Καλοκαίρι 2015. Κάθομαι σπίτι και λιώνω απ’ τη ζέστη. Μετράω τις μέρες για να πάρει ο άντρας μου άδεια απ’ τη δουλειά του, ώστε να πάμε τις πολυπόθητες δια-κοπές. Έχω από καιρό κάνει μεγάλα σχέδια τόσο για ξεκούραση όσο και για ηρεμία. Ν’ αφιερώσω 2 βδομάδες σε μένα και στον άντρα μου.
Τι περίεργο όμως, όταν λες ότι θα παρατήσεις τα πάντα και θα κάνεις κάτι συγκεκριμένο σαν να σου λέει η ζωή ότι θα σου τα φέρω τούμπα. Τι εννοώ; Είμαι ξανθιά, 39 ετών, παντρεμένη με τον εκπληκτικό σύζυγό μου με τον οποίο έχουμε εκπληκτική σεξουαλική ζωή. Είμαι 1,70, 60 κιλά με πολύ καλό στήθος κι ένα κορμί που φροντίζω να είναι θελκτικό και γυμνασμένο. Είμαι καλή σύζυγος, αλλά έχω ένα μειονέκτημα. Μ’ αρέσει το γαμήσι, το πρόστυχο, το απρόσμενο, αυτό που σε κάνει να λιώνεις και να ξεφεύγεις. Πάντα μου άρεσε να προκαλώ και να δοκιμάζω τη γεύση και το μέγεθος άλλων καυλιών καθώς και τη συμπεριφορά των ιδιοκτητών τους. Μέχρι που παντρεύτηκα και δεν μπορούσα να είμαι έτσι πλέον με κάποιον άλλο πέρα απ’ τον άντρα μου.
14 Ιουλίου, όλα καλά και τελικά έρχεται Τάσος με τα εισιτήρια στο χέρι. Όλο χαρά και τραγούδι ετοίμαζα τις βαλίτσες. Είχαμε κλείσει να πάμε Ζάκυνθο, σ’ ένα ξενοδοχείο καλό, έξω απ’ την χώρα του νησιού. Ήθελα να προκαλέσω τον Τάσο κι έκανα κάποιες αγορές τις προηγούμενες μέρες που φρόντισα να κρύψω στην βαλίτσα. Σ’ όλο το ταξίδι σκεφτόμουν τα μπάνια, το πως θα προκαλέσω το Τάσο, το που μπορούμε να κάνουμε σεξ. Ήμασταν στ’ αμάξι, ανοιχτά τα παράθυρα και φόραγα ένα παντελόνι και πέδιλα με τακούνι που δένουν στον αστράγαλο, μια μπλούζα αεράτη και φυσικά από μέσα μόνο ένα κορδόνι που έδενε πίσω μ’ ένα μεταλλικό δαχτυλίδι.
Ένα απ’ τα τελευταία αποκτήματα που ο Τάσος δεν είχε δει ακόμα. Όπως κι εκείνη την κοντή φούστα που μόλις κάλυπτε τα κωλομέρια μου που είχα συνδυάσει μ’ ένα μπλουζάκι στράπλες. Φανταζόμουν πως θα τον καύλωνα όταν μ’ έβλεπε έτσι αλλά ενδόμυχα σκεφτόμουν και το πόσο θα καύλωναν όλοι όσοι μ’ έβλεπαν μ’ αυτό. Πιο πολύ ακόμα με καυλώνουν τα βλέμματα των γυναικών που με κοιτούν άγρια όταν καυλώνω με την παρουσία μου τους άντρες τους. Τι να κάνω; Εγώ φταίω που μου αρέσει ν’ αρέσω; Δε με πειράζει προσωπικά, γιατί ξέρω ότι θα τις πηδάνε και θα σκέφτονται εμένα.
Τέτοια σκεφτόμουν στο ταξίδι και το μουνί μου έσταζε. Με τα πολλά φτάσαμε στο πλοίο αλλά σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού έτριβα τα μπούτια μου. Δεν έπρεπε να χύσω γιατί όλο το άσπρο παντελόνι θα γινόταν διάφανο. Ανεβήκαμε στο κατάστρωμα και πήρε ο Τάσος καφέδες. Μιλάγαμε για τις διακοπές κι όλο υπονοούμενα ενώ γυρνάγαμε το πλοίο για να βρούμε ένα ήρεμο μέρος να κάτσουμε. Μόλις πήγαμε στο πάνω κατάστρωμα στην πλευρά της πλώρης, υπήρχε ένα μέρος χωρίς κόσμο γιατί είχε ήλιο και ήταν ακάλυπτο. Τότε μου ήρθε μια ιδέα. Τράβηξα το Τάσο πίσω από ένα ρολό κάβους και κάτι κιβώτια.
- Τι κάνεις; Μου είπε.
- Σκάσε γιατί δεν αντέχω άλλο. Του είπα. Κατέβασα με μιας το παντελόνι και στήθηκα στον κάβο γέρνοντας μπροστά. Ο Τάσος τα ‘χασε, αλλά αμέσως τον είδα να καυλώνει και να έρχεται προς το μέρος μου.
- Ώστε έχεις όρεξη για παιχνίδια ε; Τώρα θα δεις πουτανάκι τι θα σου κάνω. Κι έβγαλε τον πούτσο του, που αμέσως του έγινε κάγκελο και τον χτύπησε στα κωλομέρια μου μερικές φορές.
- Σου αρέσει το βρακάκι μου μωρό μου; Προχτές το πήρα!
- Τέλειο. Έχεις κι άλλες εκπλήξεις;
- Δε φαντάζεσαι! Οι διακοπές μας θα είναι όλο εκπλήξεις. Αντέχεις να τις ζήσεις;
- Φυσικά και αντέχω μωρό μου. Σ’ αυτές τις διακοπές θέλω να είμαστε χαλαροί και να πάμε όπως μας βγει.
- Ωραία! Σκάσε τώρα και γάμα την πουτάνα σου, γιατί δεν αντέχω άλλο!
Έτριψε το καυλί του πάνω στα μουνόχειλά μου και τα παραμέρισε ενώ ένα βογκητό μου ξέφυγε όταν ακούμπησε το πουτσοκέφαλο την κλειτορίδα μου. Ξαφνικά τον ένιωσα να μπαίνει κι ένα μακρόσυρτο Αχ μου ξέφυγε.
- Μη με λυπάσαι. Γάμα με τώρα γρήγορα πριν μας πιάσει κανείς. Μη χύσεις μέσα γιατί θα φανούν στο παντελόνι. Τα θέλω στο στόμα μου. Όλα.
Αμέσως μ’ έπιασε απ’ τη μέση και με κάρφωσε δυνατά. Όσο με κάρφωνε τόσο κρατιόμουν να μη φωνάξω κι έπιανα τα σχοινιά. Με τρέλαινε με κάθε του σπρωξιά που ένιωθα τ’ αρχίδια του να χτυπούν την κλειτορίδα μου. Άρχισα να νιώθω την κορύφωση πολύ νωρίς. Το αίσθημα ότι ήμουν ξεβράκωτη και γαμιόμουν σαν πουτάνα τουρίστρια που βρήκε μια πρόθυμη ψωλή, με κίνδυνο να με πιάσουν, μ’ έκανε να χύσω φωνάζοντας:
- Χύνω μωρό μου! Χύνω η καριόλα. Αχ!
Τα πόδια μου να τρέμουν κι ο Τάσος ακόμα να με γαμάει τραβώντας μου τα μαλλιά.
- Έτσι πουτανάκι! Χύσε τον πούτσο μου! Χύσε καριόλα γυναίκα. Θα σε χύσω. Έλα να τα πάρεις στο στόμα σου! Έλα να γευτείς όλα τα καυτά μου χύσια πουτάνα!
Αμέσως πήρα το πουτσοκέφαλο στο στόμα, ακριβώς τη στιγμή που τα πρώτα χύσια έβγαιναν και χτύπαγαν τον ουρανίσκο μου. Τα μάζεψα όλα, αλλά δεν περίμενα να είναι τόσα πολλά. Κατάπια την πρώτη γεμάτη γουλιά αλλά τη στιγμή που έκλεισα το στόμα τα τελευταία χύσια με βρήκαν στο πρόσωπο. Τα μάζεψα και τα πασάλειψα με το χέρι στο στόμα μου και στο μάγουλό μου. Ήθελα να έχω χύσια πάνω μου. Λατρεύω τα χύσια. Ακούσαμε ομιλίες κι ανεβάσαμε τα ρούχα μας. Ευτυχώς το κορδόνι μου το είχε κάνει στην άκρη γιατί αλλιώς θα το έψαχνα. Πήραμε τους καφέδες κι εκείνη τη στιγμή μια παρέα έστριβε στο κατάστρωμα. Γελάσαμε με τον Τάσο και χαλαρώσαμε για το υπόλοιπο ταξίδι.
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο μεσημέρι. Αφήσαμε τα πράγματα και πήγαμε για φαγητό. Η πρώτη μας μέρα πέρασε ήρεμα γυρνώντας στο δωμάτιο κατά τις 20:00, μετά απ’ τον καφέ μας και μπήκαμε να κάνουμε μπάνιο. Βγήκε ο Τάσος και μπήκα εγώ. Ξυρίστηκα και περιποιήθηκα τον εαυτό μου. Δε φόρεσα ρούχα και βγήκα έξω μες την καύλα. Δεν ήξερα αν στάζουν νερά απ’ το μουνί μου ή τα υγρά μου. Δυστυχώς ο Τάσος κοιμόταν στο κρεβάτι. Ξενέρωσα. Καιγόμουν για πούτσο. Ήθελα σεξ μέχρι τελικής πτώσης και δεν το είχα. Δεν το πίστευα. Φόρεσα το στρινγκ μου, ένα απ’ αυτά που πήρα μαζί και τακτοποίησα τα ρούχα. Βγήκα στο μπαλκόνι να κάνω τσιγάρο και να ηρεμήσω. Πρώτη μέρα είναι εξάλλου κι εγώ ήμουν κουρασμένη λίγο, ας έδινα μια ευκαιρία, δεν έπρεπε να τα ζητάω όλα εξ αρχής. Είπαμε χαλαρά κι όπως έρχονται τα πράγματα. Μεγάλη έκφραση αυτή. Να το ξέρετε. Ποτέ δεν ξέρεις σε τι μπελάδες θα σε βάλει.
Μ’ αυτές τις σκέψεις και με την καύλα μου που καταπίεζα, απέφυγα ν’ αγγίξω το μουνάκι μου κι έπεσα στο κρεβάτι. Με πήρε ο ύπνος αμέσως. Ξύπνησα με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Ο Τάσος είχε μόλις φορέσει το μαγιό του.
- Καλημέρα μωρό. Τι λες, να πάμε για πρωινό και μετά για μπάνιο κάπου ήσυχα;
- Καλή ιδέα, αλλά αντί να πάμε για πρωινό δεν πας να πάρεις καφεδάκια, νερό κι ότι άλλο βρεις και να τα πάρουμε στην παραλία; Θα σε συναντήσω στην είσοδο να ετοιμάσω την τσάντα.
- Οκ. Τέλεια ιδέα, Πάω κι έλα. Μην αργήσεις.
Έφυγε ο Τάσος, τινάχτηκα αμέσως, έβγαλα το εσώρουχο και πήγα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Μετά ετοίμασα την τσάντα και φόρεσα το νέο μου μαγιό. Ένα στράπλες που έδενε μπροστά με φιόγκο κι από κάτω είχε ένα ασορτί στρινγκ. Θα τον τρέλαινα σήμερα! Έβαλα γύρω μου ένα παρεό, πήρα τα γυαλιά και την τσάντα και βγήκα απ’ το δωμάτιο. Στο μυαλό μου η θάλασσα, το σεξ και το καυτό μαγιό μου που τόλμαγα να φορέσω για πρώτη φορά μετά από χρόνια φαντασιώσεων. Το μουνί μου έσταζε. Πηγαίνοντας με το αμάξι, βρήκαμε μια ερημική παραλία, η ώρα ήταν 8:30. Δεν είχε κίνηση γενικά πουθενά, ούτε ο ήλιος έκαιγε. Ήταν 10 λεπτά περπάτημα στην πλαγιά με τα πόδια απ’ το αμάξι. Κάτσαμε σ’ ένα πλατύ βράχο. Πανέμορφα. Άνοιξα το παρεό κι ο Τάσος τα έχασε.
- Σου αρέσει μωρό μου;
- Είσαι μια καύλα! Βλέπω έχεις όρεξη σ’ αυτές τις διακοπές.
- Ακριβώς! Γουστάρω κι έχω τρελές καύλες αλλά μη βιάζεσαι, ας κρατήσουμε την καύλα μας.
- Ωραία! Πάμε να βουτήξουμε;
- Πήγαινε εσύ κι εγώ θα κάτσω να χαλαρώσω λίγο στον ήλιο μιας και δεν καίει.
Είδα το Τάσο να βουτάει κι άρχισα να διαβάζω το βιβλίο μου και να χαλαρώνω. Βγήκε ο Τάσος, μιλάγαμε, πέσαμε για μπάνιο μαζί, ήπιαμε το καφεδάκι μας και φάγαμε το πρωινό μας. Είχε αρχίσει να ζεσταίνει ο καιρός κι εμείς απολαμβάναμε το τοπίο. Ξαφνικά όπως καθόμασταν στο βράχο, είδαμε μια βάρκα με 2 άτομα να κάνουν κουπί και να πλησιάζουν την ακτή. Άραξαν τη βάρκα στην αμμουδιά και βγήκαν έξω. Έβαλαν κάτι πετσέτες κάτω και μίλησαν μεταξύ τους. Ο ένας έβγαλε την μπλούζα του και βούτηξε. Ο άλλος ήρθε προς το μέρος μας.
- Γεια σας. Ελπίζω να μη σας ενοχλούμε. Απλά κάνουμε προπόνηση κάθε πρωί και καταλήγουμε να κάνουμε μπάνιο στην παραλία εδώ που δεν είναι κανείς συνήθως. Μας έκανε έκπληξη το ότι βρήκαμε κόσμο εδώ και μάλιστα ζευγάρι, οπότε δε θέλουμε να σας τη χαλάσουμε θα κάνουμε μια βουτιά και θα φύγουμε.
Εν τω μεταξύ τον πρόσεξα καλύτερα. Μελαχρινός, φανερά μαυρισμένος και γυμνασμένος νέος. Τινάχτηκε το μουνάκι μου.
- Μα τι λες; Είπε ο Τάσος. Αλίμονο. Κάντε το μπάνιο σας κι εμείς εδώ χαλαρώνουμε. Όλα καλά. Εγώ είμαι ο Τάσος κι από εδώ η γυναίκα μου η Ειρήνη.
- Χάρηκα είπα κι εγώ και έπιασα το χέρι του που ήδη είχε απλώσει.
- Παρομοίως! Είπε εκείνος. Κώστας κι από δω ο Στάθης. Είπε δείχνοντας το φίλο του με τα μακριά καστανά μαλλιά, που έβγαινε απ’ τη θάλασσα.
Τα έχασα! Ο τύπος είχε μια γράμμωση, άλλο πράγμα. Σωστός παίδαρος. Κάναμε τις συστάσεις κι ο Τάσος τους πρότεινε να κάτσουν, μιας και πάνω στην κουβέντα, είπαν για το κοινό τους χόμπι, το ψάρεμα και τη θάλασσα. Φοιτητές στην Αθήνα, με εξοχικό ο ένας στο νησί, έρχονταν κάθε καλοκαίρι για τα μπάνια και την κωπηλασία τους. 2 25άρηδες σωστά μανάρια. Με ηλιοκαμένα κορμιά κι εγώ εκεί με την καύλα μου. Και το χειρότερο; Πως θα σηκωθώ να μπω να δροσιστώ λίγο με το μαγιό το ανύπαρκτο πίσω; Περίμενα να μπουν μέσα μπας και μπω μετά, αλλά τίποτα. Απορροφημένοι στην κουβέντα αλλά με κλεφτές ματιές προς το μέρος μου και οι 2. Κολακευόμουν κι έτρεχαν υγρά απ’ το μουνί μου. Σε κάποια στιγμή βλέπω τον ένα να κοιτάει επίμονα ανάμεσα στα πόδια μου. Κοίταξα κι εγώ διακριτικά και είδα το φούσκωμα στο μαγιό του και μετά κοίταξα ανάμεσα στα πόδια μου μήπως φαινόταν κάτι. Αυτό που είδα με καύλωσε και μ’ έφερε σε πιο δύσκολη θέση. Τα υγρά απ’ το καυλωμένο μουνί μου το είχαν κάνει να φαίνεται διάφανο.
Είδα τα μουνόχειλά μου που χώριζαν και σήκωσα το βλέμμα πάλι στο Κώστα, ο ο-ποίος φανερά καυλωμένος μου χαμογέλασε. Κατάλαβα. Χαμογέλασα κι εγώ. Ένιωσα φτηνή αλλά και καυλωμένη. Ένιωσα την καταπιεσμένη πουτάνα να ξυπνά. Το σκέφτηκα αλλά η φράση: «Ν’ αφήσουμε τον εαυτό μας ελεύθερο,» νίκησε κι αποφάσισα να ζήσω ότι έρχεται. Άρχισα να συμμετέχω στη κουβέντα, να είμαι πιο ναζιάρα κι εκδηλωτική χωρίς όμως να παραξενέψω τον Τάσο. Τότε πρότεινα:
- Δεν πάμε για καμιά βουτιά; Άρχισε να καίει ο ήλιος!
- Ναι! Πάμε! Είπε ο Τάσος. Σηκώθηκε πρώτος και τρέχοντας έπεσε στη θάλασσα. Σηκώθηκα κι εγώ κι έκανα μερικά βήματα προς τη θάλασσα και τεντώθηκα. Γύρισα το κεφάλι μου και χαμογέλασα στους 2 τους και τους είπα:
- Θα έρθετε;
Μπα. Θα κάτσουμε λίγο ακόμα εδώ έξω. Είπε ο Στάθης, προσπαθώντας να κρύψει το φούσκωμα στο μαγιό του. Ήξερα ότι είχαν καλή θέα της κωλάρας μου και τους προκαλούσα. Μπήκα κι έκανα μια βουτιά, μίλησα με το Τάσο λίγο κι άρχισα να βγαίνω ενώ εκείνος ήταν ακόμα μέσα και πήγαινε στην άλλη άκρη της παραλίας κολυμπώντας. Το μαγιό μου είχε γίνει διάφανο και οι ρόγες μου πετάγονταν. Όλα ήταν φανερά. Δεν κρυβόταν τίποτα. Έστυψα τα μαλλιά μου κι έκατσα όρθια μπροστά στο Κώστα και στο Στάθη μιλώντας αδιάφορα κι ανήξερα.
- Ειρήνη, εμείς θα φύγουμε.
- Γιατί ρε παιδιά;
- Καλύτερα να φύγουμε γιατί θα ξεφύγει το θέμα. Μας έχεις καυλώσει άγρια.
- Και ποιος σας είπε ότι δε θέλω να ξεφύγει; Είπα όλο πουτανιά.
- Το εννοείς; Είπε ο Κώστας.
- Που ξέρεις; Με τις κατάλληλες συνθήκες και λιγότερο ακροατήριο ίσως. Είπα κλείνοντας το μάτι.
- Πάρε αυτό. Είπε ο Κώστας και μου έδωσε τη συσκευή του κινητού του. Εδώ θα σας στείλουμε μήνυμα που θα έρθετε το βράδυ. Τα άλλα άστα σε μας πουτανάκι. Σήμερα θα ζήσεις κάτι που δεν έχεις ζήσει ποτέ. Εάν το θες, εμπιστέψου μας και ακολούθα τις οδηγίες. Εάν όχι απλά στείλε απάντηση ότι δε θες κι άσε το κινητό αύριο πρωί εδώ. Εάν έρθεις το βράδυ όμως, κάηκες.
Αυτή η ιδέα με τρέλανε, με καύλωσε, ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα να νιώσω. Πουτάνα. Τους έβλεπα να απομακρύνονται προς τη βάρκα κι όσο πιο πολύ απομακρύνονταν τόσο πιο πολύ αποφάσιζα να το ζήσω κρυφά απ’ τον Τάσο. Ξάπλωσα και προσπάθησα να ηρεμήσω. Με πήρε ο ύπνος κι όταν με ξύπνησε ο άντρας μου κατάλαβα ότι όχι μόνο δεν είχα ηρεμήσει αλλά ήμουν ακόμα μούσκεμα. Η πρώτη σκέψη μου ήταν τα ηλιοκαμένα και γυμνασμένα κορμιά του Κώστα και του Στάθη. Φύγαμε προσπαθώντας να είμαι καλή παρέα για το Τάσο, αλλά κρατώντας τις πουτανίστικες σκέψεις μου για το πως θα ντυθώ, όχι πλέον για τον άντρα μου, αλλά για τους 2 γαμιάδες που γνώρισα πριν λίγες ώρες.
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο όταν άρχισε να σουρουπώνει. Μπήκε ο Τάσος για μπάνιο κι αμέσως έψαξα το κινητό στην τσάντα. Είχε ένα μήνυμα:
- Στις 22:00 να είσαστε στο μπαρ τάδε. Θα το βρεις. Είναι πολύ γνωστό μαγαζί. Φρόντισε να μας καυλώσεις πουτάνα.
Αμέσως ασυναίσθητα απάντησα «οκ» κι έκρυψα το κινητό στην τσάντα. Ο Τάσος βγήκε απ’ το μπάνιο και μπήκα εγώ. Όσο έκανα μπάνιο, σκεφτόμουν τι να βάλω. Ντύθηκε ο Τάσος κι εγώ έβαλα τι άλλο; Τα ρούχα που είχα πάρει για να του κάνω έκπληξη. Βάφτηκα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ο Τάσος ήταν όλο κολακευτικά σχόλια κι εγώ έβλεπα μια πουτάνα έτοιμη για βίζιτα μιας και με το παραμικρό κούνημα φαίνονταν όλα τα κάλλη μου. Οι ρόγες μου ήταν ήδη εμφανείς απ’ το στράπλες. Φύγαμε και του είπα να πάμε σ’ ένα γνωστό μαγαζί της περιοχής, όπως με είχαν καθοδηγήσει οι 2 φίλοι. Φτάσαμε κατά τις 22:00. Κάτσαμε σ’ ένα τραπέζι με ψηλά σκαμπό, λες και το κάναμε επίτηδες. Όλα στη φόρα και το χειρότερο; Ιριδίζων φωτισμός μπλε που έκανε το άσπρο μου στρινγκ να φωσφορίζει στο σκοτάδι. Παραγγείλαμε ποτά κι έκλεινα τα πόδια μου. Ήπιαμε 2 ποτά και ξαφνικά βλέπω απέναντι τον Στάθη να κάνει νόημα κρατώντας το κινητό.
- Τάσο μου πάω μια στιγμή στην τουαλέτα.
- Ok μωράκι μου.
Έφυγα και πήγα να δω με το μήνυμα. Μπήκα στην τουαλέτα και διάβασα:
«Ωραίο το βρακάκι σου. Σωστό πουτανάκι. Το διαφημίζεις σ’ όλο το μαγαζί. Βγαλ’ το και θα σε γαμήσουν όλοι εδώ. Μην το πετάξεις όμως, βάλτο στο τσαντάκι σου.»
Το έβγαλα. Ήταν μούσκεμα. Ένιωσα το βραδινό αέρα μόλις βγήκα απ’ την τουαλέτα να δροσίζει το μουνάκι μου. Προχώρησα προς τον Τάσο και τον είδα να γελάει μιλώντας με τα παιδιά.
- Μωρό μου έλα εδώ! Κοίτα ποιοι είναι εδώ. Ο Κώστας κι ο Στάθης. Είπε ο Τάσος.
- Τι έκπληξη είναι αυτή παιδιά; Είπα εγώ χαμογελώντας με νόημα και φροντίζοντας να ακουστώ όσο πιο έκπληκτη γινόταν.
- Είπαμε να πιούμε ένα ποτάκι, είδαμε το Τάσο και είπαμε να πούμε μια καλησπέρα. Είπε ο Κώστας.
- Και πολύ καλά κάνατε. Είπε ο άντρας μου. Να παραγγείλω μια βότκα;
- Ναι αμέ! Είπε ο Στάθης κοιτώντας με στα μάτια. Χαμογέλασα και είχα κάνει κεφάλι. Χόρευα πότε με τον ένα, πότε με τον άλλο κι έβλεπα το Στάθη να τσουγκρίζει συνέχεια με τον άντρα μου. Κάποια στιγμή πάνω στο χορό μου λέει ο Κώστας:
- Πού είναι το βρακάκι σου καριολάκι;
- Στην τσάντα μου. Του είπα ενώ ένιωθα το σκληρό του καυλί στα κωλομέρια μου.
- Πολύ καλά. Δωσ’ το μου.
Διακριτικά το έβγαλα απ’ την τσάντα και του το έδωσα. Το πήρε και πήγε στις τουαλέτες. Μετά από λίγο ήρθε και τον κοίταξα απορημένα.
- Μην ανησυχείς. Μου είπε. Έκπληξη!
Χαμογέλασα και συνέχισα το χορό. Πήγα προς τον άντρα μου και σηκώθηκε να με συνοδεύσει, ενώ είδα το Στάθη να μου κλείνει το μάτι και να τινάζει το τσιγάρο του στο ποτό του Τάσου. Γέλασα, ενώ ο Τάσος πήρε το ποτήρι και ήπιε.
Μέσα σε 10 λεπτά ήταν γκολ. Τρίκλιζε και του είπα καλύτερα να πάμε στο δωμάτιο. Τα παιδιά με βοήθησαν κι ανεβήκαμε στο δωμάτιο. Ευτυχώς ήταν κοντά. Τον έβαλα στο κρεβάτι κι αμέσως έχασε την επαφή με το περιβάλλον ροχαλίζοντας. Εκείνη τη στιγμή με πιάνει ο Κώστας και μου λέει:
- Πως νιώθεις καριόλα που θα σε ξεσκίσουμε;
- Εδώ μπροστά στον άντρα σου. Είπε ο Στάθης και ήρθε κοντά μου και με φίλησε.
- Ξεσκίστε με την πουτάνα! Είπα ενώ χούφτωσα τα καυλιά τους. Καυλιά σκληρά και μεγάλα. Φαινόντουσαν όπως τα έπιασα και καύλωσα ακόμα πιο πολύ. Μ’ έγδυσαν στο λεπτό, με χούφτωναν και με δαχτύλωναν επί τόπου. Έβγαλαν τα ρούχα τους και με γονάτισαν προσφέροντάς μου τα 2 χοντρά και μεγάλα καυλιά τους τα οποία έπιασα με προθυμία και τα έχωσα στο στόμα μου. Πότε το ένα και πότε το άλλο. Τους πίπωνα και μ’ έβριζαν. Πουτάνα, γαμιόλα, ψωλορουφήχτρα, καριόλα και μέσα σε 10 λεπτά μ’ έχυσαν στο πρόσωπο και στο στόμα. Με πλημμύρισαν. Έσταζαν τα χύσια τους στα βυζιά μου ενώ ότι μπορούσα το έγλειφα και το κατάπινα. Προφανώς είχαν πάρει χάπι γιατί δεν τους έπεσε καθόλου.
- Θέλω γαμήσι άγριο. Τους είπα.
Τότε μ’ έπιασε ο ένας, μ’ έβαλε να σκύψω πάνω απ’ τον κοιμισμένο άντρα μου στα 4, ήρθε από πίσω μου και μου τον έχωσε με τη μία. Με κάρφωνε δυνατά και βογκούσα ενώ τινάζονταν τα χύσια απ’ το πρόσωπό μου πάνω στον άντρα μου. Με καύλωσε η εικόνα και η σκέψη ότι ήμουν μια πουτάνα. Έχυσα αμέσως φωνάζοντας ενώ ήρθε κι ο άλλος και μου τον έδωσε στο στόμα.
- Χύνω! Φώναξε ο Κώστας που μου γαμούσε το μουνί.
- Όχι μέσα, του είπα. Θα με γκαστρώσεις.
- Σκάσε πουτάνα. Όπου θέλω εγώ θα σε χύσω. Κι αμέσως ένιωσα να καρφώνεται μέσα μου, να τινάζεται κι αμέσως έφτασα σ’ ένα ακόμα οργασμό. Τη θέση του πήρε το καυλί που είχα στο στόμα μέχρι που κι αυτό έχυσε το μουνί μου. Για ώρες με γάμαγαν εναλλάξ ή και μαζί. Στόμα-μουνί, αλλά και στον κώλο μου τον οποίο έχυσαν 2 φορές ο καθένας. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα κι ο Κώστας πήγε να ανοίξει.
- Καλώς τους! Είπε.
- Ειρήνη. Από δω η παρέα μας. Παιδιά, από εδώ η πουτάνα που σας είπαμε. Έχετε 10 λεπτά να τη χύσετε όλοι σας.
Τότε με πήρε ο Στάθης και με γάμησε στα 4 μέχρι που έχυσε στο μουνί μου και μετά ο Κώστας μ’ έχυσε στο κώλο. Όλοι οι άλλοι, 5 άτομα, τον έπαιζαν με το θέαμα. Μου λέει ο Στάθης:
- Ώρα να σε κάνει ο αντρούλης σου να χύσεις με το στόμα του. Ανέβα και τρίψε το μουνί σου στο στόμα του. Αμέσως το έκανα ενώ έπαιζα την κλειτορίδα μου κι έχυνα ενώ έτρεχαν τα χύσια τους απ’ το μουνί και τον κώλο μου πάνω του. Με ξάπλωσαν δίπλα του κι ερχόταν ένας-ένας και μ’ έχυνε. Χύσια παντού. Στο στόμα, στο πρόσωπο και στο σώμα μου. Μέχρι και στο Τάσο έφτασαν τα χύσια. Ο τελευταίος μου οργασμός μ’ άφησε σε λιπόθυμη κατάσταση κι όταν συνήλθα ήμουν μόνη στο κρεβάτι, δίπλα στον άντρα μου, χυμένη και ξεπατωμένη ενώ στα πόδια μου βρήκα ένα κουτί.
Το άνοιξα και έμεινα έκπληκτη. Μέσα ήταν το βρακάκι μου, καλυμμένο από χύσια. Πολλά χύσια. Ένα χαρτάκι έγραφε:
«Αυτά συμβαίνουν όταν αφήνεις το βρακάκι σου στις αντρικές τουαλέτες.»
Κι από πίσω έγραφε:
«Όποιος κι αν είσαι, χύσε στο βρεγμένο μου βρακάκι.»
Τι περίεργο όμως, όταν λες ότι θα παρατήσεις τα πάντα και θα κάνεις κάτι συγκεκριμένο σαν να σου λέει η ζωή ότι θα σου τα φέρω τούμπα. Τι εννοώ; Είμαι ξανθιά, 39 ετών, παντρεμένη με τον εκπληκτικό σύζυγό μου με τον οποίο έχουμε εκπληκτική σεξουαλική ζωή. Είμαι 1,70, 60 κιλά με πολύ καλό στήθος κι ένα κορμί που φροντίζω να είναι θελκτικό και γυμνασμένο. Είμαι καλή σύζυγος, αλλά έχω ένα μειονέκτημα. Μ’ αρέσει το γαμήσι, το πρόστυχο, το απρόσμενο, αυτό που σε κάνει να λιώνεις και να ξεφεύγεις. Πάντα μου άρεσε να προκαλώ και να δοκιμάζω τη γεύση και το μέγεθος άλλων καυλιών καθώς και τη συμπεριφορά των ιδιοκτητών τους. Μέχρι που παντρεύτηκα και δεν μπορούσα να είμαι έτσι πλέον με κάποιον άλλο πέρα απ’ τον άντρα μου.
14 Ιουλίου, όλα καλά και τελικά έρχεται Τάσος με τα εισιτήρια στο χέρι. Όλο χαρά και τραγούδι ετοίμαζα τις βαλίτσες. Είχαμε κλείσει να πάμε Ζάκυνθο, σ’ ένα ξενοδοχείο καλό, έξω απ’ την χώρα του νησιού. Ήθελα να προκαλέσω τον Τάσο κι έκανα κάποιες αγορές τις προηγούμενες μέρες που φρόντισα να κρύψω στην βαλίτσα. Σ’ όλο το ταξίδι σκεφτόμουν τα μπάνια, το πως θα προκαλέσω το Τάσο, το που μπορούμε να κάνουμε σεξ. Ήμασταν στ’ αμάξι, ανοιχτά τα παράθυρα και φόραγα ένα παντελόνι και πέδιλα με τακούνι που δένουν στον αστράγαλο, μια μπλούζα αεράτη και φυσικά από μέσα μόνο ένα κορδόνι που έδενε πίσω μ’ ένα μεταλλικό δαχτυλίδι.
Ένα απ’ τα τελευταία αποκτήματα που ο Τάσος δεν είχε δει ακόμα. Όπως κι εκείνη την κοντή φούστα που μόλις κάλυπτε τα κωλομέρια μου που είχα συνδυάσει μ’ ένα μπλουζάκι στράπλες. Φανταζόμουν πως θα τον καύλωνα όταν μ’ έβλεπε έτσι αλλά ενδόμυχα σκεφτόμουν και το πόσο θα καύλωναν όλοι όσοι μ’ έβλεπαν μ’ αυτό. Πιο πολύ ακόμα με καυλώνουν τα βλέμματα των γυναικών που με κοιτούν άγρια όταν καυλώνω με την παρουσία μου τους άντρες τους. Τι να κάνω; Εγώ φταίω που μου αρέσει ν’ αρέσω; Δε με πειράζει προσωπικά, γιατί ξέρω ότι θα τις πηδάνε και θα σκέφτονται εμένα.
Τέτοια σκεφτόμουν στο ταξίδι και το μουνί μου έσταζε. Με τα πολλά φτάσαμε στο πλοίο αλλά σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού έτριβα τα μπούτια μου. Δεν έπρεπε να χύσω γιατί όλο το άσπρο παντελόνι θα γινόταν διάφανο. Ανεβήκαμε στο κατάστρωμα και πήρε ο Τάσος καφέδες. Μιλάγαμε για τις διακοπές κι όλο υπονοούμενα ενώ γυρνάγαμε το πλοίο για να βρούμε ένα ήρεμο μέρος να κάτσουμε. Μόλις πήγαμε στο πάνω κατάστρωμα στην πλευρά της πλώρης, υπήρχε ένα μέρος χωρίς κόσμο γιατί είχε ήλιο και ήταν ακάλυπτο. Τότε μου ήρθε μια ιδέα. Τράβηξα το Τάσο πίσω από ένα ρολό κάβους και κάτι κιβώτια.
- Τι κάνεις; Μου είπε.
- Σκάσε γιατί δεν αντέχω άλλο. Του είπα. Κατέβασα με μιας το παντελόνι και στήθηκα στον κάβο γέρνοντας μπροστά. Ο Τάσος τα ‘χασε, αλλά αμέσως τον είδα να καυλώνει και να έρχεται προς το μέρος μου.
- Ώστε έχεις όρεξη για παιχνίδια ε; Τώρα θα δεις πουτανάκι τι θα σου κάνω. Κι έβγαλε τον πούτσο του, που αμέσως του έγινε κάγκελο και τον χτύπησε στα κωλομέρια μου μερικές φορές.
- Σου αρέσει το βρακάκι μου μωρό μου; Προχτές το πήρα!
- Τέλειο. Έχεις κι άλλες εκπλήξεις;
- Δε φαντάζεσαι! Οι διακοπές μας θα είναι όλο εκπλήξεις. Αντέχεις να τις ζήσεις;
- Φυσικά και αντέχω μωρό μου. Σ’ αυτές τις διακοπές θέλω να είμαστε χαλαροί και να πάμε όπως μας βγει.
- Ωραία! Σκάσε τώρα και γάμα την πουτάνα σου, γιατί δεν αντέχω άλλο!
Έτριψε το καυλί του πάνω στα μουνόχειλά μου και τα παραμέρισε ενώ ένα βογκητό μου ξέφυγε όταν ακούμπησε το πουτσοκέφαλο την κλειτορίδα μου. Ξαφνικά τον ένιωσα να μπαίνει κι ένα μακρόσυρτο Αχ μου ξέφυγε.
- Μη με λυπάσαι. Γάμα με τώρα γρήγορα πριν μας πιάσει κανείς. Μη χύσεις μέσα γιατί θα φανούν στο παντελόνι. Τα θέλω στο στόμα μου. Όλα.
Αμέσως μ’ έπιασε απ’ τη μέση και με κάρφωσε δυνατά. Όσο με κάρφωνε τόσο κρατιόμουν να μη φωνάξω κι έπιανα τα σχοινιά. Με τρέλαινε με κάθε του σπρωξιά που ένιωθα τ’ αρχίδια του να χτυπούν την κλειτορίδα μου. Άρχισα να νιώθω την κορύφωση πολύ νωρίς. Το αίσθημα ότι ήμουν ξεβράκωτη και γαμιόμουν σαν πουτάνα τουρίστρια που βρήκε μια πρόθυμη ψωλή, με κίνδυνο να με πιάσουν, μ’ έκανε να χύσω φωνάζοντας:
- Χύνω μωρό μου! Χύνω η καριόλα. Αχ!
Τα πόδια μου να τρέμουν κι ο Τάσος ακόμα να με γαμάει τραβώντας μου τα μαλλιά.
- Έτσι πουτανάκι! Χύσε τον πούτσο μου! Χύσε καριόλα γυναίκα. Θα σε χύσω. Έλα να τα πάρεις στο στόμα σου! Έλα να γευτείς όλα τα καυτά μου χύσια πουτάνα!
Αμέσως πήρα το πουτσοκέφαλο στο στόμα, ακριβώς τη στιγμή που τα πρώτα χύσια έβγαιναν και χτύπαγαν τον ουρανίσκο μου. Τα μάζεψα όλα, αλλά δεν περίμενα να είναι τόσα πολλά. Κατάπια την πρώτη γεμάτη γουλιά αλλά τη στιγμή που έκλεισα το στόμα τα τελευταία χύσια με βρήκαν στο πρόσωπο. Τα μάζεψα και τα πασάλειψα με το χέρι στο στόμα μου και στο μάγουλό μου. Ήθελα να έχω χύσια πάνω μου. Λατρεύω τα χύσια. Ακούσαμε ομιλίες κι ανεβάσαμε τα ρούχα μας. Ευτυχώς το κορδόνι μου το είχε κάνει στην άκρη γιατί αλλιώς θα το έψαχνα. Πήραμε τους καφέδες κι εκείνη τη στιγμή μια παρέα έστριβε στο κατάστρωμα. Γελάσαμε με τον Τάσο και χαλαρώσαμε για το υπόλοιπο ταξίδι.
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο μεσημέρι. Αφήσαμε τα πράγματα και πήγαμε για φαγητό. Η πρώτη μας μέρα πέρασε ήρεμα γυρνώντας στο δωμάτιο κατά τις 20:00, μετά απ’ τον καφέ μας και μπήκαμε να κάνουμε μπάνιο. Βγήκε ο Τάσος και μπήκα εγώ. Ξυρίστηκα και περιποιήθηκα τον εαυτό μου. Δε φόρεσα ρούχα και βγήκα έξω μες την καύλα. Δεν ήξερα αν στάζουν νερά απ’ το μουνί μου ή τα υγρά μου. Δυστυχώς ο Τάσος κοιμόταν στο κρεβάτι. Ξενέρωσα. Καιγόμουν για πούτσο. Ήθελα σεξ μέχρι τελικής πτώσης και δεν το είχα. Δεν το πίστευα. Φόρεσα το στρινγκ μου, ένα απ’ αυτά που πήρα μαζί και τακτοποίησα τα ρούχα. Βγήκα στο μπαλκόνι να κάνω τσιγάρο και να ηρεμήσω. Πρώτη μέρα είναι εξάλλου κι εγώ ήμουν κουρασμένη λίγο, ας έδινα μια ευκαιρία, δεν έπρεπε να τα ζητάω όλα εξ αρχής. Είπαμε χαλαρά κι όπως έρχονται τα πράγματα. Μεγάλη έκφραση αυτή. Να το ξέρετε. Ποτέ δεν ξέρεις σε τι μπελάδες θα σε βάλει.
Μ’ αυτές τις σκέψεις και με την καύλα μου που καταπίεζα, απέφυγα ν’ αγγίξω το μουνάκι μου κι έπεσα στο κρεβάτι. Με πήρε ο ύπνος αμέσως. Ξύπνησα με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Ο Τάσος είχε μόλις φορέσει το μαγιό του.
- Καλημέρα μωρό. Τι λες, να πάμε για πρωινό και μετά για μπάνιο κάπου ήσυχα;
- Καλή ιδέα, αλλά αντί να πάμε για πρωινό δεν πας να πάρεις καφεδάκια, νερό κι ότι άλλο βρεις και να τα πάρουμε στην παραλία; Θα σε συναντήσω στην είσοδο να ετοιμάσω την τσάντα.
- Οκ. Τέλεια ιδέα, Πάω κι έλα. Μην αργήσεις.
Έφυγε ο Τάσος, τινάχτηκα αμέσως, έβγαλα το εσώρουχο και πήγα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Μετά ετοίμασα την τσάντα και φόρεσα το νέο μου μαγιό. Ένα στράπλες που έδενε μπροστά με φιόγκο κι από κάτω είχε ένα ασορτί στρινγκ. Θα τον τρέλαινα σήμερα! Έβαλα γύρω μου ένα παρεό, πήρα τα γυαλιά και την τσάντα και βγήκα απ’ το δωμάτιο. Στο μυαλό μου η θάλασσα, το σεξ και το καυτό μαγιό μου που τόλμαγα να φορέσω για πρώτη φορά μετά από χρόνια φαντασιώσεων. Το μουνί μου έσταζε. Πηγαίνοντας με το αμάξι, βρήκαμε μια ερημική παραλία, η ώρα ήταν 8:30. Δεν είχε κίνηση γενικά πουθενά, ούτε ο ήλιος έκαιγε. Ήταν 10 λεπτά περπάτημα στην πλαγιά με τα πόδια απ’ το αμάξι. Κάτσαμε σ’ ένα πλατύ βράχο. Πανέμορφα. Άνοιξα το παρεό κι ο Τάσος τα έχασε.
- Σου αρέσει μωρό μου;
- Είσαι μια καύλα! Βλέπω έχεις όρεξη σ’ αυτές τις διακοπές.
- Ακριβώς! Γουστάρω κι έχω τρελές καύλες αλλά μη βιάζεσαι, ας κρατήσουμε την καύλα μας.
- Ωραία! Πάμε να βουτήξουμε;
- Πήγαινε εσύ κι εγώ θα κάτσω να χαλαρώσω λίγο στον ήλιο μιας και δεν καίει.
Είδα το Τάσο να βουτάει κι άρχισα να διαβάζω το βιβλίο μου και να χαλαρώνω. Βγήκε ο Τάσος, μιλάγαμε, πέσαμε για μπάνιο μαζί, ήπιαμε το καφεδάκι μας και φάγαμε το πρωινό μας. Είχε αρχίσει να ζεσταίνει ο καιρός κι εμείς απολαμβάναμε το τοπίο. Ξαφνικά όπως καθόμασταν στο βράχο, είδαμε μια βάρκα με 2 άτομα να κάνουν κουπί και να πλησιάζουν την ακτή. Άραξαν τη βάρκα στην αμμουδιά και βγήκαν έξω. Έβαλαν κάτι πετσέτες κάτω και μίλησαν μεταξύ τους. Ο ένας έβγαλε την μπλούζα του και βούτηξε. Ο άλλος ήρθε προς το μέρος μας.
- Γεια σας. Ελπίζω να μη σας ενοχλούμε. Απλά κάνουμε προπόνηση κάθε πρωί και καταλήγουμε να κάνουμε μπάνιο στην παραλία εδώ που δεν είναι κανείς συνήθως. Μας έκανε έκπληξη το ότι βρήκαμε κόσμο εδώ και μάλιστα ζευγάρι, οπότε δε θέλουμε να σας τη χαλάσουμε θα κάνουμε μια βουτιά και θα φύγουμε.
Εν τω μεταξύ τον πρόσεξα καλύτερα. Μελαχρινός, φανερά μαυρισμένος και γυμνασμένος νέος. Τινάχτηκε το μουνάκι μου.
- Μα τι λες; Είπε ο Τάσος. Αλίμονο. Κάντε το μπάνιο σας κι εμείς εδώ χαλαρώνουμε. Όλα καλά. Εγώ είμαι ο Τάσος κι από εδώ η γυναίκα μου η Ειρήνη.
- Χάρηκα είπα κι εγώ και έπιασα το χέρι του που ήδη είχε απλώσει.
- Παρομοίως! Είπε εκείνος. Κώστας κι από δω ο Στάθης. Είπε δείχνοντας το φίλο του με τα μακριά καστανά μαλλιά, που έβγαινε απ’ τη θάλασσα.
Τα έχασα! Ο τύπος είχε μια γράμμωση, άλλο πράγμα. Σωστός παίδαρος. Κάναμε τις συστάσεις κι ο Τάσος τους πρότεινε να κάτσουν, μιας και πάνω στην κουβέντα, είπαν για το κοινό τους χόμπι, το ψάρεμα και τη θάλασσα. Φοιτητές στην Αθήνα, με εξοχικό ο ένας στο νησί, έρχονταν κάθε καλοκαίρι για τα μπάνια και την κωπηλασία τους. 2 25άρηδες σωστά μανάρια. Με ηλιοκαμένα κορμιά κι εγώ εκεί με την καύλα μου. Και το χειρότερο; Πως θα σηκωθώ να μπω να δροσιστώ λίγο με το μαγιό το ανύπαρκτο πίσω; Περίμενα να μπουν μέσα μπας και μπω μετά, αλλά τίποτα. Απορροφημένοι στην κουβέντα αλλά με κλεφτές ματιές προς το μέρος μου και οι 2. Κολακευόμουν κι έτρεχαν υγρά απ’ το μουνί μου. Σε κάποια στιγμή βλέπω τον ένα να κοιτάει επίμονα ανάμεσα στα πόδια μου. Κοίταξα κι εγώ διακριτικά και είδα το φούσκωμα στο μαγιό του και μετά κοίταξα ανάμεσα στα πόδια μου μήπως φαινόταν κάτι. Αυτό που είδα με καύλωσε και μ’ έφερε σε πιο δύσκολη θέση. Τα υγρά απ’ το καυλωμένο μουνί μου το είχαν κάνει να φαίνεται διάφανο.
Είδα τα μουνόχειλά μου που χώριζαν και σήκωσα το βλέμμα πάλι στο Κώστα, ο ο-ποίος φανερά καυλωμένος μου χαμογέλασε. Κατάλαβα. Χαμογέλασα κι εγώ. Ένιωσα φτηνή αλλά και καυλωμένη. Ένιωσα την καταπιεσμένη πουτάνα να ξυπνά. Το σκέφτηκα αλλά η φράση: «Ν’ αφήσουμε τον εαυτό μας ελεύθερο,» νίκησε κι αποφάσισα να ζήσω ότι έρχεται. Άρχισα να συμμετέχω στη κουβέντα, να είμαι πιο ναζιάρα κι εκδηλωτική χωρίς όμως να παραξενέψω τον Τάσο. Τότε πρότεινα:
- Δεν πάμε για καμιά βουτιά; Άρχισε να καίει ο ήλιος!
- Ναι! Πάμε! Είπε ο Τάσος. Σηκώθηκε πρώτος και τρέχοντας έπεσε στη θάλασσα. Σηκώθηκα κι εγώ κι έκανα μερικά βήματα προς τη θάλασσα και τεντώθηκα. Γύρισα το κεφάλι μου και χαμογέλασα στους 2 τους και τους είπα:
- Θα έρθετε;
Μπα. Θα κάτσουμε λίγο ακόμα εδώ έξω. Είπε ο Στάθης, προσπαθώντας να κρύψει το φούσκωμα στο μαγιό του. Ήξερα ότι είχαν καλή θέα της κωλάρας μου και τους προκαλούσα. Μπήκα κι έκανα μια βουτιά, μίλησα με το Τάσο λίγο κι άρχισα να βγαίνω ενώ εκείνος ήταν ακόμα μέσα και πήγαινε στην άλλη άκρη της παραλίας κολυμπώντας. Το μαγιό μου είχε γίνει διάφανο και οι ρόγες μου πετάγονταν. Όλα ήταν φανερά. Δεν κρυβόταν τίποτα. Έστυψα τα μαλλιά μου κι έκατσα όρθια μπροστά στο Κώστα και στο Στάθη μιλώντας αδιάφορα κι ανήξερα.
- Ειρήνη, εμείς θα φύγουμε.
- Γιατί ρε παιδιά;
- Καλύτερα να φύγουμε γιατί θα ξεφύγει το θέμα. Μας έχεις καυλώσει άγρια.
- Και ποιος σας είπε ότι δε θέλω να ξεφύγει; Είπα όλο πουτανιά.
- Το εννοείς; Είπε ο Κώστας.
- Που ξέρεις; Με τις κατάλληλες συνθήκες και λιγότερο ακροατήριο ίσως. Είπα κλείνοντας το μάτι.
- Πάρε αυτό. Είπε ο Κώστας και μου έδωσε τη συσκευή του κινητού του. Εδώ θα σας στείλουμε μήνυμα που θα έρθετε το βράδυ. Τα άλλα άστα σε μας πουτανάκι. Σήμερα θα ζήσεις κάτι που δεν έχεις ζήσει ποτέ. Εάν το θες, εμπιστέψου μας και ακολούθα τις οδηγίες. Εάν όχι απλά στείλε απάντηση ότι δε θες κι άσε το κινητό αύριο πρωί εδώ. Εάν έρθεις το βράδυ όμως, κάηκες.
Αυτή η ιδέα με τρέλανε, με καύλωσε, ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα να νιώσω. Πουτάνα. Τους έβλεπα να απομακρύνονται προς τη βάρκα κι όσο πιο πολύ απομακρύνονταν τόσο πιο πολύ αποφάσιζα να το ζήσω κρυφά απ’ τον Τάσο. Ξάπλωσα και προσπάθησα να ηρεμήσω. Με πήρε ο ύπνος κι όταν με ξύπνησε ο άντρας μου κατάλαβα ότι όχι μόνο δεν είχα ηρεμήσει αλλά ήμουν ακόμα μούσκεμα. Η πρώτη σκέψη μου ήταν τα ηλιοκαμένα και γυμνασμένα κορμιά του Κώστα και του Στάθη. Φύγαμε προσπαθώντας να είμαι καλή παρέα για το Τάσο, αλλά κρατώντας τις πουτανίστικες σκέψεις μου για το πως θα ντυθώ, όχι πλέον για τον άντρα μου, αλλά για τους 2 γαμιάδες που γνώρισα πριν λίγες ώρες.
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο όταν άρχισε να σουρουπώνει. Μπήκε ο Τάσος για μπάνιο κι αμέσως έψαξα το κινητό στην τσάντα. Είχε ένα μήνυμα:
- Στις 22:00 να είσαστε στο μπαρ τάδε. Θα το βρεις. Είναι πολύ γνωστό μαγαζί. Φρόντισε να μας καυλώσεις πουτάνα.
Αμέσως ασυναίσθητα απάντησα «οκ» κι έκρυψα το κινητό στην τσάντα. Ο Τάσος βγήκε απ’ το μπάνιο και μπήκα εγώ. Όσο έκανα μπάνιο, σκεφτόμουν τι να βάλω. Ντύθηκε ο Τάσος κι εγώ έβαλα τι άλλο; Τα ρούχα που είχα πάρει για να του κάνω έκπληξη. Βάφτηκα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ο Τάσος ήταν όλο κολακευτικά σχόλια κι εγώ έβλεπα μια πουτάνα έτοιμη για βίζιτα μιας και με το παραμικρό κούνημα φαίνονταν όλα τα κάλλη μου. Οι ρόγες μου ήταν ήδη εμφανείς απ’ το στράπλες. Φύγαμε και του είπα να πάμε σ’ ένα γνωστό μαγαζί της περιοχής, όπως με είχαν καθοδηγήσει οι 2 φίλοι. Φτάσαμε κατά τις 22:00. Κάτσαμε σ’ ένα τραπέζι με ψηλά σκαμπό, λες και το κάναμε επίτηδες. Όλα στη φόρα και το χειρότερο; Ιριδίζων φωτισμός μπλε που έκανε το άσπρο μου στρινγκ να φωσφορίζει στο σκοτάδι. Παραγγείλαμε ποτά κι έκλεινα τα πόδια μου. Ήπιαμε 2 ποτά και ξαφνικά βλέπω απέναντι τον Στάθη να κάνει νόημα κρατώντας το κινητό.
- Τάσο μου πάω μια στιγμή στην τουαλέτα.
- Ok μωράκι μου.
Έφυγα και πήγα να δω με το μήνυμα. Μπήκα στην τουαλέτα και διάβασα:
«Ωραίο το βρακάκι σου. Σωστό πουτανάκι. Το διαφημίζεις σ’ όλο το μαγαζί. Βγαλ’ το και θα σε γαμήσουν όλοι εδώ. Μην το πετάξεις όμως, βάλτο στο τσαντάκι σου.»
Το έβγαλα. Ήταν μούσκεμα. Ένιωσα το βραδινό αέρα μόλις βγήκα απ’ την τουαλέτα να δροσίζει το μουνάκι μου. Προχώρησα προς τον Τάσο και τον είδα να γελάει μιλώντας με τα παιδιά.
- Μωρό μου έλα εδώ! Κοίτα ποιοι είναι εδώ. Ο Κώστας κι ο Στάθης. Είπε ο Τάσος.
- Τι έκπληξη είναι αυτή παιδιά; Είπα εγώ χαμογελώντας με νόημα και φροντίζοντας να ακουστώ όσο πιο έκπληκτη γινόταν.
- Είπαμε να πιούμε ένα ποτάκι, είδαμε το Τάσο και είπαμε να πούμε μια καλησπέρα. Είπε ο Κώστας.
- Και πολύ καλά κάνατε. Είπε ο άντρας μου. Να παραγγείλω μια βότκα;
- Ναι αμέ! Είπε ο Στάθης κοιτώντας με στα μάτια. Χαμογέλασα και είχα κάνει κεφάλι. Χόρευα πότε με τον ένα, πότε με τον άλλο κι έβλεπα το Στάθη να τσουγκρίζει συνέχεια με τον άντρα μου. Κάποια στιγμή πάνω στο χορό μου λέει ο Κώστας:
- Πού είναι το βρακάκι σου καριολάκι;
- Στην τσάντα μου. Του είπα ενώ ένιωθα το σκληρό του καυλί στα κωλομέρια μου.
- Πολύ καλά. Δωσ’ το μου.
Διακριτικά το έβγαλα απ’ την τσάντα και του το έδωσα. Το πήρε και πήγε στις τουαλέτες. Μετά από λίγο ήρθε και τον κοίταξα απορημένα.
- Μην ανησυχείς. Μου είπε. Έκπληξη!
Χαμογέλασα και συνέχισα το χορό. Πήγα προς τον άντρα μου και σηκώθηκε να με συνοδεύσει, ενώ είδα το Στάθη να μου κλείνει το μάτι και να τινάζει το τσιγάρο του στο ποτό του Τάσου. Γέλασα, ενώ ο Τάσος πήρε το ποτήρι και ήπιε.
Μέσα σε 10 λεπτά ήταν γκολ. Τρίκλιζε και του είπα καλύτερα να πάμε στο δωμάτιο. Τα παιδιά με βοήθησαν κι ανεβήκαμε στο δωμάτιο. Ευτυχώς ήταν κοντά. Τον έβαλα στο κρεβάτι κι αμέσως έχασε την επαφή με το περιβάλλον ροχαλίζοντας. Εκείνη τη στιγμή με πιάνει ο Κώστας και μου λέει:
- Πως νιώθεις καριόλα που θα σε ξεσκίσουμε;
- Εδώ μπροστά στον άντρα σου. Είπε ο Στάθης και ήρθε κοντά μου και με φίλησε.
- Ξεσκίστε με την πουτάνα! Είπα ενώ χούφτωσα τα καυλιά τους. Καυλιά σκληρά και μεγάλα. Φαινόντουσαν όπως τα έπιασα και καύλωσα ακόμα πιο πολύ. Μ’ έγδυσαν στο λεπτό, με χούφτωναν και με δαχτύλωναν επί τόπου. Έβγαλαν τα ρούχα τους και με γονάτισαν προσφέροντάς μου τα 2 χοντρά και μεγάλα καυλιά τους τα οποία έπιασα με προθυμία και τα έχωσα στο στόμα μου. Πότε το ένα και πότε το άλλο. Τους πίπωνα και μ’ έβριζαν. Πουτάνα, γαμιόλα, ψωλορουφήχτρα, καριόλα και μέσα σε 10 λεπτά μ’ έχυσαν στο πρόσωπο και στο στόμα. Με πλημμύρισαν. Έσταζαν τα χύσια τους στα βυζιά μου ενώ ότι μπορούσα το έγλειφα και το κατάπινα. Προφανώς είχαν πάρει χάπι γιατί δεν τους έπεσε καθόλου.
- Θέλω γαμήσι άγριο. Τους είπα.
Τότε μ’ έπιασε ο ένας, μ’ έβαλε να σκύψω πάνω απ’ τον κοιμισμένο άντρα μου στα 4, ήρθε από πίσω μου και μου τον έχωσε με τη μία. Με κάρφωνε δυνατά και βογκούσα ενώ τινάζονταν τα χύσια απ’ το πρόσωπό μου πάνω στον άντρα μου. Με καύλωσε η εικόνα και η σκέψη ότι ήμουν μια πουτάνα. Έχυσα αμέσως φωνάζοντας ενώ ήρθε κι ο άλλος και μου τον έδωσε στο στόμα.
- Χύνω! Φώναξε ο Κώστας που μου γαμούσε το μουνί.
- Όχι μέσα, του είπα. Θα με γκαστρώσεις.
- Σκάσε πουτάνα. Όπου θέλω εγώ θα σε χύσω. Κι αμέσως ένιωσα να καρφώνεται μέσα μου, να τινάζεται κι αμέσως έφτασα σ’ ένα ακόμα οργασμό. Τη θέση του πήρε το καυλί που είχα στο στόμα μέχρι που κι αυτό έχυσε το μουνί μου. Για ώρες με γάμαγαν εναλλάξ ή και μαζί. Στόμα-μουνί, αλλά και στον κώλο μου τον οποίο έχυσαν 2 φορές ο καθένας. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα κι ο Κώστας πήγε να ανοίξει.
- Καλώς τους! Είπε.
- Ειρήνη. Από δω η παρέα μας. Παιδιά, από εδώ η πουτάνα που σας είπαμε. Έχετε 10 λεπτά να τη χύσετε όλοι σας.
Τότε με πήρε ο Στάθης και με γάμησε στα 4 μέχρι που έχυσε στο μουνί μου και μετά ο Κώστας μ’ έχυσε στο κώλο. Όλοι οι άλλοι, 5 άτομα, τον έπαιζαν με το θέαμα. Μου λέει ο Στάθης:
- Ώρα να σε κάνει ο αντρούλης σου να χύσεις με το στόμα του. Ανέβα και τρίψε το μουνί σου στο στόμα του. Αμέσως το έκανα ενώ έπαιζα την κλειτορίδα μου κι έχυνα ενώ έτρεχαν τα χύσια τους απ’ το μουνί και τον κώλο μου πάνω του. Με ξάπλωσαν δίπλα του κι ερχόταν ένας-ένας και μ’ έχυνε. Χύσια παντού. Στο στόμα, στο πρόσωπο και στο σώμα μου. Μέχρι και στο Τάσο έφτασαν τα χύσια. Ο τελευταίος μου οργασμός μ’ άφησε σε λιπόθυμη κατάσταση κι όταν συνήλθα ήμουν μόνη στο κρεβάτι, δίπλα στον άντρα μου, χυμένη και ξεπατωμένη ενώ στα πόδια μου βρήκα ένα κουτί.
Το άνοιξα και έμεινα έκπληκτη. Μέσα ήταν το βρακάκι μου, καλυμμένο από χύσια. Πολλά χύσια. Ένα χαρτάκι έγραφε:
«Αυτά συμβαίνουν όταν αφήνεις το βρακάκι σου στις αντρικές τουαλέτες.»
Κι από πίσω έγραφε:
«Όποιος κι αν είσαι, χύσε στο βρεγμένο μου βρακάκι.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου