Πριν μερικά χρόνια πήδαγα τη μάνα της. Για την ακρίβεια δεν την πήδαγα μόνο, την ταπείνωνα, την ξεφτίλιζα, την έδερνα κι η καλοστεκούμενη σαρανταπεντάρα τότε, ακόρεστη, ζητούσε περισσότερα, αχόρταγη ρούφαγε την υποταγή και την ταπείνωση κι ήθελε κι άλλα.
Πριν μερικά χρόνια πήδαγα τη μάνα της.
Για την ακρίβεια δεν την πήδαγα μόνο, την ταπείνωνα, την ξεφτίλιζα, την έδερνα κι η καλοστεκούμενη σαρανταπεντάρα τότε, ακόρεστη, ζητούσε περισσότερα, αχόρταγη ρούφαγε την υποταγή και την ταπείνωση κι ήθελε κι άλλα.
Με αποτέλεσμα κάθε φορά που ο σύζυγος, αξιωματικός του στρατού, απουσίαζε σε ασκήσεις, ταξίδια, εκπαιδεύσεις με καλούσε στο ίδιο της το σπίτι και παρά την παρουσία μιας δεκατετράχρονης πιτσιρίκας, την είχα δει δυο τρεις φορές, με παρουσίαζε σαν ένα συνάδελφο απ’ το γραφείο, την ξέσκιζα στο συζυγικό της κρεβάτι.
Τις περισσότερες φορές που πήγαινα, η μικρή ήταν κλεισμένη στο δωμάτιό της αλλά από τα ουρλιαχτά καύλας και πόνου της μαμάς ήμουν σίγουρος πως ακουγόταν μέχρι εκεί. Αυτό κράτησε σχεδόν δύο ολόκληρα χρόνια μέχρι που μια μετάθεση του συζύγου, τους έστειλε όλους σε μια επαρχιακή πόλη στα σύνορα. Κατέβηκε η μαμά μια δυο φορές στην Αθήνα μόνο και μόνο για να ταπεινωθεί και να γαμηθεί, αλλά πια η απόσταση δε λειτουργούσε κι έτσι παρά μια ιντερνετική επικοινωνία, διακόψαμε.
Χρόνια μετά, αρχές καλοκαιριού λαμβάνω ένα μήνυμα στο κινητό:
«Γεια σου είμαι η Λένα θέλω να μιλήσουμε».
Ποια Λένα; Ποια ήταν αυτή πάλι; Ήταν η κόρη της Δήμητρας τελικά, σπούδαζε στην Αθήνα, βρήκε το τηλέφωνο μου από τη μάνα της και με βρήκε. Δεν είχα καμία ιδιαίτερη διάθεση αλλά η μικρή επέμενε κι έτσι κανονίσαμε να βρεθούμε στο Θησείο για καφέ.
Έφτασα πρώτος και σε λίγο μια ψηλή μελαχρινή αδύνατη, όμορφο μουτράκι με γυαλάκια πλησίασε στα τραπέζια του καφέ, κοντοστάθηκε, κοίταξε ένα γύρω τον κόσμο και κατευθύνθηκε στο τραπέζι μου.
- Γεια σου Νίκο, είμαι η Λένα είπε χαμογελαστή, με θυμάσαι;
- Αλίμονο... (σιγά μη τη θυμόμουν).
Αγνώριστη η μικρή, καμία σχέση με το κοριτσάκι που θυμόμουν από τότε. Είπαμε τα τυπικά, σπούδαζε στο τρίτο έτος στο πανεπιστήμιο, οι δικοί της σε μια επαρχιακή πόλη μόνιμα πια κι εκείνη στην Αθήνα φοιτήτρια.
- Θέλω ότι κι η μαμά...
μου πετάει εντελώς ξαφνικά και κόντεψα να χάσω τον καφέ απ’ τα χέρια.
- Δηλαδή; Τι εννοείς;… τη ρωτάω ξαφνιασμένος.
- Ξέρω τι κάνατε με τη μαμά, μου ξαναλέει και θέλω κι εγώ.
- Πλάκα μου κάνεις; Δε γίνονται αυτά τα πράγματα, της απαντώ.
Κοκκίνισε, βούρκωσε, έσκυψε το κεφάλι αλλά σχεδόν αμέσως τίναξε το κεφάλι ψηλά και με βλέμμα πιο έντονο, θυμωμένο σχεδόν, μου λέει:
- Θέλω ότι έκανες στη μάνα μου αλλιώς δε με νοιάζει, θα τα πω όλα στο μπαμπά.
Πάγωσα, άντε να συνεφέρεις τώρα τη μικρή, μη διαλύσει το γάμο των ανθρώπων, των ίδιων των γονιών της.
- Κοίτα Λένα, να το συζητήσουμε, αλλά αυτά τα πράγματα δε λειτουργούν έτσι.
- Ξέρω, μου λέει, έχω δοκιμάσει λίγα κι έχω δει και διαβάσει πολλά, πάρα πολλά.
- Εντάξει κορίτσι μου αλλά βρες ένα αγόρι στην ηλικία σου να παίξετε, να πειραματιστείτε κι έτσι θα ναι πιο σωστό και για εσένα και για εκείνον.
- Το προσπάθησα, δεν το έχουν μου πετάει νευριασμένη.
Ούτε θυμάμαι τι της έλεγα, σίγουρα μαλακίες, το κοριτσάκι ήξερε τι ήθελε κι ήταν αποφασισμένο να το πετύχει. Σηκώνεται με το κινητό στο χέρι και κάποιον καλεί όσο περπατά νευρικά πάνω κάτω στο μεγάλο πεζόδρομο της Αρεοπαγίτου. Δεν ακούω τι λέει ούτε φυσικά με ποιον μιλάει αλλά οι νευρικές, θυμωμένες κινήσεις της μαρτυρούν πως με κάποιον διαφωνεί. Επέστρεψε μετά από κανένα πεντάλεπτο στο τραπέζι πιο χαλαρή μ ένα αινιγματικό χαμόγελο στο μουτράκι της.
- Όλα καλά; Τη ρωτάω.
- Πολύ, μου απαντά με υφάκι.
Πριν τη ρωτήσω τι εννοεί χτυπά το κινητό της, το σηκώνει…
«ναι στον δίνω…»
απαντά στο τηλέφωνο και μου το πασάρει. Έκπληκτος το παίρνω στα χέρια μου κι ακούω μια γυναικεία φωνή, ευτυχώς δεν είχε καλέσει τον πατέρα της, ανάσανα. Ήταν η μάνα της που με λυγμούς μου ζητούσε συγγνώμη απ’ τη μια κι απ’ την άλλη μου πέταξε το απίστευτο:
«Ξέρω πως θα την προσέξεις, σε εμπιστεύομαι απόλυτα…» και μου το έκλεισε.
Έμεινα μαλάκας! Είχα δει κι είχα ζήσει πολλά αλλά αυτό... και φαντασία να το θεωρήσετε δίκιο θα έχετε. Δεν ήταν όμως στη φαντασία μου, κράταγα ένα βουβό τηλέφωνο στο χέρι κι απέναντι μου είχα μια φάτσα που μου γέλαγε μες στα μούτρα και ήταν σα μου έλεγε, θα γίνει το δικό μου. Πολύ καλά λοιπόν, ας γίνει το δικό σου σκέφτομαι.
- Πάμε…
της λέω, αφήνω κάποια χρήματα στο τραπέζι και σηκώνομαι. Η σειρά της να τα χάσει.
- Δηλαδή;… με ρωτά, όλα εντάξει; Εμείς οι δύο;
- Σήκω…
της είπα με αυστηρό βλέμμα κι αμέσως κατάλαβε, χαμογέλασε, ψιθύρισε ένα μάλιστα και πετάχτηκε πάνω χαρούμενη. Μ’ έπιασε απ’ το χέρι κι έλαμπε από χαρά. Ανεβήκαμε την Αρεοπαγίτου και σκόπιμα την οδήγησα στη Θεωρίας, ήσυχο δρομάκι εκείνη την ώρα ήταν ότι έπρεπε. Αφού περπατήσαμε λίγο και έλεγξα πως δεν έρχεται κανείς της έπιασα το πρόσωπό της, τής έβγαλα τα γυαλάκια με απαλές κινήσεις και της έσκασα ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο που τα έχασε.
- Αυτό γιατί ανακάτεψες τη μάνα σου πουτάνα, της είπα θυμωμένος.
Κόλλησε πάνω στο φράχτη του δρόμου και με κοίταζε με βουρκωμένα μάτια και θολωμένο βλέμμα.
- Κι αυτό επειδή εσύ το ζήτησες…
της είπα και της έπιασα τη ρώγα, πάνω απ’ το μπλουζάκι και το σουτιέν. Την έσφιξα κι όσο μου επέτρεπαν τα ρούχα την έστριψα. Ένα πνιχτό αχ ξέφυγε απ’ τα χείλη της.
- Πονάς ψώλα;… τη ρώτησα χωρίς να αφήσω τη ρώγα.
- Ναι αλλά μου αρέσει… μου απάντησε.
Της έπιασα και την άλλη ρώγα, τώρα τσίμπαγα κι έστριβα και τις δύο ρώγες της. Τις τράβαγα, τις έστριβα κι εκείνη με τεντωμένο κορμί και κλειστά μάτια βογκούσε καυλωμένη και καλυμμένη πάνω στο φράχτη.
- Χύνω, μου είπε με κλειστά μάτια, χύνω…
και τιναζόταν το κορμί της πάνω στο φράχτη. Την πήρα αγκαλιά να συνέρθει κι έτρεμε απ’ τον οργασμό της κολλημένη πάνω μου.
- Σ’ ευχαριστώ… μουρμούριζε με κομμένη φωνή. Το ήθελα χρόνια.
- Τι ήθελες μικρή μου;
- Να γίνω σκλάβα σου, να σου ανήκω…
είπε με το πρόσωπό της κρυμμένο στην αγκαλιά μου. Έχωσα το χέρι μου ανάμεσα στα σκέλια της. Καυτό και υγρό το παντελόνι της, είχε χύσει το πουτανάκι και υγρά της πλημμύρισαν κιλοτάκι και παντελόνι.
- Τι μου έκανες;… ψιθύριζε με κομμένη ανάσα, αχ πόσο το ήθελα... σ’ ευχαριστώ αλλά θέλω κι άλλα, τα θέλω όλα!
- Θα γίνουν όλα στην ώρα τους, της είπα. Πάμε τώρα και στη πορεία θα τα βρούμε όλα αυτά.
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής και την έβαλα σ’ ένα ταξί να πάει στο σπίτι της. Της έστειλα στο κινητό της το mail μου και οδηγίες για το τι ζητούσα από εκείνη. Αφού ζητούσε τόσο επίμονα να γίνει σκλάβα μου, ήταν καιρός να πραγματοποιηθεί η επιθυμία της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου