατα καθώς σπασμοί με συγκλονίζουν και τελειώνω δυνατά στο προφυλακτικό, ενώ η Γιώτα δεν πάει πίσω. Νοιώθω το σώμα της να πάλλεται. Στο ημίφως τα μάτια της είναι κλειστά λόγω ηδονής. Τελειώνει κι αυτή με τη σειρά της δυνατά.

Πέντε λεπτά αργότερα προσπαθούμε κι οι δυο να ανασάνουμε. Ψάχνω για τα τσιγάρα σκύβοντας προς το μέρος της. Καθώς βγάζω δύο και τραβάω ένα καθαρό τασάκι από το κάτω συρτάρι, οι μύτες μας συγκρούονται. Απότομα το πρόσωπό της κινείται προς το μέρος μου και τα χείλη της αγγίζουν απαλά τα δικά μου ενώ ένα ηχηρό "σμουτς" ακούγεται. Ανάβουμε τσιγάρο και σηκωνόμαστε με τις πλάτες μας όρθιες. Το σταχτοδοχείο είναι στο κέντρο και για λίγο απολαμβάνουμε μαζί τον καπνό.

- Ήταν απίστευτο, μου λέει η Γιώτα και με κοιτάει στα μάτια.

- Ναι!

Δεν κατάφερα να πω κάτι άλλο. Τα μάτια της με κοιτάνε με ένα πάθος που έχω καιρό να νιώσω, όπως και αυτή.

- Είναι κρίμα που είμαστε συγγενείς…

λέει η Γιώτα ενώ ταυτόχρονα λέω πάνω κάτω το ίδιο. Τα τσιγάρα σβήνουν και βάζει το τασάκι στο κομοδίνο. Τα χέρια της μπαίνουν κάτω από το στρώμα και καταλαβαίνω ότι βρακώνεται. Στη συνέχεια σηκώνεται από το κρεβάτι προσεχτικά ώστε να μη με αποκαλύψει. Το πρόσωπό της λάμπει από τον ιδρώτα με ένα όμορφο διάχυτο φως. Καθώς πηγαίνει στο δωμάτιο της μου πετάει ένα καληνύχτα.

- Όνειρα γλυκά, της φωνάζω.

- Και πονηρά, μου ανταπαντάει.

Μόνος πλέον αφαιρώ προσεκτικά το προφυλακτικό. Είναι γεμάτο με σπέρμα ως απάνω. Οι χτύποι της καρδιάς μου είναι σε κανονικό ρυθμό, αλλά το μυαλό μου επιστρέφει στο τι κάναμε. Δεν ήθελα πολύ. Η πούτσα μου μεγαλώνει και σκληραίνει. Κατεβάζω το πάπλωμα και το σεντόνι ενώ κλείνω τα μάτια. Σκέφτομαι το πρόσωπο και το σώμα της και αυτή τη λάμψη ικανοποίησης που είχε. Το χέρι μου κινείται ταχύτατα και δε σταματάει μέχρι ένας νέος οργασμός να ξεκινήσει και να τελειώσει. Τα χύσια μου εκτοξεύονται παντού ενώ στη φαντασία μου τελειώνω μέσα της. Λίγο αργότερα πέφτω αποκαμωμένος σε βαθύ λήθαργο.

Το άλλο μεσημέρι ξυπνάω και προσπαθώ να καθαρίσω την ανακατωσούρα της προηγούμενης νύχτας. Η Γιώτα κάθεται στο σαλόνι, πίνει καφέ και βλέπει τηλεόραση. Το πρόσωπό της είναι χαμογελαστό και ακόμα λάμπει. Πάω στην κουζίνα και ζεσταίνω νερό για να φτιάξω καφέ, ενώ μετά πάω στο μπάνιο να κάνω την ανάγκη μου. Πάνω στο καλάθι των άπλυτων βλέπω το εσώρουχο της. Ποτέ ξανά δεν είχε κάνει κάτι τέτοιο. Αμέσως το παίρνω και νοιώθω ότι είναι υγρό. Το φέρνω στη μύτη μου και εισπνέω. Τώρα ξέρω το άρωμα της. Αν θα με στοιχειώσει ή όχι θα δείξει. Επίτηδες βάζω το εσώρουχο μέσα στο καλάθι και στη συνέχεια γυρνάω για να φτιάξω καφέ. Ανάβω τσιγάρο, πάω στο σαλόνι και τη βλέπω που ήρθε από το μπάνιο.

- Καλημέρα, μου λέει χαμογελαστά.

- Καλημέρα, απαντάω ξεφυσώντας καπνό.

- Λοιπόν;

- Η μυρωδιά σου είναι υπέροχη!

- Χαίρομαι που εγκρίνεις. Ωραία δεν περάσαμε χτες;

- Παραπάνω από ωραία, συμπληρώνω.

- Όταν έφυγα, ξανάπαιξα για πάρτη σου.

- Όταν έφυγες, ξανάπαιξα για πάρτη σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ο λογιστής μας και η βοηθός του

 Όταν η εταιρία μετακόμισε στο καινούριο κτίριο ήμουν όλο νεύρα. Κάθε μέρα έμπαίνα στο γραφείο μου μουτρωμένος. Τι χάλια ήταν αυτά, λες και ...