ερωτικές ιστορίες

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Οι ιστορίες ΔΕΝ είναι δικές μας...είναι απλά μια προσπάθεια να μαζέψουμε όσο γίνετε πιό πολλές ελληνικές ιστορίες μαζεμένες..Περιμένω ανυπόμονα τα σχόλιά σας... Καλή και... καυτή ανάγνωση..

Τετάρτη 18 Μαΐου 2022

Η γειτόνισσα κυρία Βάσω (1ο μέρος)


 Όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, όλοι είχαμε ένα όνειρο να μας πάρει την παρθενιά μία μεγαλύτερη γυναίκα. Με λένε Γιώργο, είμαι 50 ετών και μεγάλωσα σε μία επαρχιακή πόλη. Εκείνη την εποχή οι άντρες πήγαιναν στη δουλειά, οι γυναίκες τους ασχολούνταν με το νοικοκυριό τους και όταν είχαν ελεύθερο χρόνο έπιναν καφέ, ποτέ στο σπίτι της μιας και ποτέ στο σπίτι της άλλης γειτόνισσας. Εμείς οι πιτσιρικάδες όταν τελειώνουμε τα μαθήματα μας βγαίναμε στα πάρκα και στις αλάνες και παίζαμε. Υπήρχαν κοινωνικές σχέσεις μεταξύ μας στη γειτονιά, όταν γιόρταζε κάποιος πηγαίναμε επίσκεψη στο σπίτι και γενικότερα ήταν μία εποχή εντελώς διαφορετική από τη σημερινή.


Απέναντί μας έμεινε μία τετραμελής οικογένεια με δύο αγόρια. Με το μικρότερο γιο, το Γιάννη πηγαίναμε μαζί στο σχολείο. Η μητέρα ήταν η κυρία Βάσω. Η κυρία Βάσω δεν είναι ψηλή γύρω στο 1.60. Ήταν όμως παχουλή με μεγάλες βυζάρες και έναν υπέροχο τουρλωτό κώλο. Ήταν πολύ πρόσχαρη και καταδεκτική. Όταν πηγαίναμε επίσκεψη στο σπίτι πάντοτε μας κερνούσε γλυκό του κουταλιού και αναψυκτικό. Φορούσε κοντές φούστες και κοντά φορέματα αρκετά εφαρμοστά και όταν καθόταν η φούστα μαζευόταν πάνω και αποκάλυπτε τα υπέροχα λεία μπούτια της.

Όταν πήγα στο γυμνάσιο ο γιος της πήγε σε διαφορετικό γυμνάσιο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην κάνουμε παρέα μεταξύ μας. Εν τω μεταξύ, τότε εγώ είχα αρχίσει να ανακαλύπτω τον εαυτό μου. Είχα αρχίσει να φαντασιώνομαι ότι γαμούσα την κυρία Βάσω, όταν τραβούσα μαλακία. Περιττό να σας πω πόσες μαλακίες είχα τραβήξει για χάρη της.

Ήμουν στη δευτέρα γυμνασίου. Μία μέρα γύρισα από το σχολείο όμως διαπίστωσα ότι δεν είχα πάρει τα κλειδιά μαζί μου. Οι γονείς μου είχαν πάει και οι δύο στο μαγαζί οπότε δεν ήταν κανένας στο σπίτι. Κάθισα ωραία έξω από το σπίτι και περίμενα. Κάποια στιγμή βγήκε στο μπαλκόνι της η κυρία Βάσω με είδε που καθόμουν εκεί με ρώτησε γιατί ήμουν έξω. Της είπα τι έγινε και με κάλεσε να ανέβω στο σπίτι της. Με καλοδέχτηκε, με κέρασε γλυκό του κουταλιού και αναψυκτικό. Με ρώτησε πώς τα πήγαινα στο σχολείο και μου είπε ότι είχε στεναχωρηθεί λιγάκι που δεν κάναμε παρέα με τον γιο της. Κάποια στιγμή μου είπε ότι έπρεπε να πεταχτεί στο μπακάλη για να ψωνίσει λίγα πραγματάκια και ότι θα επέστρεφε. Άνοιξε την τηλεόραση για να δω αν θέλω κάτι και εκείνη έφυγε. Εκείνη τη στιγμή, δεν ξέρω πώς μου ήρθε, αποφάσισα να πάω στην κρεβατοκάμαρα της και να ψάξω τα πράγματα της.

Πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Δίπλα από το κρεβάτι υπήρχε μία συρταριέρα. Ξεκίνησα να ανοίγω τα συρτάρια και σε ένα συρτάρι βρήκα τα εσώρουχά της. Πήρα στα χέρια μου μία δαντελωτή μαύρη κιλότα και άρχισα να τη μυρίζω. Καύλωσα απίστευτα. Τόσο πολύ που δεν είχα ακούσει ότι η κυρία Βάσω έχει επιστρέψει. Όταν με είδε με την κιλότα στα μούτρα μου τα έχασε και με ρώτησε αμέσως τι έκανα εκεί. Είχα παγώσει, δεν ήξερα τι να πω. Μου είπε να πάω μέσα στο σαλόνι και πήρε από τα χέρια μου την κιλότα. Όταν ήρθε μέσα μου είπε ότι δεν ήταν σωστό αυτό που έκανα και ότι κανονικά θα έπρεπε να το πει στους γονείς μου. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν η μητέρα μου. Οι γονείς μου είχαν επιστρέψει στο σπίτι. Η κυρία Βάσω μου είπε να πάρω τα πράγματά μου και να πάω στο σπίτι μου. Πριν φύγω της ζήτησα συγνώμη για αυτό που είχα κάνει. Εκείνη μου είπε να περιμένω λίγο και πήγε μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Όταν επέστρεψε είχε μία σακούλα. Μου έβαλε τη σακούλα μέσα στην τσάντα και μου είπε σκύβοντας στο αυτί:

- Καλά να περάσεις, την άλλη εβδομάδα θέλω να μου την επιστρέψεις.

Όταν πήγα στο σπίτι κι αμέσως στο δωμάτιό μου και άνοιξα τη σακούλα, είδα μέσα τη μαύρη κιλότα που είχα πάρει από τη συρταριέρα της. Κράτησα την κιλότα μία εβδομάδα περίπου και την είχα σύντροφό μου στις μαλακίες που τραβούσα. Μία μέρα που επέστρεψα νωρίτερα από το σχολείο χτύπησα το κουδούνι και ανέβηκα στο σπίτι της για να της δώσω την κιλότα. Την ευχαρίστησα κι εκείνη χαμογέλασε.

Από τότε μου καρφώθηκε στο μυαλό πως θα μπορούσα να την πηδήξω. Πέρασαν δύο χρόνια, πήγαινα στο λύκειο. Μία μέρα την πέτυχα στο δρόμο, είχε πολλές σακούλες στα χέρια της γιατί γύριζε από ψώνια. Προσφέρθηκα να τη βοηθήσω να ανεβάσει τα ψώνια στο σπίτι της. Όταν ανεβήκαμε, μου πρόσφερε ένα ποτήρι νερό. Μου είπε να καθίσω στην κουζίνα, ενώ εκείνη τακτοποιούσε τα πράγματα στα ντουλάπια. Κάποια στιγμή αστειευόμενη με ρώτησε αν ήθελα να μου δώσει άλλη μία κιλότα. Σηκώθηκα, πήγα από πίσω της, της απάντησα ότι ήθελα την κιλότα που φορούσε και την χούφτωσα.

- Τι κάνεις βρε ανώμαλε;… δε ντρέπεσαι;… και μου σκάει μία σφαλιάρα.

Αμέσως εντελώς μηχανικά σηκώνω το χέρι μου και της δίνω και εγώ μία σφαλιάρα. Δεν το περίμενε κάνει ένα βήμα προς τα πίσω και απλά με κοιτάζει.

- Κάθεσαι και με καυλώνεις και θες να καθίσω ήρεμα χωρίς να κάνω τίποτα;… της απάντησα.

- Με συγχωρείς αγόρι μου μου, είπε, δεν είχα τέτοια πρόθεση.

- Δε μπορώ να το κρύψω άλλο, είμαι ερωτευμένος μαζί σου το κατάλαβες; Βασανίζομαι με σένα, δε μπορώ άλλο… της είπα και πήρα στα χέρια μου ένα μαχαίρι.

- Τι πας να κάνεις εκεί;… μου είπε, άφησε γρήγορα κάτω το μαχαίρι.

Άφησα κάτω το μαχαίρι και έβαλα τα κλάματα. Εκείνη με πλησίασε και με αγκάλιασε. Χάιδεψε το κεφάλι μου και μου έλεγε να ηρεμήσω. Αφού ηρέμησα πλησίασε και μου ψιθύρισε στο αυτί:

- Πήγαινε στο σπίτι σου. Θα το συζητήσουμε άλλη στιγμή αυτό.

Μετά από μερικές μέρες ήρθε για καφέ στο σπίτι μας. Η μητέρα μου της είπε ότι έπρεπε να πάνε στο χωριό το σαββατοκύριακο, για να κανονίσουν κάποιες δουλειές. Ο αδερφός μου ήδη είχε φύγει φαντάρος. Εγώ είπα ότι δεν ήθελα να πάω στο χωριό. Τότε η Βάσω είπε στη μητέρα μου ότι και η δική της οικογένεια θα πήγαινε στο χωριό για το σαββατοκύριακο κι αν ήθελα να πήγαινα να κοιμόμουν στο σπίτι της. Κατάλαβα ότι αυτή ήταν η ευκαιρία που περίμενα. Η μητέρα μου συμφώνησε.

Μετά από δύο μέρες πήρα τα πράγματά μου και πήγα στο σπίτι της κυρίας Βάσως. Όταν βράδιασε μου έστρωσε να κοιμηθώ στον καναπέ. Ξάπλωσα αλλά δε με κολλούσε ύπνος. Κάποια στιγμή την άκουσα να μου λέει αν είμαι άνετα. Σηκώθηκα και πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Της ζήτησα να κοιμηθώ μαζί της, αν δεν είχε πρόβλημα. Μου είπε να περιμένω έξω. Μετά από κάνα πεντάλεπτο με φώναξε. Όταν μπήκα στην κρεβατοκάμαρα την αντίκρισα. Φορούσε ένα νυχτικό τιραντέ μέχρι το γόνατο και διάφανο. Από μέσα φορούσε δαντελωτά μαύρα εσώρουχα.

- Από ότι κατάλαβα σου αρέσουν τα μαύρα εσώρουχα.

- Ναι είναι το φετίχ μου.

Την πλησίασα και πέρασα τα χέρια μου στη μέση της. Εκείνη πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου. Αρχίσαμε να φιλιόμαστε. Συνέχισα να τη φιλάω γύρω γύρω από το λαιμό.

- Είσαι πολύ καλός αγόρι μου, μου είπε.

- Δεν είμαι αγόρι, της απάντησα, είμαι άντρας.

- Αυτό θα μου το αποδείξεις εκεί, μου είπε και μου έδειξε το κρεβάτι.

Με έβαλε να ξαπλώσω. Μου κατέβασε σιγά σιγά το σλιπάκι και άρχισε να μου τον παίζει.

- Δεν έχει ξαναπάει με γυναίκα ε;

- Όχι είναι η πρώτη φορά.

- Μην ανησυχείς, θα σου μάθω όλα το μυστικά.

Έσκυψε και άρχισε να τον παίρνει στο στόμα της. Στην αρχή ξεκίνησε να γλείφει το πουτσοκέφαλο, ενώ μετά από λίγο άρχισε με ρυθμικές κινήσεις να τον παίρνει όλο στο στόμα της. Είχα καυλώσει απίστευτα. Μου έκανε ένα απίστευτο τσιμπούκι. Ήρθε η ώρα της κορύφωσης κι άρχισα να χύνω. Εκείνη το κατάλαβε τον έβγαλε από το στόμα της κι έχυσα πάνω στα βυζιά της. Μπήκε στο μπάνιο για να πλυθεί κι ύστερα μπήκα κι εγώ. Όταν βγήκα την είδα μπροστά στον καθρέφτη όρθια να χτενίζεται. Πήγα από πίσω της και την αγκάλιασα, ενώ ο πούτσος μου κόλλησε πάνω στον κώλο της.

- Αντέχεις ακόμη αγόρι μου;

- Ναι, αφού δε σε πήδηξα ακόμη.

Με έσπρωξε στο κρεβάτι και με καβάλησε.

- Απόψε θα αποδείξεις αν είσαι άντρας ή αγόρι.

Αφού μου έβαλε την καπότα, τον έβαλε με αργές κινήσεις μέσα της. Ήταν σφιχτή, μάλλον είχε πολύ καιρό να γαμηθεί. Άρχισε να ανεβοκατεβαίνει πάνω στον πούτσο μου, στην αρχή αργά και έπειτα με πιο γρήγορες κινήσεις.

- Ναι αγόρι μου, έτσι, γάμησέ με, μη σταματάς…

Άρχισα και εγώ να κουνιέμαι στο ρυθμό και να της τον καρφώνω όσο πιο βαθιά μπορώ.

- Είσαι εκπληκτική κυρία Βάσω.

- Τώρα δεν είμαι η κυρία Βάσω. Για σένα είμαι η πουτάνα σου η Βάσω. Σκίσε με… γάμησε με, μη σταματάς.

Κάποια στιγμή ένιωσα το κορμί της να τρέμει. Έσκυψε, με φίλησε, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε ότι χύνει ενώ παράλληλα προσπαθούσε να τον καρφώσει όσο πιο πολύ μπορούσε μέσα της. Μετά από λίγη ώρα άρχισα κι εγώ να χύνω. Αφού πήγαμε στο μπάνιο εναλλάξ μετά ξαπλώσαμε στο κρεβάτι και κοιμηθήκαμε. Η Βάσω με πήρε στην αγκαλιά της βάζοντας το κεφάλι μου στις βυζάρες της.

- Πώς τα πήγα κυρία Βάσω;

- Καλά τα πηγές αγόρι μου μία χαρά. Σε παρακαλώ μη με λες κυρία Βάσω. Κυρία Βάσω θα με λες όταν βρίσκονται και άλλοι άνθρωποι γύρω μας.

- Εντάξει Βάσω της είπα.

Τη φίλησα και άρχισα να τη χουφτώνω. Εκείνη τότε μου είπε να ηρεμήσω και να κοιμηθώ αφού έχουμε ολόκληρο σαββατοκύριακο μπροστά μας και ήταν παρασκευή. Κοιμήθηκα ευτυχισμένος με τη σκέψη ότι θα την πηδούσα για τρεις ολόκληρες ημέρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ο λογιστής μας και η βοηθός του

 Όταν η εταιρία μετακόμισε στο καινούριο κτίριο ήμουν όλο νεύρα. Κάθε μέρα έμπαίνα στο γραφείο μου μουτρωμένος. Τι χάλια ήταν αυτά, λες και ...