ερωτικές ιστορίες

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Οι ιστορίες ΔΕΝ είναι δικές μας...είναι απλά μια προσπάθεια να μαζέψουμε όσο γίνετε πιό πολλές ελληνικές ιστορίες μαζεμένες..Περιμένω ανυπόμονα τα σχόλιά σας... Καλή και... καυτή ανάγνωση..

Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

Η υπάκουη μικρή (2ο μέρος) Γράφτηκε από: SKLIROS AFENTIS


 ο ίδιο κιόλας βράδυ έλαβα ένα μακροσκελές mail που περιέγραφε τις λιγοστές εμπειρίες και τα πολλά θέλω της. Ανέφερε επίσης πως όχι μόνο μας άκουγε όταν τιμωρούσα τη μάνα της αλλά κάποιες φορές είχε καταφέρει να μας δει από τη μπαλκονόπορτα. Αυτό θα το διερευνούσα περισσότερο από κοντά.


Με παρακαλούσε να συναντηθούμε, ήθελε τιμωρία και γαμήσι το πουτανάκι. Θα τα έπαιρνε αλλά με το δικό μου τρόπο, στην ώρα τους. Της το ξεκαθάρισα πως από εδώ και πέρα εγώ θα αποφασίζω κι εκείνη θα υπακούει και θα εκτελεί. Το Σάββατο θα πήγαινα στο σπίτι της, μετά από πέντε μέρες και μέχρι τότε απαγορευόταν να μαλακιστεί και να χύσει. Συνεχίσαμε την ιντερνετική επικοινωνία κυρίως με mail ώστε να χει το χρόνο να επεξεργάζεται όσα γράφει και να ναι σίγουρη για το τι θέλει.
 
Απόγευμα έφτασα στο σπίτι της, μου άνοιξε ντυμένη μ' ένα φουστανάκι σύμφωνα με τις οδηγίες μου, κι ένα τεράστιο χαμόγελο, αυτό δεν ήταν στις οδηγίες μου. Περιεργάστηκα το χώρο, μικρό όμορφο δυάρι, σημεία, έπιπλα και γωνίες που θα μου ήταν πολύ χρήσιμα τον επόμενο καιρό. Μπροστά εγώ, πίσω εκείνη, έλεγξα όλο το σπίτι λες κι ήμουν μεσίτης και θα το παζάρευα. Δε μου χρειαζόταν όλα αυτό φυσικά, αλλά απολάμβανα ακόμη και την καυλωμένη ανάσα της και την ταραχή της στις τυπικές ερωτήσεις μου. Η ανυπομονησία και η καύλα ήταν τόσο έντονη πάνω της που αν την άγγιζα θα έχυνε επί τόπου.
 
Κάποια στιγμή κάθισα στον καναπέ του σαλονιού. Μαζί μου κάθισε και η Λένα, λίγο αμήχανη, λίγο ταραγμένη.
 
- Θέλεις καφέ; Με ρώτησε.
 
- Γδύσου! Τη διέταξα.
 
Με κοίταξε έκπληκτη, παγωμένη σχεδόν.
 
- Τι; Έτσι; Με ρώτησε.
 
- Δε θα το ξαναπώ πουτανάκι... της είπα απότομα.
 
Πετάχτηκε πάνω, μ' ένα μείγμα εκνευρισμού και θυμού και με μια κίνηση έβγαλε το φουστανάκι της κι έμεινε με ένα σετ ροζ κιλοτάκι και σουτιέν.
 
- Εντάξει τώρα; Με ρώτησε.
 
Σηκώθηκα και της έσκασα το πρώτο χαστούκι στο πρόσωπο. Πριν συνέλθει έφαγε και δεύτερο και τρίτο.
 
- Γδύσου καριόλα, όπως σε γέννησε η σκλάβα η μάνα σου! Τι δε κατάλαβες;
 
- Μάλιστα...

μουρμούρισε δακρυσμένη και θυμωμένη, πολύ θυμωμένη.
 
- Κοίτα Λένα, αν δεν το θέλεις μη το κουράζουμε, ντύσου και φεύγω.
 
- Όχι, όχι το θέλω, μη φύγεις, απλά δεν ήμουν έτοιμη, μου ήρθε απότομο.
 
Με γρήγορες κινήσεις ξεκούμπωσε το σουτιέν και το πέταξε σε μια καρέκλα αποκαλύπτοντας δυο όμορφα στητά στήθη με μεγάλες ερεθισμένες ρώγες. Κατέβασε το κιλοτάκι και το παράτησε στο πάτωμα κι έμεινε όρθια μπροστά μου, ολόγυμνη.
 
- Τα χέρια ψηλά, τη διέταξα κι υπάκουσε αμέσως.
 
Άνοιξε τα πόδια, κι εκτέλεσε το ίδιο γρήγορα κι αυτή την εντολή. Περιεργαζόμουν το σώμα της, άγγιζα τις ρώγες της, ζύγιζα τα στήθη της, ένα δυο απαλά χαστούκια στο κωλαράκι της κι ένα πιο έντονο χούφτωμα στο ξυρισμένο μουνάκι της. Τα πρώτα υγρά της ήταν εμφανή, η ανάσα της κοφτή, έχωσα δυο δάχτυλα μέσα της, ένα καυλωμένο αχ της ξέφυγε. Τα ξανά έβγαλα, τα έτριψα στα χείλη της, τα έχωσα στο στόμα της να γευτεί την ίδια της τη γεύση. Αμήχανα έγλειφε τα δάχτυλά μου, γευόταν τα υγρά της.
 
Με το άλλο χέρι μου ξεκίνησα να χαστουκίζω δυνατά το κωλαράκι της. Όσο την έδερνα τόσο πιο έντονα ρούφαγε τα δάχτυλα, τα τσιμπούκωνε σα να χε το καυλί μου στο στόμα της. Αφού ικανοποιήθηκα από την αλλαγή της, απομακρύνθηκα. Έπιασα ένα μαξιλάρι του καναπέ και το έριξα στο πάτωμα μπροστά της.

- Στα γόνατα καργιολάκι, τη διέταξα.
 
Υπάκουσε αλλά με πικραμένη φωνή με ρώτησε γιατί με λες έτσι;
 
- Πως έτσι πουτανάκι;
 
- Να, έτσι, "πουτανάκι, καργιολάκι" κι όλα αυτά.
 
- Γιατί αυτό είσαι, καργιολάκι, ένα πουτανάκι που θέλει να γίνει σκλάβα. Κι όσο πιο γρήγορα το χωνέψεις τόσο πιο όμορφα θα περάσουμε. Κατανοητό;
 
- Ναι, απάντησε.
 
Δυο απανωτά χαστούκια.
 
- Μάλιστα καριόλα, μάλιστα θα απαντάς.
 
- Μάλιστα, είπε δακρυσμένη πιο πολύ από θυμό παρά από πόνο.
 
- Στο ξαναλέω, αυτός ο δρόμος που διάλεξες δε θα ναι εύκολος, έχει και πόνο και ταπείνωση και τσαλαπάτημα. Ποτέ δεν είναι αργά να κάνεις πίσω.
 
- Όχι, το θέλω, θέλω να γίνω σκλάβα σου, θέλω να γίνω σαν τη μάνα μου, θέλω να γίνω καλύτερη απ' τη μάνα μου.
 
- Πολύ καλά μουνάκι, της είπα, έχεις μπύρες στο ψυγείο;
 
- Όχι, να βγω να πάρω;... απάντησε μες στη ταραχή της.
 
- Έτσι; Δε θα στο συνιστούσα, αν και πολύ θα το χαιρόταν η γειτονιά.
 
Γέλασε, χαλάρωσε λίγο, όχι βέβαια, να ντυθώ και να βγω εννοούσα.
 
- Δε θα πας πουθενά, στα γόνατα θα με περιμένεις, μέχρι να σου χτυπήσω το κουδούνι.
 
Ούτε να πιώ μ' ένοιαζε, ούτε για μπύρες είχα καμία λαχτάρα, ήθελα να της δώσω λίγο χρόνο, να δει τον εαυτό της μες στη σιωπή της αναμονής, να δει τις σκέψεις και τα θέλω της. Επέστρεψα σκόπιμα από ένα τέταρτο κι είχε αποτέλεσμα ο χρόνος που έμεινε μόνη της. Μου άνοιξε με πιο σίγουρο βλέμμα, αλλά και πιο γαλήνιο, πιο συνειδητοποιημένο.
 
- Γεια σας Κύριε, μου είπε και σκέφτηκα "σαν πολλά να άλλαξαν".
 
Προφανώς πήρε τη βοήθεια της μαμάς όσο έλειπα. Θα το διερευνούσα αργότερα.

- Στη θέση σου, τη διέταξα.
 
Έβαλα δυο τρεις μπύρες στο ψυγείο, πήρα άλλες δύο και γύρισα στο σαλόνι, όπου η Λένα με περίμενε γονατισμένη στο μαξιλάρι στο πάτωμα. Της πρόσφερα τη μία κι εγώ με την άλλη μπύρα κάθισα στον καναπέ μπροστά της. Την ήπιε σχεδόν μονορούφι, σα διψασμένη καιρό, απ' τη λαχτάρα της να τελειώσει η μπύρα και να ζήσει τη συνέχεια. Σηκώθηκα, πήγα στο υπνοδωμάτιο της, άνοιξα τα συρτάρια της ντουλάπας κι ανάμεσα σε σουτιέν, κιλοτάκια και διάφορα εσώρουχα βρήκα μερικά καλσόν. Πήρα δύο κι επέστρεψα στο σαλόνι.
 
- Την ήπιες τη μπύρα σου;
 
- Μάλιστα, απάντησε.
 
- Χέρια πίσω τσουλάκι.
 
Υπάκουσε αμέσως, χωρίς να διαμαρτυρηθεί αυτή τη φορά. Με το ένα καλσόν της τα έδεσα σφιχτά ώστε να μη μπορεί πια να τα κινήσει, πήρα ένα δεύτερο μαξιλάρι το έβαλα δίπλα στο πρώτο.
 
- Ανοιχτά γόνατα, ένα σε κάθε μαξιλάρι.
 
- Παιδεύτηκε λίγο αλλά τα κατάφερε.
 
Με το δεύτερο καλσόν της έδεσα τα μάτια,, χωρίς να με βλέπει θα λειτουργούσε καλύτερα. Γύρισα στη θέση μου στον καναπέ, έστριψα τσιγάρο, το άναψα, ήπια μια μικρή γουλιά απ' τη μπύρα μου κι απολάμβανα την εικόνα. Οι ανάσες της κοφτές, καυλωμένες, το στήθος της ν' ανεβοκατεβαίνει, τα μουνόχειλα της υγρά. Κάθε κύτταρο του μυαλού της περίμενε μια διαταγή μου, κάθε πόρος του κορμιού της ανυπομονούσε για ένα άγγιγμα. Θα αργούσε ακόμη.
 
Εκείνη δεν το 'ξερε κι είχε το τρέμουλο της καύλας και της προσμονής.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ο λογιστής μας και η βοηθός του

 Όταν η εταιρία μετακόμισε στο καινούριο κτίριο ήμουν όλο νεύρα. Κάθε μέρα έμπαίνα στο γραφείο μου μουτρωμένος. Τι χάλια ήταν αυτά, λες και ...